Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix
[Πηγή: Anarchy magazine]
Η Επανάσταση δεν μπορεί πλέον να σημαίνει απλά την καταστροφή κάθε τι παλιού και συντηρητικού, καθώς το κεφάλαιο το έχει ήδη κάνει αυτό για τον εαυτό του. Μάλλον θα φαίνεται σαν η επιστροφή σε κάτι (μια επανάσταση με την μαθηματική έννοια του όρου – σ.τ.μ. revolution=περιστροφή), μια επιστροφή στην κοινότητα, όμως όχι σε κάποια από τις μορφές τις οποίες έχει πάρει ιστορικά. Η Επανάσταση θα γίνει αισθητή μέσα από την καταστροφή κάθε τι που είναι ότι πιο «σύγχρονο» και «προδευτικό» (μιας και επιστήμη ίσον κεφάλαιο). Jacques Camatte [1]
Η επιστήμη είναι ένα σύστημα συσσώρευσης γνώσης βασισμένο στον εμπειρισμό, τον πειραματισμό, την εξατομίκευση, την εκλογίκευση, την αιτιολόγηση και τον μεθοδολογικό νατουραλισμό, με στόχο την εξεύρεση της αλήθειας. Οι θεωρίες -υποθέσεις πρόβλεψης- είναι η βασική γνωστική μονάδα του συστήματος αυτού. Η επιστήμη επίσης αναφέρεται στο σώμα της γνώσης που έχει βρεθεί μέσα από την έρευνα.
«Οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν πως η επιστημονική έρευνα πρέπει να ενταχθεί στην επιστημονική μέθοδο, μια διαδικασία αξιολόγησης εμπειρικών γνώσεων κάτω από την λειτουργική υπόθεση του μεθοδολογικού υλισμού, ο οποίος εξηγεί τα υπό παρατήρηση γεγονότα στην φύση υπό φυσικές συνθήκες χωρίς να υποθέτει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του υπερφυσικού. Ειδικά εξειδικευμένες μελέτες που κάνουν χρήση εμπειρικών μεθόδων αναφέρονται επίσης ως επιστήμες…[2]
Συζητήσεις σχετικά με την επιστήμη περιπλέκονται ακόμα περισσότερο μιας και η λέξη αναφέρεται σε διακριτά κι όμως συνδεδεμένα αντικείμενα. Για παράδειγμα, η φυσική είναι μια επιστήμη (ένα πεδίο εξειδικευμένης μελέτης) που δεν είναι πάντοτε επιστημονική (σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό), μιας και η κβαντική φυσική διαφεύγει της διαφοροποίησης μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου που είναι θεμελιώδης σ ένα πείραμα. Ωστόσο, στο βαθμό που οι φυσικοί απορρίπτουν αυτούς τους υπαινιγμούς, η φυσική συνεχίζει στα βήματα που η επιστήμη (ως τρόπος σκέψης) έχει βαδίσει.
Η κριτική που πρέπει να ασκηθεί στην επιστήμη θα είναι ως η σύγχρονη τεχνική επίλυσης των προβλημάτων. Η επιστήμη είναι τόσο ευρέως αποδεκτή που για πολλούς ανθρώπους έχει γίνει συνώνυμο της επίλυσης προβλημάτων. Ακόμα και άνθρωποι που προσεγγίζουν κριτικά την κουλτούρα στην οποία ζούμε, βρίσκονται να καταφεύγουν στην επιστήμη όταν πιέζονται να υπερασπιστούν τις ιδέες τους. Για παράδειγμα ορισμένοι αντι-πολιτισμικοί αναρχικοί που αναφέρονται στη βιολογία προκειμένου να πείσουν κάποιον για μια συγκεκριμένη διατροφή, ή στην ανθρωπολογία για να αποδείξουν την ανωτερότητα του προτύπου τους για την μελλοντική κοινωνία.
Από τους πολλούς τρόπους που έχει κανείς να ασκήσει κριτική στην επιστήμη, ο πιο βασικός απευθύνεται στην επιστημονική μέθοδο, η οποία δίνει έμφαση α) στην αναπαραγωγικότητα, β) την αιτιότητα (ότι δηλαδή κάτι προκαλεί κάτι άλλο), και γ) τη σχετικότητα των αντικειμένων (υλική πραγματικότητα) πάνω από κάθε τι άλλο. Πιο συγκεκριμένα δίνει έμφαση σε μια συγκεκριμένη προοπτική αντιμετώπιση της υλικής πραγματικότητας, την μόνη προοπτική που οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ως έγκυρη. Ένα πρόβλημα του επιστημονικού μοντέλου είναι το πώς διατηρείται και βασίζεται σε μια προοπτική του κόσμου σαν ένα παγωμένο (στατικό) σύμπαν. Επίσης προβληματική είναι η ιδέα ότι τα πάντα μπορούν να κατατμηθούν σε ξεχωριστά, μετρήσιμα μέρη, όπου το όλο δεν είναι ποτέ περισσότερο από τα μερικά. Πίσω από τις δυο αυτές προοπτικές βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο καλύτερος ή ακόμα, ο μοναδικός τρόπος να γνωρίσεις τον κόσμο είναι να απομακρυνθείς από αυτόν, να είσαι έξω από αυτόν. Ότι είναι η αποστασιοποίηση που μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον κόσμο, κι ότι αυτή η χρησιμοποίηση είναι στην πραγματικότητα η πλέον αρμοστή σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε με τον κόσμο.
Σε ένα πρακτικό επίπεδο καταλαβαίνουμε ότι οι επιστήμονες λειτουργούν μέσα σ ένα σύστημα το οποίο βασίζεται τόσο (αν όχι περισσότερο) στην ιεραρχία και τις χορηγίες, όσο στην προσοχή στο τι συμβαίνει γύρω μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές (ακόμα κι από καθεστωτικές πηγές) που δείχνουν ότι αυτός που χρηματοδοτεί μια έρευνα, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμά της, από την επίπτωση του καπνού στην υγεία, ως την δυνατότητα περιορισμού της εξάπλωσης των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ), αλλά αυτά τα παραδείγματα δεν είναι παρά τα πιο προφανή. Για να πάρει κάποιος μια ιδέα αρκεί να υποψιαστεί ανάλογα, το ρόλο που παίζει ο τρόπος με τον οποίον κάνουμε μια ερώτηση (Πότε σταματήσατε να χτυπάτε το παιδί σας;), το πρόσωπο στο οποίο απευθύνουμε την ερώτηση (πως σχετίζεται με την ικανότητα του ερωτώντα, τον τρόπο, τις λέξεις κλπ), τι ερωτήσεις θέλουμε να κάνουμε και πως θα επεξεργαστούμε τις απαντήσεις που θα πάρουμε, καθώς και τα συμφέροντα που θα εξυπηρετήσουν αυτές.
«Η δυτική εκπαίδευση μας προδιαθέτει να σκεφτόμαστε τη γνώση με όρους πραγματικής πληροφορίας, πληροφορίας που μπορεί να κατασκευαστεί και να τοποθετηθεί σε βιβλία, διαλέξεις και μαθήματα. Η γνώση είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί και να συσσωρευτεί, όπως οι μετοχές ή τα ομόλογα. Αντιθέτως, για τον κόσμο των ιθαγενών, η πράξη της κατανόησης κάποιου πράγματος περιλαμβάνει μια προσωπική μεταμόρφωση. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της γνώσης δένονται αδιάρρηκτα και μεταλλάσσονται με έναν θεμελιώδη τρόπο. Έτσι οι γνώσεις των ιθαγενών δεν μπορούν ποτέ να περιοριστούν σε μια βάση δεδομένων μέσα σε έναν υπερ-υπολογιστή, καθώς είναι μια δυναμική και ζώσα διαδικασία, μια όψη της αέναης μεταμόρφωσης, της αέναης αναγέννησης της φύσης».[3]
Και σ ένα φιλοσοφικό επίπεδο, η γνώση δημιουργείται από θεσμούς που την περιορίζουν και την κατασκευάζουν με συγκεκριμένους τρόπους. Ενώ από την μια μεριά, η επιστήμη είναι μα απάντηση στην προκατάληψη και την ιεραρχία που σχετίζεται με τη θρησκεία, συνεχίζει επίσης το μοτίβο του χριστιανισμού, αυτό μιας καθαρής αφηρημένης και παγκόσμιας αλήθειας, διαχωρισμένης από την εμπειρία της καθημερινής ζωής, με τους επιστήμονες και τους γιατρούς στη θέση του ιερατείου, δηλαδή των ανθρώπων που γνωρίζουν περισσότερα απ όσα εμείς.
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην επιστήμη με τρόπους παρόμοιους με αυτούς που άλλοι πιστεύουν στο θεό (σαν κάτι που δεν καταλαβαίνουν αλλά μπορεί να λύσει τα προβλήματά τους). Κάποιοι καταφεύγουν σε επιστημονικά συμπεράσματα, όπως άλλοι καταφεύγουν στις «γραφές».
Παραδοσιακά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως έναν ουδέτερος αντικειμενικός παρατηρητής, ένα φανταστικό ον, όπως οι άγγελοι ή οι δαίμονες. Ως αντικειμενικός παρατηρητής λοιπόν, δεν οφείλει να έχει άλλο συμφέρον από την αλήθεια, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από την πληροφορία, και η πληροφορία φτάνει σε μας μέσα από τα εργαστήρια, όπου πολύ προσεκτικά επιλέγεται, διαχειρίζεται και ελέγχεται. (Η μυστικοποίηση αυτού του φανταστικού παρατηρητή μονάχα μεγεθύνεται, και δε βελτιώνεται, με την προσθήκη μιας επιπλέον έρευνας, στην οποία ένα σώμα από γνώστες συναδέλφους εξετάζει το πείραμα και τα δεδομένα ώστε να επιβεβαιώσει την εγκυρότητά τους). [4]
Η επιστήμη παίρνει παράδειγμα την τάση της κουλτούρας για εξειδίκευση, και κατά συνέπεια δημιουργεί ειδικούς, ανθρώπους που γνωρίζουν την παραμικρή λεπτομέρεια για ένα τομέα, που όμως, αυτοί οι μικροί τομείς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ως αποτέλεσμα της αντίληψης ότι τα πάντα βασίζονται σε αντικείμενα (κι όχι για παράδειγμα σε σχέσεις). Έτσι, για παράδειγμα, οι πρακτικοί της αλλοπαθητικής ιατρικής γράφουν πολλαπλές συνταγές σε ανθρώπους, συχνά μην έχοντας ιδέα για το πώς αυτά τα συγκεκριμένα φάρμακα θα επιδράσουν το ένα σε συνδυασμό με το άλλο, κι ακόμα περισσότερη άγνοια σχετικά με το πώς σχετίζονται τα συναισθήματα του ανθρώπου με την φυσική υγεία του.
Στο «Η Προέλευση του Ολοκληρωτισμού», η Hanna Arendt χρησιμοποιεί τη λέξη επιστημονισμός για να εκφράσει την λογική προέκταση της επιστημονικής σκέψης, η οποία κάνει δέχεται ηθικά ή κοινωνικά ζητήματα που ειδάλλως δε θα είχαν υπόσταση. (Για παράδειγμα: «Γίνεται κάποιος να μην αξίζει τίποτα; Κι αν ναι, μπορούμε να του κάνουμε ευθανασία;»). Με άλλα λόγια η απάνθρωπες όψεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων σχετίζονται με την εξάρτησή τους από την επιστήμη ως απόλυτο ορισμό της αξίας: πράγματι, η ιδέα ότι τα πάντα πρέπει να αξιολογηθούν είναι μέρος του επιστημονικούς μοντέλου.
Γιατί η ανθρωπολογία δεν μπορεί να είναι αναρχική
Εξ ορισμού, οι ανθρωπολόγοι μελετούν επιστημονικά ανθρώπινες ομάδες, τις σχέσεις, τα ήθη, τις συμπεριφορές και τα κοινωνικά πρότυπά τους. (Αυτό το «επιστημονικά» είναι που τους ξεχωρίζει από τους, ας πούμε, καλλιτέχνες, κωμικούς ή απλά τους περίεργους). Η ιστορία της ανθρωπολογίας είναι αυτή του πολιτισμένου ανθρώπου που επισκέπτεται κουλτούρες ξένες προς αυτόν και γυρνώντας πίσω, δίνει αναφορά στους χρηματοδότες του. Ως επιστήμονες, με όλους τους ποσοτικούς και λογικούς υπαινιγμούς της λέξης, οι ανθρωπολόγοι είναι υπεύθυνοι για την ενσωμάτωση των πρωτόγονων και άλλων λαών στον πολιτισμό. Στο βαθμό που οι ανθρωπολόγοι αποτελούν διαμεσολαβητές ανάμεσα στο πολιτισμένο και στο άγριο, είναι μέρος μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που παράγει ιεραποστόλους.
Οι ανθρωπολόγοι, καθώς επίσης κι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες, επεκτείνουν την επιστημονική πραγματικότητα μετατρέποντας τα σπίτια ων ανθρώπων σε εργαστήρια πειραμάτων, υποθέτοντας ότι είναι εφικτό και κατάλληλο να παρατηρήσεις αντικειμενικά ανθρώπους με πολύ διαφορετική κουλτούρα από την δική σου (η ακόμα και ανθρώπους με τη δική σου κουλτούρα), για τους σκοπούς της απόκτησης των πιο σημαντικών πληροφοριών. Και, όπως και με όλες τις επιστήμες, το πιο σημαντικό μέρος εδώ (καλύπτοντας πολλά ανεξερεύνητα ερωτήματα), μέρος μιας συζήτησης που μπλοκάρεται από τους χορηγούς, τόσο από τους ιδιώτες όσο κι από τα μεγάλα πανεπιστήμια, είναι Γιατί μερικοί άνθρωποι πληρώνονται για να μελετήσουν άλλους ανθρώπους; Τι κερδίζουν οι χρηματοδότες για τα λεφτά που δίνουν; Αυτό που κερδίζουν είναι επέκταση της αγοράς (στους πληθυσμούς της μελέτης), επέκταση του ελέγχου στην υπάρχουσα αγορά (περισσότερες πληροφορίες για το τι κινητοποιεί τους ανθρώπους, δηλαδή πως μπορείς να τους πουλήσεις κάτι πιο αποτελεσματικά), και περισσότερα προϊόντα (από τον τουρισμό μέχρι τα βιβλία ή τα ναρκωτικά).
Σαν εργαλείο, η ανθρωπολογία χρησιμοποιείται για έναν αριθμό αρκετά φανερών λόγων, όπως το ότι παρέχει μια περισσότερο ολιστική άποψη της ανθρωπότητας, απ ότι αυτή της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας κλπ. Πιο σημαντικό, παρέχει αποδείξεις ότι οι επιλογές μας σαν είδος, είναι πιο εκτεταμένες απ ότι διδαχτήκαμε να πιστεύουμε. Κι αυτό, μιας και η ανθρωπολογία επιτρέπει στους ανθρώπους (σε όσους τουλάχιστον από αυτούς γίνουν ανθρωπολόγοι) να πληρώνονται για να κάνουν ενδιαφέρονται πράγματα, και να έχουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις, παρέχει επίσης ανθρώπους που μαθαίνουν για άλλες κουλτούρες κι άρα είναι ενδιαφέροντες, καθώς μπαίνεις στον πειρασμό να μπερδεύεις τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους με την ανθρωπολογία την ίδια. Όμως η επιστημονική μελέτη των ανθρώπων, η δημιουργία των ειδικών αυτών, το πλαίσιο της εύρεσης και της γνώσης γύρω από τους ανθρώπους και πάνω σε μια χρηματοδότηση εταιριών, είναι αναπόφευκτα προβληματικό και χειραγωγικό, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή ο χαρακτήρας των ανθρώπων που εμπλέκονται σ αυτό.
Στο «Anthropologists and Other Friends», ο αξιόλογος ινδιάνος συγγραφέας Deloria Jr. καταρρίπτει έξυπνα την προοπτική της ουδέτερης μελέτης των ανθρώπων, περιγράφοντας το τι συνέβη όταν οι φορείς της διαμεσολάβησης (στην περίπτωσή μας, οι ανθρωπολόγοι) και το αντικείμενό της (στην περίπτωσή μας, οι ινδιάνοι), συναντήθηκαν. Ο Deloria εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ανθρωπολόγοι, έχοντας μια συμπαγή εικόνα στο μυαλό τους για το πώς είναι έπρεπε να είναι οι ινδιάνοι (π.χ. αυθεντικοί) και μελετώντας μονάχα εκείνους τους ινδιάνους που δέχονταν να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που περίμεναν οι ανθρωπολόγοι, ενθάρρυναν ουσιαστικά τους ινδιάνους αυτούς να συμπεριφέρονται «αυθεντικά», πράγμα που τελικά εξέλαβαν ως επιβεβαίωση των εκτιμήσεών και των ορισμών τους οι ανθρωπολόγοι.
Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, ένα κλειστό χάσμα όπου οι άνθρωποι δυο ομάδων δημιουργούν και υποστηρίζουν αμοιβαίες κρίσεις (τις οποίες μάλιστα λαμβάνουν ως δεδομένες) ο ένας για τον άλλο. Δυο από τις κρίσεις αυτές είναι εδώ: «οι πραγματικοί ινδιάνοι έχουν συγκεκριμένο τελετουργικό» και «οι πραγματικοί ανθρωπολόγοι είναι ειδικοί στην κουλτούρα που μελετούν». Είναι ακριβώς η πεποίθηση της καθαρότητας, μιας στατικής ταυτότητας (μια πεποίθηση της επιστήμης), που είναι τόσο παραμορφωτική στις εμπειρίες και τόσο περιοριστική στο είδος των πληροφοριών που οι ερευνητές μπορούν να συλλέξουν από το αντικείμενο της μελέτης τους.
Αυτό το μοντέλο γνώσης δημιουργεί επίσης μια παρόμοια δυναμική ανάμεσα στους ακτιβιστές και τους στόχους του ακτιβισμού τους, καλώντας τους ανθρώπους να αποδεχτούν έννοιες όπως «αληθινή γυναίκα», «αληθινή εργατική τάξη» ή «αληθινή φύση». Στο βαθμό που ένας ακτιβιστής διαμεσολαβείται, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, από αφαιρετικές έννοιες κι όχι από πραγματικές σχέσεις, τόσο απομακρύνονται από αυτούς ή αυτά που προσπαθούν να «σώσουν». Και η διαμεσολάβηση από αφαιρέσεις (κι όχι από πραγματικές σχέσεις) είναι αυτό που δίνει αξία σε πράγματα όπως η χορηγίες και η σχολές. Είναι αυτό που κάνει μια δουλειά επιστημονική.
Οι ανθρωπολόγοι θα δίνουν πάντα έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της μελέτης. Η τάση αυτή αποδεικνύεται και σε όλους τους ανθρώπους που επιζητούν (για λόγους πλουτισμού ή κοινωνικής αναρρίχησης, ή και τα δύο) να γίνουν ειδικοί της μιας ή της άλλης ομάδας ανθρώπων, και συνήθως σημαίνει την υποταγή, ή έστω το πάγωμα, του αντικειμένου της μελέτης, ώστε να διατηρηθεί, καθαρό, αυθεντικό.
Στο αποσπάσματα από μια Αναρχική Ανθρωπολογία, ο David Graeber μας προτρέπει να «γκρεμίσουμε τα τείχη» μεταξύ των κουλτούρων που μελετούν οι ανθρωπολόγοι (κουλτούρες που συχνά περιγράφονται με τις λέξεις «πρωτόγονες» ή ιθαγενικές) και στις πολιτισμένες κοινωνίες. Βλέπει τον τοίχο αυτόν σαν την πεποίθηση πως κάποια έμφυτη, ουσιαστική αλλαγή συνέβη ώστε να δημιουργηθεί η σύγχρονη κουλτούρα ως θεμελιωδώς διαφορετική από τις προηγούμενες κουλτούρες. Ισχυρίζεται ότι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο να δούμε με ποιους τρόπους μοιάζουμε με τους ανθρώπους που μελετάμε. Ενώ η θέση του για την αχρηστία του «τείχους» είναι αναντίρρητη, το θέμα είναι ότι η δημιουργία και η συντήρηση του τείχους αυτού είναι το κύριο έργο της ανθρωπολογίας. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Graeber, έχουμε να κάνουμε με την ανθρωπολογία όταν οι άνθρωποι μιλούν για τους «πρωτόγονους», αλλά με την κοινωνιολογία, τις πολιτικές επιστήμες, την οικονομία, την αρχιτεκτονική, την ψυχολογία κλπ όταν μιλάμε γι αυτούς που τους μελετούν. Η επιστήμη επιμένει ότι πρέπει να διαχωριζόμαστε -τόσο ως ομάδες, όσο και ως υποκείμενα- από τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να τον χρησιμοποιήσουμε πιο αποτελεσματικά. Ο κοινωνικός ρόλος των ανθρωπολόγων είναι αυτό ακριβώς το έργο της αποστασιοποίησης που περιλαμβάνει κουλτούρες που είναι ’λλες, όπως αυτές των «πρωτόγονων» ή των ιθαγενών.
Ενώ πολλά μοντέλα αναπτύσσουν πάντοτε τάσεις που φυτρώνουν αντίθετα προς τη λειτουργία τους, αυτοί οι κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητοι στο κυρίως σώμα. Ενδιαφέροντες άνθρωποι που ίσως θέλουν να κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα με τις παραδόσεις, αλλά στο βαθμό που αυτοί οι άνθρωποι εργάζονται για την αναγνώριση στο πεδίο τους, στο βαθμό που αξιολογούνται από τα δεδομένα του τομέα τους, στο βαθμό που το έργο τους το διαχειρίζονται οι εταιρίες, θα είναι πάντοτε κομμάτι της επιστημονικής κληρονομιάς και όλων όσων συνεπάγεται αυτή.
Ο μόνος λόγος να αποστασιοποιηθούμε από το ’Aλλο, την όλη σύλληψη ενός ’Αλλου, είναι ο έλεγχος και η χειραγώγηση, τόσο του ’Αλλου, όσο και του Εαυτού. Πολύ απλά, είναι ευκολότερο να σκοτώσεις έναν ’Αλλο (όπως κι αν αντιμετωπίζεται ένας φόνος), κι όσο πιο εύκολο είναι να τον σκοτώσεις, τόσο και οι δυο πλευρές του διαχωρισμένου Εαυτού/’Αλλου νιώθουν περισσότερη πίεση να συμβιβαστούν.
Η Ανθρωπολογία, όπως οι άλλες επιστήμες, είναι χρήσιμη στην παρούσα τάξη πραγμάτων ώστε να μετατρέπει τα αντικείμενα της μελέτης σε αντικείμενα διαχείρισης, χειραγώγησης και κατανάλωσης από το κυρίαρχο σύστημα, και στην επέκταση του ελέγχου του πάνω στα υποκείμενα της μελέτης.
Σημειώσεις:
[1] Camatte, Against Domestication, This World We Must Leave, 113
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Science, 1/4/2006
[3] βλ. F. David Peat (ένας αξιοσημείωτος φυσικός) – Blackfoot Physics, 2. «Understanding knowledge as an individual thing, a matter of a relationship and personal transformation, and not something that an expert can use to fill up empty containers (a.k.a. students), is a fundamental challenge to the over-emphasis on Mass that currently effects our lives so intensely – from questions of democracy and social change, to industrialization and how work is structured, to our sense of our own personal relevance in the world».
[4] http://www.aip.org/tip/INPHFA/vol-8/iss-6/p12.html