Categories
Alexandre Marius Jacob

Γιατί έκλεψα – Alexandre Marius JACOB, Μάρτιος 1905

Γιατί έκλεψα – Alexandre Marius JACOB, Μάρτιος 1905

Από τις 8 ως τις 22 Μαρτίου του 1905, διεξήχθη η δίκη των «Εργατών της Νύχτας», που βρίσκονταν φυλακισμένοι από το 1903, στην Amiens της Γαλλίας. Η προφυλάκισή τους ήταν και το τέλος 3 ετών δράσης με πάνω από 150 διαρρήξεις πολυτελών κατοικιών, ξενοδοχείων, πύργων και εκκλησιών. Οι Εργάτες της Νύχτας αποτελούνταν από τον Alexander Jacob και τη σύντροφό Rose Roux, την μητέρα του Marie Berthou, και λίγες δεκάδες άλλους συντρόφους. Κίνητρό τους ήταν ένα σαφές μίσος για τα «κοινωνικά παράσιτα» και ολόκληρο τον παλιό κόσμο, όπως αποκρυσταλλώθηκε και σε μια διάρρηξη στον καθεδρικό ναό της Τουρ, μετά την οποία έγραψαν στον τοίχο: «Ω παντοδύναμε Θεέ, βρες αν μπορείς τους κλέφτες σου!»

Η απολογία του Jacob

“Αφέντες”:

Τώρα ξέρετε ποιος είμαι: ένας εξεγερμένος, που ζει από τους καρπούς των ληστειών του. Επιπλέον: έχω πυρπολήσει ξενοδοχεία κι έχω υπερασπιστεί την ελευθερία μου απέναντι στους πράκτορες της Εξουσίας. Θέτω ενώπιον της εξέτασής σας ολόκληρη την ύπαρξή μου στον αγώνα. Την θέτω στην νοημοσύνη σας, σαν ένα πρόβλημα μαθηματικών. Δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να με κρίνει, και δε ζητώ συγχώρεση ούτε συμπάθεια. Δε ζητώ τίποτα από αυτούς που σιχαίνομαι και μισώ. Είστε οι νικητές, οι κυρίαρχοι! Κάντε ότι νομίζετε με εμένα, στείλτε με στη φυλακή, στα κάτεργα, δεν μου καίγεται καρφί! Αλλά πριν αποχωριστούμε, επιτρέψτε μου να σας πω λίγα τελευταία λόγια.

Με φυλακίσατε, κατ αρχήν, γιατί είμαι κλέφτης, δε θα ήταν λοιπόν άχρηστο να προσδιορίσουμε τι ακριβώς είναι ένας κλέφτης.

Κατά την άποψή μου, η κλοπή είναι η αναγκαιότητα να παίρνει ο κάθε άνθρωπος αυτό που χρειάζεται. Αναγκαιότητα που εκδηλώνεται στο κάθε τι και στα πάντα: από τα αστέρια που γεννιούνται και πεθαίνουν, όπως και οι άνθρωποι, στα έντομα που κινούνται στον αέρα, τόσο μικρά, τόσο ελάχιστα που τα μάτια μας με δυσκολία τα διακρίνουν. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μια διαδοχή ληστειών και σφαγών. Τα φυτά, τα ζώα, όλα κατασπαράσσουν το ένα το άλλο για να επιβιώσουν. Το καθένα γεννιέται μόνο και μόνο για να θρέψει το άλλο. Σε αντίθεση με το «υψηλό επίπεδο του πολιτισμού μας», παρά την τελειότητά μας, οι άνθρωποι δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα αυτό, τουλάχιστον μέχρι να πεθάνουν. Σκοτώνουν τα φυτά και τα ζώα για να τραφούν εις βάρος τους. Είναι οι αδιαφιλονίκητοι άρχοντες του ζωικού βασιλείου.

Εκτός από τα απαραίτητα για τη διατροφή τους, οι άνθρωποι χρειάζεται να τραφούν και με αέρα, νερό, φως. Τώρα, έχει δει ποτέ κανείς δυο ανθρώπους να λογομαχούν, και να σφάζονται για τα αγαθά αυτά; Όχι απ� όσο ξέρω (Σ.τ.μ: οι πόλεμοι για το νερό είναι μεταγενέστερο σύμπτωμα του πολιτισμού μας�). Κι όμως αυτά είναι τα πολυτιμότερα αγαθά, χωρίς τα οποία η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιβιώσει. Μπορούμε να αντέξουμε μερικές μέρες χωρίς να καταναλώσουμε τα αγαθά για τα οποία γινόμαστε σκλάβοι. Ισχύει όμως το ίδιο και για τον αέρα; Ούτε για 15 λεπτά. Το νερό είναι τα ¾ του ανθρώπινου οργανισμού, και είναι απαραίτητο για μας, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ελαστικότητα των ιστών μας. Χωρίς θερμότητα, χωρίς το φως του ηλίου, η ζωή θα ήταν αδύνατη.

Λοιπόν, ο καθένας και όλοι, παίρνουν, κλέβουν αυτά τα αγαθά. Λέγεται μήπως αυτό έγκλημα; Είναι ποινικά κολάσιμο; Σίγουρα όχι! Τότε γιατί επιφυλάσσουμε αυτή τη λέξη στα υπόλοιπα; Γιατί γι αυτά είναι απαραίτητο να δαπανήσουμε ενέργεια, μια σαφή ποσότητα εργασίας. Όμως η εργασία είναι αυτό που επιτελεί μια κοινωνία, δηλαδή η συμμετοχή όλων των ατόμων στη δημιουργία, με τον λιγότερο θεμιτό μόχθο, της περισσότερης δυνατής ευτυχίας. Ταιριάζει αυτή η περιγραφή στη σημερινή κατάσταση; Βασίζονται οι θεσμοί σας στη λογική; Η αλήθεια είναι το ακριβώς αντίθετο. Όσο περισσότερο δουλεύει ένας άνθρωπος, τόσο λιγότερα κερδίζει, όσο λιγότερα παράγει, τόσο περισσότερο επωφελείται. Οπότε η αρετή δεν είναι το ζητούμενο. Αυτό που μετράει είναι η εξουσία που αποκτούν οι πιο αδίστακτοι κι έπειτα πασχίζουν να νομιμοποιήσουν την κλοπή τους. Από την κορυφή ως τον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας δεν υπάρχει τίποτα παρά πονηριά στην μια μεριά και ηλιθιότητα στην άλλη. Οπότε, πως τολμάτε να ζητάτε από έναν που γνωρίζει τις αλήθειες αυτές να σεβαστεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων; Ένας οινοπώλης ή ένας νταβατζής πλουτίζουν ενώσω ένας ιδιοφυής άνθρωπος πεθαίνει εξαθλιωμένος σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Ο φούρναρης που ζυμώνει ψωμί όλη μέρα, μετά βίας μπορεί να αγοράσει ένα καρβέλι. Ο υποδηματοποιός που φτιάχνει χιλιάδες παπούτσια περπατάει ξυπόλητος. Η μοδίστρα που ράβει τόνους από ρούχα, δεν έχει να φορέσει, να κρύψει τη γύμνια της. Ο χτίστης που χτίζει πύργους και παλάτια δεν μπορεί να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα στην τρύπα που ζει. Αυτοί που παράγουν τα πάντα δεν έχουν τίποτα, κι αυτοί που δεν παράγουν τίποτα έχουν τα πάντα.

Μια τέτοια τάξη πραγμάτων δεν μπορεί παρά να παράγει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις και τις ιδιοκτήτριες τάξεις, δηλαδή τις αδρανείς τάξεις. Εκεί είναι που γεννιέται ο αγώνας. Εκεί είναι που οι καρδιές των ανθρώπων γεμίζουν με μίσος.

Εσείς, ορίζετε έναν άνθρωπο «κλέφτη και κακοποιό», τον υποβάλλεται στις συνέπειες του νόμου, χωρίς να αναρωτιέστε ποτέ αν θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Όμως εγώ, που δεν είμαι ούτε ενοικιαστής ούτε ιδιοκτήτης, που δεν είναι παρά ένας άνδρας που έχει στη διάθεσή του μόνο τα χέρια και το μυαλό του για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, έπρεπε να πράξω αλλιώς. Η κοινωνία μου άφησε τρεις μονάχα τρόπους πιθανής επιβίωσης: τη δουλειά, την επαιτεία και την κλοπή. Η δουλειά, μακράν από το να μου είναι αντιπαθής, μου είναι αρκετά ευχάριστη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εργασία-οι μύες και το μυαλό του έχουν ένα κάποιο ποσό ενέργειας που πρέπει να βρει τη χρήση του. Αυτό που με αηδίαζε ήταν ότι έπρεπε να χύνω τον ιδρώτα και το αίμα μου για μερικά ελεεινά ψίχουλα μισθού, και να δημιουργώ μεγαλύτερα κέρδη που θα μου τα αρνούνταν. Με λίγα λόγια, με αηδιάζει να δίνω τον εαυτό μου στην εκπόρνευση της εργασίας. Η επαιτεία είναι υποτιμητική, είναι η άρνηση κάθε αξιοπρέπειας. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να χαρεί τη ζωή του.

Δεν ικετεύεις για το δικαίωμα στη ζωή, το παίρνεις.

Η κλοπή είναι η αποκατάσταση, η απ-αλλοτρίωση της ιδιοκτησίας. Αντί να κλειστώ σ� ένα εργοστάσιο που να μοιάζει με φυλακή, αντί να παρακαλάω γι αυτό που δικαιούμαι, προτιμώ να σταθώ όρθιος και να αντιμετωπίσω τους εχθρούς μου πρόσωπο με πρόσωπο, να κάνω πόλεμο στους πλούσιους, να επιτεθώ στα καλούδια τους. Καταλαβαίνω βέβαια ότι θα προτιμούσατε να είχα θέσει τον εαυτό μου κάτω από τους νόμους σας. Να παρήγαγα, σαν καλός και υπάκουος εργάτης, πλούτο σε αντάλλαγμα με έναν ασήμαντο, γελοίο μισθό, και όταν το κορμί μου θα είχε χρησιμοποιηθεί και το μυαλό μου αχρηστευτεί, να με είχατε πετάξει σε κάποια βρώμικη γωνία του δρόμου. Τότε δεν θα με αποκαλούσατε «κυνικό κακοποιό» αλλά μάλλον «τίμιο εργαζόμενο». Με πόσο κολακευτική ευγνωμοσύνη θα μου κρεμούσατε το μικρό μετάλλιο της εργατικότητας στο λαιμό. Οι παπάδες υπόσχονται τον παράδεισο στα πρόβατά τους. Εσείς είστε πολύ πιο συγκεκριμένοι: υπόσχεστε απλά μικρά κομματάκια χαρτί.

Σας ευχαριστώ γι αυτή σας τη καλοσύνη, την ευγνωμοσύνη, ω αφέντες. Προτιμώ να είμαι κυνικός, με συνείδηση των δικαιωμάτων μου παρά ένα ρομπότ, μια καρυάτιδα. Από τότε που έχω συνείδηση του εαυτού μου, έχω αφιερώσει τη ζωή μου στην κλοπή, χωρίς κανένα δισταγμό. Δε χάνω τον καιρό μου με τους υποκριτικούς μικρούς κώδικες ηθικής σας, που θεωρούν το σεβασμό στην ιδιοκτησία σαν κάποιου είδους αρετή, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει χειρότερος κλέφτης από έναν ιδιοκτήτη.

Μπορείτε να μείνετε ευχαριστημένοι. Η προκατάληψη αυτή έχει στεριώσει τόσο καλά στα μυαλά του κόσμου που γίνονται οι καλύτεροί σας μπάτσοι. Γνωρίζοντας την αθλιότητα του νόμου και της εξουσίας, έχετε μετατρέψει τον κόσμο στον πιο σίγουρο προστάτη σας. Το νου σας, όμως, γιατί όλα τα πράγματα έχουν κι ένα τέλος. Όλα όσα χτίζεται με την πονηριά και τη δύναμή σας μπορεί κάλλιστα να γκρεμιστούν με πονηριά και με δύναμη.

Οι άνθρωποι εξελίσσονται κάθε μέρα. Τους βλέπετε, να πεθαίνουν από την πείνα, βλέπετε τον αξιοθρήνητο φτωχό, με μια λέξη, τα θύματά σας, να εκπαιδεύονται πάνω σ αυτές τις αλήθειες, να συνειδητοποιούν τις αλήθειες αυτές, να οπλίζονται. Προσέξτε, γιατί μπορεί να επιτεθούν στα σπίτια σας και να πάρουν πίσω τα πλούτη που δημιούργησαν και τα οποία τους κλέψατε. Θεωρείτε ότι θα ήταν αγνώμονες; Εγώ πάλι το αντίθετο. Αν το καλοσκεφτούν, θα καταλάβουν ότι είναι καλύτερα να το ρισκάρουν, παρά να συνεχίσουν να σας παχαίνουν ενώ αυτοί μένουν στη μιζέρια. Ρίξτε τους στις φυλακές, κλείστε τους σε μπουντρούμια, στείλτε τους στα κάτεργα, ότι προτιμάτε! Αλλά, αν τα συγκρίνετε με την βάρβαρη, εξαθλιωμένη ζωή, πόνου που περνούν� Ο ανθρακωρύχος που κερδίζει το ψωμί του στα έγκατα της γης, χωρίς να αντικρίζει το φως της μέρας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να πεθάνει, να συνθλιβεί σε μια υπόγεια έκρηξη. Ο μάστορας που χτίζει τη στέγη του σπιτιού σας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να πέσει και να γίνει χίλια κομμάτια. Ο ναυτικός γνωρίζει πότε σάλπαρε, αλλά όχι κατά πόσο θα επιστρέψει σώος. Πάρα πολλοί εργάτες αρρωσταίνουν και πεθαίνουν ενώ δουλεύουν στις δουλειές τους. Εξαντλούνται μέχρι θανάτου και χάνουν τη ζωή τους για να παράγουν πλούτο για σας. Κι ακόμα και οι στρατιώτες και οι μπάτσοι βρίσκουν το θάνατο ενάντια στους εχθρούς σας για το αξιολύπητο κόκαλο που τους ρίχνετε.

Ξεροκέφαλοι στον τυφλό εγωισμό σας, θα μείνετε σκεπτικοί μπρος στις εικόνες αυτές-ή όχι; Μου φαίνεται σαν να υποστηρίζετε ότι ο κόσμος φοβάται. Τους κυβερνάτε με το φόβο της καταστολής. Αν διαμαρτυρηθούν, θα τους ρίξετε στη φυλακή. Αν κάνουν μια κίνηση, θα τους κλείσετε στο κελί. Αν συνεχίσουν παρ όλα αυτά, θα τους πάρετε το κεφάλι. Λάθος κίνηση, αφέντες, ακούστε τι σας λέω. Οι τιμωρίες που θα θέλατε να εμπνεύσετε δεν πρόκειται να σταματήσουν τον κόσμο από το να εξεγείρεται. Η καταστολή σας, μακράν του να είναι μια θεραπεία, ένα αντίδοτο, θα αποδειχτεί ότι δεν είναι παρά μια επιδείνωση της αρρώστιας. Τα διορθωτικά μέσα που παίρνετε δεν μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω από το να σπείρουν τους σπόρους του μίσους και της εκδίκησης. Είναι ένας μοιραίος κύκλος. Από τη στιγμή που αρχίσατε να κόβετε κεφάλια, να γεμίζετε τις φυλακές και τα κελιά σας, δεν έχετε καταφέρει να σταματήσετε τα ξεσπάσματα του μίσους εναντίον σας. Απαντήστε μου! Τα γεγονότα αποδεικνύουν την ανικανότητά σας. Όσον αφορά εμένα, γνωρίζω ότι η απολογία μου θα με οδηγήσει είτε στη φυλακή είτε στο θάνατο. Κι όπως βλέπετε, αυτό δεν με εμπόδισε από το να ακολουθήσω τη δράση μου. Αν επέδειξα μια τάση στην κλοπή, δεν ήταν ζήτημα τα κέρδη που μου απέφερε, αλλά ήταν ζήτημα αρχών, δικαίου. Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου, παρά να γίνω ένας υπηρέτης στην καλοπέραση ενός αφεντικού. Και μιλώντας χωρίς κανέναν ευφημισμό, προτίμησα να ληστέψω παρά να με ληστεύουνε.

Καταδικάζω επίσης το γεγονός, οι καρποί της εργασίας των ανθρώπων να λεηλατούνται βίαια από άλλους ανθρώπους. Αλλά είναι γι αυτόν ακριβώς το λόγο που κήρυξα πόλεμο στους πλούσιους, τους κλέφτες των αγαθών των φτωχών. Θα ήθελα επίσης να ζήσω σε μια κοινωνία όπου η ληστεία θα είχε εξαλειφθεί. Δεν εγκρίνω και δεν έκανα ποτέ χρήση της ληστείας, εκτός από ως μέσο εξέγερσης για να πολεμήσω την πιο απεχθή από όλες τις ληστείες: την ιδιωτική ιδιοκτησία. Για να καταστρέψεις ένα σύμπτωμα, πρέπει να ξεριζώσεις την αιτία του. Αν υπάρχει η ληστεία, είναι γιατί υπάρχει πλεόνασμα αγαθών από την μία και φτώχια από την άλλη. Είναι γιατί τα πάντα ανήκουν σε λίγους. Ο αγώνας δεν θα τελειώσει ποτέ και μέχρι την μέρα που όλοι θα μοιράζονται την ευτυχία και τη λύπη τους, τον κόπο και τον πλούτο τους, από κοινού. Μέχρι την μέρα που όλα θα ανήκουν σε όλους.

Είμαι ένας επαναστάτης αναρχικός, κι έκανα την επανάστασή μου.

Ας έρθει η αναρχία

JACOB

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Φλεβάρης 2007]

One reply on “Γιατί έκλεψα – Alexandre Marius JACOB, Μάρτιος 1905”

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *