“Μηδενισμός και Γυναίκες” – High Priest Wombat, KSC
Η πρακτική του μηδενισμού είναι η επίθεση στην ολότητα δίχως την ελπίδα ότι μπορεί να προκύψει κάποια πρόοδος. Δεν προχωράμε προς μια καλύτερη κοινωνία, παρά τις ρητορικές τις αριστεράς. Ποιές είναι οι επιλογές μας; Να κάτσουμε στ’ αυγά μας και να αποδεχτούμε τις συνθήκες που μας έχει επιβάλλει η μια ή η άλλη ιδεολογία; Να υποκρινόμαστε ότι οι μεταρρυθμίσεις ή το κοινωνικό κράτος αξίζουν μια δεκάρα καθώς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αφομοιώνει τους αγώνες μας; Να μπούμε στο πετσί του ρόλου του θύματος ή του μάρτυρα και να θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία της μιζέριας και του οίκτου;
Η υπάρχουσα τάξη είναι μια αποτυχία όμως δεν μπορούμε ούτε να αποδράσουμε από την ολότητα της, ούτε έχουμε πουθενά να κρυφτούμε. Δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη πως θα αλλάξουμε την κοινωνία όπως είναι, αν δεν την καταστρέψουμε εκ θεμελίων. Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από τα θέλγητρά της, αυτό είναι το συμφέρον μας. Κάθε άλλη δράση, κριτική ή όχι, οδηγεί στην αποδοχή της. Δεν πρέπει να περιοριστούμε σε έναν αγώνα αλλά οι δράσεις μας να επεκταθούν σε κάθε όψη της ζωής.
Μηδενισμός, Φεμινισμός και Αριστερά
Η ιστορία του μηδενισμού στη Ρωσσία ξεκίνησε ως ένα φοιτητικό κίνημα, μια αντι-κουλτούρα που γρήγορα γιγαντώθηκε σε μια ικανή δύναμη απελευθερώνοντας τις “νέες γυναίκες” της Ρωσσίας. Οι δράσεις των μηδενιστών ήταν τέτοιες που οι μηδενίστριες μπόρεσαν να γίνουν ένα αναπόσπαστο κομμάτι κάθε μεγάλης αναταραχής. Όμως τί σχέση είχε αυτό με τον φεμινισμό; Ο φεμινισμός, καταρχήν, φαίνεται σε πολλούς σαν το μονοπώλειο της γυναικείας χειραφέτησης και η καρδιά των γυναικείων συμφερόντων. Σαν ολότητα, ο φεμινισμός όχι μόνο έκανε το γυναικείο ζήτημα μια προτεραιότητα για την αριστερά, αλλά βοήθησε στην αλλαγή του ρόλου των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Βοήθησε στην απόκτηση από τις γυναίκες του δικαιώματος να ψηφίζουν, τις έβγαλε από την κουζίνα και τις έβαλε στη δουλειά δίπλα στους άνδρες, καθώς επίσης βοήθησε στην αποδοχή της αντισύλληψης ώστε τελικά μια γυναίκα να μπορεί να αποφασίζει για το είδος της οικογένειας, της σχέσης και της ζωής που επιθυμεί.
Ωστόσο, αυτό το σχέδιο είναι αποτυχημένο καθώς υποτάσσεται σε όλες τις συμβάσεις της αριστεράς. Η ψηφοφορία νομιμοποιεί το κράτος σαν τον φορέα της προόδου και της αλλαγής, κι αυτό είναι το μακρύτερο που μπορεί να φτάσει η αριστερά, ακόμα κι εκεί όπου κυριαρχεί. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες, η ψηφοφορία δημιουργεί μια ψευδή σιγουριά ότι κάτι θα αλλάξει επιτέλους και θέτει τη γυναικεία ζωή στη διάθεση της πολιτικής ηθικής να την κρίνει. Ζητήματα όπως η νομιμοποίηση των εκτρώσεων διαμορφώνουν το πολιτικό τοπίο, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες σπάνια κατανοούν ότι είναι οι κοινωνικές αλλαγές που επηρρεάζουν τους νόμους, κι όχι τόσο οι αλλαγές των νόμων που επηρρεάζουν την κοινωνία.
Η διαμάχη των ιδεολογιών διαπερνά τα εθνικά και παγκόσμια πολιτικά τοπία, και εμφανίζεται τόσο εντός όσο κι εκτός των κοινοβουλίων. Τα πιο συντηρητικά και τα πιο φιλελεύθερα κράτη θα χαρίσουν τελικά στους υπηκόους τους κάποιες μεταρρυθμίσεις ή κοινωνικές παροχές, είτε για να αποθαρρύνουν μια ιδεολογία μη-ανεκτή από το τρέχον καθεστώς, είτε για να συγκρατήσουν τις μάζες από μια πιθανή ανταρσία. Βλέπουμε τους σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους να αντιμάχονται για τις κοινωνικές παροχές παρά την αντίθετη ρητορική τους. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν αντίστοιχα οι συντηριτικοί και οι φασίστες που προσπαθούσαν να αναπτύξουν προγράμματα πρόνοιας και ελεγχόμενων κοινωνικών παροχών. Πολιτική άλλωστε σημαίνει διαχείρηση του κράτους.
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός και ο αναρχο-φεμινισμός είναι δυο τοποθετήσεις που είτε αδιαφορούν για τη ψηφοφορία είναι την απορρίπτουν εξ αρχής. Αμφισβητούν τα κοινωνικά μοντέλα της πατριαρχίας, με τον αναρχο-φεμινισμό να συνδέει τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία με τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος. Αυτοί οι συχνά μαχητικοί αριστεριστές αποτυγχάνουν καθώς πιέζουν τη γυναίκα να αποδεχτεί ένα ρόλο θύματος, κάνοντας συχνά φεμινιστικές συζητήσεις σε ομάδες “θεραπείας”, συσκοτίζοντας το μίσος για την κυριαρχία, κι επιτιθέμενες στο “ρόλο των ανδρών” αντιπαραβάλλοντάς τον σε έναν “ρόλο των γυναικών”, χωρίς να ξεφεύγουν από αυτή την λανθασμένη διχοτόμηση, ώστε να δουν τους ίδιους τους ρόλους που πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Δε στράφηκαν όλες οι γυναίκες ιστορικά στο φεμινισμό. Οι μηδενίστριες της Ρωσσίας έχουν ένα αξιόλογο ιστορικό δράσης για την απελευθέρωση της γυναίκας, χωρίς να διαχωρίζουν αυτόν τον αγώνα από τους άλλους αγώνες των μηδενιστών. Όπως θα δούμε οι ρωσσίδες μηδενίστριες προχώρησαν την μηδενιστική στρατηγική σε ολόκληρη την προσωπική ζωή τους και απέκτησαν έναν συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο στο καταστροφικό έργο για το οποίο έγιναν γνωστοί οι ρώσσοι μηδενιστές.
Η ιδρυτική περίοδος
Αναφορικά με το “γυναικείο ζήτημα” οι μηδενιστές αντιμετώπιζαν στη Ρωσσία εντελώς διαφορετικές συνθήκες απ’ ότι οι σοσιαλιστές της Δυτικής Ευρώπης ή ακόμα οι φεμινίστριες της νέας αριστεράς. Κατ’ αρχήν, η ψηφοφορία ήταν ολωσδιόλου εκτός συζήτησης, καθώς ούτε οι άνδρες ψήφιζαν, εκτός από κάποιες ασήμαντες τοπικές εκλογές. Αδιαφορούσαν επίσης για την κατοχύρωση δικαιωμάτων, δεν υπήρχε κάποιο σύνταγμα στο οποίο θα μπορούσαν να αναφέρονται, ο τσαρικός αυταρχισμός ήταν απόλυτος. Επίσης δεν τους ενδιέφεραν τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία, κάτι που ζητούσε σχεδόν κάθε φιλελεύθερη φεμινίστρια στην Ευρώπη. Αυτό που ήθελαν οι γυναίκες ήταν να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην καριέρα, και να απολαμβάνουν μια υψηλού επιπέδου, δεδομένων των συνθηκών, σεξουαλική ελευθερία.
Στα τέλη του 1850, η τσαρική Ρωσσία έβαλε μπροστά κάποιες παραχωρήσεις στις γυναίκες, όπως το να τους επιτρέπεται η είσοδος στα πανεπιστήμια που είχαν ανοιχτόμυαλους καθηγητές, σε κλειστούς κύκλους μαθημάτων. Βέβαια, αυτό σήμαινε νέα προβλήματα, όπως η έλλειψη υποδομών, περιορισμένοι χώροι, τα οποία ποικίλλαν ανά τόπους, και ανά εποχή. Ταυτόχρονα, η υψηλόβαθμη εκπαίδευση ήταν για τις γυναίκες το πρώτο βήμα προς την πολιτική αντίδραση, κάτι που έθετε σε κίνδυνο την πανεπιστημιακή τους φοίτηση.
Αυτό συνδέεται κάπως και με το γεγονός ότι στη Ρωσσία οι άνδρες κρατούσαν τα διαβατήρια των γυναικών. Τα διαβατήρια ήταν πολύ σημαντικά στη Ρωσσία, καθώς ήταν απαραίτητα για την μετακίνηση ακόμα και στην κοντινότερη πόλη, πόσο μάλλον σε διαφορετική χώρα. Έτσι, ο πατέρας ή ο σύζυγος μπορούσε να αρνηθεί να δόσει στην κόρη ή τη σύζυγό του το διαβατήριό της, εμποδίζοντάς την να μετακινηθεί νόμιμα. Αυτό μπορούσε να την εμποδίσει απ’ το να πάει σε ένα πανεπιστήμιο πχ της Αγίας Πετρούπολης. Μιας και οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις ήταν περιορισμένες, το αίτημα για τα διαβατήρια έγινε ουσιώδες συμπλήρωμα της διεκδίκησης για εκπαίδευση, αν και ακόμα κι αν μια γυναίκα είχε διαβατήριο εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να βρεί κάπου να μείνει μόνη.
Ένας τρόπος με τον οποίο ανταποκρίθηκαν αρκετές γυναίκες στο πρόβλημα αυτό των διαβατηρίων ήταν μέσω του γάμου. Αυτό φυσικά φαίνεται κάπως αντιφατικό αν θεωρήσουμε την παραδοσιακή φεμινιστική τοποθέτηση που αντιμετωπίζει συχνά το γάμο σαν υποδούλωση. Όμως δεδομένης της κατάστασης ήταν ο μόνος τρόπος. Αυτό που έκαναν οι ρωσσίδες γυναίκες ήταν να βρουν κάποιον ανοιχτόμυαλο άνδρα ώστε να κάνουν έναν “λευκό γάμο”. Ο γάμος, ως τελετή, δεν ήταν ψεύτικος καθώς κάθε γάμος σύμφωνα με το ρωσσικό νόμο έπρεπε να τελείται στην εκκλησία. Ωστόσο, μετά το γάμο, η νύφη συνήθως ευχαριστούσε εν συντομία τον γαμπρό και έφευγε για κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού για να σπουδάσει χημεία, μαθηματικά, ιατρική ή άλλες επιστήμες.
Αυτοί οι “λευκοί γάμοι” συνοδεύονταν από την πρακτική της πολυγαμίας. Στην πράξη, η γυναίκα μπορεί να είχε έναν κανονικό γάμο στο ιστορικό της, αλλά μετά από λίγο καιρό άλλαζε διαδοχικά εραστές. Μέσα από την πρακτική αυτή φαίνεται πως προάγεται ένας ηδονιστικός τρόπος ζωής, ωστόσο οι γυναίκες συχνά ήταν πολύ πιο συγκρατημένες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της πολυγαμίας ήταν ότι οι γυναίκες είχαν έναν δικό τους χώρο. Έτσι μπορούσαν να απολαμβάνουν μεγαλύτερη διακριτικότητα, αλλά και μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία.
Αυτή η πρακτική οδηγούσε προφανώς και στο σχηματισμό οικογενειών εκτός γάμου. Αυτές οι “νέες οικογένειες” (κατά το “νέοι άνθρωποι” όπως αποκαλούνταν οι μηδενιστές στη Ρωσσία) αρχικά έμοιαζαν σαν οικογένειες βασισμένες σε γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο, και συγκροτούνταν περισσότερο βάσει των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων που είχαν οι νέεοι άνθρωποι που τις δημιουργούσαν. Αυτές οι νέες οικογένειες ήταν παράνομες και μπορούσαν κάλλιστα να χωριστούν ξανά, αν τις ανακάλυπταν οι αρχές, αν και κάτι τέτοιο δε συνέβαινε συχνά, και το αν μια γυναίκα ήταν νόμιμη ή όχι σύζυγος κάποιου έγινε γρήγορα δυσδιάκριτο αν όχι τελείως άνευ ουσίας.
Ο ορθολογικός εγωισμός του Chernyshevsky
Η πρακτική της πολυγαμίας καταγράφηκε από την επαναστατική λογοτεχνία της εποχής. Το έργο του Chernyshevsky: “Τί πρέπει να γίνει” ήταν η μεγαλύτερη επιρροή, όχι μόνο στις μηδενίστριες, αλλά συχνά συγκαταλέγεται ανάμεσα στις βασικότερες επιρροές κάθε ρώσσου επαναστάτη. Το “Τί πρέπει να γίνει” ή αλλιώς το “Κρίσιμο Ερώτημα” είχε εμπνευστεί από μια φίλη του Chernyshevsky, μεγάλο μέρος της ζωής της οποίας περιγράφεται στο βιβλίο αυτό.
Η προσέγγιση του Chernyshevsky στο γυναικείο ζήτημα ήταν στα γνώριμα μονοπάτια των υπόλοιπων μηδενιστών και διέφερε συνολικά από τον φεμινισμό. Δεν υπήρχαν στο σκηνικό του οι αίθουσες των πανεπιστημίων, οι αγωνίστριες φοιτήτριες που μαζεύουν υπογραφές κλπ. Αντίθετα ο Chernyshevsky προβάλλει τις ατομικές απόπειρες. Ανάγνωση βιβλίων, μαθήματα από φίλους, σχηματισμός κύκλων συζήτησης και αλληλο-μόρφωσης.
Το “Τί πρέπει να γίνει” δεν αμφισβητεί απλά το ρόλο της μονογαμίας, αμφισβητεί τη γυναικεία οικονομική ανεξαρτησία. Αντλώντας αναφορές από τον Proudhon και άλλους σοσιαλιστές πριν τον Marx καθώς κι από την πρακτική των ρώσσων καλλιτεχνών, ο Chernyshevsky σκηνοθετεί μια φανταστική κολλεκτίβα ρούχων όπου η Vera γίνεται συνάδελφος με τις υπαλλήλους της, μοιράζεται τα κέρδη μαζί τους, τις μυεί στη διεύθυνση της επιχείρησης και τις διδάσκει πως να γίνουν ανεξάρτητες μέσα από την “προοδευτική” λογοτεχνία.
Για τον Chernyshevsky, οι άνδρες έπρεπε να υποτάσσονται στις συζύγους τους καθώς τα πράγματα ήδη είχαν φτάσει σε οριακό σημείο υπέρ του άνδρα. Οι άνδρες έπρεπε να είναι απόλυτα πιστοί ενώ οι γυναίκες θα ήταν ελεύθερες να κάνουν ότι επιθυμήσουν. Αυτό θεωρήθηκε μέρος του “ορθολογικού εγωισμού” που υπερασπιζόταν ο Chernyshevsky. Ο πόνος που θα σήμαινε για το μεμονωμένο αρσενικό θα ήταν απειροελάχιστος μπρος στη θέση στην οποία είχαν υποβληθεί οι γυναίκες.
Ο ορθολογικός εγωισμός του Chernyshevsky φτάνει στα όριά του όταν διαλαλεί πως είναι το άτομο που οφείλει να σταθεί απέναντι στην κυριαρχία. Κάτι τέτοιο διακρίνεται καλύτερα όταν η Vera λέει στο σύζυγό της “αν ένα πρόσωπο πιστεύει για τον εαυτό του ότι δεν μπορεί, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί. Οι γυναίκες έχουν πιστεί ότι είναι αδύναμες, κι έτσι νιώθουν αδύναμες και τελικά καταλήγουν να είναι αδύναμες”.
Μια αδυναμία στη σκέψη του Chernyshevsky είναι στη σχέση ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες. Η πρακτική της πολυγαμίας εξιδανικεύεται και οι γυναίκες ανεβαίνουν σε ένα βάραθρο, όπου βρίσκονται ψηλότερα από κάθε επιθυμία του άνδρα. Το σεξ ως σαρκική ηδονή απορρίπτεται ως μη-ικανοποιητικό, και εδώ ο Chernyshevsky φαίνεται να αντανακλά κατά κάποιο τρόπο το πουριτανικό πνεύμα της εποχής του. Ωστόσο, παρά το ρομαντισμό που καλύπτει τις σκέψεις του πάνω στο σεξ, το βιβλίο του δέχτηκε σκληρή κριτική για τους χαρακτήρες του που διαπράττουν μεταξύ άλλων, εκτρώσεις, διγαμίες, πορνεία, μαστροπεία κλπ. Αυτή η κριτική έμελλε να συνοδεύει τους μηδενιστές για δεκαετίες.
Ο Chernyshevsky επίσης φετιχοποιεί την εργασία με τον Lopukhov, έναν από τους χαρακτήρες του, λέγοντας πως “αν δεν προηγηθεί η εργασία, η διασκέδαση, η ξεκούραση, η πλάκα ή η γιορτή δεν σημαίνουν τίποτα”. Αυτές οι απόψεις δείχνουν μια επιρροή από τους γάλλους σοσιαλιστές όπου οι κοπερατίβες θεωρούνταν ως η μόνη διέξοδος από τη βαρβαρότητα της ανόδου της βιομηχανικής κοινωνίας, και αρκετοί θεωρούσαν τις κοπερατίβες σαν έναν τρόπο να λειτουργήσει η κοινωνία χωρίς τον κρατικό έλεγχο.
Η άποψη αυτή, ότι είναι η σκληρή δουλειά που δίνει την ευχαρίστηση στον ελεύθερο χρόνο, ωθείται ακόμα παραπέρα από το τέταρτο όνειρο της Vera. Το τέταρτο όνειρό της είναι γεμάτο από φουτουριστικά οράματα χρυσών αγρών, γόνιμων κοιλάδων, εργατών που τραγουδάνε στον ήλιο επιστρέφοντας στα γυάλινα και κρυστάλινα κοινόβιά τους όπου γέροι και παιδιά τους σερβίρουν πλούσια γεύματα. Μια ουτοπία όχι και τόσο σοβαρό, και παρά τις αμφιλεγόμενες σοσιαλιστικές ιδέες του Chernyshevsky, ο μηδενισμός του αναζωογόνησε τα πράγματα του καιρού του.
Το τέλος της ιδρυτικής περιόδου και το ξεκίνημα της επαναστατικής περιόδου
Ο παλιός μηδενισμός, όπως είναι γνωστό, δεν περιοριζόταν σε μια πρόταση για το γυναικείο ή άλλα ζητήματα, όπως η φτώχεια των απελευθερωμένων δουλοπάροικων που τράβηξαν την προσοχή των μηδενιστών. Προσπάθειες προπαγάνδας και αγκιτάτσιας σε αυτό το πεδίο κατέληξαν μόνο σε περισσότερες συλλήψεις, περισσότερους εξόριστους στη Σιβηρία και περισσότερους δολοφονημένους σε αποτυχημένες εξεγέρσεις. Αυτό το κλίμα μπόρεσε να ξεπεραστεί μόνο με την ώθησε των παλιών μηδενιστών στο τέλος της ιδρυτικής περιόδου τους με την απόπειρα δολοφονίας του Τσάρου στα 1866, που ακολουθήθηκε από την “λευκή τρομοκρατία” του κράτους. Τα μηδενιστικά έντυπα καταργήθηκαν, οι μεταρρυθμίσεις αφέθηκαν στην άκρη, και το εκπαιδευτικό σύστημα αναδομήθηκε ώστε να μην αφήνει περιθώρεια για μια όξυνση του εξεγερτικού πνεύματος που εξέθρεφε.
Τότε εμφανίζεται ο Nechayev, που οι φανταστικές μυστικές ενώσεις του καταλήγουν σε μια δολοφονία ενός από τους συντρόφους μιας πραγματικής μυστικής ένωσής του. Κυρίως όμως, ο διαβόητος Nechayev τράβηξε την προσοχή στην “Κατήχηση του Επαναστάτη” και βοήθησε να διαδοθεί η φλόγα μιας επαναστατικής ανάκαμψης του μηδενισμού.
Η επαναστατική περίοδος άνοιξε με την μηδενίστρια Vera Zasulich. Οι δυσαρεστημένοι εργάτες είχαν αποφασίσει να δείξουν στους φοιτητές και στους διανοούμενους ότι μπορούσαν να διαδηλώσουν οι ίδιοι και κατέκλυσαν την πλατεία της παναγίας στο Kazan στα 1876. Φυσικά, η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση και πραγματοποίησε συλλήψεις. Ένας από τους συλληφθέντες, με το όνομα Bogolyubov, αν και μόλις έφτανε στη συγκέντρωση όταν η αστυνομία την είχε διαλύσει, καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Ενώ ο Bogoluybov κρατούνταν στις φυλακές της Αγ. Πετρούπολης, ο στρατηγός Trepov και γενικός διοικητής της πόλης, τις επισκέφτηκε προκειμένου να διαπιστώσει την έλλειψη πειθαρχίας των κρατουμένων. Προφανώς, η φυλακή είχε πολλούς ακόμη μηδενιστές που περίμεναν να δικαστούν με τους “193” που συμμετείχαν σε εξεγερτικές δραστηριότητες αγκιτάτσιας ανάμεσα στους δουλοπαροίκους.
Ο Trepov ήταν βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο. Ενώ επιτηρούσε την πτέρυγα του Bogolyubov, έτρεξε προς το μέρος του, βλέποντάς τον να φοράει το καπέλο του παρόλο που βρισκόταν μπροστά σε κάποιον “επίσημο”. Ο Trepov έσκισε το καπέλο του και του επιτέθηκε με τις γροθιές του, ενώ έπειτα διέταξε να τον μαστιγώσουν. Και τον μαστίγωσαν μέχρι να βυθιστεί στην παράνοια μπροστά στους άλλους φυλακισμένους ώστε να χρησιμεύσει σαν παράδειγμα.
Το περιστατικό αυτό οδήγησε σε μια εξέγερση στις φυλακές και τελικά η Vera Zasulich στάθηκε αυτή που πήρε μια πρωτοβουλία που σκέφτονταν πολλοί, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Στρατηγό Trepov. Παρά το γεγονός ότι η υπόθεση ήταν ξεκάθαρη, η Zasulich παραδέχθηκε ότι ήταν αυτή που πυροβόλησε, υπήρχαν πολλοί μάρτυρες και αποδείξεις, το δικαστήριο φάνηκε να κάνει μια κίνηση καλής θέλησης, απελευθερώνοντας τη Zasulich, ενώ έξω από την αίθουσα ένα μαινόμενο πλήθος διαδήλωνε. Η Zasulich αποχώρησε βιαστικά προκειμένου να μη ξανασυλληφθεί.
Η συνομωσία κυραρχούσε στον επαναστατικό χώρο και οι “λευκοί γάμοι” πήραν ένα επαναστατικό περιεχόμενο μέσα από αυτή. Παριστάνοντας τα παντρεμένα ζευγάρια και χρησιμοποιώντας πλαστά διαβατήρια, παράνομοι άνδρες και γυναίκες νοίκιαζαν διαμερίσματα σε στρατηγικά σημεία. Από τη στιγμή που οι “οικοδεσπότες” εγκαθίσταντο, κατέφταναν κι άλλοι παράνομοι, που πήγαιναν κι έρχονταν ακατάπαυστα χωρίς να χρειάζεται να νοικιάζουν στο όνομά τους διαμερίσματα. ’λλες φορές αυτά ήταν απλά καταφύγια κοινοβιακής ζωής, κι άλλες πλήρως εξοπλισμένες γιάφκες.
Αυτές οι συνομωσίες οδήγησαν κατά τα φαινόμενα και στο ιστορικό σημείο-καμπή για τους μηδενιστές, την δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου ‘Β. Πολλές γυναίκες παίξαν έναν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες αυτές. Η Vera Figner συμμετείχε σε μια συνομωσία προκειμένου να τοποθετηθεί μια νάρκη κάτω από τις σιδηροδρομικές ράγες που θα περνούσε το τραίνο του Τσάρου, ωστόσο κάτι τέτοιο εγκαταλείφθηκε λόγω των καιρικών συνθηκών. Η Sophia Perovsky, που είχε αποδράσει από την εξορία έκανε μια δεύτερη απόπειρα με νάρκη, αυτή τη φορά όμως κάτω από έναν δρόμο, όμως ο Τσάρος και πάλι άλλαξε τα σχέδια του ταξιδιού του, κι αυτό το σχέδιο απέτυχε. Μετά τη σύλληψη του εραστή της Perovsky, του Alexander Zhelyabov, αυτή αποφάσισε να ηγηθεί της τελικής προσπάθειας ενάντια στον Τσάρο, ξανά με μια νάρκη στο δρόμο, αλλά αυτή τη φορά προβλέπονταν και τέσσερεις ακόμη βομβιστές ακροβολισμένοι στις γωνίες, ώστε να σιγουρευτούν ότι όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Κι ευτυχώς, μιας και ο Τσάρος άλλαξε ανά δρομολόγιο, αλλά αυτή που περίμενε κάτι τέτοιο, με ένα φύσηγμα της μύτης της έδωσε το σήμα στους βομβιστές να αλλάξουν θέσεις. Το τί ακολούθησε είναι πια ιστορία, ένας από τους βομβιστές έριξε τη βόμβα του κάτω από τον άξονα του οχήματος του τσάρου. Αυτός, ανέπαφος από την έκρηξη αυτή, πήρε την μοιραία απόφαση να κατεβεί να επιθεωρήσει τη σκηνή του εγκλήματος. Αυτό που τον περίμενε ήταν μια δεύτερη βόμβα που τον τραυμάτισε τελικά θανάσιμα. Παρά την επιτυχία της επιχείρησης, η Sophia Perovsky τελικά συνελήφθη και ήταν η πρώτη γυναίκα που θανατώθηκε για μια πολιτική πράξη.
Επίλογος
Στο χώρο του σήμερα, η αριστερά είναι σε πλήρη παρακμή, τα σχέδια και οι ιδεολογίες της έχουν ξεφτιλιστεί ως λειτουργικά εργαλεία της ολότητας του παρόντος συστήματος. Οι απαντήσεις που δίνει ο φεμινισμός απλά μιλούν για εξέγερση ενώ αποτυγχάνουν να ανιχνεύσουν πραγματικές θεραπείες για τα προβλήματα των σημερινών γυναικών. Αν και σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί τα “δικαιώματα των γυναικών”, η έκτρωση και τα αντισυλληπτικά παραμένουν ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ η ενδο-οικογενειακή βία δεν μπορεί να ξεπεραστεί όσες θεραπευτικές συνεδρίες κι αν γίνουν, όσες ομάδες υποστήριξης και να δημιουργηθούν. Παρά το χρόνο που δαπανάται σε συνελεύσεις για τη γυναικεία απελευθέρωση, αυτές σπάνια φτάνουν πέρα από μια αμφισβήτηση της πατριαρχίας. Η γυναικεία σεξουαλικότητα έχει γίνει ένα ακριβό εμπόρευμα, διαφθείροντας ιδέες όπως ο ελεύθερος έρωτας αφαιρώντας κάθε αληθινή συναισθηματική επαφή στο σεξ, κάνοντας τον σεξουαλικό τσαμπουκά και την ποσοτικά αυξημένη διαδοχή ερωτικών συντρόφων αυτοσκοπό,κρατώντας τους εραστές απομονωμένους ακόμα κι όταν είναι σωματικά μαζί. Απ’ την άλλη μεριά, ο γάμος έχει χάσει έδαφος, ενώ το διαζύγιο είναι μάλλον ένα θέμα εύρεσης δικηγόρων και χρημάτων για τα δικαστήρια παρά οτιδήποτε άλλο. Αυτό δεν έχει θέσει τέλος στην παραδοσιακή οικογενειακή εικόνα με την οποία μας βομβαρδίζουν τα μίντια και οι παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που κηρρύτει η εκκλησία. Νέα ερωτήματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους, διαμορφώνοντας το γυναικείο ζήτημα του 21ου αιώνα, μέσα από την ανάδειξη του ζητήματος του ρόλου που παίζει το φύλο, μπρος στην εμφάνιση ανθρώπων που αλλάζουν φύλο, καθώς και των ειδών της σεξουαλικότητας που μπορούμε να επιλέξουμε. Ο φεμινισμός πρέπει να καταρριφθεί ως ένα αποτυχημένο πια σχέδιο αν θέλουμε να απαντήσουμε κατάλληλα στα ερωτήματα αυτά. Δεν μπορούμε να απαιτούμε για αλλαγές καθώς αυτό απλά δημιουργεί τη διαμεσολάβηση. Πρέπει να καταστρέψουμε.
Πηγές:
Nihilists του Ronald Hingley
The Women’s Liberation Movement in Russia του Richard Stites
What Is To Be Done? του Nicolas Chernyshevsky
Anarchy, Nihilism and the 21st Century του Aragorn!
Underground Russia του Stepniak
Against the Logic of Submission and other essays του Wolfi Landstreicher
At Daggers Drawn του Anon
Ideals and Ideologies των Terence Ball και Richard Dagger
[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Σεπτέμβρης 2007]