Categories
Blaumachen

Από τη Σουηδία στην Τουρκία: Η άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών – Blaumachen

Αναδημοσίευση από blaumachen, μέσω communisation.

Η έκρηξη της Τουρκίας θέτει επιτακτικά την ανάγκη να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τι συμβαίνει, τι παράγεται, ποια είναι τα νέα όρια που παράγονται στην περίοδο που ονομάσαμε εποχή των ταραχών και πώς θα ξεπεραστούν. Ο συνδυασμός των γεγονότων της Σουηδίας με την Τουρκία, η συνάντηση τους στο χρόνο επικυρώνει την ύπαρξη δύο δυναμικών της ταξικής πάλης που κινούνται με σχετική αυτονομία. Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι η αναμενόμενη συνάντηση αυτών των πρακτικών δεν προβλέπεται να είναι ευχάριστη καθώς θα θέσει το ζήτημα των σχέσεων δύο παραγόμενων «υποκειμένων» τα οποία δεν έχουν κοινό ορίζοντα στη δραστηριότητα τους προς το παρόν. Το επίδικο όμως από τη σκοπιά της επανάστασης είναι πώς θα παραχθεί από την αναμενόμενη συνάντηση τους το αναγκαίο ξεπέρασμα τους, η μετατροπή του αγώνα σε λήψη κομμουνιστικών μέτρων ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή σε αμφισβήτηση όλων των κοινωνικών ρόλων που συγκροτούν την κοινωνία, σε κομμουνιστικοποίηση.

Υπάρχει ακόμη μια τρίτη δυναμική που είναι τα διεκδικητικά κινήματα γύρω από το μισθό που λαμβάνουν χώρα κυρίως στην περιφέρεια που ενσωμάτωσε ο ιστορικός νεοφιλελευθερισμός στη διεθνοποιημένη συσσώρευση, στην Κίνα και τη νοτιοανατολική Ασία, αλλά ακόμη δεν προκύπτει από τις εξελίξεις η συνάντηση αυτής της δυναμικής με τις υπόλοιπες. Υπάρχει και μια τέταρτη δυναμική που αφορά την εξέλιξη των αντιφάσεων στα λατινοαμερικανικά κράτη που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν την αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό μέσα στο κράτος (η Χιλή αποτελεί σημαντική εξαίρεση, το κίνημα της κατασκευασμένης κοινωνικής κατηγορίας «νεολαία», εντάσσεται περισσότερο στις δυναμικές των ταραχών). Αυτή η τέταρτη δυναμική είναι ακόμη περισσότερο αυτόνομη προς το παρόν, παρότι μπορεί να μας απασχολήσει ειδικά στην Ελλάδα στο μέλλον. Εδώ θα ασχοληθούμε με τις δύο πρώτες.

Από τη μία πλευρά έχουμε τη σειρά ταραχών «των αποκλεισμένων», και από την άλλη πλευρά εμφανίζεται από το 2011 μια σειρά ταραχών στην οποία το σημαντικό στοιχείο σε ότι αφορά τη σύνθεση είναι ότι εμπλέκονται και τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα», και ο «δημοκρατικός» λόγος τους συγκροτεί τα κινήματα που παράγονται. Οι ταραχές των αποκλεισμένων λαμβάνουν χώρα σε κράτη που βρίσκονται ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία. Αντίθετα οι ταραχές στις οποίες κυριαρχεί ο δημοκρατικός ορίζοντας που συγκροτεί πολιτικά τα μεσαία στρώματα και μορφοποιεί τα κινήματα «των πλατειών», συμβαίνουν κυρίως σε κράτη της δεύτερης ζώνης και στις «αναδυόμενες οικονομίες». Το γεγονός ότι ένα κράτος που δεν ανήκει σ’ αυτές τις ζώνες, η Ισπανία, περιλαμβάνεται σ’ αυτήν την ομαδοποίηση είναι στοιχείο που δείχνει ότι η κρίση επικυρώνει την υπονόμευση αυτής της διαστρωμάτωσης που λάμβανε χώρα ήδη κατά την εξέλιξη αυτού του κύκλου συσσώρευσης (από την κρίση της δεκαετίας του 1970 μέχρι περίπου το 2008). Ο πολύ σκληρός πυρήνας (ΗΠΑ-Γερμανία) δεν έχει ακόμη ενταχθεί στις δυναμικές αυτές. Το κίνημα Occupy Wall Street παρότι έδωσε το όνομα του στη δεύτερη δυναμική που εξετάζουμε, εντάσσεται μόνο περιφερειακά σε αυτή: πρόκειται για κίνημα ακτιβιστών (όπως άλλωστε και το Blockupy στη Γερμανία), όχι για μαζικό κίνημα, όπως της Ισπανίας, της Ελλάδας, το κίνημα της «αραβικής άνοιξης» και το κίνημα της Τουρκίας.

Οι ριζικά αποκλεισμένοι από το επίσημο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας (αυτός είναι ο τρόπος ενσωμάτωσης τους στην καπιταλιστική κοινωνία: ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού) δεν αρθρώνουν λόγο, μόνος λόγος τους οι λεηλασίες και η καταστροφή. Δεν διεκδικούν, είναι γι’ αυτούς ήδη δεδομένο ότι δεν έχει νόημα (αλλιώς θα το έκαναν), γνωρίζουν ήδη ότι το κράτος δε θα τους ενσωματώσει, αλλά θα επιδιώξει να τους διαχειριστεί ως πλεονάζοντα πληθυσμό και στο βαθμό που η κρίση/αναδιάρθρωση που λαμβάνει χώρα από το 2008 περικόπτει περαιτέρω τις «κοινωνικές δαπάνες», γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η διαχείριση γίνεται ολοένα και περισσότερο κατασταλτική. Στην πραγματικότητα ασφυκτιούν μέσα σε μια «φυλακή χωρίς κάγκελα» (όταν δεν έχεις λεφτά ούτε για να φύγεις από τη γειτονιά σου, και όπου και να περπατάς σε στριμώχνει συνεχώς η αστυνομία, είσαι φυλακή). Μέσα στη «φυλακή» αυτή οι σχέσεις κοινότητας μεταξύ τους δεν μπορούν να τους βγάλουν από τη μιζέρια και σε κάποιο βαθμό εντάσσονται στην παράλληλη ανταλλακτική οικονομία, το μικροέγκλημα δηλαδή σε άτυπους θεσμούς στους οποίους αναπαράγεται μια σκληρή καταπιεστική ιεραρχία (για να μη μιλήσουμε για τη θέση των γυναικών). Έτσι, επιτίθενται στη φυλακή τους, επιτίθενται σε όλους τους κρατικούς θεσμούς που αντιλαμβάνονται ότι τους ορίζουν ως φυλακισμένους για μια ζωή, αμφισβητώντας την ώρα της εξέγερσης και τους κοινωνικούς ρόλους τους μέσα στη «φυλακή» τους.

Τα μεσαία στρώματα εξεγείρονται γιατί είναι μεσαία στρώματα υπό κατάρρευση (Ελλάδα, Ισπανία) ή γιατί δεν αφήνονται να συγκροτηθούν ως τέτοια (αραβική άνοιξη) ή γιατί καταστέλλονται και συμπιέζονται πολύ περισσότερο από όσο τους αντιστοιχούσε πριν την κρίση (Τουρκία), κάτι που δεν περιλαμβάνει μόνο το χαμηλότερο εισόδημα από αυτό που «θα έπρεπε» να έχουν, αλλά και όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις, την εμπορευματοποίηση και περίφραξη του δημόσιου χώρου, το φύλο, την πολιτική ή την πολιτική/θρησκεία που στις περιπτώσεις των αραβικών χωρών είναι όψεις του ίδιου πράγματος, το φυλετικό ζήτημα κτλ. Το ζήτημα των μεσαίων στρωμάτων είναι θεωρητικά ανοικτό. Ο ίδιος ο ορισμός τους είναι ρευστός: Ο παραδοσιακός ορισμός των μεσαίων στρωμάτων αφορούσε τις κατηγορίες της μικρής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και τα παραδοσιακά ατομικά επαγγέλματα (γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους κτλ.). Σήμερα όμως πώς μπορούν να οριστούν τα μεσαία στρώματα; Πλέον η διαστρωμάτωση τίθεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους με «μπλοκάκια» (δηλαδή τους αυτοασφαλιζόμενους μισθωτούς), και γίνεται με βάση τη θέση στην ιεραρχία στην παραγωγική διαδικασία, το εισόδημα, την πρόσβαση στην πίστη κτλ. Και τότε οι μεγάλες μάζες των εξαθλιωμένων άνεργων, των εκ των πραγμάτων φτωχών νέων και των επισφαλών συμπιέζουν προς τα κάτω τη «στάθμη» του μεσαίου στρώματος, και επακόλουθα μειώνουν την πολιτική τους επιρροή στο κράτος.

Αυτές οι δύο δυναμικές, οι ταραχές των αποκλεισμένων και τα μαζικά κινήματα καταλήψεων δημόσιου χώρου στα οποία πρωταγωνιστούν αυτά τα ρευστά μεσαία στρώματα διασταυρώθηκαν μεταξύ τους το Φεβρουάριο του 2012 στην Ελλάδα (αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση τα μεσαία στρώματα ήταν ήδη υπό κατάρρευση). Αυτή η διασταύρωση ήταν αποτέλεσμα των ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας, στην οποία εξάλλου πέρα από το Σύνταγμα το 2011 είχε συμβεί και ο «Δεκέμβρης του 2008». Οι ταραχές του Δεκέμβρη του 2008 όπως και οι ταραχές των φοιτητών στη Χιλή και στον Καναδά τοποθετούνται μέσα στο φάσμα πρακτικών ανάμεσα στις δύο αυτές δυναμικές. Σ’ αυτές τις ταραχές αναδύεται η «νεολαία» ως κατασκευασμένο κοινωνικό υποκείμενο που αποτελείται από εκείνους και εκείνες που βρίσκουν όλες τις πόρτες κλειστές, που δεν πρόκειται να ανέβουν τη σκάλα της κοινωνικής ανόδου, αλλά που δεν είναι δομικά αποκλεισμένοι όπως οι «ταραχοποιοί» της Στοκχόλμης και της Αγγλίας.

Τα ζητήματα που θέτει η επικαιροποίηση της εποχής των ταραχών που λαμβάνει χώρα στη Σουηδία και στην Τουρκία είναι σημαντικά:

Α) Θα μπορέσει το κράτος να δημιουργήσει τη συναίνεση του προλεταριάτου των χωρών της πρώτης ζώνης σε μια διαχείριση που στρέφεται ενάντια στους αποκλεισμένους; Αυτή η τάση φαίνεται ότι παράγεται ως σχεδόν αναγκαστική απάντηση στην επικαιροποίηση αυτής της δυναμικής από τα γεγονότα στη Σουηδία (η ανάδυση του EDL αλλά και η αύξηση της πολιτικής επιρροής του UKIP στην Αγγλία συνδέεται άμεσα με το θέμα αυτό, ανάδυση που δεν μπόρεσε να συμβεί μετά τις ταραχές του 2011 οι οποίες είχαν περισσότερο λευκό χρώμα). Οι ταραχές στη Σουηδία επικαιροποιούν την κρίση ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας ως κρίση της μετανάστευσης. Το ζήτημα ενός νέου τύπου φασισμού, με προσανατολισμό τη δημιουργία μιας «ευρωπαικής ταυτότητας», άρα εγγενώς ρατσιστικού περιεχομένου, εγγράφεται στην ατζέντα.

Β) Ποια θα είναι η εσωτερική δυναμική της ενσωμάτωσης των «μεσαίων στρωμάτων» στο προλεταριάτο, όχι μόνο ως κατάσταση αλλά και ως δραστηριότητα; Υπάρχει περίπτωση να συναντηθούν οι πρακτικές «κομμούνας» εκείνων που αμύνονται και προσπαθούν να διασώσουν το ταξικό τους ανήκειν στις πλατείες,  με τις καταστροφικές πρακτικές των αποκλεισμένων; Προς το παρόν τα μόνα δείγματα είναι η συγκρουσιακή συνάντηση στη Γαλλία το Μάρτη του 2006 στο κίνημα ενάντια στο CPE, γεγονός όμως που είναι ήδη απαρχαιωμένο και συνέβη πριν την κρίση, και η 12η Φλεβάρη του 2012 στην Ελλάδα, η οποία όμως ήταν βουτηγμένη στην αντιπαράθεση γύρω από το μνημόνιο και δεν μπορούσε να συνεχιστεί μετά την ήττα της ειδικής διεκδίκησης της. Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των «δημοκρατικών κινημάτων», τα οποία, τουλάχιστον ως τώρα, δεν μπορούν να ενσωματωθούν από το κράτος; Τα κινήματα αυτά εμφανίζουν έναν «κοινοτισμό». Η αφετηρία αυτού του κοινοτισμού είναι η υπεράσπιση της κρατικής περιουσίας (τίποτα δεν είναι «κοινό», ότι δεν είναι ιδιωτικό είναι κρατικό) με την χρήση της στη βάση του ορισμού της, δηλαδή ως στοιχείου που υποστηρίζει την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Η πλατεία, το πάρκο, είναι χώροι του «ελεύθερου» χρόνου. Το γεγονός ότι η κρίση/αναδιάρθρωση έχει αυξήσει σημαντικά την ανεργία επιτρέπει σε αρκετούς και αρκετές την συνεχή παρουσία τους σε έναν τέτοιο χώρο κατά τη διάρκεια του κινήματος, χωρίς να θεωρείται παράξενο ότι όποιος δουλεύει έρχεται «μετά τη δουλειά», το απόγευμα και το βράδυ είναι πολύ πιο μαζική η παρουσία του κόσμου. Η ουσία είναι ότι παράγεται η «κοινή ζωή στην κατάληψη». Η «ζωή στην κατάληψη» είναι βέβαια μια εικόνα από το μέλλον που ξεπερνάει τον ορίζοντα του κινήματος, η οποία όμως δεν μπορεί να υποστασιοποιηθεί σε γενικευμένη πράξη αν το κίνημα δεν αμφισβητήσει πραγματικά τη δομή που στηρίζει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, δηλαδή, σε τελική ανάλυση το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων. Η «κοινότητα του αγώνα», οι «κομμουνιστικές χειρονομίες» δεν πρέπει να υποτιμούνται γιατί αποτελούν το θετικό ορίζοντα στη γενίκευση τους, αλλά στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να ψάχνουμε: αφενός τι είναι αυτό που καθηλώνει το κίνημα και δεν το αφήνει να επιχειρήσει να γενικεύσει αυτά τα στοιχεία, αφετέρου ποια στοιχεία του περιεχόμενου του αποτελούν ταυτόχρονα και τις αιτίες του τέλους του. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτά τα κινήματα, σε αντίθεση με τις ταραχές των αποκλεισμένων, θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό να εδαφικοποιήσουν την παρουσία τους (κάτι που δεν είναι άσχετο με τη σημασία της μορφής της γαιοπροσόδου που λαμβάνει η παραγόμενη υπεραξία στο σύγχρονο καπιταλισμό, η εκμετάλλευση μορφοποιεί καθοριστικά την ταξική πάλη). Με την «κατάληψη» διεκδικούν το δικαίωμα της υλικής τους υπόστασης ως υποκειμένου απέναντι στο κράτος, το οποίο θεωρούσαν ότι «τους λογαριάζει». Δεν είναι ήσσονος σημασίας το γεγονός ότι την «περιφρούρηση» της κομμούνας αναλαμβάνει κυρίως ένα κομμάτι νεανικού ανδρικού και φτωχού προλεταριάτου, που έχει εμπειρία συγκρούσεων με την αστυνομία (ο διαχωρισμός αυτού του ρόλου υπήρξε αν και λιγότερο από την Αίγυπτο και στην Τουρκία). Εκ των πραγμάτων αναζητούνται αιτήματα, για να τεθεί κάτι πιο συγκεκριμένο από τη «δημοκρατία» (δες εδώ) στο υποτιθέμενο τραπέζι της διαπραγμάτευσης (το οποίο δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει πλέον και καλούν συνεχώς την κυβέρνηση να παραδεχθεί την ύπαρξη του). Αυτή η διαδικασία, λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί οτιδήποτε, καταλήγει με φυσικό τρόπο στην αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Αναγκαστικά, ένα κίνημα που κύριο ρόλο στη σύνθεση του έχουν τα μεσαία στρώματα ζητά την πτώση της κυβέρνησης, και ένα τέτοιο αίτημα, δεδομένης της απουσίας ενός «κόμματος της εργατικής τάξης» που θα καθοδηγούσε το κίνημα προς την «κατάληψη της εξουσίας», υπονοεί την αντικατάσταση της με μια άλλη κυβέρνηση (που θα μπορέσει να υποστηρίξει την ύπαρξη και αναπαραγωγή της ποιότητας της ζωής που θεωρούν ότι τους αντιστοιχεί). Αυτή η ενδογενής τάση δεν έρχεται σε αντίφαση με τα κοινοτιστικά χαρακτηριστικά των καταλήψεων, τα οποία όμως υποβιβάζονται ως στοιχείο συγκρότησης και μορφοποίησης του κινήματος όταν συγκεκριμενοποιείται ο πολιτικός στόχος. Η Αίγυπτος και η Τυνησία έδειξαν ότι πράγματι η πτώση της κυβέρνησης ολοκληρώνει αυτά τα κινήματα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ότι αρχικά φάνταζε ως νίκη γρήγορα αποδείχτηκε ότι είναι ήττα, καθώς νέα αστυνομικά κράτη εγκαθιδρύθηκαν και η αναδιάρθρωση προχωράει κανονικά με περικοπές επιδομάτων, αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων κτλ. Το κίνημα όμως στην Αίγυπτο και την Τυνησία δεν μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του, καθώς ο αρχικός στόχος που αντιστοιχούσε στην ενότητα του επετεύχθη. Η Τουρκία, το επόμενο ορόσημο αυτής της δυναμικής, που παρά τις διαφορές εντάσσεται σ’αυτό το σχήμα, έχει ένα επιπλέον στοιχείο να αντιμετωπίσει ως κίνημα. Η πολιτική δύναμη της κυβέρνησης είναι πιο ισχυρή από αυτήν της Αιγύπτου και της Τυνησίας. Η ενότητα του κινήματος βασίζεται στην μετατροπή του κράτους σε αστυνομικό κράτος καταστολής τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα είναι: Μπορούν τα μεσαία στρώματα να ενσωματωθούν στο προλεταριάτο, ως δραστηριότητα αμφισβήτησης του κεφαλαίου, αν δεν ολοκληρωθούν πρώτα αυτά τα κινήματα με την πολιτική νίκη (δηλαδή ουσιαστική ήττα) τους; Η ήττα τους, που περνάει μέσα από την πολιτική τους νίκη, φέρνει αναγκαστικά τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην επιφάνεια. Ένα κομμάτι του κινήματος προσπαθεί να συνεχίσει την εξέγερση, η οποία όμως παύει να έχει λαϊκή υποστήριξη (δηλαδή διαταξική υποστήριξη, καθώς η τάξη είναι σχέση και όχι κατηγορία). Χωρίς τη μαζική συμμετοχή των αποκλεισμένων και των φτωχών, πώς μπορεί να συνεχιστεί αυτή η εξεγερτική πορεία; Μπορεί;

Το κίνημα στην Τουρκία βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς γράφεται αυτό το κείμενο. Η ιδιαιτερότητα του σε συνδυασμό με το ότι αποτελεί γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας μορφοποιεί το σημείο που βρισκόμαστε. Εδώ βρισκόμαστε: σε μια εξέγερση που ξέσπασε σε ένα ακόμη αστυνομικό κράτος. Μια εξέγερση με μικρές πιθανότητες «νίκης» στη βάση του περιεχομένου της και γι’ αυτό τόσο σημαντική.

Οι πρακτικές «κομμούνας» που έχουν αναγκαστικά ορίζοντα την καλύτερη διαχείριση του αστικού κράτους αλλά τελικά αυτός ο ορίζοντας διαψεύδεται, συναντιούνται με τις εξεγέρσεις των αποκλεισμένων στο γεγονός ότι στις τελευταίες δεν υπάρχει καν ο ορίζοντας κάποιας «νίκης»Το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής που θα κριθεί μεταξύ άλλων και από την αλληλεπίδραση των πρακτικών της «κομμούνας» με τις πρακτικές καθημερινότητας της επιβίωσης των δομικά αποκλεισμένων από το επίσημο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της ταξικής πάλης της εποχής των ταραχών.

*

Βλ. σχετικά: Communisation -για Τουρκία

Categories
Uncategorized

Ο Πόλεμος του Χρόνου: Το κίνημα Occupy, η Κομμουνιστικοποίηση και το στρατιωτικό ζήτημα – Benjamin Noys, 2013

Ο Πόλεμος του Χρόνου: Το κίνημα των καταλήψεων (Occupy), η Κομμουνιστικοποίηση και το στρατιωτικό ζήτημα

kettle-e1322672082952

του Benjamin Noys (2013)

Μπορεί να υπάρξει μια προλεταριακή εξέγερση, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλοι δεν έχουν βγάλει τα όπλα. Εάν σου ρίξουν δυο μηχανοκίνητες μεραρχίες στην μούρη, τότε η προλεταριακή επανάσταση είναι άνευ νοήματος – André Malraux (Virilio 2006: 115)

Η λέξη Occupy έχει προφανώς μια στρατιωτική συνυποδήλωση. Είναι μια αντι-συζήτηση και μια αντι-πρακτική όχι μόνο στις διάφορες στρατιωτικές καταλήψεις (occupations), στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, αλλά επίσης στην καθημερινή κατάληψη του χώρου και του χρόνου από το κεφάλαιο και το Κράτος. Παρά την παραπομπή αυτή, το στρατιωτικό ζήτημα – το ζήτημα δηλαδή του ρόλου, της ισχύος και της φονικότητας της στρατιωτικής επέμβασης – δεν υπήρξε ιδιαίτερα κεντρικό στις συζητήσεις γύρω απ’ τη στρατηγική των καταλήψεων. Ασφαλώς, το ζήτημα βρέθηκε σε κεντρική θέση στις διαδηλώσεις της “Αραβικής Άνοιξης”, αλλά απ’ την αντίστροφη: ως κριτική στον ρόλο του στρατού στην Αίγυπτο, της στρατιωτικοποίησης της καταστολής στο Μπαχρέιν και τη Συρία, και της αμφιλεγόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης της “αντίστασης” στη Λιβύη, με την υποστήριξη του ΟΗΕ.

Στο εσωτερικό των κινημάτων, και ιδιαίτερα των κινημάτων Occupy σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένη Βασίλειο και η Ισπανία (στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν διαφορετικά), το στρατιωτικό ζήτημα έτεινε να εγείρεται μέσω της στρατιωτικοποίησης της αστυνόμευσης. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η χρήση δακρυγόνων και βίας ως απάντηση στις φοιτητικές διαδηλώσεις και στις ταραχές “για πρώτη φορά στην ενδοχώρα”, παραπέμπει στην αποικιοκρατική εμπειρία της Ιρλανδίας και του στρατιωτικού-αστυνομικού-ασφαλίτικου συμπλέγματος που ήδη δοκιμαζόταν σ’ αυτό το εργαστήρι αντι-εξέγερσης. Το ζήτημα της βίας, ιδιαίτερα εκ μέρους των διαδηλωτών, παρέμεινε σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο.

Θέλω εδώ να προσεγγίσω το στρατιωτικό ζήτημα σε σχέση με αυτές τις σύγχρονες μορφές αγώνα. Θα το κάνω με έναν μάλλον λοξό τρόπο. Κατ’ αρχήν, θέλω να επανεξετάσω το πρότυπο θεωρητικό έργο του Πωλ Βιριλιό πάνω στον ρόλο του στρατού, ιδιαίτερα τα δυο έργα-κλειδιά του της δεκαετίας του 1970: Το Ταχύτητα και Πολιτική (1997) και Λαϊκή Άμυνα και Οικολογικοί Αγώνες (1978). Ο λόγος γι αυτό δεν είναι απλώς ότι αντηχούν στους όρους των σύγχρονων αγώνων, αλλά επίσης ότι θέτουν κρίσιμα ερωτήματα γύρω απ’ τις δυνατότητες και τα όρια αυτού που ονομάζει ο ίδιος “λαϊκή άμυνα” (Virilio 1990). Στη συνέχεια, θέλω να συγκρίνω την ανάλυση του Βιριλιό πάνω στις μορφές της προλεταριοποίησης και της αντίστασης με κάποια πρόσφατα έργα στη συζήτηση γύρω απ’ την “κομμουνιστικοποίηση”. ιδιαίτερα το έργο της Theorié Communiste (TC) (βλ. Noys, 2011). Ο λόγος γι αυτό δεν είναι ότι η “κομμουνιστικοποίηση”, μέχρι σήμερα, έχει διαδραματίσει κάποιο συγκεκριμένο μείζονα ρόλο σ’ αυτούς τους σύγχρονους αγώνες. Στην πραγματικότητα, ως συζήτηση έχει επιμείνει στην ανίχνευση των ορίων αυτών των νέων μορφών αγώνα, ενώ ταυτόχρονα εκτιμά τί υποδεικνύουν αυτά τα “όρια” για τον μελλοντικό, επαναστατικό κομμουνισμό. Θα προτιμήσω αντίθετα να επιχειρήσω μια σύγκλιση στον προβληματισμό του Βιριλιό και της TC γύρω απ’ την εξάντληση των περασμένων μεθόδων αγώνα, που βασίζονταν στην ύπαρξη μιας εργατικής ταυτότητας. Σ’ αυτήν τη σύγκλιση θέλω να διερευνήσω την εμφάνιση του στρατιωτικού ζητήματος ως ένα πρόβλημα για σκέψη, ανάλυση και πρακτική.

Μια σύντομη σημείωση πριν ξεκινήσω αυτό το έργο: είναι αξιοσημείωτο ότι συχνά σκέψεις πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα διολισθαίνουν σ’ έναν “φετιχισμό της τεχνικής” ή σε καχέκτυπα του μηδενισμού του “καθαρού πολέμου” (Virilio 1990: 68). Σε μια πρόσφατη επιθεώρηση του μυθιστορηματικού απολογισμού του Karl Marlantes σχετικά με την εμπειρία του στο Βιετνάμ (Matterhorn, 2010), o Jackson Lears (2010) σημειώνει την έννοια του πολέμου ως “αυθεντική εμπειρία: αυτή είναι η μηδενιστική όψη του σύγχρονου μιλιταρισμού, ανεπηρέαστη από κάθε ηθική προσποίηση”. Αυτή η “μηδενιστική όψη” παίρνει συχνά την μορφή ενός αισθητικού δέους μπρος στην καταστροφική ισχύ της στρατιωτικής δύναμης και των τεχνικών μέσων της. Αμφιβάλω αν θα καταφέρω να αποφύγω εντελώς αυτό το πρόβλημα στη συνέχεια. Θέλω, ωστόσο, να προτείνω την αντιμετώπιση του στρατιωτικού ζητήματος χωρίς, όσο είναι εφικτό, να ενδώσουμε σ’ αυτόν τον φετιχισμό.

Ενδο-Αποικιοποίηση

Στο έργο του κατά τη δεκαετία του 1970, ο Πωλ Βιριλιό παρέχει μια αφετηριακή ανάλυση της εμφάνισης του κράτους και της καπιταλιστικής εξουσίας με όρους στρατιωτικής ισχύος. Χρωστώντας πολλά στον Μαρξ, ή ακριβέστερα στον Έγκελς, που ερεύνησε λεπτομερώς τα στρατιωτικά ζητήματα [2], η ρητορική του Βιριλιό προσφέρει αξιόλογες τροχιές σκέψεις που πηγάζουν από μια πιο οικεία μαρξιστική ανάλυση. Ξεκινώντας από την εργασία του ως πολεοδόμος, ο Βιριλιό ενθουσιάστηκε από τη χωρική διάσταση του πολέμου και τον ρόλο του στην αποκρυστάλλωση των μορφών της σύγχρονης εξουσίας (Virilio 1983: 1-3). Ερμηνεύει εκ νέου την προλεταριακή συνθήκη με στρατιωτικούς όρους. Η ανάλυσή του προτάσσει ότι το προλεταριακό σώμα “παράγεται” μέσα από μια ημι-αποικιοποίηση από την στρατιωτική τάξη, που αρπάζει τα αγαθά και την αξία που παράγονται ώστε να υποστηρίξει τη δική της νωθρή και παρασιτική ύπαρξη (Virilio 1990: 48). Ως απάντηση, το προλεταριάτο μετασχηματίζεται το ίδιο σε μια “πολεμική αντι-μηχανή”, στρατιωτικοποιούμενο μέσα στους συμπαγείς σχηματισμούς της πορείας και της βίας του σαμποτάζ για να πάρει τους δρόμους και να κατακτήσει τα μέσα της βίας. Σ’ αυτό το μοντέλο οι μορφές του παραδοσιακού εργατικού κινήματος -με λίγα λόγια τα κόμματα και τα συνδικάτα- γίνονται εναλλακτικές “στρατιές” ριγμένες στην αντιμετώπιση αυτής της στρατιωτικού τύπου κυριαρχίας.

Για τον Βιριλιό αυτός ο δρόμος οδηγεί σε αποτυχία, και η απόλυτη βία του πυρηνικού πολέμου σηματοδοτεί το “τέλος του προλεταριάτου”: “Με αυτήν την έννοια, ο καθοριστικός ρόλος του προλεταριάτου στην ιστορία παύει να υφίσταται με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα” (Virilio 1990: 29). Το αποτέλεσμα είναι “ένα είδος απόλυτης αποικιοποίησης” (Virilio 1990: 32), με την οποία η στρατιωτική τάξη τελικά εξουδετερώνει κάθε τοπικότητα ή οικολογία αντίστασης. Αυτό είναι που ονομάζει ενδο-αποικιοποίηση ο Βιριλιό. Είναι εμφανές στο πέρασμα απ’ την απελπισμένη αντίσταση των Βιετναμέζων ενάντια στην οικολογική καταστροφή του εδάφους τους, στην εξαφάνιση (κατά τη δεκαετία του 1970) των Παλαιστινίων από κάθε έδαφος μέχρι τέλους, στον απεδαφικοποιημένο χώρο των μήντια.

Εάν αυτή η ενδο-αποικιοποίηση είναι επιτυχής, τότε οι άνθρωποι περιορίζονται σε εξημερωμένα ζώα, στη συνθήκη του “ανθρώπινου εμπορεύματος” (Virilio 1990: 65). “Ο στόχος της στρατιωτικής κατοχής είναι να μειώσει […] έναν πληθυσμό στην κατάσταση του κινητού σκλάβου, του εμπορεύματος” (Virilio 1990: 54). Στην πραγματικότητα, “Σήμερα αποικιοποιεί κανείς μόνο τον δικό του πληθυσμό. Υποαναπτύσσει τη δική του οικονομία” (Virilio & Lotringer 1983:95). Η τελική απάντηση των Παλαιστινίων σ’ αυτόν τον περιορισμό τους είναι μια λαϊκή επίθεση αυτοκτονιών, καθώς μια λαϊκή άμυνα δεν ήταν πλέον εφικτή.

Ορίζοντας έμμεσα την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, ο Βιριλιό συνδέει τη συνθήκη αυτή με την απόσυρση του Κράτους, που καλύπτεται έπειτα με ένα “δόγμα ασφαλείας” (Virilio 1990: 57) που επιτρέπει την παρέμβαση σε κάθε χώρο. Εν όψει της “τρομοκρατίας” της δεκαετίας του 1970, το Κράτος εξελίσσει ένα νέο πρότυπο εξουσίας εν είδει μιας “παγκόσμιας αστυνομικής καταδίωξης, ενός τρομακτικού μείγματος στρατιωτικής και δικαστικής βίας” (Virilio 1990: 63). Αυτός ο χαρακτηρισμός προφανώς συντονίζεται με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και της συγκεκριμενοποίησης, τη δεκαετία του 2000, του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Ο Βιριλιό συλλαμβάνει εκ των πρωτέρων τις νέες μορφές ασύμμετρου πολέμου και τη λειτουργία “ομηρίας” που επιτελεί ο στρατιωτικός έλεγχος στις σύγχρονες διαμεσολαβημένες κοινωνίες. Σ’ αυτή τη συνθήκη, παραδοσιακές μορφές λαϊκής αντίστασης καθώς και ό,τι αποκαλεί ο Βιριλιό “οικολογικοί αγώνες”, όπως και “η απλή ελευθερία να πηγαίνεις και να έρχεσαι, και μαζί η ελευθερία να παραμένεις, να κρατάς το έδαφός σου” (Virilio 1990:91) τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Αυτός ο “οικολογικός αγώνας”, το δικαίωμα να διατηρείς τη θέση σου, προφανώς αντανακλάται στη συνθήκη του “occupy”, που αποπειράται να θέσει ένα όριο στην εισβολή εντός των απομειναριών του “δημόσιου χώρου”. Προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει μια νέα μορφή υποκειμενικότητας -το 99%- ώστε να βρει ένα “έδαφος” αντίστασης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εμμέσως αν όχι άμεσα, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την κατάσταση των ανθρώπων απ’ αυτή τη συνθήκη “κινητών εμπορευμάτων” σε ακίνητους διαδηλωτές. Βέβαια, ενώ απευθύνεται σ’ αυτήν τη συνθήκη η δυσκολία παραμένει από την μεριά της στρατιωτικής ισχύος που ο Βιριλιό θεωρεί ως αιτία αυτής της “απεδαφικοποίησης”.

Τέλος του προγραμματισμού

Μ’ έναν μάλλον ιδιάζοντα τρόπο, η ανάλυση του Βιριλιό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με αυτή τη ομάδας Theorié Communiste (TC) από την Μασσαλία, και με την εξαγγελία τους του “τέλους του προγραμματισμού”. Σύμφωνα με τη θέση τους αυτή, ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα παρέμεναν αλληλένδετοι σε μια μονομαχία όπου η καπιταλιστική άρνηση του προλεταριάτου γεννούσε την κατάφαση της εργατικής ταυτότητας. Ο “προγραμματισμός” αναφέρεται στην κατάφαση ως ένα πρόγραμμα που μέλει να πραγματοποιηθεί, ένα πρόγραμμα σφυρηλατημένο από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας (Brown 2011:22). Η TC προσφέρει μια υπόθεση περιοδολόγησης, κατά την οποία το πέρασμα απ’ την τυπική υπαγωγή -την υπαγωγή των εργατών στο κεφάλαιο, κατά την οποία οι εργάτες εξακολουθούν να παράγουν σε μορφές οργάνωσης εξωτερικές του κεφαλαίου, ωστόσο φέρνουν τα προϊόντα της εργασίας τους στην καπιταλιστική αγορά)- στην πραγματική υπαγωγή -όπου οι εργάτες εισάγονται στο κεφάλαιο, όπως στην αλυσίδα παραγωγής (ή την καπιταλιστική γεωργική παραγωγή)- παράγει μια μεταβολή στη σύνθεση του αγώνα. Η περίοδος της τυπικής υπαγωγής φτάνει στο τέλος της γύρω στα 1917, με την εμφάνιση ενός νέου κύκλου αγώνων γύρω απ’ την πραγματική υπαγωγή που περιλαμβάνουν την κατάφαση σε μια εργατική ταυτότητα. Αυτός ο “προγραμματισμός” τίθεται σε κρίση με τη δεύτερη φάση της πραγματικής υπαγωγής, ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κι ένας νέος κύκλος αγώνων που προτείνει τα όρια αυτής της ταυτότητα ξεκινάει. Η “εγκατάλειψη” του εργάτη από τοκεφάλαιο, οι εργατικοί αγώνες των “λευκών απεργιών” (absenteism), του σαμποτάζ, της άγριας απεργίας, ανοίγουν νέες “τροχιές πτήσης” που “αδειάζουν” τις παραδοσιακές μορφές του προγραμματισμού (κόμματα, συνδικάτα κλπ).

Στην ανάλυση της TC, αυτός ο κύκλος αγώνων δεν κλείνει απλώς την προλεταριακή συνθήκη (“πλέον είμαστε όλοι μεσαία τάξη”), αλλά την μετασχηματίζει κατά τέτοιον τρόπο που προτείνει την αναγκαιότητα (μάλλον παρά την επιλογή) του προλεταριάτου ως τάξη που καταλύει τον εαυτό της. Υποστηρίζουν ότι: “Η κομμουνιστικοποίηση είναι προσχηματισμένη κάθε φορά που η ύπαρξη του προλεταριάτου παράγεται ως κάτι εξωτερικό απ’ αυτό το ίδιο, ως ένας αντικειμενικός καταναγκασμός που γίνεται εξωτερικός μέσα στην ίδια την ύπαρξη του κεφαλαίου” (R.S. 2011:95). Η “εμφάνιση” της κομμουνιστικοποίησης βρίσκεται στην άκρη ή στα όρια του αγώνα, μέσα στον οποίον η ίδια η (εργατική) τάξη “εμφανίζεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός, ως ένα όριο που πρέπει να ξεπεραστεί” (R.S. 2011:95). Σ’ αυτό το ιστορικό πρότυπο, αυτές οι αλλαγές των αγώνων θέτουν τον κομμουνισμό στην ημερήσια διάταξη ως κομμουνιστικοποίηση, απαλλαγμένη από τις παλιότερες “εργατίστικες” αυταπάτες [3].

Ήταν τα εργατικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και του ’70, που ήρθαν πρώτα αντιμέτωπα με αυτήν την κατάφαση. Επίσης, η καπιταλιστική απάντηση της αποσύνδεσης του εργάτη από την εργασία θα ξεμπερδέψει μια και καλή με την κατάφαση σε μια εργατική ταυτότητα ως ουσιαστική “στιγμή” της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Κάτω απ’ την αμφίπλευρη πίεση αυτών των δυο παραγόντων, οι μορφές κατάφασης σε μια εργατική ταυτότητα θα άδειαζαν από τα μέσα τους. Αντί να αντιλαμβάνεται κάτι τέτοιο απλά ως ένδειξη ήττας, η TC υποστηρίζει ότι είναι ενδεικτικό μιας ανασύνθεσης του αγώνα, με το προλεταριάτο ως τον πόλο της άρνησης, δομημένο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και ενάντια σ’ αυτό, ένα σύστημα το οποίο δεν έχει ανάγκη πλέον την “εργατική τάξη” ως διαμεσολαβητή.

Η σύγκριση μεταξύ Βιριλιό και TC γίνεται πιο σαφής εάν θυμηθούμε την κατάληψη του εργοστασίου ωρολογοποιίας της Lip στην Beçanson και την αυτοδιαχείριση από τους εργάτες του, το 1973. Εκείνη την περίοδο, πολλοί μέσα απ’ τη γαλλική άκρα αριστερά, ιδιαίτερα μαοϊκοί, θεώρησαν αυτήν την πράξη της κατάληψης ως μια ένδειξη ότι οι εργάτες δεν είχαν πια ανάγκη την καθοδήγηση κομμάτων ή ακτιβιστών για να διευθύνουν τον αγώνα τους. Αυτό τέλος πάντων ήταν το συμπέρασμα του Ζακ Ρανσιέρ (Rancière 2011: 90; Brown 2011: 20). Σ’ ένα παρόμοιο πόρισμα είχαν καταλήξει και οι πρώην μαοϊκοί ακτιβιστές Γκυ Λαρντρώ και Κριστιάν Ζαμπέ:

“Τελικά καταλάβαμε σε κάποια φάση ότι οι μάζες είχαν πάρει από μας όλα όσα μπορούσαν, ότι οι διανοούμενοι δεν είχαν πια τίποτε να τους δώσουν. Όλα όσα είχαμε κάνει πέρασαν στις μάζες τις ίδιες. Βλέποντας τα γεγονότα στη Lip, γινόταν ολοένα και πιο σαφές ότι δεν υπήρχε πια καμμία έννοια πολιτικού ακτιβισμού (militancy)”. (Starr 1995:91).

Υπήρχαν ωστόσο και αντίθετες φωνές. Το γαλλικό ακροαριστερό περιοδικό Négation, υποστήριξε τότε ότι οι εργάτες της Lip είχαν αγγίξει ένα όριο -το όριο της αυτοδιαχείρισης (Négation 2007; Brown 2011: 20, ΣτΜ: ελληνική μετάφραση διαθέσιμη). Οι εργάτες της Lip ήταν ανίκανοι να ξεπεράσουν τα όρια του ίδιου τους του εργοστασίου και περιορίζονταν στο να ξαναβάλουν μπρος σε μια καπιταλιστική επιχείριση. Έτσι, ενώ αφενός αναγνώριζαν ότι επρόκειτο για έναν αγώνα, για το Négation ο αγώνας αυτός περιοριζόταν από την αδυναμία του να πάει πέρα από τα όρια της ταυτότητας των εργατών ως εργάτες. Το σημείο αυτό, όπως είδαμε, ξαναπιάνεται με περισσότερες λεπτομέριες από την TC.

Όσον αφορά τον Βιριλιό, η οπτική του είναι παρεμφερής. Με περισσότερο ακόμα συμπάθεια, ο Βιριλιό θεωρεί τον αγώνα αυτόν ως μια απόπειρα να κρατηθούν οι οικολογικές “θερμοπύλες” ενός αγώνα. Όπως παρατηρεί ο ίδιος:

“Τα συνδικάτα ήξεραν καλά τί έκαναν όταν ζητούσαν απ’ τους εργάτες να προσέξουν πολύ καλά τα εργαλεία της παραγωγής. Είναι σαν, μέσα στα μυαλά τους, τα εργαλεία αυτά να αποτελούν την τελευταία αναπαράσταση του αυθεντικού τους περιβάλλοντος, την εγγύηση και τον όρο διαμονής ολόκληρης της νόμιμης ύπαρξής τους. (Virilio 1990:54)

Ενώ φυσικά, με έναν τρόπο κάπως ανάλογο αυτού του Négation, ο Βιριλιό βλέπει τον αγώνα αυτόν να χάνει το βήμα του μπρος στην εξέλιξη της “απεδαφικοποίησης” που επιφέρουν οι δυνάμεις του Κράτους και του κεφαλαίου, αρνείται επίσης απλά να καταδικάσει την απόπειρα αυτή εκ προοιμίου.

Η αντίσταση είναι μάταιη ή και όχι

Εάν θέσουμε αυτές τις παρατηρήσεις σε διάλογο μεταξύ τους, μπορούμε να πούμε ότι το “στρατιωτικό ζήτημα” τώρα τίθεται με τους όρους των νέων μορφών και δυνατοτήτων της “προλεταριακής συνθήκης”. Ο Βιριλιό συμπεραίνει ότι η διασπορά της στρατιωτικής ισχύος στον χώρο και τον χρόνο θέτει ένα τέλμα στο παραδοσιακό δικαίωμα στην αντίσταση – όσο αυτή μένει εδαφικοποιημένη σε ένα συγκεκριμένο έδαφος και στη διατήρηση των μέσων της βίας. Στην πράξη, “στερημένοι από το παραγωγικό τους οπλοστάσιο, (οι προλετάριοι) παύουν να αποτελούν προνομιούχους οικονομικούς συνεταίρους στη συνθήκη της στρατιωτικής ημι-αποικιοποίησης” (Virilio 1990:53). Η κατάρρευση του εδάφους κάτω απ’ τη συνθήκη αυτή μεταξύ στρατιωτικής ισχύος και πολιτών, σημαίνει ότι: “από δω και πέρα, οι στρατιωτικές επιθέσεις δεν περιορίζονται απ’ τον χρόνο και η οργιαστική συμμετοχή δεν είναι παρά η παράλογη υποστήριξη μιας τεχνικο-λογιστικής υπερ-εθνικότητας, το τελικό στάδιο της απεδαφικοποίησης και, ως εκ τούτου, της δουλείας. (Virilio 1990:72) Αυτή η “εξαφάνιση” σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εντοπίσουμε μια στιγμή αντίστασης, και άρα η αντίσταση εμφανίζεται ως διαλυμένη [4].

Το απαισιόδοξο συμπέρασμα του Βιριλιό είναι ότι η επανάσταση είναι ανέφικτη και μένει χώρος μόνο για επαναστατική αντίσταση, όμως κι αυτή όπως βλέπουμε φαίνεται γενικά αναποτελεσματική. Με έναν τυπικά υπερβολικό τρόπο, ο ίδιος καταλήγει:

“Μπορούμε απλά να πεθάνουμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν μας έχουν ανάγκη πια: ρομποτ και υπολογιστές θα αναλάβουν την παραγωγή. Ο πόλεμος έχει αυτοματοποιηθεί, και μαζί μ’ αυτόν η ισχύς της λήψης αποφάσεων. Δε χρειάζονται πια τους ανθρώπους, στρατιώτες ή εργάτες, παρά μόνο μέσα απόλυτης εξόντωσης, τόσο στη σφαίρα του εμπορίου όσο κι αλλού. (Virilio & Lotringer 1983:102)

Αν και εδώ καταγράφει την “εγκατάλειψη” της εργασίας από το κεφάλαιο, κάτι που καταγράφει επίσης και η TC, το προεκτείνει σε ένα όραμα εξόντωσης που πέφτει έξω απ’ την ακόμη υπάρχουσα “κινούμενη αντίθεση” της ανάγκης του κεφαλαίου για εργασία.

Αντίθετα, η TC υποστηρίζει ότι οι νέες μορφές “αυτοκτονικού” αγώνα σκιαγραφούν τα όρια αυτής της απεδαφικοποίησης, ενώ εξακολουθούν να την ανταγωνίζονται. Στους αγώνες αυτούς, οι εργάτες δεν προσπαθούν πια να υπερασπιστούν ένα εργατικό κεκτημένο που καταρρέει, αλλά αντίθετα “ωθούνται” σε μια “ρήξη” με την ταυτότητα που παρήγαγε αυτό. Αυτό συνεπάγεται την πυρπόληση των εργοστασίων, τις απαιτήσεις όσο το δυνατόν υψηλότερων αποζημιώσεων, και άλλες “εξόδους” από την εργασία (R.S. 2011:119). Αυτοί οι αγώνες βρίσκονται σε μια διφορούμενη κατάσταση, που αφενός είναι ενδεικτική της τραγωδίας των εργατών που στερούνται την ταυτότητα του εργάτη αλλά αφετέρου προεικονίζουν φευγαλέα και την “απο-ουσιαστικοποίηση” της εργασίας (R.S 2011:120). Αντίθετα στην αίσθηση του Βιριλιό ότι το προλεταριάτο έχει εξουθενωθεί υπό την απειλή της εξόντωσής του, η TC προτείνει ότι η “ρήξη” της αυτοκατάλυσης του προλεταριάτου μπορεί να προεικονίζει τη δυνατότητα εμφάνισης μιας νέας επαναστατικής διαδικασίας ως κομμουνιστικοποίηση.

Ενώ ο Βιριλιό τείνει προς έναν αποκαλυπτικό πεσσιμισμό, η παράκαμψη του στρατιωτικού ζητήματος από την TC παράγει ορισμένες στιγμές αξιοσημείωτης αισιοδοξίας σχετικά με τη διαδικασία της επανάστασης ως κομμουνιστικοποίηση:

“Η αντιπαράθεση με το κράτος θέτει άμεσα το ζήτημα των όπλων, που μπορεί να επιλυθεί μόνο στήνοντας ένα δίκτυο διανομής που να μπορεί να στηρίξει την μάχη σε δυνητικά απεριόριστα πεδία. Οι στρατιωτικές και οι κοινωνικές δραστηριότητες είναι αδιαχώριστες, ταυτόχρονες, και αμοιβαία διεισδύουσες: το στήσιμο ενός μετώπου ή ορισμένων καθορισμένων ζωνών μάχης είναι θάνατος για την επανάσταση” (2011:56)

Αν και θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε εν μέρει μ’ αυτήν την πρόταση, το επίπεδο αφαίρεσης μέσω της οποίας τίθεται, το κάνει εξαιρετικά δύσκολο να δούμε πώς θα πάρει το πάνω χέρι απέναντι στο “στρατιωτικό σώμα” μιας συμπαγούς και δι-εθνικής άρχουσας τάξης. Σε άλλο σημείο, η TC αναφέρει πως ενδέχεται να υπάρξει “η πιθανότητα μιας πολλαπλότητας μικρών, βαρβαρικών πολέμων” (R.S. 2011:138)

Οι ελπίδες της TC βρίσκονται με το μέρος της ίδιας της ταχύτητας της διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης, ώστε να ξεπεράσει τις στρατιωτικές και λογιστικές δυνατότητες της καπιταλιστικής τάξης:

Εάν (η επανάσταση) επιτρέψει την κατάλυση ενός αυξανόμενο βαθμού ανταγωνισμών και διαιρέσεων ανάμεσα στους προλεταρίους, καθιστώντας την το περιεχόμενο και την εξέλιξη της ένοπλης αντιπαράθεσής της με αυτούς που η καπιταλιστική τάξη θα είναι ακόμη σε θέση να κινητοποιήσει, να ενσωματώσει και να αναπαράξει εντός των κοινωνικών σχέσεών της (2011:56)

Είναι η ταχύτατη ανάπτυξη της “προλεταριακής συνθήκης”, που δε δεσμεύεται πλέον απ’ τις συνηθισμένες οργανωτικές και μισθολογικές μορφές, που θα επιτρέψει ένα ξεπέρασμα, υποστηρίζουν, του στρατιωτικού τμήματος (και της δυνατότητάς του για καταστροφή) που είναι ακόμα ενσωματωμένο στο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, βασίζουν τη δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης στην επίδραση της επιτάχυνσης:

“Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα μέτρα της κομμουνιστικοποίησης θα πρέπει να έχουν μια δυναμική επίδραση στη διάλυση των συνδέσεων που ενώνουν τους εχθρούς μας και την υλική τους υποστήριξη: θα πρέπει να καταστραφούν τάχιστα, χωρίς τη δυνατότητα επιστροφής”. (2011:56)

Μια παρόμοια τροπή εμφανίζεται στο κείμενο του Rocamadur/Blaumachen του 2012 πάνω στις ταραχές του Λονδίνου. Συμπεραίνουν:

“Η δυναμική της ταξικής πάλης σήμερα δεν μπορεί ποτέ να είναι νικηφόρα, επειδή εξακολουθεί να βρίσκει μπροστά της την ίδια την ταξική πάλη ως όριό της, ως το σημείο όπου ο πολλαπλασιασμός των ρήξεων θα γίνει ξεπέρασμα του ταξικού ανήκειν (και κατά συνέπεια της ταξικής αυτοοργάνωσης), σαν μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, ως μέτρα κομμουνιστικοποίησης, που είτε θα απο-κεφαλαιοποιούν (κομμουνιστικοποιούν) τη ζωή ολοένα και περισσότερο, είτε θα τσακίζονται” (2012)

Φυσικά, το ζήτημα είναι εάν η ταχύτητα για την οποία κάνει λόγο η TC, εάν η ταχύτητα της κομμουνιστικοποίησης στη διαδικασία της επανάστασης, θα “απο-κεφαλαιοποιεί τη ζωή ολοένα και περισσότερο” ή αν “θα τσακιστεί”. Είναι για μένα, η μάλλον αιμοδιψής τάση να μην υπολογίσω σοβαρά τη δεύτερη πιθανότητα, που μοιάζει προβληματική.

Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει ο Βιριλιό. Σημειώνει την εξαφάνιση του στρατού από την ίδια την πολεμική μηχανή, υποδεικνύοντας ότι ο κυβερνήτης του HMS Sheffield δεν είχε χρόνο να αντιδράσει στην εκτόξευση ενός πυραύλου Exocet από ένα αεροσκάφος Super Etendard, ο πιλότος του οποίου υπάκουε στο δόγμα του “πυροβόλα και ξέχνα”/”Fire and Forget” (Virilio & Lotringer 1983:18). Το πλοίο καταστράφηκε. Η Μπέβερλυ Σίλβερ (2003) έδειξε επίσης ότι απέναντι στους τεράστιους στρατούς κληρωτών, που επέτρεπαν στους εργάτες να διαπραγματευθούν τη θέση τους απέναντι στο Κράτος όταν αυτό τους αμολούσε σ’ έναν πόλεμο, η απάντηση ήταν να επαγγελματοποιήσει, ιδιωτικοποιήσει και ελαχιστοποιήσει τον ρόλο των εργατών στον πόλεμο – σε συνάρτηση με τη γενική τάση του καπιταλισμού να αντικαθιστά το μεταβλητό κεφάλαιο με σταθερό κεφάλαιο. Στην αργκό του αμερικανικού στρατού, η τάση προς τα τηλεχειριζόμενα μη-επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), ορίζεται ως “συμπίεση της αλυσίδας θανάτων”/”compressing the kill chain”: η αφαίρεση ή ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης εμπλοκής στην καταστροφή. Ενδεχομένως δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε αυτούς τους καλωδιομένους “ηθικούς drones” να βλέπουν την προλεταριακή επανάσταση ως μια πράξη ανηθικότητας.

Στην πραγματικότητα, αυτή η επένδυση στην ταχύτητα και την κινητικότητα είναι ακριβώς το πεδίο του “πολέμου του χρόνου” που βλέπει ο Βιριλιό ως το μείζον πρόβλημα της στρατιωτικής τάξης. Ο πόλεμος της επιτάχυνσης δημιουργεί νέες τεχνολογίες που σπρώχνουν τους ανθρώπους έξω απ’ το πεδίο της επιλογής και του ελέγχου, προς όφελος μιας αυτόματης και αυτοματικής αναχαίτισης. Αν και δεν αφομοιώνω φυσικά την TC σ’ αυτή τη συζήτηση, μπορούμε να δούμε αυτό που έχουμε εδώ ως ακριβώς έναν “πόλεμο του χρόνου”. Απ’ την μια έχουμε την εκμηδένιση ή ελαχιστοποίηση της εργασίας απ’ τη διαδικασία του πολέμου, την αύξηση της ταχύτητας και της βίας της στρατιωτικής απάντησης. Απ’ την άλλη, βρίσκουμε την φαινομενική αναγκαιότητα της ταχύτατης διασποράς της επανάστασης προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν τη δυνατότητα. Έχουμε λοιπόν θαρρώ, δυο συμμετρικές πιθανότητες. Θα μπορούσαμε, κατ’ αρχήν, να υπερεκτιμήσουμε τις στρατιωτικές δυνατότητες της “δι-εθνικής στρατιωτικής τάξης”, κι έτσι να οδηγηθούμε στην απραξία από την μεριά μας, ει δε μη στην πραγμοποίηση και στη φετιχοποίηση της στρατιωτικής ισχύος (έναν κίνδυνο που διατρέχει ο ίδιος ο Βιριλιό). Δεύτερον, απ’ την άλλη, θα μπορούσαμε επίσης να υπεκφύγουμε του στρατιωτικού ζητήματος απλά επαναπαυόμενοι στην “ανώτερη” ταχύτητα της επανάστασης. Μου φαίνεται πως αυτόν τον κίνδυνο διατρέχουν ορισμένες προτάσεις της TC.

Φυσικά, το Occupy είναι, ή ήταν, ένας ετερογενής σχηματισμός, ή σύνολο σχηματισμών, που συνήθως στόχευε να ξεφύγει απ’ αυτού του είδους την αποκρυστάλλωση. Αν μη τί άλλο, η τυπολογία που ανιχνεύσαμε, βρίσκεται εγγύτερα (γενικά) στην εμμονή του Βιριλιό για τη συνέχιση της οικολογικής αντίστασης μετά την εξαφάνιση της επανάστασης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι τόσο φανερό το πού διαφεύγει απ’ το στρατιωτικό ζήτημα αλλά το ότι το αρνείται θετικά, ακριβώς για να ξεφύγει απ’ τη συζήτηση του “καθαρού πολέμου” που ο Βιριλιό ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στην καρδιά του Δυτικού μηδενισμού (Virilio 1990:68). Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για την TC. Η πρότασή μου είναι ταπεινή. Αν και αποτελεί αξιέπαινο στόχο, θα μπορούσε η πολιτική της διασποράς, του συντονισμού και της επιτάχυνσης να κληθούν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την αδράνεια των πρακτικά αδρανών, αλλά επίσης τις στρατιωτικοποιημένες μορφές του καπιταλιστικού Κράτους που μεταχειρίζονται και εμπλέκονται σ’ αυτές ακριβώς τις νέες μορφές για να αναπαράγουν τη δική τους απεδαφικοποίηση και εδαφικοποίηση της εξουσίας.

 

Σημειώσεις:

[1] Ο Jason Adams (2012) χρησιμοποίησε τον Βιριλιό προκειμένου να διερευνήσει τις στρατηγικές δυσκολίες και τάσεις στο κίνημα Occupy, όμως χωρίς να εγείρει άμεσα το στρατιωτικό ζήτημα. Οφείλω πολλά στον Jason Adams για την ενθάρρυνση του να συνεχίσω αυτές τις σκέψεις.

[2] Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ Μαρξ και Έγκελς. Ο Έγκελς ήταν γνώστης της πραγματικότητας του πολέμου, ακόμη κι αν δεν τον έβλεπε με τον τρόπο που τον βλέπουμε εμείς. Υπήρχε επίσης η ιδέα της επανοικειοποίησης του πολέμου από την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα του συνδικαλισμού, ήταν μια ομάδα μάχης. Η σχέση του μαρξισμού με τον πόλεμο δεν ήταν ιδιαίτερα σαφής στο ξεκίνημα αυτό (Virilio & Lotringer 1983: 105).

[3] Αυτό έρχεται επίσης σε αντίθεση με τη θεωρία της “κομμουνιστικοποίησης” των Gilles Dauvé και Karl Nesic, που αντιμετωπίζουν την “κομμουνιστικοποίηση” ως μια εγγενή πιθανότητα να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή, και όχι ως μια ιστορικά προσδιορισμένη πιθανότητα (βλ. Endnotes 2008).

[4] Αυτή η διάγνωση φέρει κάποια ομοιότητα με αυτήν του Καρλ Σμιτ στη Θεωρία του Αντάρτη (Carl Schmitt “Theory of the Partisan” 1963)

Βιβλιογραφία:

Adams, Jason (2012), ‘Occupy Time’, Radical Philosophy 171: 15-18.Brown, Nathan (2011), ‘Red years: Althusser’s lesson, Rancière’serror and the real movement of history’, Radical Philosophy 170: 16-24.
Endnotes 1 (2008).
Lears, Jackson (2010), ‘Mad Monkey. Review of Μatterhorn by KarlMarlantes’, London Review of Books [Online] 32.18: 15-17.http://www.lrb.co.uk/v32/n18/jackson-lears/mad-monkey
Négation (2007), ‘Lip and the Self-Managed Counter-Revolution’[1973], trans. Peter Rachleff and Alan Wallach, http://libcom.org/library/lip-and-the-self-managed-counter-revolution-negation(accessed 22 December 2012). (ΣτΜ ελληνικά: https://rioters.espivblogs.net/2009/10/06/to-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-lip-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA/)
Noys, Benjamin (ed.) (2011), Communization and its Discontents ,Brooklyn: Autonomedia / Minor Compositions
Rancière, Jacques (2011), Althusser’s Lesson [1974], trans. EmilianoBattista, London: Continuum.
Rocamadur / Blaumachen, ‘The feral underclass hits the streets: Onthe English riots and other ordeals’, SIC: International Journal for Communization
(2012),http://sic.communisation.net/en/the-feral-underclass-hits-the-streets?DokuWiki=e19764affecb034401ae1fc9df032fbb (Accessed23 December 2012)
R.S. (2011), ‘The Present Moment’, SIC: International Journal for Communization 1 (2011): 95-144.http://riff-raff.se/en/sic1/sic-1-07-the-present-moment.pdf (Accessed23 December 2012) (ΣτΜ: ελληνικά: http://www.blaumachen.gr/2011/11/%CE%B7-%CF%84%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%AE/)
Schmitt, Carl (2007), Theory of the Partisan, trans. G. L. Ulmen, New York: Telos Publishing.Silver, Beverly J. (2003), Forces of Labor, Cambridge: Cambridge UP.
Starr, Peter (1995), Logics of Failed Revolt: French Theory After May ’68, Stanford: Stanford University Press.
Theorié Communiste (2011), ‘Communization in the Present Tense’, in Communization and its Discontents, ed. Benjamin Noys, Brooklyn:Autonomedia / Minor Compositions, pp.41-58
Virilio, Paul (1990), Popular Defense and Ecological Struggles [1978], trans. Mark Polizzotti, New York: Semiotext(e).
Virilio, Paul (2006),Speed and Politics [1977], trans. Marc Polizzotti,New York: Semiotext(e).
Virilio Paul, and Sylvère Lotringer (1983), Pure War, trans. MarkPolizzotti, New York: Semiotext(e)

Πηγή: το μπλογκ Communisation Θεωρία, Ιστορία, Νέα από το μέτωπο

 

Categories
Uncategorized

Μια εισαγωγική εξήγηση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης

Πηγή: η ιστοσελίδα massline, του αμερικανού μαρξιστή (μαοϊκού) Scott Harrison (αποσπάσματα):

Μια εισαγωγική εξήγηση των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων

Κεφάλαιο 1: Οι βασικές αντιφάσεις πίσω απ’ την καπιταλιστική οικονομική κρίση

1.1 Διαλεκτικές αντιφάσεις

Ο Μαρξ έγραφε ότι οι οικονομικές κρίσεις υπάρχουν λόγω της ύπαρξης ορισμένων αντιφάσεων που είναι εγγενείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μιλώντας γι’ αυτούς που αρνούνταν την πιθανότητα κρίσεων, έλεγε “Οι απολογητικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται για να αρνηθούν την ύπαρξη των κρίσεων είναι σημαντικές στον βαθμό που πάντοτε αποδεικνύουν το αντίθετο απ’ αυτό που θέλουν να αποδείξουν. Προκειμένου να αρνηθούν την ύπαρξη κρίσεων, κάνουν λόγο για ενότητα εκεί όπου υπάρχει αντίθεση και σύγκρουση. Είναι λοιπόν σημαντικές στον βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι δε θα υπήρχαν κρίσεις εάν οι αντιφάσεις αυτές που οι άνθρωποι αυτοί διαγράφουν στη φαντασία τους, δεν υπήρχαν και στην πραγματικότητα. Όμως στην πραγματικότητα οι κρίσεις υπάρχουν ακριβώς επειδή αυτές οι αντιφάσεις υπάρχουν. Κάθε λέξη που ψελλίζουν αρνούμενοι τις κρίσεις, είναι μια προσπάθεια να τις εξοστρακίσουν με μια νέα αντίφαση, κι ως εκ τούτου μια πραγματική αντίφαση, που προκαλεί νέες κρίσεις. Η επιθυμία τους να πείσουν τους εαυτούς τους για την ανυπαρξία των αντιφάσεων, είναι την ίδια στιγμή η έκφραση μιας ευλαβικής ευχής αυτές οι αντιφάσεις που είναι στ’ αλήθεια παρούσες, να μην έπρεπε να υπάρχουν. (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την υπεραξία).

Προκειμένου να κατανοήσουμε τις καπιταλιστικές κρίσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε τις διαλεκτικές αντιφάσεις που οδηγούν σ’ αυτές. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές τέτοιες αντιφάσεις και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι περίπλοκες. (Μια σύντομη αποσαφήνιση για τον όρο “διαλεκτικές αντιφάσεις”: Οι διαλεκτικές αντιφάσεις δεν είναι το ίδιο με αυτό που λέμε αντιφάσεις στην κοινή λογική, δηλαδή την ταυτόχρονη κατάφαση και άρνηση της ίδιας πρότασης. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις είναι ένα σύνολο δυο αντιτιθέμενων δυνάμεων, που είναι δεμένες μεταξύ τους μέσα σ’ αυτήν την αμοιβαία αντιπαράθεση. Ένα παράδειγμα απ’ τη γεωφυσική, είναι η κίνηση των τεκτονικών πλακών της γης που δημιουργεί τα βουνά, αντιτιθέμενη στις δυνάμεις του ανέμου, της βροχής και της βαρύτητας που τείνουν να τα χαμηλώνουν. Μια πιο βολική λέξη απ’ τις “αντιφάσεις”, ίσως να ήταν εδώ οι “αντιθέσεις”, ωστόσο κρατάμε τον όρο αντίφαση για ιστορικούς λόγους. Οι δυο αντιτιθέμενες δυνάμεις μιας αντίφασης καλούνται “όροι” ή “πόλοι” της αντίφασης).

1.2 Η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού

Η πιο βασική διαλεκτική αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αυτή μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η αντίφαση αυτή βρίσκεται στην καρδιά της εξήγησης της ύπαρξης των κρίσεων σε μια καπιταλιστική οικονομία. Κρατάμε όμως υπόψιν ότι οι αντιφάσεις μπορούν να εκφράζονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικά αφηρημένα επίπεδα. Ή διαφορετικά, μπορούμε να πούμε ότι οι διαλεκτικές αναλύσεις σε διαφορετικά επίπεδα αφηρημένης μορφής, συνιστούν διαφορετικές αλλά σχετικές μεταξύ τους αντιφάσεις. Το να σκεφτόμαστε σε υψηλότερα ή χαμηλότερα αφηρημένα επίπεδα, έχει τα πλεονεκτήματα, όπως και τα μειονεκτήματά του. Συνήθως χρειάζεται να κάνουμε καί τα δύο, προκειμένου να κατανοήσουμε κάτι εις βάθος. Ο Mitchell Resnick, ένας ερευνητής τεχνητής νοημοσύνης, είχε κάνει την εξής παρατήρηση: Το να κατανοήσουμε κάτι μ’ έναν τρόπο είναι ένα μάλλον επιπόλαιο είδος αντίληψης. Ο Marvin Minsky έλεγε πως χρειάζεται να κατανοήσουμε κάτι με τουλάχιστον δυο διαφορετικούς τρόπους προκειμένου στ’ αλήθεια να το καταλάβουμε. Ο κάθε διαφορετικός τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για κάτι, ενισχύει και βαθαίνει ταυτόχρονα κάθε άλλον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε. Η πολλαπλή αυτή κατανόηση παράγει και μια συνολική αντίληψη που είναι πλουσιότερη και διαφορετικής φύσης από τον έναν και μοναδικό τρόπο αντίληψης (Mitchell Resnick – Turtles, Termites, and Traffic Jams: Explorations in Massively Parallel Microworlds, MIT Press, 1999, σελ. 103).

Όμως το ερώτημα τώρα γίνεται: “Τί σημαίνει να κατανοήσουμε κάτι με πάνω από έναν τρόπο;” καθώς και “πώς γίνεται αυτό;”. Ένα απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να σημαίνει αυτό, είναι ότι το κάθε τί μπορεί να περιλαμβάνεται σε παραπάνω από μία διαλεκτική αντίφαση, όπως αυτές των διαφορετικών αφηρημένων επιπέδων. Ο τρόπος να κατανοήσουμε κάτι εις βάθος, απαιτεί τη σκέψη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης, και τη διερεύνηση για διαφορετικές αντιφάσεις στις οποίες περιλαμβάνεται αυτό. Όταν μιλάμε για την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μιλάμε προφανώς σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Όμως είναι εξαιρετικά χρήσιμο, και αρκετά διαφωτιστικό, να μεταφράσουμε μια τέτοια αφηρημένη αντίφαση σε πιο απτούς όρους. Θα το κάνουμε πολύ σύντομα.

1.3 Η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης

Υπάρχει ωστόσο, μια ακόμη ουσιαστικά διαφορετική αντίφαση που είναι ευρύτερα ορατή απ’ αυτήν τη θεμελιώδη αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή είναι η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που οδηγεί στην αναγκαστική υποκατανάλωση των μαζών σε όλα τα οικονομικά συστήματα (μέχρι να φτάσουμε στην κομμουνιστική κοινωνία). Ωστόσο, αυτή η σημαντική αντίφαση έχει αλλάξει ριζικά στον καπιταλισμό. Σε όλες τις προηγούμενες μορφές οικονομίας, η κατανάλωση των μαζών περιοριζόταν κυρίως για έναν λόγο: οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ανίκανες να παράξουν αρκετά ώστε να καλύψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων. (Στις προ-καπιταλιστικές ταξικές κοινωνίες, δηλαδή στις δουλοκτητικές και τις φεουδαρχικές, υπήρχε επίσης ένας δευτερογενής λόγος, που ήταν η οικειοποίηση απ’ την κυρίαρχη τάξη μιας τεράστιας και δυσανάλογης μερίδας των παραγόμενων προϊόντων. Όμως αν και αυτό δυσχέραινε την κατάσταση, η ρίζα του προβλήματος δεν βρισκόταν σ’ αυτό καθ’ αυτό, αλλά στην αδυναμία των παραγωγικών δυνάμεων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων.

Στην καπιταλιστική κοινωνία αυτή η γενική αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (ή, για να το πούμε πιο αναλυτικά, μεταξύ περιορισμένης παραγωγής και επιθυμούμενης υψηλότερης κατανάλωσης), εξακολουθεί να υφίσταται, όμως η φύση της έχει αλλάξει. Ο νέος κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, σε συνδυασμό με τη βελτιωμένη τεχνολογία (που επίσης δημιουργεί πολλές απ’ τις αναγκαίες προϋποθέσεις για κοινωνική παραγωγή), έχει ποιοτικά μεταμορφώσει την ικανότητα των ανθρώπων να παράγουν αγαθά. Έχει μεσολαβήσει ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα στις παραγωγικές ικανότητες της κοινωνίας. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι πλέον μια πρωτόγονη κοινωνική τεχνική που εμποδίζει τις δυνάμεις της παραγωγής απ’ το να επεκταθούν ώστε να ικανοποιήσουν τις λογικές ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός έχει ένα εγγενές εσωτερικό ελάττωμα που εμποδίζει την κοινωνία απ’ το να χρησιμοποιήσει τις νέες παραγωγικές ικανότητές της με τον βέλτιστο τρόπο. Αυτό το εγγενές εσωτερικό ελάττωμα είναι το αποτέλεσμα της πρώτης αντίφασης που ανέφερα, της θεμελιώδους αντίφασης της καπιταλιστικής κοινωνίας, της αντίφασης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Κάθε φορά που η παραγωγή αναπτύσσεται, αυτή η εσωτερική αντίφαση του καπιταλισμού τον ρίχνει σε μια κρίση, και η παραγωγή πρέπει να μειωθεί δραματικά, ακόμη κι αν δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων. Η αναγκαία κοινωνική μορφή της παραγωγής είναι μπροστά μας (τουλάχιστον σε μια χονδροειδή εικόνα), ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Η τεχνολογία επαρκεί εδώ και καιρό (και εξακολουθεί ακόμη να αναπτύσσεται), ωστόσο δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ή με άλλα λόγια, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που εμποδίζουν την πλέρια χρήση αυτής της κοινωνικής παραγωγής και της τεχνολογίας ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες όλων των ανθρώπων. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με αυτό πριν την άνοδο του καπιταλισμού: ακόμη κι αν υπάρχει σήμερα η κοινωνική και τεχνική παραγωγική ικανότητα, στην πραγματικότητα δεν παράγονται αρκετά αγαθά που να καταλήγουν στα χέρια όλων αυτών που τα χρειάζονται. (Και πάλι, το πρόβλημα δυσχεραίνει απ’ την υφαρπαγή μιας τεράστιας δυσανάλογης μερίδας όσων παράγονται απ’τους καπιταλιστές, ωστόσο αυτός παραμένει δευτερογενής παράγοντας. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στις αντιφάσεις του ίδιου του οικονομικού συστήματος, κι όχι στο πόσο άπληστοι μπορεί να είναι ή και να μην είναι οι καπιταλιστές στην μια ή την άλλη χώρα, την μιά ή την άλλη χρονική περίοδο).

1.4 Κρίσεις υπερπαραγωγής

Ακόμη κι αν η καπιταλιστική παραγωγή, όπως και κάθε προηγούμενη μορφή παραγωγής, δεν μπορεί στην πράξη να παράξει αρκετά ώστε να καλύψει τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων, περνάει κατά καιρούς φάσεις (κρίσεις), όπου παράγει πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέρει τί να τα κάνει στα πλαίσια των κοινωνικών της σχέσεων. Αυτές είναι οι κρίσεις υπερπαραγωγής, η υπερπαραγωγή αυτή όμως ορίζεται ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα μπορούν να πωληθούν με κέρδος, κι όχι ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα χρειάζονται κι επιθυμούν οι άνθρωποι.

Εάν το πρόβλημα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος όσων παράγονται δεν μπορεί να πωληθεί, η προφανής ερώτηση που προκύπτει εδώ είναι “γιατί να μην μπορεί να πωληθεί;” και η αφηρημένη απάντηση είναι”επειδή η κοινωνική παραγωγή βρίσκεται σε αντίφαση με την ιδιωτική ιδιοκτησία”, ή πιο χειροπιαστά (και επίσης μαρξιστικά), “λόγω της φτώχειας και των περιορισμών που επιβάλλει στην καταναλωτική δύναμη των μαζών”. Και οι δυο απαντήσεις λένε στην ουσία το ίδιο πράγμα, απλώς σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης. Και σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης. Πώς ακριβώς, η ιδιωτική ιδιοκτησία οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα; πώς ακριβώς περιορίζεται η καταναλωτική δύναμη των μαζών;

1.5 Η αντίφαση μεταξύ περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και απεριόριστης επέκτασης της καπιταλιστικής παραγωγής

Προσέξτε ότι πλέον έχουμε αφήσει τη γενική αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης στο φόντο, και εστιάζουμε αντίθετα σε μια σχετική αλλά πολύ πιο συγκεκριμένη αντίφαση, που μας οδηγεί στην ουσία των κρίσεων υπερπαραγωγής που αναπτύσσονται μόνο στον καπιταλισμό. (Χωρίς να αναμείξουμε αυτές τις δυο αντιφάσεις όπως μου φαίνεται ότι κάνουν διάφοροι μαρξιστές συγγραφείς). Η αντίφαση που εντοπίζεται αποκλειστικά στον καπιταλισμό, είναι αυτή μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και της τάσης των καπιταλιστών να αυξάνουν την παραγωγή αόριστα. Εδώ κολλάει η περίφημη πρόταση του Μαρξ, που φτάνει στην καρδιά του προβλήματος των οικονομικών κρίσεων: “Ο τελικός λόγος για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις ωσάν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό τους. (Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος 3, κεφάλαιο 15)

Αυτή η αντίφαση είναι η ίδια μια συνέπεια, ή μια πιο συνεκτική έκφραση, της θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μου φαίνεται περίεργο που μερικοί μαρξιστές δεν καταλαβαίνουν το σημείο αυτό παρόλο που μοιάζει τόσο προφανές. Τί σημαίνει όταν λέμε ότι υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας; Ο ένας όρος αυτής της αντίφασης είναι ότι οι εργάτες μαζεύονται και παράγουν αγαθά συλλογικά με οργανωμένο τρόπο. Ο άλλος όρος της αντίφασης είναι ότι τα προϊόντα που παράχθηκαν ανήκουν έπειτα στους καπιταλιστές, κι όχι στους εργάτες που τα παρήγαγαν. Πράγματι, οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες με ένα ποσό, ισοδύναμο με την αξία ενός μονάχα μέρους της αξίας των εμπορευμάτων που παράχθηκαν. Το ότι υπάρχει εδώ μια αντίφαση, σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μερικά σοβαρά προβλήματα. Τί προβλήματα; Λοιπόν αυτό θέλει λίγη συζήτηση για να αναδειχθεί πλήρως. Όμως σαν μια πρώτη προσέγγιση, είναι φανερό ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα σαφές πρόβλημα εδώ: ότι οι εργάτες δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω απ’ τους καπιταλιστές όλα όσα παρήγαγαν γι αυτούς. Η αγορά στην οποία μπορούν να πωληθούν τα εμπορεύματα (δηλαδή οι εργάτες που παρήγαγαν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα) είναι πάντοτε μικρότερη από την αξία των προϊόντων που παράγονται. Η συνολική αγορά συνεπώς, των μαζών ως σύνολο (περιλαμβανομένων όλων των εργατών και των οικογενειών τους, κι όλων των χαμηλότερων τάξεων), θα είναι πάντοτε μικρότερη απ’ το σύνολο των προϊόντων που παράγει η εργατική τάξη. Τότε πώς μπορούν αυτά τα προϊόντα να πωληθούν; Πώς μπορεί και συνεχίζεται η παραγωγή;

Η θεωρία των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων είναι μια αναλυτική διερεύνηση αυτού του ερωτήματος -πώς μπορεί η παραγωγή να συνεχίζεται, όταν οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες μόνο ένα μέρος της αξίας που παράγουν; Υπάρχουν ασφαλώς τρόποι να γίνει κάτι τέτοιο -αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα! Το πρόβλημα είναι ότι όλοι αυτοί οι τρόποι στο τέλος οδηγούν σε άλλα σοβαρότερα προβλήματα, τόσο σοβαρά που στην πραγματικότητα οδηγούν αναπόφευκτα σε ασυνέχειες της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή σε οικονομικές κρίσεις.

[…]

1.7 Οι δυο πόλοι της πιο συμπαγούς αντίφασης

Εξετάζουμε την αντίφαση μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και της τάσης των καπιταλιστών να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή επ’ αόριστον. Προκύπτουν λοιπόν δυο βασικά υποερωτήματα προς διερεύνηση: Πρώτον, πώς και γιατί η κατανάλωση των μαζών μένει σχετικά περιορισμένη (ακόμη κι αν αυξάνεται λίγο σε περιόδους ευφορίας); Ας πούμε αυτήν την ερώτηση “γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη”. Δεύτερον, πώς και γιατί προκύπτει η τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις τόσο απεριόριστα; Γιατί γίνεται τόσο εμμονική; Ας πούμε αυτήν την ερώτηση “γιατί η καπιταλιστική παραγωγή είναι τόσο απεριόριστη”. Προτού διερευνήσουμε καθεμιά απ’ τις ερωτήσεις αυτές, ας επαναλάβουμε το όλο σχήμα: ούτε η μία, ούτε η άλλη, αλλά η βασική αντίφαση μεταξύ τους, είναι η τελική αιτία των κρίσεων. Παρολαυτά, θα ξεκινήσουμε να εξετάζουμε τους δυο αντίθετους πόλους αυτής της αντίφασης ξεχωριστά.

1.8 Γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη

Ας δούμε πρώτα το ερώτημα γιατί η κατανάλωση να είναι τόσο περιορισμένη. Η βασική εξήγηση γι αυτό εσωκλείεται στην ίδια την έννοια της υπεραξίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι εργάτες πωλούν την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει (κατά μέσο όρο) την αξία της εργατικής τους δύναμης. Όμως η πραγματική εργασία που συντελείται απ’ τους εργάτες για τους καπιταλιστές στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου παράγει μια αξία σε εμπορεύματα πολύ μεγαλύτερη απ’ την αξία των χρημάτων που πληρώνονται οι εργάτες. Ένα μέρος μόνο αυτής της παραγώμενης αξίας (μόλις τα εμπορεύματα πωληθούν) θα πάει στην πληρωμή των μισθών. Ένα άλλο μέρος της θα πάει στις πρώτες ύλες, στη συντήρηση ή αντικατάσταση των μηχανημάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία, στην ηλεκτρική ενέργεια, τη θέρμανση κι άλλα τέτοια λειτουργικά έξοδα. Όμως ακόμη και τότε μένει ένα μεγάλο κομμάτι, αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία. Αυτή είναι η πηγή των κερδών των καπιταλιστών. (παράβλεπε και Καρλ Μαρξ – Μισθός, τιμή, κέρδος).

Αυτό που σημαίνουν όλα αυτά, είναι ότι οι εργάτες παράγουν περισσότερη αξία απ’ αυτήν για την οποία πληρώνονται. Αυτό σημαίνει φυσικά, ότι οι εργάτες και οι οικογένειές τους δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω όλα αυτά που παρήγαγαν κατά κανέναν τρόπο. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά πρόβλημα για τη συνέχιση της παραγωγής, όσο φυσικά οι καπιταλιστές βρίσκουν κάτι άλλο να κάνουν με όλην αυτήν την παραγώμενη υπεραξία. Υπάρχουν γενικά δύο πράγματα που μπορούν να κάνουν μ’ αυτήν (μόλις φυσικά τα εμπορεύματα στα οποία περιέχεται έχουν πωληθεί, ανταλλαχθεί δηλαδή με χρήμα): 1) να χρησιμοποιήσουν αυτό το χρήμα για προσωπικά καταναλωτικά αγαθά γι αυτούς και τις οικογένειές τους, και 2) να το χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν νέα εργοστάσια και μηχανήματα και υλικά, και να προσλάβουν περισσότερους εργάτες, ώστε να επεκτείνουν την παραγωγή. (Το να καταθέτουν τα χρήματά τους στην τράπεζα τυπικά ισοδυναμεί με έναν έμμεσο τρόπο να κάνουν τη δεύτερη επιλογή, καθώς άλλοι καπιταλιστές μπορούν να δανειστούν το χρήμα αυτό για να επεκτείνουν αυτοί την παραγωγή κοκ. Όμως, εάν η τράπεζα δεν μπορεί να βρει μια αξιόπιστη εταιρία να δανείσει το χρήμα, τότε αυτή η διαδικασία συσσώρευσης θα διαταραχθεί. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά σε μαζική κλίμακα όταν ξεσπά μια κρίση, επιδεινώνοντάς την ακόμη περισσότερο. σημείωση της μετάφρασης: και εξηγεί εν μέρει τη σημασία που έχει η υποστήριξη των τραπεζών από τα καπιταλιστικά κράτη).

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι εργάτες δεν έχουν καμμία ελπίδα να αγοράσουν όλα τα αγαθά που παράγουν, καθώς οι μισθοί τους αντιστοιχούν σ’ ένα μόνο μέρος της αξίας που η εργασία τους έχει δημιουργήσει. Όμως η καπιταλιστική παραγωγή είναι τόσο ισχυρή, και γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή, που σημαίνει ότι οι καπιταλιστές και οι οικογένειές τους επίσης δεν έχουν καμμία ελπίδα να βρίσκουν προσωπικές χρήσεις για να δαπανούν οι ίδιοι τα ολοένα και περισσότερα προϊόντα που μπορούν να παραχθούν και που παράγονται. Είναι αληθές πως οι καπιταλιστές ως τάξη ζουν σε μεγάλη πολυτέλεια, έχουν συχνά πολυτελείς κατοικίες, ακριβά αυτοκίνητα, υπηρετικό προσωπικό, κότερα και ούτω καθεξής. Υπάρχουν όμως όρια στο πόσο μπορούν -ακόμη κι αυτοί- να ξοδεύουν σε τέτοιες πολυτέλειες. Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ολοένα και περισσότερης υπεραξίας που παράγεται στην καπιταλιστική παραγωγή πρέπει να διοχετευθεί στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί κάπου.

1.9 Γιατί η παραγωγή τείνει να είναι τόσο απεριόριστη

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον άλλον πόλο της αντίφασης, στο ερώτημα γιατί η καπιταλιστική παραγωγή τείνει να είναι τόσο απεριόριστη (σε σχέση με την πραγματική αγορά), και γιατί και πώς οι καπιταλιστές προσπαθούν να την επεκτείνουν επ’ αόριστον.

Μια απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές έχουν υφαρπάξει τόσο πλούτο, τόσο πολλή υπεραξία, που δε γνωρίζουν τί άλλο να κάνουν μ’ αυτήν εκτός απ’ το να την ρίξουν ξανά στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής. Μια άλλη απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές θέλουν πάντοτε να επεκτείνουν τον πλούτο τους (ακόμη κι αν δε ξέρουν τί να κάνουν με τον πλούτο που ήδη κατέχουν). Ο πλούτος προέρχεται απ’ τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, κι έτσι φυσικά εύχονται να επεκτείνουν αυτήν την αναπαραγωγική διαδικασία όσο το δυνατόν ταχύτερα. Οι καπιταλιστές επιθυμούν τον πλούτο όχι μόνο για την απόκτηση περισσότερων ειδών πολυτελείας, αλλά επίσης, και πιο σημαντικό, για το δέος και την ισχύ που ο πλούτος αυτός σηματοδοτεί στους κύκλους τους. Στην πραγματικότητα αυτό το πάθος αποτελεί συχνά μια τάση πολύ ισχυρότερη από την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει η προσωπική πολυτέλεια, όση τέτοια κι αν έχουν συσσωρεύσει. Για τους περισσότερους καπιταλιστές, η συσσώρευση η ίδια γίνεται σκοπός της ζωής τους, και ο κύριος τρόπος να αυξήσουν τον ρυθμό της συσσώρευσης είναι μέσω της συνεχούς επέκτασης της παραγωγής.

Εκεί βρίσκονται επίσης πολλοί ακόμη λόγοι που κάνουν τους καπιταλιστές να επιθυμούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγής. Υπάρχει το ζήτημα του ανταγωνισμού, του φόβου των ανταγωνιστών, του φόβου για μια τυχόν χρεωκοπία. Το μετοχικό κεφάλαιο είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση μιας επιχείρισης. Υψηλότερα επίπεδα παραγωγής συνήθως επιτρέπουν και υψηλότερη οικονομία κλίμακας, ώστε οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις να πλεονεκτούν στον ανταγωνισμό έναντι των μικρότερων και να τις βγάλει απ’ την μέση. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη ισχύ απέναντι στους εργάτες και τα συνδικάτα, όπως κι απέναντι στην κυβέρνηση. (Παρόλο που η κάθε κυβέρνηση ελέγχεται απ’ τους καπιταλιστές ως τάξη, ο κάθε καπιταλιστής ως άτομο διεκδικεί επιπρόσθετα προνόμια κι οφέλη απ’ αυτήν). Κι αν μια επιχείριση μπορεί να επεκτείνει την παραγωγή της (και ταυτόχρονα να απορροφήσει τους ανταγωνιστές της ή να τους οδηγεί να κλείσουν) σε σημείο όπου να γίνει ένα ολοκληρωτικό, ή έστω ένα εκ των πραγμάτων μονοπώλιο σε ορισμένες αγορές, τότε αποκτά τη δυνατότητα να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα κέρδη της.

1.10 Η άρνηση των καπιταλιστών να συνεχίσουν να επενδύουν

Φτάνουμε λοιπόν σ’ ένα πολύ περίεργο κι ενδιαφέρον σημείο. Τίποτε απ’ όσα είπα ως τώρα δε δείχνει ότι πρέπει αναγκαστικά να υπάρχουν κρίσεις! Οπότε γιατί συμβαίνουν; Κάντε λίγη υπομονή, η απάντηση μπορεί να φαίνεται μπερδεμένη στην αρχή.

Μόνο επειδή οι καπιταλιστές, ή έστω μια μεγάλη μερίδα τους, τελικά αποφασίζουν ότι δεν έχει νόημα πια να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή κι έτσι σταματούν να το κάνουν, μόνο τότε έχουμε μια κρίση υπερπαραγωγής. Αυτός είναι ο πραγματικός τρόμος για ολόκληρη την κυρίαρχη τάξη (ή τουλάχιστον για τα λιγοστά μέλη της που έχουν μια στοιχειώδη γνώση της πραγματικότητας): οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής άρνησης επένδυσης στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής εκ μέρους αυτών που ο μόνος λόγος ύπαρξής τους είναι αυτή η επένδυση! Αρνούνται φυσικά για έναν πολύ καλό λόγο: δε βλέπουν το πώς θα βγάλουν κάποιο κέρδος από μια περαιτέρω επένδυση, καθώς δε βλέπουν να υπάρχει μια αγορά για τα προϊόντα που θα παραχθούν (και που ήδη παράγονται).

Αυτές οι αποφάσεις, να μην επανεπενδύσουν τη συλλογικά παραγώμενη υπεραξία (πέρα απ’ αυτό το μέρος που δαπανούν για την προσωπική τους πολυτελή κατανάλωση), σημαίνει πρακτικά ότι δε θα χτίσουν νέα εργοστάσια, δε θα αγοράσουν περισσότερα μηχανήματα, πρώτες ύλες, ηλεκτρισμό, εργατική δύναμη (προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), και ούτω καθεξής. Μ’ άλλα λόγια, δε σκοπεύουν να αγοράσουν όλα εκείνα τα εμπορεύματα που υπό άλλες συνθήκες θα αγόραζαν. Αυτά τα εμπορεύματα παραμένουν απούλητα, και οι παραγωγοί σ’ αυτόν τον τομέα εμπορευμάτων (που προορίζονται για την επέκταση της παραγωγής, κι όχι για την προσωπική κατανάλωση), ας τον πούμε ο Τομέας 1, θα πρέπει λοιπόν να ρίξουν τους ρυθμούς της παραγωγής και οι ίδιοι, να απολύσουν εργάτες, κοκ. Μπορούμε εύκολα να δούμε πώς κάτι τέτοιο μπορεί να παραλύσει ολόκληρη την οικονομία σ’ ένα καθοδικό σπιράλ ύφεσης ή κάτι ακόμα χειρότερο.

Όμως, με δεδομένους όλους τους λόγους που έχουν οι καπιταλιστές για να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή, γιατί να αποφασίσουν εθελοντικά να σταματήσουν ή να ρίξουν τους ρυθμούς της; Οι λόγοι μπορεί να είναι περίπλοκοι, όμως στο τέλος αυτό που μένει είναι το εξής: δεν έχει νόημα να συνεχίσουν να παράγουν επ’ αόριστον, όταν τα νέα προϊόντα δε θα καταναλωθούν. Ούτε έχει νόημα να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή επ’ αόριστον, όταν το μόνο πράγμα για το οποίο θα καταναλώνονται τα νέα προϊόντα θα είναι για να χτιστούν περισσότερα εργοστάσια, να αγοραστούν περισσότερα μηχανήματα κοκ, σ’ ένα αφηρημένο, ατέρμονο σπιράλ.

Όλως περιέργως, ένα παρόμοιο σχήμα είχε προταθεί ως “λογική” απόδειξη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποφύγει τις οικονομικές κρίσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο αμερικανός αστός οικονομολόγος J.B. Clark επιχειρηματολογούσε ότι δε θα υπήρχε υπερπαραγωγή, εάν οι καπιταλιστές απλώς “έχτιζαν περισσότερους μύλους ώστε να χτίσουν ακόμη περισσότερους μύλους ες αεί”. (John Bates Clark – Overproduction and Crisis 1898). Μια άλλη πρόταση στην ίδια γραμμή είναι αυτή του F.H. Knight, που ισχυριζόταν ότι “δεν υπάρχει κανένας λόγος ολόκληρη η παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας να μη χρησιμοποιείται ώστε να παράγονται διαρκώς νέα αγαθά-νέο κεφάλαιο, εάν ο πληθυσμός αποφασίσει να αποταμιεύει ολόκληρο το εισόδημά του!”(Paul Sweezy – The Theory of Capitalist Development, 1942). Στην πραγματικότητα φυσικά, αυτά τα σχήματα δε θα μπορούσαν ποτέ να λειτουργήσουν. Ο Maurice Dobb εξηγούσε, για παράδειγμα, ότι “η εικόνα του J.B. Clark για το χτίσιμο μύλων ώστε να χτιστούν ακόμη περισσότεροι μύλοι για πάντα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς στον πραγματικό κόσμο οι μύλοι είναι πάντοτε προσανατολισμένοι προς ένα συγκεκριμένο ρεύμα ζήτησης που συνδέεται με την κατανάλωση στο άμεσο μέλλον, κι όχι σ’ ένα ρεύμα ζήτησης που επεκτείνεται σ’ ένα αόριστο μέλλον”.

Ενώ το σχήμα της κατασκευής μύλων με μόνο στόχο την κατασκευή περισσότερων μύλων, επ’ αόριστον, δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ, και αναμφίβολα δε θα δοκιμαστεί ποτέ, οι καπιταλιστές έχουν προσπαθήσει (σ’ έναν βαθμό) κάτι πιο κοντινό στις προτάσεις του F.H. Knight, ώστε να συνεχίσουν να αναπτύσσουν την παραγωγικότητα σε κάθε βιομηχανία. Αυτό είναι κι ένα μεγάλο μέρος του λόγου που το ποσοστό παραγωγικής ικανότητας είναι συχνά τόσο χαμηλό, ιδιαίτερα την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Επιπλέον, οι πίνακες πραγματικής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας που δημοσιεύει ετήσια η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι χονδροειδώς πειραγμένοι προς τα πάνω. Οι σταθερές που χρησιμοποιούνται μεταβάλλονται κατά βούληση, ούτως ώστε τα νούμερα να μη φαίνονται τραγελαφικά μικρά. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβρη του 1976 ο πίνακας των ομοσπονδιακών αποθεματικών λύγισε κάτω απ’ την πίεση του “επιχειρηματικού κόσμου” και άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών και αναθεωρήθηκε, με τους ρυθμούς χρήσης της παραγωγικής ικανότητας να εμφανίζονται δραματικά υψηλότεροι, από 73% σε 81%. (Business Week, 2 Αυγούστου 1976, και 13 Δεκέμβρη 1976).

Ο Paul Sweezy και ο Harry Magdoff στην κριτική τους επί της “έλλειψης κεφαλαίου”, παρατήρησαν ότι: Η ιστορία της πολεμικής παραγωγής (κατά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο), δείχνει καθαρά ότι, όσον αφορά το πραγματικό κεφάλαιο, η συζήτηση περί έλλειψης κεφαλαίων είναι απλή ανοησία. Όχι μόνον η οικονομία των ΗΠΑ είχε την ικανότητα να γεννά μια τεράστια νέα παραγωγική ικανότητα, αλλά μπορούσε ακόμα περισσότερο να τροποποιήσει την ήδη υπάρχουσα παραγωγική ικανότητά της. Εάν οι σταθερές για αύξηση της παραγωγικότητας που χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια του ΄ΒΠΠ εφαρμόζονταν σήμερα (αρχές του 1976), θα βλέπαμε ότι μάλλον ένα 50%, ή ίσως ακόμα λιγότερο, της υπάρχουσας παραγωγικής ικανότητας χρησιμοποιείται πραγματικά, σε αντίθεση με το επίσημο 75% που δίνουν οι τρέχουσες πρακτικές υπολογισμού”. (Paul Sweezy & Harry Magdoff, “Capital Shortage: Fact and Fantasy”, Monthly Review, April 1976. Όταν γράφονταν αυτές οι παρατηρήσεις η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είχε ακόμη αναθεωρήσει τα νούμερα, κάνοντάς τα ακόμη πιο πλαστά).

Εν συντομία, στη διάρκεια κάθε οικονομικού κύκλου, οι καπιταλιστές αναπτύσσουν την πραγματική αχρησιμοποίηση παραγωγική ικανότητα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Οι σταθερές για χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αναθεωρούνται κατά καιρούς προκειμένου να κρύψουν την υπεραξία και υπερεπένδυση του κεφαλαίου. Η υπερεπένδυση συντελείται εν μέρει προκειμένου οι επιχειρήσεις να μπορούν να επεκτείνουν άμεσα την παραγωγή (και να μη χάσουν τυχόν ευκαιρίες γρήγορου κέρδους), όμως πάνω απ’ όλα, επειδή οι επιχειρήσεις έχουν όλον αυτό το συσσωρευμένο κεφάλαιο στη διάθεσή τους που δε ξέρουν τί άλλο να το κάνουν.

Όμως ακόμη και οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να αναπτύσσουν την αχρησιμοποίητη παραγωγικότητα ατελείωτα. Στο τέλος, οι διευθυντές τους θα πουν “δεν έχει πια νόημα”, και θα σταματήσουν να επενδύουν. Κι όταν αυτό συμβεί σε μεγάλους τομείς της οικονομίας ταυτόχρονα, μια μεγάλη κρίση υπερπαραγωγής ξεσπά.

1.11 Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα βλάπτει τα κέρδη

Κάτι άλλο που θα πρέπει να συλλογιστούμε εδώ είναι ότι η ανάπτυξη αχρησιμοποίητης παραγωγικής ικανότητας βλάπτει τελικά την κερδοφορία. Αν μια επιχείρηση έχει δύο εργοστάσια για να παράγει προϊόντα όταν μόνον ένα εργοστάσιο της είναι απαραίτητο, τότε τα λειτουργικά της έξοδα αυξάνονται δραματικά, και τα κέρδη που θα μείνουν στο τέλος μειώνονται.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό δεν έχει τόση σημασία, εάν ο ρυθμός της υπεραξίας, κι άρα ο ρυθμός της κερδοφορίας ήταν επαρκώς υψηλός ήδη από το ξεκίνημα, ή αν αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, θα εξακολουθούσε να ισχύει και μετά το χτίσιμο ενός τρίτου εργοστασίου, ή ενός τέταρτου; Στο τέλος, ένα ολοένα και αυξανόμενο απόθεμα αχρησιμοποίητων εργοστασίων και μηχανημάτων θα έμενε να μειώνει αισθητά τα κέρδη, πάντα σε σχέση με το ύψος τους χωρίς τα επιπλέον εργοστάσια.

Επιπλέον, εάν μόλις μια επιχείρηση ενός κλάδου αναπτύσσει αχρησιμοποίητα εργοστάσια περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες, ο ρυθμός της κερδοφορίας της θα πέσει σε σχέση με των ανταγωνιστών της. Η τιμή των αποθεμάτων της θα μειωθεί, οι αναλυτές του χρηματιστηρίου θα βγουν απ’ τα ρούχα τους. Η επιχείρηση αυγή θα αναγκαστεί σε περικοπή της αχρησιμοποίητησης παραγωγικής ικανότητας, τουλάχιστον ως τον γενικό μέσο όρο του κλάδου. Με άλλα λόγια, η συσσώρευση αχρησιμοποίητων εργοστασίων μπορεί να συμβεί μόνο σε μια ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή συνθήκη, και μόνον όσο οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου ακολουθούν λίγο-πολύ την ίδια πολιτική.

Ενώ μπορεί να περιλαμβάνεται στα συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος ως όλον, να επεκτείνει την αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα χωρίς τέλος, δεν είναι στο συμφέρον καμμιάς επιχείρησης να το αναλάβει η ίδια για τον εαυτό της -τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ τον μέσο όρο του κλάδου. Η αναγκαιότητα διατήρησης της κερδοφορίας της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης σημαίνει ότι το όλο αυτό σχήμα έχει σαφή όρια. Κι ακόμη κι αν οι λίγες μεγάλες επιχειρήσεις ενός κλάδου σε μια χώρα, όλες ταυτόχρονα προσθέσουν αχρησιμοποίητα εργοστάσια, σ’ αυτήν την εποχή παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όλο και κάποιος ανταγωνιστής σε μια άλλη χώρα θα είναι σε θέση να βάλει ένα τέλος σ’ αυτήν τη σπατάλη. Αυτό έχει συμβεί στην πραγματικότητα σε πολλούς κλάδους τις περασμένες δεκαετίες. Για παράδειγμα, η υπεραναπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία του Detroit αναγκάστηκε να “αναδιαρθρωθεί” και να καταφύγει σε μια σειρά περικοπών (μεταξύ των οποίων να κλείσει έναν τεράστιο αριθμό εργοστασίων), προκειμένου να ανταγωνιστεί με την ιαπωνική και την νοτιοκορεατική αυτοκινητοβιομηχανία.

Στο περίφημο βιβλίο του “Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος” ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς θρηνούσε ειλικρινά που ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι τόσο σπάταλος όσο υπέθετε ότι ήταν οι αρχαίες κοινωνίες: Η αρχαία Αίγυπτος ήταν διπλά τυχερή, κι αναμφίβολα χρωστούσε σ’ αυτό τον απέραντο πλούτο της, στο ότι διέθετε δυο δραστηριότητες, την κατασκευή πυραμιδών καθώς και την αναζήτηση πολύτιμων μετάλλων, οι καρποί των οποίων, καθώς δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων μέσω της κατανάλωσης, δεν σάπιζαν στις αποθήκες. Στον Μεσαίωνα έχτιζαν καθεδρικούς ναούς και τραγουδούσαν μοιρολόγια. Δυο πυραμίδες, δυο σωροί μάζας για τους νεκρούς, είναι δύο φορές καλύτερες από μια πυραμίδα. Όμως δυο σιδηρόδρομοι απ’ το Λονδίνο στο Γιορκ, όχι. Είμαστε λοιπόν τόσο λογικοί, έχουμε εκπαιδευτεί τόσο πιστά προς τους συνετούς χρηματιστές μας, σκεφτόμαστε τόσο προσεχτικά πριν επιβαρυνθούμε με τα οικονομικά βάρη του μέλλοντος πριν χτίσουμε κατοικίες για να ζήσουμε, που δε διαθέτουμε καμμιά τέτοια εύκολη διέξοδο απ’ τα δεινά της ανεργίας. (John Maynard Keynes, The General Theory of Employment, Interest, and Money,1935).

Ω ναι, τί κρίμα που οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν μαζεύουν τις μάζες να χτίσουν πυραμίδες την μια μετά την άλλη, ή έστω άχρηστους σιδηροδρόμους ή αχρησιμοποίητα εργοστάσια! Μιας και κάτι τέτοιο δε θα τους προσέφερε μόνο μια πολυπόθητη δουλειά, αλλά θα έδινε και στους καπιταλιστές κάτι να κάνουν με τον ολοένα και αυξανόμενο σωρό της υπεραξίας που υφαρπάζουν. Ακόμη κι αυτό όμως, στην πράξη δε θα δούλευε. Όχι τόσο γιατί οι καπιταλιστές σήμερα είναι πολύ “συνετοί” για να αποτολμήσουν κάτι τέτοιο, όσο επειδή κάθε τέτοιο σχέδιο παραγωγής σκουπιδιών θα κατακρήμνιζε άμεσα το κέρδος.

Κεφάλαιο 2: Η επιφάνεια των αντιφάσεων

2.1 Τεχνητά μέσα επέκτασης των αγορών

Όμως δε βρισκόμαστε κατά κανένα τρόπο στο τέλος της ιστορίας! Τα πράγματα είναι στην πραγματικότητα λίγο πιο περίπλοκα απ’ ό,τι είδαμε ως τώρα. Ως εδώ δεν αναλύσαμε παρά την υποβόσκουσα αιτία της κατάστασης, όμως υπάρχουν πολλές επιπλοκές κι αντιφάσεις που αναπτύσσονται προς την επιφάνεια.

Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν να συνεχίσουν την παραγωγή απλά συνεχίζοντας να επενδύουν τον σωρό της υπεραξίας που διαθέτουν στον “Τομέα 1”, στα μέσα παραγωγής. Προσπαθούν επίσης να βρουν τεχνητά μέσα να αυξήσουν την κατανάλωση καταναλωτικών αγαθών (που παράγονται απ’ τα αντίστοιχα εργοστάσια στον, ας τον πούμε “Τομέα 2” της οικονομίας). Ένα τέτοιο μέσο είναι το να πουλάνε καταναλωτικά αγαθά σε άλλες χώρες. Όμως το πρόβλημα έγκειται στο ότι και η κάθε άλλη χώρα θα επιθυμεί επίσης να πουλάει αγαθά στην πρώτη χώρα, κι έτσι αφού κλέψει ο καθένας όση απ’ την αγορά του άλλου μπορέσει, φτάνουμε ξανά στην ίδια ισορροπία. Ακόμη κι αν μια χώρα μπορέσει να φέρει τα πράγματα υπέρ της (κάτι που αποτελεί φυσικά χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, είτε με την αποικιακή, είτε με την νεοαποικιακή μορφή του), το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα θεωρούμενο ως σύνολο, θα παρέμενε σε μια γενική ισορροπία σ’ αυτό το θέμα.

Όταν υπήρχαν μεγάλα κομμάτια του κόσμου που παρέμεναν ουσιαστικά εκτός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, τότε τα αγαθά που πωλούνταν σ’ αυτές τις χώρες (όπου τα εγχώρια αγαθά παράγονταν ας πούμε κάτω από φεουδαρχικές ή δουλοκτητικές συνθήκες) μπορούσαν να ανακουφίζουν σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο, τί μπορούσαν να κάνουν οι καπιταλιστές με τα αγαθά που λάμβαναν κατά τις συναλλαγές τους με τις μη καπιταλιστικές χώρες; Αυτό ισοδυναμεί με την ανταλλαγή μιας ομάδας εμπορευμάτων για προϊόντα που πρέπει μετά να μετατραπούν τα ίδια σε εμπορεύματα στην εγχώρια αγορά, εάν πρόκειται να προκύψει κέρδος από την πώληση των αρχικών εμπορευμάτων. Όμως εάν δεν υπήρχε αγορά για τα αρχικά εμπορεύματα μεταξύ των μαζών (λόγω της φτώχειας τους) τότε δε θα μπορούσε να υπάρχει και αγορά για τα εξωτικά προϊόντα μεταξύ των ίδιων μαζών (για τον ίδιο λόγο). Φαίνεται ότι αυτά τα εξωτικά προϊόντα μη καπιταλιστικής προέλευσης μπορούσαν να ανακουφίσουν το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες μόνο στον βαθμό που οι καπιταλιστές οι ίδιοι έβρισκαν την ανταλλαγή με τα εξωτικά προϊόντα ως μια χρήση για να καταναλώνουν οι ίδιοι την υπερπαραγωγή εγχώριων εμπορευμάτων.

Έτσι, η σημασία των μη καπιταλιστικών αγορών στη συνεχόμενη οικονομική ευρωστία του καπιταλισμού έχει τονιστεί ίσως υπερβολικά από ορισμένους μαρξιστές οικονομολόγους, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Επιπλέον, η διείσδυση των καπιταλιστικών αγορών (και του ξένου κεφαλαίου) σε αρχικά μη καπιταλιστικές οικονομίες, τις μετέτρεψε αρκετά γρήγορα σε καπιταλιστικές οικονομίες σε πλήρη άνθηση, όπως έδειξε η Λούξεμπουργκ. Καθώς πλέον ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος είναι κατ’ ουσίαν καπιταλιστικός, αυτή η βαλβίδα αποσυμπίεσης της οικονομικής διείσδυσης σε μη καπιταλιστικές χώρες -που ήταν πάντα μικρότερης σημασίας απ’ ότι πίστευαν αρκετοί άνθρωποι- έχει πλέον εξαφανιστεί.

2.2 Η εξαγωγή του κεφαλαίου

Αναλόγως, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν απλώς να κρατήσουν τα πράγματα ως έχουν, επενδύοντας το κεφάλαιό τους στη χώρα τους. Αντιθέτως, την εποχή του ιμπεριαλισμού, ψάχνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο για επενδυτικές ευκαιρίες. Η εξαγωγή του κεφαλαίου γίνεται εξίσου σημαντική για το σύστημα με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Όμως ξανά, οι ιμπεριαλιστές σύντομα έρχονται αντιμέτωποι με σαφείς περιορισμούς. Η επένδυση του ενός στη χώρα του άλλου, αν και ασφαλέστερη απ’ ό,τι στον “Τρίτο Κόσμο” -που είναι γενικά πιο ασταθής και πιο επιρρεπής σε επαναστάσεις- δεν αποδίδει στην πράξη παραπάνω απ’ όσο εάν επένδυε η κάθε κυρίαρχη τάξη μόνο στη δική της χώρα. Επίσης, η επένδυση στις μαστιζόμενες από τη φτώχεια χώρες του Τρίτου Κόσμου έχει κι άλλες αρνητικές όψεις. Έστω ότι χτίζονται τα εργοστάσια εκεί, σε ποιόν θα πουλήσουν όλα αυτά τα προϊόντα που θα παράξουν; Ασφαλώς, μπορούν να τα στείλουν πίσω στη χώρα τους, όμως τότε θα πρέπει να ρίξουν την εγχώρια παραγωγή. Φυσικά, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς μπορεί αρχικά να φαίνεται στους ιμπεριαλιστές ότι θα τους αποφέρει υπερκέρδη, όμως όσο ολοένα και περισσότερη παραγωγή μετατοπίζεται στις χώρες αυτές κι από τους ανταγωνιστές τους (από την ίδια χώρα ή κι από άλλες), ο ρυθμός του κέρδους θα ξαναπέσει. Κι αυτό που θα μείνει πίσω θα είναι ολοένα και περισσότεροι εξαθλιωμένοι εργάτες παντού, συμπεριλαμβανομένων και των ιμπεριαλιστικών χωρών.

Καθώς η παραγωγή στις χώρες τους περικόπτεται, οι εργάτες που απολύονται δεν είναι πια σε θέση να αγοράζουν τα περισσότερα απ’ τα προϊόντα που αγόραζαν πριν. Μ’ άλλα λόγια, η εγχώρια αγορά συρρικνώνεται. Φυσικά, καθώς νέοι εργάτες προσλαμβάνονται στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η αγορά εκεί θα επεκταθεί. Όμως, καθώς οι μισθοί των εργατών στις μονάδες παραγωγής του Τρίτου Κόσμου είναι πολύ χαμηλότεροι απ’ ότι ήταν στις πρώτες χώρες, ο μέσος μισθός σε παγκόσμιο επίπεδο θα μειωθεί, κι ως εκ τούτου και η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας παγκόσμια θα μειωθεί. Έτσι, η μετατόπιση της παραγωγής σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με φθηνά εργατικά χέρια επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το βασικό πρόβλημα της υπερπαραγωγής.

2.3 Καταναλωτική πίστωση

Μακράν το πιο σημαντικό, το πιο αποτελεσματικό (βραχυπρόθεσμα πάντα!) μέσο τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης των μαζών είναι απλά η επέκταση της πίστωσης. Εάν οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν τους εργάτες αρκετά ώστε να αγοράσουν πίσω τα αγαθά που παράγουν, μπορούν απλά να τους δανείσουν τα χρήματα (με τόκο φυσικά!) ώστε να τα αγοράσουν.

Ένα πρόβλημα βέβαια εδώ, είναι ότι το επίπεδο του χρέους των καταναλωτών (σε υποθήκες σπιτιών, δάνεια αυτοκινήτων, πιστωτικές κάρτες και όλα τα συναφή), πρέπει διαρκώς να αυξάνεται, προκειμένου να καλυφθεί η ολοένα και επεκτεινόμενη εκμετάλλευση, η συνέχιση και η διαρκής αύξησης της παραγώμενης υπεραξίας. Για να λειτουργήσει αυτό το σχήμα, πρέπει οι καπιταλιστές της πίστωσης, αυτοί δηλαδή που χορηγούν τα δάνεια στις μάζες, να πιστεύουν πραγματικά ότι θα τους τα ξεπληρώσουν. Επιπλέον, για να λειτουργεί αυτό το σχήμα επ’ αόριστον, πρέπει να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι θα τους τα ξεπληρώσουν ακόμη κι όταν θα αυξάνουν το χρέος των μαζών σε τεράστια και προφανώς γελοία επίπεδα.

Αναπόφευκτα, αυτή η πιστωτική φούσκα διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό που γίνεται προφανές ακόμα και στον πιο ενθουσιώδη υποστηρικτή της πίστωσης ότι πολλά απ’ αυτά τα δάνεια δεν πρόκειται να ξεπληρωθούν ποτέ. (Κάτι τέτοιο συνήθως γίνεται συνειδητό στη διάρκεια μιας πιστωτικής κρίσης, κάτι που θα συζητήσουμε αργότερα). Όταν έρθουν αντιμέτωποι μ’ αυτή τη διαπίστωση, οι ίδιοι άνθρωποι που πίεζαν για τη διαρκή επέκταση της πίστωσης αρχίζουν να αρνούνται κάθε περαιτέρω πίστωση σε ολοένα και περισσότερους καταναλωτές. Αντί για την αυξανόμενη επέκταση της πίστωσης, ξεκινά τότε μια αιφνίδια επιβράδυνση της επέκτασης, κι έπειτα μια πραγματική συρρίκνωση του συνολικού όγκου της πίστωσης. Σ’ αυτό το σημείο, αντί η αύξηση της πίστωσης να προάγει την ανάπτυξη της οικονομίας, η συρρίκνωση της πίστωσης γίνεται ένα επιπλέον βαρίδιο στην οικονομία. Και ο σώζων εαυτόν σωθείτο.

Σε τελική ανάλυση, το να δανείζει κακνείς στους ανθρώπους χρήμα ώστε να αγοράσουν αυτά που οι καπιταλιστές δεν τους πληρώνουν επαρκώς ώστε να τα αγοράσουν, θα οδηγήσει πάντα τα πράγματα απ’ το κακό στο χειρότερο. Είναι ένας τρόπος να κάνουν το όλο σχήμα να δουλέψει για λίγο τώρα, με το να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τη λειτουργία του στο μέλλον. Η μαζική επέκταση της πίστωσης μπορεί και δημιουργεί μεγάλες περιόδους “ευμάρειας”, όμως μόνο με τίμημα την τελική συντριβή και την οικονομική ύφεση που αναβάλλει για το μέλλον, ενώ η σφοδρότητά της αυξάνεται.

2.4 Κεϋνσιανή “ελλειματική δαπάνη”

Ένας άλλος αξιοσημείωτος μηχανισμός τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης είναι η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη. Ο Κέυνς (καθώς και άλλοι πριν απ’ αυτόν, για παράδειγμα ένας αριθμός Γερμανών οικονομολόγων και ο Gunnar Myrdal στη Σουηδία), πρότειναν το εξής: εάν οι μάζες δεν μπορούν να αγοράσουν όλα τα εμπορεύματα που παράγονται, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσλάβει τους ανέργους σε διάφορα δημόσια έργα, και να τους πληρώνει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράζουν τα εμπορεύματα που θα έμεναν απούλητα. Ο Κέυνς σημείωνε ότι, όσον αφορά την τόνωση της οικονομίας, δεν έχει την παραμικρή σημασία το τί έργα θα ήταν αυτά που στα οποία θα τους προσλάμβανε η κυβέρνηση, όπως έλεγε ακόμα και το να προσλάβει κάποιους για να ανοίγουν άχρηστες τρύπες κι αργότερα άλλους για να τις κλείνουν, θα δούλευε μια χαρά. (Τζών Κέυνς – Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος). (Επίσης, θα ήταν το ίδιο απλά να δώσουν στους ανθρώπους τα χρήματα χωρίς να απαιτήσουν κάποια εργασία απ’ αυτούς, αλλά φυσικά και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να σκανδαλίσει το μυαλό των αστών!).

Ωστόσο, πολλοί πολιτική της άρχουσας τάξης αντιτίθενται ιδεολογικά σε κάθε εγχείρημα δημοσίων έργων, ακόμα κι αν αυτά συμπεριλαμβάνουν σκληρή δουλειά (καθώς το βλέπουν ηλιθιωδώς ως “σοσιαλιστικό”, και ως ανταγωνισμό του κράτους έναντι των ιδιωτικών επιχειρήσεων για τις οποίες τα έργα αυτά θα μπορούσαν να είναι επενδυτικές ευκαιρίες). Έτσι, μια πιο συνηθισμένη μορφή κεϋνσιανισμού σήμερα είναι η κυβέρνηση να αγοράζει όσα προϊόντα έμειναν απούλητα άμεσα. Η κεντρική ιδέα εδώ είναι ότι άν οι μάζες δεν μπόρεσαν να καταναλώσουν όλα αυτά που παράχθηκαν, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να αγοράσει για λογαριασμό τους ένα σκασμό απ’ αυτά τα απούλητα εμπορεύματα. Φυσικά, η παραγωγή τότε στρέφεται προς το είδος των εμπορευμάτων που η κάθε αστική κυβέρνηση θα ενδιαφερόταν περισσότερο να αγοράσει, κι αυτά δεν είναι άλλα από όπλα και πολεμικούς εξοπλισμούς.

Το να αγοράζουν απλώς εμπορεύματα οι κυβερνήσεις, δεν είναι απαραίτητο ότι θα αναπτύξει παραπάνω την οικονομία. Εξαρτάται πάντα από πού παίρνει τα λεφτά η κυβέρνηση για να αγοράσει τα εμπορεύματα αυτά. Το κύριο έσοδο της κάθε κυβέρνησης έρχεται με την μορφή της φορολόγησης επί της εργατικής τάξης. Όμως κάθε δολλάριο από τους φόρους ενός εργάτη που θα δαπανήσει η κυβέρνηση, είναι ένα δολλάριο λιγότερο στη διάθεση του εργάτη να ξοδέψει. Έτσι, δεν υπάρχει κάποια πραγματική τόνωση της οικονομίας. Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά εάν η κυβέρνηση δαπανά χρήματα που εισπράττει από τη φορολόγηση μεγάλων επιχειρήσεων ή επί των ανώτερων τάξεων, που -σε αντίθεση με την εργατική τάξη- δε ξοδεύουν πάντοτε ολόκληρο το εισόδημά τους άμεσα. (Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι πλουσιότεροι αμερικανοί αποταμιεύουν κατά μέσο όρο 22% του εισοδήματός τους, πηγή: U.S. Trust Corporation of 150 respondents with annual income over $300,000 or net worth over $3.75 million, June 2002. Business Week, 12 Αυγούστου 2002, σελ. 10. Όταν όμως αναπτύσσεται μια σοβαρή οικονομική κρίση, οι πλούσιοι μειώνουν κατά πολύ τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των “δαπανών” τους). Κατά κύριο λόγο, οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να δώσουν μια αξιοσημείωτη ώθηση στην οικονομία μόνον όταν τα χρήματα δεν προέρχονται από φόρους, αλλά είτε από δανεισμό, είτε απλά τυπώνοντας περισσότερο χρήμα. Κάθε τέτοια πρακτική, είτε καί οι δύο σε συνδυασμό, είναι έμφυτες σε κάθε είδους ελλειματικής δαπάνης.

Η ελλειματική δαπάνη μπορεί να ρυθμιστεί με δυο τρόπους: 1) αυξάνοντας τις δαπάνες σε βαθμό μεγαλύτερο από τα έσοδα που εισπράττει η κυβέρνηση μέσω φόρων, και 2) περικόπτοντας τους φόρους σε τέτοιο βαθμό ώστε οι δαπάνες να ξεπερνούν τα φορολογικά έσοδα. Κάθε μια προσέγγιση μπορεί να μοιάζει θεωρητικά αποτελεσματική -με δεδομένο ότι θα φέρει τα χρήματα στα χέρια αυτών που πράγματι θα τα ξοδέψουν. Ωστόσο, στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικάνοι τείνουν να ευνοούν την μείωση των φόρων προκειμένου να δώσουν στην οικονομία μια πιστωτική ώθηση, ενώ οι Δημοκράτες -τουλάχιστον κατά το παρελθόν- έτειναν να ευνοούν την αύξηση των δαπανών για κοινωνικά προγράμματα. (Κάθε άρχουσα τάξη ευνοεί εννοείται τις γιγαντιαίες στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες, στον βαθμό που δημιουργούν ελλειματικές δαπάνες θα μπορούσαν να θεωρηθούν “στρατιωτικός κεϋνσιανισμός”). Όμως, οι φοροαπαλλαγές συνήθως αφορούν τους πλουσίους, οι οποίοι είναι πολύ πιο πιθανόν να αποταμιεύσουν τα χρήματα αυτά, ιδίως σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών. Ακόμα και η λεγόμενη “μεσαία τάξη”, τείνει να “αποταμιεύει”, παρά να “ξοδεύει” όταν η οικονομία έχει προβλήματα. (Τον χειμώνα του 2008, κι ενώ η άρχουσα τάξη στις ΗΠΑ είχε σχεδόν καταβληθεί απ’ τον πανικό ενόψει της αναπτυσσόμενης οικονομικής κρίσης, το Κογκρέσσο πέρασε έναν νόμο επιστροφής φόρων περί τα 600 δολλάρια κατ’ άτομο. Άραγε όμως ο κόσμος θα ξόδευε αυτά τα χρήματα μόλις τα λάμβανε ή θα τα αποταμίευε, ή μήπως απλά θα προσπαθούσε να ξεχρεώσει παλιότερα χρέη; Το περιοδικό Business Week (25 Φεβρουαρίου 2008, σελ. 9) σχολίαζε: “Σε μια έρευνα που έκανε η American Century Investments, μόνο το 27% απάντησε ότι θα ξόδευε άμεσα τα χρήματα, ενώ οι υπόλοιποι θα αποταμίευαν το ποσό, θα το επένδυαν, ή θα κάλυπταν παλαιότερα χρέη). Επιπλέον, η αύξηση της ελλειματικής δαπάνης μέσω πρόσληψης ανέργων για δημόσια έργα, θα αποδεικνυόταν πολύ πιο αποτελεσματική μορφή κεϋνσιανής ελλειματικής δαπάνης, εάν η άρχουσα τάξη είχε τη λογική να την εφαρμόσει.

Όμως η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη, όποια μορφή κι αν έχει, τελικά δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Εάν η κυβέρνηση απλά τυπώσει νέο χρήμα, αυτό θα προκαλέσει πληθωρισμό (αν και υπάρχουν παράγοντες τους οποίους δε θα αναλύσω εδώ, που μπορούν να καθυστερήσουν κάπως αυτήν τη συνέπεια). Όσο περισσότερο χρήμα τυπώνει, τόσο μεγαλύτερος ο πληθωρισμός. (Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση πρέπει να αυξάνει το χρήμα που κυκλοφορεί κατ’ ένα μικρό ποσό κάθε χρόνο, προκειμένου να αποφύγει τον αποπληθωρισμό -καθώς η οικονομία επεκτείνεται και η παροχή χρήματος πρέπει να επεκταθεί αναλόγως). Αυτό για το οποίο κάνουμε λόγο εδώ, είναι για μια αύξηση της παροχής χρήματος με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι η “κανονική” εκτύπωση χρημάτων. Επίσης, αφήνουμε κατά μέρους τις συνέπειες διεθνώς. Έτσι, εάν τα αμερικάνικα δολλάρια ξοδεύονται στο εξωτερικό, και μένουν εκεί (ως αποθεματικά νομίσματα ξένων χωρών για παράδειγμα), δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν πληθωρισμό εντός των ΗΠΑ. Απ’ την άλλη, εάν οι ξένες χώρες αρχίσουν να χρησιμοποιούν άλλα νομίσματα, όπως το ευρώ ως αποθεματικά, τότε θα σημειωθεί μια απότομη άνοδος του πληθωρισμού του δολλαρίου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποια αύξηση των ελλειματικών χρημάτων που τυπώνονται. Επί του παρόντος (Μάρτιος 2008), η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιταχύνει την εκτύπωση νέου χρήματος με τον ίδιο ρυθμό που οι ξένες χώρες εγκαταλείπουν το δολλάριο ως αποθεματικό νόμισμα, κάτι που οδηγεί στη συρρίκνωση του δολλαρίου -πληθωρισμός δηλαδή- με ταχύτατους κι επικίνδυνους ρυθμούς. Τελικά, σε ακραίες καταστάσεις, το χρήμα καταντά άνευ αξίας. Ακόμη και πριν απ’ αυτό όμως, υψηλά επίπεδα πληθωρισμού μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές διαταραχές σε μια οικονομία.

Κι αν η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την ελλειματική δαπάνη της απλά δανειζόμενη χρήμα, τότε το κυβερνητικό χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται δίχως τελειωμό, και με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Μετά από ένα διάστημα, οι δανειστές θα αρχίσουν να αμφισβητούν την ικανότητα της κυβέρνησης να τους ξεπληρώσει ολόκληρο το χρέος που θα έχει συσσωρευτεί και θα αρχίσουν να ζητούν ολοένα και υψηλότερους τόκους, ώστε να αντισταθμίσουν το αυξανόμενο ρίσκο να χάσουν τα λεφτά τους.

Το επίπεδο του κυβερνητικού χρέους δεν καθορίζει το επίπεδο των επιτοκίων που καλείται να καταβάλλει η κυβέρνηση τις περισσότερες φορές. Έτσι, κατά την περίοδο 1980-2002, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αύξησε το χρέος της από σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια σε πάνω από 13 τρισεκατομμύρια, ενώ τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της ανεβοκατέβαιναν από 10-15% για να πέσουν τελικά κάτω από το 4%. Κι όμως, ελάχιστοι ανησυχούν μέχρι τώρα για την ικανότητα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ξεπληρώσει το χρέος της. Όταν αυτές οι ανησυχίες αυξηθούν σημαντικά, τότε τα επιτόκια θα αρχίσουν να εκτινάσσονται πολύ υψηλότερα απ’ τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Μια τέτοια κατάσταση μπορούμε να δούμε στην Ιαπωνία, όπου το 2002 η πιστοληπτική ικανότητα της ιαπωνικής κυβέρνησης ήταν χαμηλότερη ακόμη κι από απελπιστικά φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου όπως η Μποτσουάνα. Το 2002 το κυβερνητικό χρέος της Ιαπωνίας άγγιξε το 140% του ΑΕΠ, και προς το τέλος του 2003 το 150%, τον Ιούνιο του 2005 ήταν σχεδόν 160%, και το 2007 υπολογιζόταν σε 194% του ΑΕΠ. (194,4% σύμφωνα με το World Factbook της CIA). Πρόκειται για έναν ταχύτατο ρυθμό αύξησης που δεν είναι εφικτό να συνεχιστεί επ’ αόριστον! Τελικά, εάν το χρέος μιας κυβέρνησης αυξηθεί υπερβολικά, οι επενδυτές θα αρνηθούν να συνεχίσουν να δανείζουν στην κυβέρνηση αυτή χρήματα, οποιοδήποτε κι αν είναι το επιτόκιο.

Έτσι, η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη έχει σαφή όρια. Όπως το καταναλωτικό χρέος, έτσι και το αυξανόμενο κυβερνητικό χρέος μπορεί να παρατείνει για λίγο τη λειτουργία μιας καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά πάντα για λίγο. Κι όπως ακριβώς το καταναλωτικό χρέος, στο τέλος οδηγεί σε σοβαρότερα προβλήματα. Είναι ένας ακόμη τρόπος να γίνουν τα πράγματα λίγο καλύτερα βραχυπρόθεσμα, υπονομεύοντας το μέλλον τους μακροπρόθεσμα.

2.3 Χρηματοπιστωτικά μαγειρέματα

Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίσης, να προσπαθήσει μια κυβέρνηση να κρατήσει την οικονομία στα πόδια της. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπάγονται στην κατηγορία της “μόχλευσης”. Δηλαδή, μέθοδοι αντιμετώπισης επιφανειακών προβλημάτων, κι όχι των βασικών αντιφάσεων της υπερπαραγωγής. Ωστόσο, πολλές φορές το ψείρισμα ενός επιφανειακού προβλήματος μπορεί να είναι η αφετηρία για την προοδευτική αποκάλυψη βαθύτερων αντιφάσεων που βγαίνουν στην επιφάνεια. (Τελικά, θα έρθουν στο φως αναπόφευκτα, λόγω της πίεσης που ασκούν υπόγεια ενώ συσσωρεύονται).

Πολλές απ’ αυτές τις “ρυθμιστικές” μεθόδους περιλαμβάνουν νομισματικά μαγειρέματα από τις κεντρικές τράπεζες των διαφόρων χωρών. Εδώ κολλάει και η τακτική μόχλευση των επιτοκίων για τις εμπορικές τράπεζες απ’ την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (κι ως εκ τούτου έμμεσα και για τους πελάτες των τραπεζών αυτών). Εάν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι επιχειρήσεις θα αποφύγουν να δανειστούν χρήματα ώστε να χτίσουν νέες παραγωγικές μονάδες ή να αναβαθμίσουν τα μηχανήματά τους, και οι καταναλωτές θα διστάσουν να δανειστούν χρήματα για να αγοράσουν αυτοκίνητα και σπίτια. Απ’ την άλλη, εάν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά στη διάρκεια οικονομικής ευφορίας, μπορεί να υπάρξει μια ταχεία επέκταση των επενδύσεων και της παραγωγής ώστε να αναπτυχθούν ελλείματα από διάφορα είδη εμπορευμάτων -περιλαμβανομένου του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, νέων αυτοκινήτων και σπιτιών- που μπορούν να οδηγήσουν σε έναν προσωρινό πληθωρισμό και σε άλλες ακόμη πιο αρνητικές συνέπειες (όπως για παράδειγμα σε μια τεράστια αύξηση σε αμφίβολα δάνεια κι επενδύσεις).

Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προσπαθεί να κρατήσει την οικονομία σε μια λίγο-πολύ ισορροπία, χαμηλώνοντας τα επιτόκια όποτε υπάρχουν σημάδια αδυναμίας στην οικονομία, όπως όταν ο όγκος των αποθεματικών των επιχειρήσεων είναι σχετικά χαμηλός, και αυξάνοντας τα επιτόκια όποτε η οικονομία “υπερθερμαίνεται”- όταν δηλαδή ο πληθωρισμός ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο, ή όταν υπάρχει πάρα πολλή “παράλογη ευμάρεια”, όπως για παράδειγμα το άγριο κερδοσκοπικό πάρτυ των χρηματιστηρίων όπως αυτό των τελών της δεκαετίας του ’90 στις ΗΠΑ (Κατά τρόπο ειρωνικό βέβαια, αυτό το συγκεκριμένο πάρτυ είχε ενορχηστρωθεί σ’ έναν βαθμό απ’ την ίδια την Ομοσπονδιακή Τράπεζα εσκεμμένα, προκειμένου να συγκρατήσει μια παγκοσμιοποίηση της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1997-98).

Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμα και τα πολύ χαμηλά επιτόκια δεν οδηγούν πάντοτε τους καπιταλιστές να δανειστούν χρήμα για νέες επενδύσεις. Ας υποθέσουμε ότι μια επιχείρηση εκτιμά να βγάλει ένα “λογικό” κέρδος όταν δανείζεται με επιτόκιο 6%. Όταν τα μόνα διαθέσιμα δάνεια ξεκινούν από 8% και άνω, τότε ούτε θα δανειστεί, ούτε θα επενδύσει. Όμως ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ήδη ένα πλεόνασμα εμπορευμάτων κι επενδύσεων, οπότε δεν υπάρχει προοπτική να πωληθούν τα προϊόντα μιας μελλοντικής παραγωγικής μονάδας ώστε να βγει ένα κάποιο κέρδος. Τότε παύει να έχει νόημα ο δανεισμός χρήματος ακόμα κι αν το επιτόκιο τείνει στο μηδέν! Και το βλέπουμε στην πράξη αυτό στην Ιαπωνία σήμερα, όπου οι τράπεζες δεν μπορούν να εντοπίσουν αξιόπιστες επιχειρήσεις να τους δανείσουν χρήματα (και που επιθυμούν οι ίδιες να δανειστούν χρήματα), ακόμη κι αν έχουν ρίξει τα επιτόκια στο 1% ή κι ακόμη χαμηλότερα! (Ο κεϋνσιανός όρος γι’ αυτήν την κατάσταση είναι “παγίδα ρευστότητας”, αν και αυτή η ορολογία μάλλον συσκοτίζει την πραγματικότητα).

Οι κεντρικές τράπεζες κάνουν όμως και κάτι άλλο: προσαρμόζουν τον ρυθμό της κοπής νέου χρήματος (ή, στην πραγματικότητα, τους διάφορους τύπους παροχής χρήματος, που μπορεί να περιλαμβάνουν τόσο τραπεζικά αποθεματικά, ομόλογα και άλλες ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, καθώς και το πραγματικό χρήμα). Οι κυβερνήσεις (μέσω των κεντρικών τραπεζών ή του υπουργείου οικονομικών) μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος προς άλλα νομίσματα. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να πάει πέρα από μια απλή μόχλευση. Είναι πράγματι μια μέθοδος να φορτώσει μια χώρα μέρος των οικονομικών προβλημάτων της σε μια άλλη. Κι αυτό επίσης έχει τα όριά του, ενώ δε βοηθά την καπιταλιστική οικονομία στο σύνολό της.

2.6 Η οικονομία των υπηρεσιών

(Αυτό το θέμα συνδέεται με την κατηγορία της “μη παραγωγικής εργασίας” του Μαρξ, βλ τη σχετική συζήτηση στις Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 1. Ο Μαρξ ορίζει την εργασία σιτς υπηρεσίες στον τόμο 1 του Κεφαλαίου ως “μια έκφραση για τη συγκεκριμένη αξία χρήσης της εργασίας εκεί όπου αυτή χρησιμεύει όχι ως αντικείμενο αλλά ως δραστηριότητα”). Ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών -ιδιαίτερα των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών- είναι αφιερωμένο στην παροχή υπηρεσιών, κι όχι στην παραγωγή προϊόντων για πώληση (υλικά εμπορεύματα). Αυτό εν μέρει οφείλεται στην πραγματική επέκταση της βιομηχανίας των υπηρεσιών, όμως επίσης οφείλεται στην ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα στις κατασκευαστικές, και την μετατόπιση ολοένα και περισσότερων κατασκευαστικών στην Κίνα και τις άλλες “τριτοκοσμικές” χώρες. Από το 2007 ήδη, οι υπηρεσίες αποτελούν το 60% της οικονομίας των ΗΠΑ, από 55% την προηγούμενη δεκαετία και 52% δυο δεκαετίες πριν. (Πηγή: James C. Cooper, “Services: A Heavyweight in a Hard Fight”, Business Week, 19 Μαΐου 2008, σελ. 9. Παραδόξως, για αστός οικονομολόγος, ο Cooper ορθά δηλώνει: “Ωστόσο, παρά την αύξουσα σημασία τους (των υπηρεσιών), οι πιο σημαντικοί κινητήρες του επιχειρηματικού κύκλου ήταν πάντοτε η παραγωγή αγαθών και οι κατασκευαστικές…”)

Ορισμένες υπηρεσίες αποτελούν βοηθητικό σκέλος της διαδικασίας παραγωγής και διαφήμισης εμπορευμάτων. Οι έμποροι που πωλούν εμπορεύματα στη λιανική, παρέχουν στην ουσία μια υπηρεσία -την υπηρεσία της συγκέντρωσης εμπορευμάτων από έναν μεγάλο αριθμό παραγωγών, και τη βολική τους διάθεση στο κοινό. Όμως οι περισσότερες υπηρεσίες δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι περισσότερες περιλαμβάνουν τυπικά την πρόσληψη ορισμένων ατόμων για μια εργασία που από μόνη της ούτε παράγει εμπορεύματα, ούτε αφορά τη διαφήμιση ή τη διανομή εμπορευμάτων. Σ’ αυτού του είδους τις υπηρεσίες περιλαμβάνονται απ’ το να πάρουμε ένα γειτονόπουλο για βοήθεια στο χωράφι, μέχρι την πρόσληψη ενός επενδυτικού γραφείου από μια γιγαντιαία πολυεθνική για να κανονίσει την επιτυχή προσάρτηση μιας άλλης γιγαντιαίας επιχείρησης.

Απ’ τη στιγμή που ο τομέας των υπηρεσιών αυξάνεται σε σχέση με τον τομέα της κατασκευής, θα μπορούσε να βρεθεί εκεί μια λύση στην εγγενή τάση του καπιταλισμού προς την υπερπαραγωγή; Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι τα αγαθά δεν μπορούν να πωληθούν στους εργάτες του κατασκευαστικού τομέα (καθώς οι μισθοί τους ισοδυναμούν μόνο σ’ ένα μέρος της αξίας των αγαθών που παράγουν), οπότε θα μπορούσαν να πωληθούν στους εργάτες των υπηρεσιών.

Μέρος του σφάλματος σ’ αυτή τη σκέψη γίνεται φανερό μόλις αναζητήσουμε το πού θα βρουν οι εργάτες των υπηρεσιών το εισόδημά τους. Άν ένας βιομηχανικός εργάτης πληρώσει έναν μηχανικό αυτοκινήτων 300 δολλάρια για να του διορθώσει το αμάξι, ο μηχανικός θα έχει στη διάθεσή του 300 δολλάρια παραπάνω να ξοδέψει, όμως ο εργάτης της βιομηχανίας θα έχει 300 δολλάρια λιγότερα. (Αφήνουμε στην άκρη το μικρό ποσοστό των χρημάτων που θα διατεθεί για την αγορά εμπορευμάτων όπως μπουζιά κλπ). Ισχύει ότι ο εργάτης της βιομηχανίας θα “αγοράσει” κάτι χρήσιμο με τα λεφτά του αυτά, όμως ο συνολικός όγκος των χρημάτων που είναι διαθέσιμα για την αγορά των εμπορευμάτων που παράγονται απ’ το σύνολο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραμένει ο ίδιος.

Όμως, τί γίνεται την ίδια στιγμή με τους πραγματικούς κατόχους του χρήματος, με τους ίδιους τους καπιταλιστές; Δε ξοδεύουν άραγε αυτοί, κατ’ άτομο, πολύ περισσότερα για διαφόρων ειδών υπηρεσίες απ’ ότι οι εργάτες; Δε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ολόκληρη η υπεραξία -την οποία διαφορετικά δε θα ήξεραν τί να την κάνουν- μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να αποφευχθούν έτσι οι κρίσεις υπερπαραγωγής;

Μπορούμε να το υποθέσουμε φυσικά, με την ίδια λογική που μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές μπορεί να συνεχίσουν να χτίζουν μύλους ή εργοστάσια επ’ αόριστον, κι έτσι να αποφευχθεί μια κρίση υπερπαραγωγής. Μ’ άλλα λόγια, αν και είναι μια λογική πιθανότητα, οι καπιταλιστές να ξοδεύουν ολόκληρη την υπεραξία που συσσωρεύουν σε μια ατελείωτη αγορά ολοένα και περισσότερων πολυτελών υπηρεσιών, κάτι τέτοιο δε θα συμβεί ποτέ. Ακόμη κι αν ένας πλούσιος καπιταλιστής προσλάβει δεκαπέντε υπηρέτριες, δυο ή τρεις μάγειρες, άλλους τόσους οδηγούς, μερικούς μπάτλερ, μια χούφτα κηπουρούς, κι ακόμη μια στρατιά υπηρετών απλά για να του βρίσκονται, στο τέλος δε θα έχει την παραμικρή δουλειά για έναν παραπάνω. Ακόμα και πλούσιοι όπως ο Ροκφέλλερ ή ο Μπιλ Γκέιτς, ενώ μπορούν να προσλάβουν χιλιάδες εργάτες υπηρεσιών, ολόκληρες στρατιές, δεν έχουν κανέναν λογικό λόγο να το κάνουν (στμ: πόσο μάλλον όταν στο μεταξύ οι ανταγωνιστές τους μπορούν να επενδύσουν τη δική τους υπεραξία στην παραγωγή).

Ένα βαθύτερο μέρος της εξήγησης του γιατί οι εργάτες που προσλαμβάνονται απ’ τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις για υπηρεσίες δεν μπορούν να ανακουφίσουν το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, είναι ότι η ίδια η μορφή της εργασίας στις υπηρεσίες στην πραγματικότητα αυξάνει και η ίδια την υπερπαραγωγή! Για παράδειγμα, οι μέτοχοι και ιδιοκτήτες μιας τράπεζας ή μιας χρηματοπιστωτικής εταιρίας, πουλάν πολύ ακριβότερα στους πελάτες τους -βγάζοντας πολλή περισσότερη υπεραξία- τις υπηρεσίες που παρέχουν οι υπάλληλοί τους, ώστε οι υπάλληλοι αυτοί τελικά πληρώνονται στην πράξη για να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές. Με άλλα λόγια, οι καπιταλιστές βγάζουν υπεραξία από τους συγκεκριμένους υπαλλήλους, του τομέα των υπηρεσιών, με τον ίδιο τρόπο που βγάζουν οι καπιταλιστές της παραγωγής, κι αυτή η υπεραξία συμβάλλει κατά τον ίδιο τρόπο στη διόγκωση της υπεραξίας που οι καπιταλιστές ως σύνολο, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πως θα χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά (δηλαδή με κέρδος).

Έτσι, ακόμα και μια τεράστια επέκταση του τομέα των υπηρεσιών μπορεί να ιδωθεί, σ’ έναν σημαντικό βαθμό, ως μια “τεχνητή κατασκευή”, πλασμένη πάνω στα θεμέλια της καπιταλιστικής παραγωγής των υλικών εμπορευμάτων. Ως τέτοια, μπορεί να εξυπηρετήσει σαν μια μερική και προσωρινή βαλβίδα αποσυμπίεσης για ένα μικρό μέρος της πίεσης της υπεραξίας που οι καπιταλιστές συσσωρεύουν σε βάθος χρόνου. είναι πραγματικά σε θέση να ξοδέψουν τεράστια χρηματικά ποσά για να πάρουν στη δούλεψή τους υπηρεσίες όπως τραπεζικοί σύμβουλοι, διαφημιστικές εταιρίες, επενδυτικά γραφεία, κι άλλες διάφορες “επιχειρηματικές υπηρεσίες”. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά “πεταμένα λεφτά”, κάτι το οποίο επιδρά αρνητικά στα κέρδη τους. Ο ανταγωνισμός από εταιρίες που δεν ξοδεύουν τόσα χρήματα, ιδιαίτερα από -στα πλαίσια της “παγκοσμιοποίησης”- ασιατικές επιχειρήσεις χαμηλού κόστους, περιορίζει σοβαρά το πόσο χρήμα μπορούν οι δυτικοί καπιταλιστές να πετάξουν από δω κι από κει.

Όταν μια κρίση υπερπαραγωγής γίνει πραγματικά έντονη, υπάρχει πάντοτε μια ξαφνική και σοβαρή περιστολή των προηγουμένων εξόδων. Την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο θα περιλαμβάνει ένα δραματικό κραχ της οικονομίας των υπηρεσιών, ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερο απ’ το κραχ που ήδη λαμβάνει χώρα στον κατασκευαστικό τομέα. Το γεγονός ότι ο τομέας των υπηρεσιών (και ιδιαίτερα ο χρηματοπιστωτικός τομέας) είναι σήμερα το ισχυρότερο σημείο της αμερικανικής οικονομίας θα πρέπει να ληφθεί σαν μια σοβαρή προειδοποίηση του πόσο άσχημη θα γίνει η κατάσταση.

2.7 “Καζινοκαπιταλισμός”: Οικονομία του καζίνο

Υπάρχει κάτι ακόμη που μπορούν να κάνουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές προκειμένου να συνεχίσουν το παιχνίδι για λίγο ακόμη, και η λέξη παιχνίδι δεν είναι τυχαία. Μπορούν να επινοούν ολοένα και διαφορετικά “ασφάλιστρα” και “παράγωγα”, ώστε να διογκώνουν τεχνητά την κερδοσκοπία των επενδύσεών τους σε ολοένα και μεγαλύτερα και τελικά παντελώς αφηρημένα ύψη.

Το χρηματιστήριο δεν είναι στην ουσία παρά ένα καζίνο, και μάλιστα στημένο. Ένας κάτοχος μετοχών συνήθως λαμβάνει μια περιοδική πληρωμή του μεριδίου που του αναλογεί απ’ τις δηλωμένες μετοχές της επιχείρησης (η οποία πληρωμή φυσικά προέρχεται απ’ την ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία που βγαίνει απ’ τους εργάτες της επιχείρησης). Τα μερίσματα αυτά ήταν πιο κοινά στο παρελθόν: το 1978, το 66% των επιχειρήσεων που είχαν εγγραφεί στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ έδιναν μερίσματα, ενώ το 1999 μόλις το 20,8% -πηγή: έρευνα του Eugene F. Fama του Πανεπιστημίου του Σικάγο και του Kenneth French του MIT, από το άρθρο του Robert Kuttner, “The Case of the Disappearing Dividend”, Business Week, 9 Σεπτεμβρίου 2002, σελ. 28). Με μερίσματα ή χωρίς, η τιμή των μετοχών ανεβοκατεβαίνει, κι αυτές οι διακυμάνσεις μετατρέπονται σε διακύβευμα εντονότερου τζόγου. Ο στόχος είναι προφανώς να αγοράζει κανείς χαμηλά, κι έπειτα να πουλάει υψηλά, κι αυτός γίνεται τελικά ο λόγος που οι περισσότεροι επενδυτές αγοράζουν μετοχές, κι όχι τα μερίσματα, ακόμη κι όταν υπάρχουν αυτά.

Ακόμη χειρότερα, στις περιόδους ευφορίας, επικρατεί μια ατμόσφαιρα που θυμίζει σχήματα-πυραμίδας ή Πόνζι όπως λέγονται (στμ: πρόκειται για σχήματα όπου ο κάθε μέτοχος μοιάζει να κερδίζει περισσότερο όσο περισσότερους νέους μετόχους καταφέρει να εντάξει στο σχήμα, καθώς τα κέρδη του προέρχονται από μέρος των χρημάτων που θα συνεισφέρουν οι νέοι μέτοχοι κι όχι απ’ το όποιο προϊόν -εάν υπάρχει καν αυτό. Η ατμόσφαιρα αυτή είναι γνωστή από τις αλβανικές τράπεζες των μεσών της δεκαετίας του ’90, αλλά και το ελληνικό χρηματιστήριο των τελών της δεκαετίας αυτής): “Ανατιμητικές αγορές” όπου αγοράζει κανείς μετοχές μόνο και μόνο επειδή η τιμή τους εμφανίζεται διαρκώς να αυξάνει. Ο κόσμος αγοράζει μετοχές βασικά και κύρια για την “υπόσχεση” ότι θα μπορέσει αργότερα να τις πουλήσει με ένα μεγάλο κέρδος. Τελικά, όλες αυτές οι χρηματιστηριακές φούσκες σκάνε, και η μεγάλη μάζα όσων πιαστήκαν κορόιδα, μένει παγιδευμένη με “τίτλους επενδύσεων” στα χέρια, οι οποίοι αξίζουν πολύ λιγότερα απ’ όσα πλήρωσαν για να τους αποκτήσουν. (Ακόμη κι ένας αστός οικονομολόγος πριν από μας, ο Robert J. Shiller του πανεπιστημίου του Yale, στο βιβλίο του Irrational Exuberance, 2000, είχε παρατηρήσει την αναλογία χρηματιστηρίου και σχημάτων Πόνζι, κάνοντας λόγο για “διαδικασία αυθόρμητης εμφάνισης σχημάτων Πόνζι”. Ωστόσο, ο Ένγκελς είχε σχεδόν προλάβει τον Shiller κατά έναν αιώνα, όταν έγραφε στον Bebel το 1893 ότι “Το χρηματιστήριο είναι ένας θεσμός όπου οι αστοί εκμεταλλεύονται όχι του εργάτες αλλά ο ένας τον άλλον”, αν και βέβαια στο σύγχρονο χρηματιστήριο δεν τζογάρουν μόνο οι καπιταλιστές, αλλά επίσης η “μεσαία τάξη”, κι ακόμα και πολλοί εργάτες, αλλά κυρίως αυτοί που διαχειρίζονται τις συντάξεις και τις καταθέσεις των εργατών…)

Όμως, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του, η τζογαδόρικη όψη της επένδυσης ξέφυγε πολύ, πολύ μακρύτερα απ’ τον βασικό τζόγο με τις τιμές των μετοχών -τόσο πολύ μάλιστα, που ακόμα και πολλοί αστοί σχολιαστές αποκάλεσαν την αμερικανική οικονομία “καζινοκαπιταλισμό”. Φυσικά, υπάρχει η αγορά μετοχών με πίστωση (“margin”), δηλαδή ο δανεισμός χρήματος για αγορά μετοχών. Υπάρχουν οι μετοχές με δικαίωμα προαίρεσης (“options”), με το δικαίωμα αγοράς μιας συγκεκριμένης αξίας μέχρι μια καθορισμένη ημερομηνία λήξης. Υπάρχουν οι μετοχές με δικαίωμα αγοράς (“puts”) και πώλησης (“calls”), με την υποχρέωση αγοράς ή πώλησης μιας συγκεκριμένης αξίας μετοχών σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Υπάρχουν επίσης τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (“futures”) για την αγορά ή πώληση αξιών στο μέλλον, σε μια δεδομένη τιμή, είτε ο “πωλητής” έχει στην ιδιοκτησία του τα εμπορεύματα αυτή τη στιγμή είτε όχι. Τέτοιου είδους παράγωγα, όπως τα futures, δικαιολογούνται απ’ τον επιχειρηματικό κόσμο ως ένας τρόπος να ελαχιστοποιούν το ρίσκο. Ισχύει ότι μια -σύμφωνα με τον ορισμό- χρήση αυτών των συμβολαίων από έναν κεφαλαιούχο μπορεί όντως να μειώσει το ρίσκο του. Όμως το κατορθώνει αυτό απλώς μεταφέροντας το ρίσκο σ’ έναν άλλον κερδοσκόπο.

Πέρα απ’ τις ίδιες τις μετοχές, υπάρχουν διάφορα χρηματοπιστωτικά “παράγωγα”, περιλαμβανομένων των αγορών μελλοντικής εκπλήρωσης για διεθνή νομίσματα, ομόλογα, ακόμα και για προϊόντα συνδεδεμένα με τους ίδιους τους γενικούς δείκτες του χρηματιστηρίου ή των αγορών ομολόγων. Έτσι, μπορεί κανείς τη σήμερον ημέρα να τζογάρει άμεσα για το άν μια μετοχή θα ανέβει ή θα πέσει μέσα στους επόμενους μήνες. Η “πιο συναλλασόμενη μετοχή του κόσμου” αυτή τη στιγμή, δεν είναι καν μια μετοχή κάποιας επιχείρησης, αλλά ο ίδιος ο δείκτης του χρηματιστηρίου Nasdaq, που καθημερινά αλλάζουν χέρια κάπου 100 εκατομμύρια μετοχές, διπλάσιες από αυτές της Intel ή της Microsoft (πηγή: “ETF Strategies for Long-Term Investors”, ειδικό διαφημιστικό ένθετο στο Business Week, 8 Νοεμβρίου 2004, σελ. 29).

Όλα αυτά τα εξωτικά πραγματάκια -options, futures, swaps, warrants, κλπ- λέγονται αλλιώς “παράγωγα” (επειδή παράγονται από τα πραγματικά μερίσματα ιδιοκτησίας), και είναι ενδεικτικά της ατελείωτης επινοητικότητας των καπιταλιστών της πίστωσης, στο να δημιουργούν και να προωθούν τέτοια κόλπα. Το τελευταίο (προς το παρόν!) απ’ αυτά τα κόλπα μόχλευσης του τζόγου υψηλών αποδόσεων και ελαχιστοποίησης του ρίσκου, είναι τα λεγόμενα “hedge funds”, τα “αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου”. Αυτά εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ ήδη εδώ και δυο δεκαετίες. Στη διάρκεια της Ασιατικής Κρίσης του 1997-98, η κατάρρευση σχεδόν μιας απ’ αυτές τις τεράστιες κερδοσκοπικές εταιρίες, της Long-Term Capital Management, ήταν τόσο απειλητική για τις ΗΠΑ και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναγκάστηκε να παρέμβει και να ξεχρεώσει την εταιρία ξοδεύοντας αρκετά δισεκατομμύρια δολλάρια.

Κι έπειτα ήρθε η Enron, που κατέρρευσε στα τέλη του 2001. Αν και αρχικά μια εταιρία παραγωγής σωληνών, η Enron εξελίχθηκε γρήγορα σ’ ένα hedge fund γενικού εμπορεύματος -μια εκλεπτυσμένη κερδοσκοπική επιχείρηση που κατάφερε για ένα διάστημα να κρύψει το ολοένα και μεγαλύτερο ρίσκο της μέσω “δημιουργικής λογιστικής”. Η Enron εμφάνιζε μια κεφαλαιοποίηση του ύψους των 80 δισ. δολλαρίων. Υπήρχε άραγε ένα τόσο τεράστιο κεφάλαιο το οποίο ξαφνικά εξαϋλώθηκε; Όχι, δεν ήταν παρά αυτό που έλεγε ο Μαρξ “πλασματικό” κεφάλαιο (βλ. Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ), φανταστικό κεφάλαιο. (Το πλασματικό κεφάλαιο είναι η κεφαλαιοποίηση των μελλοντικών τόκων ή των υποτιθέμενων “εσόδων”). Όμως το πλασματικό αυτό κεφάλαιο είναι τόσο διαδεδομένο και τόσο σημαντικό στον σύγχρονο καπιταλισμό που περιπτώσεις ξαφνικής εξαφάνισής του μπορούν να προκαλέσουν ή να εντείνουν ήδη υπάρχουσες κρίσεις.

Ακόμη κι αν η κατάρρευση της Enron ή της WorldCom (το 2002) ήταν οι δυο μεγαλύτερες χρεωκοπίες στην ιστορία των ΗΠΑ (μέχρι στιγμής!), δε σημαίνει ότι σήμαναν και το τέλος αυτής της κερδοσκοπικής οικονομίας του καζίνο που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη σ’ αυτήν τη χώρα. Ολόκληρη η αμερικανική οικονομία, ίσως δεν είναι “μια μεγάλη Enron”, όμως ένα ολοένα και μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της είναι.

2.8 Νέες βιομηχανίες

Εκτός από τα τεχνητά μέσα που διαθέτουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις ώστε να κρατούν την οικονομία σε λειτουργία, υπάρχει κι ένα λιγότερο “αυτοματοποιημένο” μέσο που τους βοηθά σ’ έναν περιορισμένο βαθμό: οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι νέες τεχνολογίες, που κατά καιρούς οδηγούν στη γέννηση ολόκληρων νέων βιομηχανιών. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, αυτές οι νέες βιομηχανίες περιλάμβαναν τον σιδηρόδρομο, την ατμομηχανή, τα ατμόπλοια, κι έπειτα στο τέλος του αιώνα, το ηλεκτρικό φως και τον ηλεκτροκινητήρα. Στις αρχές του 20ου τα αυτοκίνητα, το ραδιόφωνο και τα αεροπλάνα. Αργότερα κατά τον 20ό αιώνα τα διαστημόπλοια και τους υπολογιστές, και στο τέλος του αιώνα το διαδίκτυο.

Η επέκταση των νέων βιομηχανιών, σημαίνει ότι ολόκληρες νέες περιοχές όπου προηγουμένως θα ήταν “πλεονάζον” κεφάλαιο μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Νέες περιοχές όπου μπορούν να γίνουν κερδοφόρες επενδύσεις ανοίγονται. Όμως αυτό έχει δευτερευόντως ορισμένα αρνητικά. Μερικές παλαιότερες βιομηχανίες συνήθως καταρρέουν (τουλάχιστον εν μέρει), καθώς οι νέες βιομηχανίες τις αντικαθιστούν. Γενικά, ωστόσο, υπάρχει ένα θετικό ισοζύγιο στο κέρδος του κεφαλαίου σε ευκαιρίες επένδυσης. Αν και αυτές εμφανίζονται άπαξ για κάθε νέα βιομηχανία.

Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας προκύπτει καθώς οι νέες τεχνολογίες συνήθως επιτρέπουν μια αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας. Στον βαθμό που η αυξημένη παραγωγικότητα οδηγεί σε αυξημένους μισθούς, η αγορά στο σύνολό της μπορεί να επεκταθεί (στμ: περισσότερα εμπορεύματα παράγονται, περισσότερα μπορούν να αγοραστούν, άρα να πωληθούν). Όμως η άνοδος της παραγωγικότητας σημαίνει επίσης, εξ ορισμού, ότι λιγότεροι άνθρωποι είναι αναγκαίοι προκειμένου να κάνουν τη δουλειά που προηγουμένως απαιτούσε περισσότερους -με άλλα λόγια, οδηγεί σε μεγαλύτερη ανεργία- κάτι που μειώνει τη συνολική αγορά.

Επιπλέον, κάτω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, οι καπιταλιστές τείνουν να κρατούν ένα δυσανάλογο μερίδιο της αυξημένης αξίας που παράχθηκε χάρις στις βελτιώσεις της παραγωγικότητας. Κάτι τέτοιο αυξάνει το μερίδιο της υπεραξίας τους, κι έτσι (προσωρινά τουλάχιστον) τα κέρδη τους. Όμως την ίδια στιγμή, τείνει επίσης να επιβαρύνει τη βασική αντίφαση της καπιταλιστικής παραγωγής, αυξάνοντας το διαθέσιμο πλεονάζον κεφάλαιο. Ειδικά καθώς οι νέες βιομηχανίες εδραιώνονται και περνάει ο πυρετός των νέων επενδύσεων, φαίνεται στο τέλος πως δεν έχουν γλυτώσει απ’ το πρόβλημα του “πλεονάζοντος κεφαλαίου”, αλλά αντίθετα μόλις ξεκινά να σοβαρεύει.

Απ’ την άποψη της ορθολογικής κατανομής των πόρων, ένα ακόμη πρόβλημα με τις νέες βιομηχανίες είανι η τάση προς έναν επενδυτικό “πυρετό του χρυσού”, καθώς μια πραγματική μανία υπερβολικής και εξαιρετικά σπάταλης επένδυσης λαμβάνει χώρα. Καθώς μια νέα βιομηχανία αναπτύσσεται, τεράστια ποσά κεφαλαίου ξοδεύονται και χάνονται στη διαδικασία αυτή. Οι παράλογες δαπάνες της φούσκας των εταιριών του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επιβεβαιώνουν απλώς την αλήθεια αυτής της γενικής παρατήρησης. Ωστόσο, απ’ την άποψη της υγείας του καπιταλισμού, αυτή η σπατάλη -όπως κάθε σπατάλη, βλ. το 2.13 παρακάτω- είναι ουσιαστικά ευεργετική! Μ’ άλλα λόγια, οι νέες βιομηχανίες πρακτικά ανοίγουν τον δρόμο για περισσότερες επενδυτικές ευκαιρίες απ’ όσες λογικά υπάρχουν, κάτι που τείνει να μετριάσει (σε περιορισμένο βαθμό) το θεμελιώδες πρόβλημα του πλεονάζοντος κεφαλαίου.

Εν ολίγοις, η νέα τεχνολογία και οι νέες βιομηχανίες δεν μπορούν να επιλύσουν την αντίφαση μεταξύ των επιβεβλημένων περιορισμών στην καταναλωτική δύναμη των μαζών και στην τάση των καπιταλιστών να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή. Αρχικά οι νέες βιομηχανίες μπορεί να βοηθήσουν λίγο -ίσως περισσότερο λόγω της σπατάλης του πυρετού των νέων επενδύσεων παρά κάθε λογικής ανάγκης για νέες επενδύσεις- όμως στη συνέχεια δεν μπορεί παρά να χειροτερέψουν κι άλλο τη θεμελιώδη αντίφαση. Καθώς η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος συνεχίζεται, αυτή η αρνητική τελική κατάσταση ολοένα και περισσότερων βιομηχανιών τείνει να κυριαρχήσει επί των αρχικών θετικών αποτελεσμάτων της κάθε μίας. Εν συντομία, η ικανότητα της νέας τεχνολογίας να απαλύνει το πρόβλημα του καπιταλισμού χάνει γρήγορα την αποτελεσματικότητά της.

2.9 Πιστωτικές φούσκες

Υπάρχουν λοιπόν αρκετά πράγματα που οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν για να τονώσουν την κατανάλωση, να χρησιμοποιήσουν το πλεονασματικό κεφάλαιο, και τελικά να συνεχίσουν την παραγωγή. Διαφέρουν ως προς την αποτελεσματικότητά τους, κι ως προς τον βαθμό που αντιμετωπίζουν το βασικό πρόβλημα -το γεγονός δηλαδή ότι η καταναλωτική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας αυξάνεται πολύ πιο αργά απ’ ό,τι η παραγωγική δύναμη της κοινωνίας αυτής (λόγω της αντίφασης μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών, και της τάσης των καπιταλιστών να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή). Οι μέθοδοι που αντιμετωπίζουν το βασικό αυτό πρόβλημα, και που πραγματικά φαίνεται να το λύνουν για λίγο καιρό -όπως μια ολοένα και αυξανόμενη πίστωση με την μορφή καταναλωτικών δανείων και μια ολοένα και αυξανόμενη κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη εκ μέρους της κυβέρνησης- όλες καταρρέουν τελικά, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή.

Όταν οι πιστωτικές φούσκες αρχίζουν να σκαν (είτε είναι φούσκες καταναλωτικών δανείων, είτε μετοχών, είτε κυβερνητικού δανεισμού, είτε χρηματιστηριακές ή φούσκες της αγοράς ακινήτων) τελικά προκαλούν, ή συμβάλλουν σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Κι όταν μια τέτοια κρίση ξεσπά, συνήθως επεκτείνεται και σε άλλες σφαίρες. Με δεδομένη την αβεβαιότητα που κυριαρχεί τότε, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις γίνονται καχύποπτες και συχνά κόβουν περικόπτουν κάθε επενδυτικό πλάνο. Οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να εφαρμόσουν παρολαυτά τον επενδυτικό σχεδιασμό τους, βρίσκουν συνήθως τους τραπεζίτες πιο επιφυλακτικούς απέναντι στις αιτήσεις δανείων τους. Οι καταναλωτές βρίσκουν επίσης αυξανόμενη δυσκολία να λάβουν δάνεια, κι όλα αυτά τα γεγονότα ενισχύουν το ένα το άλλο, οδηγώντας σαν αλυσιδωτή αντίδραση σε μια επερχόμενη αντίφαση. Ο κόσμος σταματά να αγοράζει πράγματα που άλλοτε θα αγόραζε. Η λιανική αγορά πέφτει και τα εμπορεύματα που μένουν απούλητα στις αποθήκες συσσωρεύονται. Υπάρχει μια ξαφνική αντίληψη πως η αγορά έχει συρρικνωθεί για πολλά εμπορεύματα, και οι περισσότερες επενδύσεις αναβάλλονται. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να απολύουν εργάτες, οι οποίοι τότε αγοράζουν ακόμα λιγότερα, λόγω της μείωσης του εισοδήματός τους (στην πράξη αυτό μπορεί απλώς να αναβληθεί για λίγο όπου υπάρχουν αποζημιώσεις για τις απολύσεις, ισχυρά ταμεία ανεργίας κλπ). Οι απολυμένοι εργάτες δεν μπορούν πια να πάρουν δάνεια όσο εύκολα μπορούσαν πριν απολυθούν. Και ούτω καθεξής, σ’ έναν δυνητικά καταστροφικό φαύλο κύκλο.

Όταν εξαπολύονται τέτοιες τεράστιες δυναμικές, η οικονομία κινδυνεύει να βρεθεί σε μια καθοδική δίνη προς μια ολοένα και βαθύτερη κρίση υπερπαραγωγής. Μερικές φορές η παρέμβαση των κυβερνήσεων μπορεί να συγκαλύψει το εύρος της κρίσης, και να αναβάλλει την ολοκληρωτική καταστροφή μέχρι την επόμενη μέρα. Μερικές φορές δεν μπορεί. Με άλλα λόγια, είναι συνήθως οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που αποτελούν τον πυροκροτητή των κρίσεων υπερπαραγωγής.

2.10 Η πίστωση υπάρχει για να διευκολύνει την υπερπαραγωγή

Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στη φύση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Κατ’ αρχήν, τί είναι η πίστωση; Πώς προέκυψε και γιατί υπάρχει στην οικονομία; Ο Μαρξ σημειώνει ότι “το χρηματοπιστωτικό σύστημα το ίδιο, προκύπτει από τις δυσκολίες που συναντά το κεφάλαιο να δραστηριοποιηθεί “παραγωγικά”, δηλαδή με “κερδοφόρα”. Και κατόπιν γράφει: “Η υπερπαραγωγή, το πιστωτικό σύστημα κλπ, είναι μέσα με τα οποία η καπιταλιστική παραγωγή προσπαθεί να ξεπεράσει τα ίδια τα όριά της, και να παράξει πέρα και πάνω απ’ τα όριά της. Η καπιταλιστική παραγωγή, διαθέτει απ’ την μια πλευρά αυτήν την κινητήρια δύναμη, κι απ’ την άλλη, μπορεί να αντέξει μόνο την παραγωγή που μπορεί να χωρέσει εντός της κερδοφόρας επένδυσης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Έτσι προκύπτουν οι κρίσεις… (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 3).

Πράγματι, η πίστωση υφίσταται προκειμένου να διευκολύνει την υπερπαραγωγή, δηλαδή, την παραγωγή πέρα από τα όρια εντός των οποίων μπορεί το κεφάλαιο να επενδυθεί με κέρδος (φυσικά, η αστική τάξη δεν βλέπει καθόλου έτσι τα πράγματα).

Οι χρηματοπιστωτικές φούσκες κάθε είδους (καταναλωτικά, επιχειρηματικά και κυβερνητικά χρέη), δεν είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί μέσα στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα είναι πράγματα που είναι απαραίτητα για να λειτουργεί ο καπιταλισμός. Όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι μηχανισμοί που ευνοούν τη δημιουργία τέτοιων φουσκών, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η καπιταλιστική κοινωνία (μέχρι να σκάσει η φούσκα!). Όταν η φούσκα σκάσει και ξεσπάσει η κρίση, πάντα φαίνεται εκ των υστέρων σαν να υπήρξε ένας τεράστιος παραλογισμός από μεριάς των τραπεζών, των βιομηχάνων, των καταναλωτών και της κυβέρνησης, που τόσο καιρό επέτρεπε τη διόγκωση αυτής της φούσκας. Όμως αν δεν “επιτρεπόταν” (και δεν ενθαρρυνόταν με κάθε τρόπο) η ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας, τότε η κρίση απλά θα ξεσπούσε πολύ νωρίτερα. Στην πράξη, αν δεν υπήρχαν χρηματοπιστωτικές φούσκες, δε θα υπήρχε καθόλου καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ένας από τους λόγους για την μαζική, και διαρκώς επιδεινούμενη στασιμότητα που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της σοβιετικής μορφής κρατικού καπιταλισμού κατά την περίοδο του “ρεβιζιονισμού” (1956-1991) ήταν ότι το σύστημα εκείνο διέθετε εντελώς υποανάπτυκτους μηχανισμούς για τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών φουσκών. Η μεγαλύτερη φούσκα που δημιούργησε ήταν υπό την μορφή του κρατικού χρέους σε τρίτες χώρες, ενώ υπήρχαν ελάχιστες πιστωτικές κάρτες, και φαινομενικά μηδενικές υποθήκες. Γι αυτόν τον λόγο και η κρίση υπερπαραγωγής στη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση δεν πήρε την μορφή που γνωρίζουμε στη Δύση, ξεκινώντας δηλαδή από το σκάσιμο μιας νομισματικής φούσκας και το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

2.11 Όταν σκάνε οι φούσκες

Οι οικονομικές κρίσεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (εκτός απ’ τον μονοπωλιακό καπιταλισμό σοβιετικού τύπου) συνήθως ξεκινούν με -και πάντοτε περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο- χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αυτό εν μέρει εξηγείται επειδή, όπως αναφέραμε νωρίτερα, η πίστωση έχει καταστεί ένα μείζον μέσο προσωρινής υπέρβασης του βασικού προβλήματος της καπιταλιστικής παραγωγής: του γεγονότος δηλαδή ότι οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν (και ούτε μπορούν να πληρώσουν) τους εργάτες για ολόκληρη την αξία που παράγουν (κι ως εκ τούτου οι εργάτες, ως η κινητήρια δύναμη της κατανάλωσης, δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω τα προϊόντα που παράγουν, εκτός αν τους δίνεται μια διαρκώς επεκτεινόμενη πίστωση).

Όλες οι μείζονες μορφές χρέους δημιουργούνται κανονικά -έμμεσα ή άμεσα- για τον σκοπό της προσωρινής υπεκφυγής αυτής της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, που περιλαμβάνει όχι μόνον το καταναλωτικό χρέος, αλλά επίσης το κυβερνητικό χρέος και αρκετό επιχειρηματικό χρέος. Επιπροσθέτως, υπάρχουν κερδοσκοπικές φούσκες (το αποτέλεσμα της “οικονομίας του καζίνο”), και διάφορες παρεμφερείς φούσκες (όπως της κερδοσκοπίας του real estate).

Υπάρχουν αρκετά σημεία που πρέπει να γίνουν κατανοητά όσον αφορά το σκάσιμο αυτών των φουσκών:

Το σκάσιμο μιας απ’ αυτές τις φούσκες, δε σημαίνει αυτόματα και το σκάσιμο όλων τους. Αν καταρρεύσει για παράδειγμα το καταναλωτικό χρέος, αυτό δε σημαίνει ότι και η φούσκα του κυβερνητικού χρέους θα σκάσει (ή ότι αν το κάνει, θα γίνει την ίδια στιγμή).

Παρόλο που αυτές το σκάσιμο αυτών των φουσκών τείνει να είναι ξαφνικό και καταλυτικό, οι φούσκες δεν καταρρέουν πλήρως. (Η φούσκα του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ υπέστη μια μείζονα κατάρρευση το 2000-2001, για παράδειγμα, όμως η κατάρρευση δεν ήταν ολοκληρωτική. Ακόμη και μετά την ελεύθερη πτώση, η χρηματαγορά παρέμεινε αρκετά υπερτιμημένη με ιστορικούς όρους -βάσει της αναλογίας τιμής/απόδοσης κλπ. Τα σχετικά στοιχεία παρέχονται από τον Robert Kuttner στο Business Week 15 Απριλίου 2002, σελ. 26).

Ακόμη όμως κι όταν καταρρέουν ολοκληρωτικά, η πλήρης κατάρρευση μιας φούσκας δε συμβαίνει αναγκαστικά με την μία. (Μπορεί δηλαδή να υπάρξει μια διαδοχή από καταρρεύσεις, πιθανώς διανθισμένες με μερική και προσωρινή εκ νέου επέκταση της φούσκας).

Τα σημεία αυτά είναι εν ισχύι ιδιαίτερα απ’ την εποχή της (πρώτης) Μεγάλης Ύφεσης, όταν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία γίναν για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένες και σημαντικές. Αν τα γεγονότα αφεθούν μόνα τους, τότε το σκάσιμο μιας φούσκας απειλεί να οδηγήσει σε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην οικονομία, όπου η μια φούσκα θα σκάει μετά την άλλη. Όμως άν η κυβέρνηση παρέμβει σθεναρά προτού κάτι τέτοιο συμβεί, η αλυσιδωτή αντίδραση μπορεί πολλές φορές να διακοπεί (με την προϋπόθεση ότι οι υφέρπουσες αντιφάσεις δε θα έχουν συσσωρευτεί σε ακραία επίπεδα!).

Ένα παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη το 2001-2002. Εξ αιτίας της ύφεσης και της (μερικής) κατάρρευσης του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χαμήλωσε δραστικά τα επιτόκια το 2001. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολύς κόσμος να μπορέσει να αγοράσει κατοικίες, κι όσοι είχαν ήδη αγοράσει ένα σπίτι με δάνειο να μειώσουν τα επιτόκιά τους ή/και να λάβουν νέα σημαντικά ενυπόθηκα δάνεια. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια ταχεία ανάπτυξη των τιμών των κατοικιών, στη δημιουργία δηλαδή της στεγαστικής φούσκας, καθώς και σε μια τεχνητή ευφορία που προέκυπτε απ’ την ρευστότητα της φούσκας αυτής, κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που η φούσκα του χρηματιστηρίου ξεφούσκωνε (μειώνοντας την επίδραση της ρευστότητας). Όπως έγραφε πρόσφατα το Economist: “Για να το θέσουμε ωμά: μια φούσκα σκάει, καθώς μια άλλη αρχίζει να φουσκώνει” (The Economist, 30 Μαρτίου 2002, σελ. 11).

Ένα ακόμη σημείο σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τις κερδοσκοπικές φούσκες: Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, οι φούσκες αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα “η αιτία” της ύφεσης ή της κρίσης. Όπως είδαμε νωρίτερα, οι πιστωτικές φούσκες είναι πάντοτε τρόποι να αναβάλλεται η ύφεση και η στασιμότητα. Απ’ την άλλη, το σκάσιμό τους (ή η μερική κατάρρευσή τους) συχνά πυροδοτεί ή συμπίπτει με το ξεκίνημα της οικονομικής ύφεσης (είτε πρωταγωνιστικά είτε στο παρασκήνιο αυτής). Αντίθετα με τις αντιλήψεις πολλών αστών οικονομολόγων, το θεμελιώδες πρόβλημα δεν έγκειται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, αλλά στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού ως σύστημα εκμετάλλευσης, δηλαδή απόσπασης υπεραξίας από την εργασία άλλων. Οι κρίσεις συχνά ξεσπούν ωστόσο, στην χρηματιστηριακή ή στην πιστωτική σφαίρα που δημιουργήθηκαν ως μέσο για να ξεπεραστεί η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού.

2.12 Η ψυχολογία του κόσμου

Μια απ’ τις αντιφάσεις που ανακύπτουν στην επιφάνεια των οικονομικών κρίσεων εδρεύει στην μεταβλητή ψυχολογία του κόσμου. Όσο οι δανειστές πιστεύουν ότι στο τέλος θα πληρωθούν, συνεχίζουν να δανείζουν χρήματα. Όσο οι καταναλωτές πιστεύουν ότι στο τέλος θα καταφέρουν να αποπληρώσουν τα επεκτεινόμενα χρέη τους, συνεχίζουν να δανείζονται. Όσο οι καπιταλιστές πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να πουλήσουν με κέρδος τα όσα παράγουν τα εργοστάσιά τους, συνεχίζουν να επεκτείνουν την παραγωγή. Όσο οι κυβερνήσεις πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να τη γλυτώσουν, συνεχίζουν να επεκτείνουν το δημόσιο χρέος προκειμένου να κρατήσουν την οικονομία σε λειτουργία. Εν συντομία, η οικονομία δεν είναι κάτι ανεξάρτητο απ’ το τί πιστεύουν και κάνουν οι άνθρωποι, είτε υπάρχει κάποια λογική βάση σ’ αυτό που πιστεύουν είτε όχι.

Αυτό όμως εγείρει το ζήτημα του γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ό,τι πιστεύουν. Φυσικά, υπάρχει πάντα ένα είδος ευσεβούς πόθου στους ανθρώπους. Μια βασική αρχή του μαρξιστικού ιστορικού υλισμού είναι ότι οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που είναι συμφέρον τους να πιστέψουν. Αυτό είναι απόρροια ενός πιο γενικού, ψυχολογικού αξιώματος που λέει ότι οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που θέλουν να πιστεύουν. Οι καπιταλιστές αναζητούν ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις, κι έτσι φυσικά τείνουν να πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλές τέτοιες ευκαιρίες, ακόμη κι όταν πραγματικά δεν υπάρχουν. Οι δανειστές έχουν χρήματα να δανείσουν, και πρέπει να πιστεύουν ότι αυτοί στους οποίους θα τα δανείσουν θα μπορέσουν να τους τα επιστρέψουν με τόκο. Κι ακόμη, τέλος, η εργατική τάξη και οι φτωχοί, πολλοί απ’ τους οποίους με το ζόρι τα βγάζουν πέρα, πρέπει να πείσουν τους εαυτούς τους ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν, κι ότι θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν όλα τα χρέη που φορτώνονται.

Ως έναν βαθμό, όλοι αυτοί οι ευσεβείς πόθοι τείνουν να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες -αλλά μόνο για λίγο. Ένα παράδειγμα είναι τα σχήματα Πόνζι ή πυραμίδες, ή ακόμα και το χρηματιστήριο από την άποψη αυτήν, στη φάση της ανάπτυξής τους. Όσο περισσότερο οι επενδυτές πιστεύουν ότι το χρηματιστήριο θα ανέβει, τόσο πιο πρόθυμοι είναι να επενδύσουν χρήματα, και όσο περισσότερο επενδύουν τα χρήματά τους τόσο περισσότερο το χρηματιστήριο όντως θα ανεβαίνει. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης (κι όχι μόνο το χρηματιστήριο) μοιάζει πολύ μ’ ένα σχήμα Πόνζι. Οι καπιταλιστές πείθουν τους εαυτούς τους τις περιόδους ανάπτυξης ότι δε θα υπάρξει τέλος στις ευκαιρίες επένδυσεις, κι έτσι βυθίζονται στις νέες επενδύσεις με μια αναζωπυρωμένη μανία. Οι μισθοί τείνουν να αυξάνονται σχετικά στις φάσεις ανάπτυξεις, κι έτσι οι εργάτες φαντάζονται ότι θα αυξηθούν αρκετά στο μέλλον ώστε να τους επιτρέψουν να ξεπληρώσουν όλο το χρέος στο οποίο ετοιμάζονται να βυθίσουν τους εαυτούς τους. Καθώς οι επιχειρήσεις καταγράφουν υψηλά κέρδη, οι τράπεζες είναι πρόθυμες να τους δανείσουν χρήματα για νέες παραγωγικές μονάδες και όλα τα σχετικά. και καθώς όλη αυτή η διαδικασία εξελίσσεται, η οικονομία πράγματι φαίνεται να αναπτύσσεται για λίγο.

Όμως αν η “δύναμη της θετικής σκέψης” μπορεί να βοηθήσει στη διαδικασία της ανάπτυξης για λίγο, τότε γιατί όχι και για πάντα; Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική βάση γι’ αυτή τη δύναμη (για τους λόγους που αναπτύξαμε νωρίτερα), και οι άνθρωποι μπορούν να ξεγελαστούν πιστεύοντας πως όλα θα πάνε καλά, όμως όχι για πάντα. Μόλις οι φόβοι για την κατάσταση της οικονομίας αρχίσουν να εγείρονται, καταγράφονται και οι πρώτες αντιρρήσεις, τόσο μεταξύ των συνηθισμένων ανθρώπων, όσο και μεταξύ επαγγελματιών αστών ιδεολόγων. Ιδού και ο θρήνος ενός εξ αυτών.

Τα τελευταία χρόνια παρατήρησα ότι το μέσο για να φέρει κανείς μια ύφεση είναι να αρχίσει να μιλάει για το πόσο άσχημοι γίνονται οι καιροί. Αυτό δημιουργεί στους ανθρώπους ένα συναίσθημα ότι θα ‘ταν καλύτερα να συγκρατήσουν τα έξοδά τους. Αυτό ξέρετε, γίνεται αμέσως αντιληπτό από άλλους ανθρώπους, που σταματούν να κυκλοφορούν το χρήμα τους. Φτάνοντας τελικά στο σημείο όπου κανείς δε θέλει να αγοράσει τίποτα εκτός απ’ τα απολύτως απαραίτητα, και μπαμ, ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Εντάξει λοιπόν, ζωγραφίστε με μελανά χρώματα την εικόνα μιας αδύναμης οικονομίας και φέρτε την ύφεση αν αυτό επιθυμείτε. Προσωπικά είμαι εναντίον του. Δεν είμαι οικονομολόγος, παρά μόνο ένας 80χρονος γεράκος που έχει δεί το σκηνικό αυτό ξανά. (Πηγή: γράμμα του James E. Huffman στην έκδοση του περιοδικού U.S. News & World Report, 19 Φεβρουαρίου 2001).

Οι άνθρωποι σαν το συγγραφέα του γράμματος αυτού, μοιάζει σαν να φαντάζονται ότι η ψυχολογία των ανθρώπων είναι το παν στην οικονομία, κι ότι αν μπορούμε να φορέσουμε ένα χαμογελαστό προσωπείο, όλα θα πάνε καλά. Πράγματι, αυτό είναι κάτι που ο κόσμος θέλει, όμως η οδυνηρή πραγματικότητα τελικά παρεμβαίνει κάνοντάς το αδύνατον γι αυτούς να συνεχίσουν έτσι. Σ’ αυτό το σημείο, η χαζοχαρούμενη αισιοδοξία μπορεί μέσα σε μια μέρα να γυρίσει σε απαισιόδοξη κατάθλιψη. Η κατάθλιψη τότε βοηθά να διευρυνθεί η ύφεση όπως ακριβώς η παράλογη αισιοδοξία βοηθούσε να διευρυνθεί η ανάπτυξη.

Δεν μπορούμε να πούμε ότι η μεταβλητή ψυχολογία του κόσμου είναι το ριζικό αίτιο τόσο της ανάπτυξης όσο και της ύφεσης. Όμως μπορούμε να πούμε ότι η γενική ψυχολογική ατμόσφαιρα διευρύνει τρομερά τις ήδη επικρατούσες τάσεις που έχουν αναπτυχθεί για πιο αντικειμενικούς λόγους. Καθώς η ψυχολογία είναι τόσο σημαντική στα οικονομικά, υπάρχουν πολυάριθμες έρευνες που προσπαθούν να προσδιορίσουν την “εμπιστοσύνη των καταναλωτών”, την “επιχειρηματική εμπιστοσύνη” και τα συναφή. Αυτές είναι αξιοπρόσεχτες, αν και χρησιμεύουν κυρίως στο να επιβεβαιώσουν τρέχουσες οικονομικές τάσεις παρά να προβλέψουν μελλοντικές.

Και καθώς η ψυχολογία του κόσμου είναι τόσο σημαντική, σε καιρούς οικονομικής αδυναμίας οι αστοί οικονομολόγοι, τα ΜΜΕ, και οι πολιτικοί, προσπαθούν να δράσουν ως έμποροι ελπίδας, προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο ότι όλα θα πάνε καλά. Τί κρίμα βέβαια που με ευχές και υποσχέσεις δεν αλλάζει η πραγματικότητα.

Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να αναφέρουμε εδώ: Επειδή οι αντιλήψεις του κόσμου για την οικονομία είναι πολύ σημαντικές, η δημοσίευση αξιόπιστων οικονομικών στατιστικών στοιχείων είναι κάτι που αποφεύγεται μετά βδελυγμίας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που κάθε σύγχρονη καπιταλιστική χώρα ψεύδεται τόσο αναίσχυντα για το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας, της χρησιμοποίησης των παραγωγικών μέσων κοκ.

[…]

2.14 Συνοψίζοντας τη σχέση μεταξύ επιφανειακών και εσωτερικών αντιφάσεων

Έχουμε λοιπόν ένα πλήθος “επιφανειακών αντιφάσεων”, κάτω απ’ τις οποίες υποβόσκουν εσωτερικές αντιφάσεις, σε κάθε καπιταλιστική οικονομική κρίση. Προκειμένου να κατανοήσουμε πραγματικά αυτές τις κρίσεις πρέπει πρώτα να είμαστε σαφείς ότι υπάρχουν όλες αυτές οι αντιφάσεις εν κινήσει, και πρέπει επίσης να είμαστε σαφείς ώς προς το ποιές απ’ αυτές είναι οι πιο βασικές. Όμως πέρα απ’ αυτό, πρέπει να έχουμε τουλάχιστον μια γενική κατανόηση του πώς όλες αυτές οι αντιφάσεις -σε διαφορετικά επίπεδα- μπορούν να αλληλοσυνδεθούν και να αλληλεπηρεαστούν. Αυτό είναι ένα απ’ τα δυσκολότερα νοήματα σχετικά με τη θεωρία της κρίσης, καθώς υπάρχουν τόσο πολλές αλληλεπιδρώσες αντιφάσεις που συνθέτουν ένα πολυσύνθετο πλέγμα.

Επιπλέον, τα πράγματα δεν εξελίσσονται μ’ έναν γραμμικό τρόπο, όπου η αντίφαση νούμερο ένα κορυφώνεται, και πυροδοτεί έτσι την αντίφαση νούμερο δύο, και ούτω καθεξής, σαν μια σειρά από ντόμινο που πέφτουν το ένα πάνω στ’ άλλο. Αντιθέτως, υπάρχει ένα σύνθετο πλέγμα αντιφάσεων -μεγάλες και μικρές, θεμελιώδεις και πιο επιφανειακές- που όλες αναπτύσσονται ταυτόχρονα, και που όλες αλληλεπηρεάζονται με πολυποίκιλους τρόπους. Ορισμένες αντιφάσεις, ιδιαίτερα οι πιο επιφανειακές, μπορεί να εμφανίζονται ως ιδιαίτερα δριμύες, όμως μπορεί κάλλιστα και να καταπραΰνονται για λίγο.

Ως ένα σύντομο παράδειγμα αυτού του είδους των αλληλεπιδράσεων, μπορούμε να θεωρήσουμε ορισμένα απ’ τα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας αυτού του νέου αιώνα. Μετά την μερική κατάρρευση της χρηματιστηριακής φούσκας της “Νέας Οικονομίας” του 2001, η οικονομία των ΗΠΑ μπήκε στην κατάψυξη, οι επενδύσεις κόπηκαν ψαλίδι, και τα εμπορεύματα άρχισαν να συσσωρεύονται επικίνδυνα. Σε απάντηση σ’ αυτό, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε δραστικά τα επιτόκια, κάτι που αρχικά δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα (αν και βοήθησε να οδηγηθεί η κρίση στην ανάπτυξη της στεγαστικής φούσκας). Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπους, τόσο για λόγους ιδεολογικούς (εξαιτίας της αφηρημένης πίστης της σε οικονομικά γιατροσόφια τύπου supply side economics, στμ: προσπάθεια αύξησης της προσφοράς εμπορευμάτων μέσω μείωσης των φόρων και ελαστικοποίησης της εργασίας, ώστε να πέσουν οι τιμές λόγω υπερπροσφοράς και να αυτορυθμιστούν οι αγορές σε μια πιο αποδοτική ισορροπία) αλλά και λόγους άμεσης απάντησης σε μια αδύναμη οικονομία, έφερε μαζικές περικοπές στους ομοσπονδιακούς φόρους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε τεράστια επίπεδα ελλειματικής δαπάνης. Αυτό το θετικό κεϋνσιανό ερέθισμα γρήγορα αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμο, σε σχέση με τον δυσθεώρητο όγκο του ελλείματος, όμως στις αρχές του 2004 οδήγησε σε μια περιορισμένη αποκατάσταση της οικονομίας. Τα αποθέματα μειώθηκαν, και αργότερα την ίδια χρονιά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα άρχισε σταδιακά να ανεβάζει πάλι τα επιτόκια. Έτσι ένα μέτρο που επηρέασε μια βαθύτερη αντίφαση (για παράδειγμα το κυβερνητικό έλλειμα που προσωρινά μπορεί να επιδράσει θετικά στην αντίφαση της εργατικής τάξης που δεν πληρώνεται αρκετά ώστε να αγοράσει όλα όσα παράγει) είχε ως αποτέλεσμα να μετριάσει μια πιο επιφανειακή αντίφαση (αυτή των επιπέδων συσσώρευσης και των επιτοκίων).

Στα τέλη του 2007 ωστόσο, τα θετικά αποτελέσματα της τελευταίας ώθησης της κεϋνσιανής ελλειματικής δαπάνης άρχισαν να υποχωρούν (παρά τις συνεχείς ελλειματικές δαπάνες σε μια ολοένα και πιο μετριοπαθή κλίμακα). Παρολαυτά, η στεγαστική φούσκα -το φούσκωμα της οποίας υποτίθεται ότι “έσωσε τον κόσμο” σύμφωνα με το Economist, άρχισε να σκάει και η ίδια, και η κατάρρευσή της άρχισε να εξαπλώνεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικότερα. Αυτό οδήγησε σε μια αναταραχή στο χρηματιστήριο, φέρνοντας μια πτώση της λιανικής και τη φαινομενική βεβαιότητα ότι μια νέα ύφεση είναι προ των πυλών, αν δεν έχει ήδη αναπτυχθεί. Βλέπουμε ότι οι πιο επιφανειακές αντιφάσεις, που μόνο προσωρινά “λύθηκαν” χάρις σε μαζικές κεϋνσιανές πρακτικές που ανακούφισαν τη βαθύτερη αντίφαση για λίγο, επανεμφανίστηκαν. Οι καταναλωτές όμως τώρα έχουν φορτωθεί πολύ περισσότερο χρέος, ιδίως λόγω της κατάρρευσης της στεγαστικής φούσκας, και της επέκτασης του προβλήματος στις πιστωτικές κάρτες και σε άλλες μορφές πίστωσης. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει μόνο μία λύση επί του παρόντος για να αντιμετωπιστεί το εξελισσόμενο οικονομικό χάος: κι άλλος ένας γύρος μαζικής κεϋνσιανής δαπάνης. Αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο θα λάβει χώρα, τότε ξανά μετά από λίγο τα όποια θετικά αποτελέσματα θα εξατμιστούν, ενώ θα ξεπροβάλουν ακόμα δριμύτερες οι επιφανειακές αντιφάσεις, κάνοντας αναγκαίο ακόμη ένα ξεχείλωμα του ελλείματος. Τελικά, στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον, η κεϋνσιανή δαπάνη θα αγγίξει τα μέγιστα όριά της, και δε θα υπάρχει τίποτα να συγκρατεί πλέον όλες τις επιφανειακές αντιφάσεις απ’ το να έρθουν σ’ ένα στάδιο οξείας και παρατεταμένης κρίσης όπου τίποτε δε θα μπορεί να γίνει για να ξεπεραστεί.

Επειδή αυτός ο γόρδιος δεσμός των αντιφάσεων αναπτύσσεται με μιας, και περιλαμβάνει διάφορες αλληλεπιδράσεις, κάθε μείζων εικονομική κρίση αναπτύσσεται με το δικό της ιδιαίτερο μοτίβο. Για παράδειγμα, για μια πληθώρα λόγων, περιλαμβανομένων των προβλημάτων με τα οποία η κυβέρνηση θα επιλέξει να εστιάσει την προσοχή της, οι διάφορες φούσκες μπορούν να σκάσουν σε ολότελα διαφορετικη σειρά. Ακόμα και τότε, μια φούσκα μπορεί να σκάσει απότομα σε μια ιστορική κρίση, και μια άλλη απλά να ξεφουσκώσει εν μέρει, να ξαναφουσκεί ως έναν βαθμό, και να σκάσει αργότερα. Μπορεί ακόμα μια κυβέρνηση που είναι περισσότερο αφοσιωμένη στην ανάπτυξη του εμπορίου να ακολουθήσει διαφορετικές πολιτικές από μια κυβέρνηση που θα εστιάσει για παράδειγμα στα επιτόκια, κλπ.

Έτσι, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι επειδή η Μεγάλυ Ύφεση της δεκαετίας του 1930 εξελίχθηκε μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, όλες οι μείζονες οικονομικές κρίσεις πρέπει να εξελιχθούν με τον ίδιο ή με έναν στενά συνδεδεμένο τρόπο. Ένας απ’ τους πολλούς λόγους που δεν ισχύει κάτι τέτοιο, είναι ότι η προηγούμενη εμπειρία πριν την Μεγάλη Ύφεση, οδήγησε τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους να δημιουργήσουν ισχυρότερους θεσμούς κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα για παράδειγμα, δε δρα σήμερα με τον ίδιο τρόπο που δρούσε το 1930, εν μέρει λόγω αυτής της προηγούμενης εμπειρίας της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μείζονες οικονομικές κρίσεις (περιλαμβανομένων των μεγάλων υφέσεων όπως αυτή του ’30) δεν συμβαίνουν πια! Σημαίνει απλώς ότι η εξέλιξη μιας νέας μείζονος κρίσης θα είναι ουσιωδώς διαφορετική από πολλές όψεις (και ιδιαίτερα όσον αφορά τον όγκο της κεϋνσιανής παρέμβασης).

Η υποβόσκουσες, θεμελιώδεις αντιφάσεις σε κάθε καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής είναι οι ίδιες, όμως αυτές οι βαθιές αντιφάσεις βρίσκουν τον δρόμο τους προς την επιφάνεια μέσω πολλών πιο επιφανειακών αντιφάσεων. Και ο τρόπος που αυτές οι επιφανειακές αντιφάσεις σχετίζονται και επηρεάζουν η μια την άλλη είναι τόσο πολυποίκιλος όσο και οι διάφοροι “αστάθμητοι” παράγοντες -περιλαμβανομένων μικροπραγμάτων όπως οι ιδιαίτερες οικονομικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις του κάθε κυβερνητικού ηγέτη. Έτσι, κάθε μείζων οικονομική κρίση έχει το δικό της μοτίβο που αναπτύσσεται.

Κεφάλαιο 3: Πώς ξεπερνιούνται οι οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό;

3.1 Ποιά υπερπαραγωγή;

Τί σημαίνει όταν λέμε ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις είναι “κρίσεις υπερπαραγωγής”; Υπερπαραγωγή τίνος πράγματος; Κατ’ αρχήν εμπορευμάτων, φυσικά. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν μιλάμε για κρίσεις υπερπαραγωγής. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πέρα απ’ τα αγαθά προς πώληση που υπερπαράγεται, κάτι πολύ πιο σημαντικό, και πολύ πιο ουσιαστικό στις κρίσεις υπερπαραγωγής. Κι αυτό που υπερπαράγεται είναι οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις, ή με άλλα λόγια υπάρχει υπερπαραγωγή κεφαλαίου.

Τα εργοστάσια -οι παραγωγικές μονάδες- και ολόκληρες επιχειρήσεις μετατρέπονται πολές φορές τα ίδια σε εμπορεύματα, όταν πωλούνται σε μια άλλη επιχείρηση. Όμως θεωρητικά υπάρχει μια ακόμη μείζων διαφορά μεταξύ των παραγωγικών μονάδων και των προϊόντων αυτών των μονάδων. Τα δύο τείνουν να μπερδεύονται, και υπάρχουν πολλά εργοστάσια για παράδειγμα που τα προϊόντα τους (εμπορεύματα) περιλαμβάνουν τμήματα που προορίζονται για την κατασκευή άλλων εργοστασίων. Παρολαυτά, για τους σκοπούς της κατανόησής μας θα τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ εμπορευμάτων και κεφαλαίου.

Μια κρίση υπερπαραγωγής εξελίσσεται σε μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων που δεν μπορούν να πωληθούν, ή έστω δεν μπορούν να πωληθούν με κέρδος. Όμως θυμήσου ότι σ’ όλη τη φάση της ανάπτυξης οι καπιταλιστές συγκέντρωναν τεράστια ποσά υπεραξίας στα χέρια τους για πολλά χρόνια στη σειρά, και καθ’ όλην αυτήν την περίοδο χρησιμοποιούσαν το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας για να χτίσουν νέες παραγωγικές μονάδες, να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους κλπ. Όταν λοιπόν η κρίση ξεσπάσει, εμφανίζονται όρια στο πλεόνασμα των εμπορευμάτων που μπορούν να συσσωρεύουν καθώς η παραγωγή γρήγορα μειώνεται όταν οι πωλήσεις πέφτουν και αρχίζουν να μένουν προϊόντα απούλητα, η υπερπαραγωγή αρχίζει να γίνεται ορατή. Όμως αν η μείωση της παραγωγής είναι αρκετά σοβαρή, τότε αρχίζουν να εκτίθενται όλα τα πλεονάζοντα εργοστάσια, κι όλα τα πλεονάζοντα μηχανήματα των εργοστασίων αυτών. Αυτό το “κρέμασμα” της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας είναι ένα πολύ, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από κάθε βραχυπρόθεσμο στοκάρισμα πλεοναζόντων εμπορευμάτων προς πώληση.

3.2 Η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου

Άν το βασικό πρόβλημα στις καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις είναι ότι υπάρχει υπερπαραγωγή ή υπερπληθώρα κεφαλαίου, τότε η βασική λύση σε τέτοιες κρύσεις -όσο παραμένουμε μέσα στον καπιταλισμό- είναι να ξεφορτωθεί αυτός κάπως, να εκμηδενίσει, ή να καταστρέψει αυτό το πλεονάζον κεφάλαιο. Μόνο η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου μπορεί να καθαρίσει το πεδίο ώστε να ξεκινήσει μια δυναμική νέα ανάπτυξη. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι Μαρξ και Έγκελς περιγράφουν τις καπιταλιστικές κρίσεις καθ’ αυτόν τον τρόπο:

“Στις κρίσεις αυτές ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές. Και πώς μπορεί η αστική τάξη να ξεπεράσει αυτές τις κρίσεις; Απ’ την μια με την βεβιασμένη καταστροφή ενός μέρους των παραγωγικών δυνάμεων, απ’ την άλλη με την κατάκτηση νέων αγορών, και με την πιο βαθιά εκμετάλλευση των παλιών. Με άλλα λόγια, στρώνοντας τον δρόμο για ακόμα πιο εκτεταμένες και πιο καταστροφικές κρίσεις, και εκμηδενίζοντας τα μέσα με τα οποία μπορούν να αποφευχθούν οι κρίσεις.” (Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Έγκελς – Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1848).

Είναι σαφές σ’ αυτό το σημείο ότι η κεντρική μέθοδος με την οποία ξεπερνιούνται οι κρίσεις υπερπαραγωγής στον καπιταλισμό, είναι μέσω της καταστροφής του πλεονάζοντος κεφαλαίου που έχει συσσωρευθεί. (Θα δούμε για την επέκταση των αγορών αργότερα σε συνάρτηση με τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό). Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόπο για την καταστροφή πλεονάζοντος κεφαλαίου, μέθοδοι που ποικίλουν απ’ το προσωρινό κλείσιμο των εργοστασίων, μέχρι την ολική και φυσική καταστροφή τους.

3.3 Φυσική καταστροφή εναντίον απλής υποτίμησης

Πρέπει να δούμε λοιπόν σε ποιόν βαθμό και σε ποιά πλαίσια, μπορεί το κεφάλαιο να “καταστραφεί” μέσω απλών λογιστικών μαγειρεμάτων, π.χ. μέσω της απαξίωσης ή υποτίμησής (όπως καλείται συνήθως στον επιχειρηματικό κόσμο) του. Προφανώς, το κεφάλαιο που υφίσταται μια φυσική διάλυση ή καταστροφή, υποτιμάται δραστικά (αν και τα απομεινάρια του μπορεί να έχουν μια κάποια αξία, ακόμα και ως παλιομέταλλα). Όμως θα μπορούσε το κεφάλαιο να υποτιμηθεί απλώς μέσω μιας υποτίμησης χωρίς να αναγκαστεί να διαλυθεί ή να καταστραφεί; Η ερώτηση αυτή είναι λίγο περίεργη.

Στις Θεωρίες για την Υπεραξία, ο Μαρξ γράφει:

“Όταν μιλάμε για την καταστροφή του κεφαλαίου μέσω των κρίσεων, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δυο παραγόντων. Στον βαθμό που η διαδικασία αναπαραγωγής (του κεφαλαίου) και η διαδικασία της εργασίας περιορίζονται ή υπό ορισμένες συνθήκες παύουν πλήρως, καταστρέφεται πραγματικό κεφάλαιο. Τα μηχανήματα που δε χρησιμοποιούνται δεν είναι κεφάλαιο. Η εργασία που δεν εκμεταλλεύεται ισοδυναμεί με χαμένη παραγωγή. Οι πρώτες ύλες που μένουν αχρησιμοποίητες δεν είναι κεφάλαιο. Τα κτίρια (ακόμη και τα ολοκαίνουρια μηχανήματα) που δε χρησιμοποιούνται είτε μένουν κλειστά, τα εμπορεύματα που σαπίζουν στις αποθήκες -όλα αυτά είναι καταστροφή κεφαλαίου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η διαδικασία της αναπαραγωγής βρίσκεται σε κρίση και ότι τα υπάρχοντα μέσα παραγωγή δε χρησιμοποιούνται πραγματικά ως μέσα παραγωγής, τίθενται σε αχρηστία. Έτσι, η αξία χρήσης τους και η ανταλλακτική αξία τους πηγαίνουν κατά διαόλου. (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμος ΙΙ).

Πριν συνεχίσουμε από κει που σταματά το απόσπασμα του Μαρξ, είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποια σχόλια. Ο Μαρξ θέλει εδώ να δώσει έμφαση στο ότι το κεφάλαιο που δε χρησιμοποιείται πραγματικά στην παραγωγική διαδικασία, δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο. Είναι σαν να μην υπήρχε καν, από την άποψη της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα. Ωστόσο, ακόμη κι αν δε χρησιμοποιούνται ως κεφάλαιο επί του παρόντος, τα σταματημένα μηχανήματα και τα άδεια εργοστάσια μπορούν αργότερα να χρησιμοποιηθούν (μόλις ξεκινήσει μια νέα φάση ανάπτυξης ενδεχομένως), κι έτσι τότε θα χρησιμεύσουν ως κεφάλαιο. Έτσι, απ’ αυτήν την άποψη είναι τουλάχιστον παρεξηγήσιμο να πούμε ότι “πραγματικό κεφάλαιο καταστρέφεται” απλώς και μόνο επειδή δε χρησιμοποιείται στην τρέχουσα παραγωγή. Ίσως ο Μαρξ να έπρεπε να είχε μιλήσει για “αποθεματικό κεφάλαιο” εδώ, ή κάτι τέτοιο. (Αλλού, ο Μαρξ μιλάει όντως για πρώτες ύλες που κρατιούνται σε ετοιμότητα για την παραγωγική διαδικασία ως “εν υπνώσει” ή “δυνητικό” κεφάλαιο. Πηγή: Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, τμήμα 1, κεφάλαιο 5). Στην πράξη, οι σύγχρονες καπιταλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν όντως τεράστια ποσά αποθεματικού κεφαλαίου -δηλαδή εργοστασίων και μηχανημάτων που δε χρησιμοποιούνται επί του παρόντος ως κεφάλαιο, όμως που η επιχείρηση συντηρεί για πιθανή εκμετάλλευσή τους στο μέλλον. Το 2003, τα επίσημα ποσοστά χρησιμοποίησης του κεφαλαίου στη βιομηχανία των ΗΠΑ ήταν λίγο κάτω από 75%, δηλαδή το ένα τέταρτο του αμερικανικού κεφαλαίου δεν χρησιμοποιούταν ως κεφάλαιο. Όμως καθώς η πραγματική χρήση του κεφαλαίου υπολείπεται κατά πολύ των επίσημων στατιστικών, θα ήταν μάλλον πιο ακριβές να πούμε ότι λιγότερο από το μισό υπάρχον κεφάλαιο είναι σήμερα “πραγματικό κεφάλαιο” (κεφάλαιο δηλαδή που πράγματι χρησιμοποιείται ως κεφάλαιο στην παραγωγική διαδικασία).

Απ’ την άλλη, όταν τίθενται σε αχρηστία ένα σωρό εργοστάσια και μηχανήματα, συχνά δεν είναι παρά το πρώτο βήμα προς την τελική διάλυση και πραγματική καταστροφή τους. Κάτι τέτοιο επαληθεύεται ιδίως σε μακρές και σοβαρές φάσεις ύφεσης, κατά τη διάρκεια μιας μείζονος κρίσης υπερπαραγωγής. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, αυτό που φαίνεται για ένα διάστημα να είναι απλά αποθεματικό ή αχρησιμοποίητο κεφάλαιο, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κάτι πιο κοντά σε νεκρό ή κατεστραμμένο κεφάλαιο που απλώς περιμένει το πιστοποιητικό θανάτου του. Επιπλέον, όπως συνεχίζει ο Μαρξ στο κείμενό του, το κεφάλαιο που μένει αχρησιμοποίητο λόγω κρίσης, τυπικά πρέπει να υποτιμηθεί σημαντικά, κι αυτή η υποτίμηση ήδη τυποποιεί την μερική καταστροφή του κεφαλαίου αυτού:

“Δεύτερον, ωστόσο, η καταστροφή του κεφαλαίου στις κρίσεις σημαίνει και την υποτίμηση των αξιών αυτών που τις εμποδίζει απ’ το να ανανεώσουν έπειτα την αναπαραγωγική διαδικασία ως νέα κεφάλαια, στην ίδια κλίμακα. Αυτό είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών των εμπορευμάτων. Δεν προκαλεί την καταστροφή καμμίας αξίας χρήσης. Αυτό που χάνεται εδώ, κερδίζεται αλλού. Οι αξίες που χρησιμεύουν ως κεφάλαιο εμποδίζονται από το να ξαναχρησιμοποιηθούν ως κεφάλαιο στα χέρια του ίδιου ατόμου. Έτσι, οι παλιοί καπιταλιστές χρεωκοπούν… Ένα μεγάλο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου της κοινωνίας, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου, καταστρέφεται μια για πάντα, παρόλο που αυτή η ίδια η καταστροφή του, καθώς δεν επηρεάζει την αξία χρήσης, μπορεί κάλλιστα να επισπεύσει την νέα του αναπαραγωγή” (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμος ΙΙ).

Ωστόσο, η ακριβής διαδικασία που ο Μαρξ περιγράφει εδώ φαίνεται να ήταν πιο τυπική της προ-μονοπωλιακής εποχής, για την οποία έγραφε. Σήμερα, σ’ αυτό που συνήθως λέμε μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, είναι συνήθως σε θέση να αποφεύγουν τις αρκετά συνηθισμένες ήπιες υφέσεις, και να ρίχνουν την παραγωγή ή να κλείνουν μερικά εργοστάσια για λίγο, χωρίς να είναι αναγκασμένες να ξεγράψουν το κεφάλαιο αυτό ή να το πουλήσουν με ζημία σε κάποια άλλη επιχείρηση. Και όπως αναφέραμε παραπάνω, ακόμα και σε περιόδους σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις κρατούν τυπικά ένα σημαντικό πλεόνασμα αποθεματικής παραγωγικής ικανότητας να υπάρχει -δηλαδή, κεφάλαιο υπό την μορφή αχρησιμοποίητων μηχανημάτων κι εργοστασίων, το οποίο δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο, αλλά είναι διαθέσιμο να τεθεί σε λειτουργία (Στμ: βλέπε κατ’ αναλογία τις στρατιές των “ευέλικτων”, “δια βίου εκπαιδευόμενων” ανέργων, που μένουν σε ετοιμότητα να “απασχοληθούν” όποτε η χρήση της παραγωγικής ικανότητας προβλέπεται κερδοφόρα)

Η φυσική καταστροφή του κεφαλαίου πάντοτε ακολουθεί μια υποτίμηση των αξιών, όμως το αντίθετο δεν είναι αναγκαστικά αληθές. Κάθε επιβεβλημένη υποτίμηση των αξιών σε μια οικονομική κρίση -ακόμη κι όταν συμβαίνει- δεν καταλήγει πάντοτε στη φυσική καταστροφή του κεφαλαίου.

Ακόμη κι αν το αποθεματικό κεφάλαιο υποτιμάται και πωλείται σ’ ένα ξεπούλημα σε μια άλλη εταιρία, η αξία χρήσης του παραμένει ακέραια. Διότι μπορεί σχετικά άμεσα να ξανατεθεί σε λειτουργία, κι ως εκ τούτου η ύπαρξή του παραμένει εμπόδιο για τη δημιουργία νέων εργοστασίων, νέων μηχανημάτων. Απ’ αυτήν την άποψη, η απλή υποτίμηση κεφαλαίου δεν ισοδυναμεί με την πραγματική καταστροφή του. Μόνο η πραγματική καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου μπορεί αυθεντικά να καθαρίσει το έδαφος για μια μείζονα νέα επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων. Η υποτίμηση χωρίς την πραγματική καταστροφή δεν είναι αρκετεί για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της αποθεματικής παραγωγικής ικανότητας.

Μπορούμε λοιπόν τώρα να δούμε καθαρά γιατί οι μεγάλες φυσικές καταστροφές είναι στην πράξη κάτι θετικό για τον καπιταλισμό ως σύστημα. Περιλαμβάνουν την καταστροφή του κεφαλαίου καθώς και την καταστροφή πολλών καταναλωτικών αγαθών (σπιτιών, οχημάτων, επίπλων κλπ) που πρέπει μετά να αντικατασταθούν. Οι καταναλωτές μπορεί να έχουν ή να μπορούν να δανειστούν τα χρήματα για να αγοράσουν τα νέα αγαθά, ή μπορεί και όχι. Όμως οι καπιταλιστές, ως τάξη, έχουν ένα τεράστιο πλεόνασμα υπεραξίας το οποίο πρέπει να επενδύσουν, και η καταστροφή τυχόν εργοστασίων ή μηχανημάτων από κάποια φυσική καταστροφή ανοίγει τέτοιες ευκαιρίες επένδυσης.

Όσο πιο εκτεταμένη είναι η καταστροφή του κεφαλαίου -για τον οποιονδήποτε λόγο, από τρομερές φυσικές καταστροφές μέχρι πολέμους- τόσο το καλύτερο για την οικονομική υγεία του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό είναι κι ένα μέρος του λόγου που ο καπιταλισμός -ιδιαίτερα στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική μορφή του- οδηγεί σε τόσο τρομερούς πολέμους και μαζικές καταστροφές.

Categories
Uncategorized

Mικρή υπενθύμιση για τους όψιμους(;) φίλους της δημοκρατίας,12/5/2012

μικρή υπενθύμιση για τους όψιμους(;) φίλους της δημοκρατίας

Image

Ο αποτροπιασμός των επίσημων εκπροσώπων της δημοκρατίας μπροστά στις πλέον απαρχαιωμένες μορφές του φασισμού (ναζιστικοί χαιρετισμοί, σβάστικες κλπ) δεν είναι αρκετός για να κρύψει την ουσιαστική συμφωνία δημοκρατών και φασιστών ως προς τα μέτρα και το περιεχόμενο που πρέπει να λάβει σήμερα η επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στο προλεταριάτο: διαίρεση σε νόμιμους και παράνομους, εκμεταλλεύσιμους και πλεονάζοντες, επιχειρήσεις-σκούπες και στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πλεονάζοντες, στρατιωτική καταστολή των διαδηλώσεων και των αγώνων, φυλακίσεις, προληπτικές προσαγωγές και τρομονόμοι, δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων και υγειονομικών, οικονομικών και στρατιωτικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, “εθνική ενότητα”, ανασφάλεια, εμπορευματοποίηση του φόβου. Μέτρα δηλαδή που λαμβάνουν ήδη οι δημοκράτες σωτήρες του έθνους χωρίς να έχουν ανάγκη τους φασίστες συναδέλφους τους.

Κουνώντας μας το σκιάχτρο του φασισμού, οι δημοκράτες μας, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κι αφεντικά, και ιδιαίτερα οι αριστεροί τέτοιοι, θέλουν σ’ αυτή τη φάση να μας πείσουν ότι δεν είναι και ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί, ενώ στο μέλλον είναι έτοιμοι να μας ζητήσουν να συσπειρωθούμε πίσω τους για να σώσουμε τη δημοκρατική μορφή του καπιταλισμού, ως το μη χείρον. Θα ήταν γελοίο αν δεν είχε επαναληφθεί τόσες φορές και με τόσο τραγικές συνέπειες στο παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση μάλιστα, ήταν αυτοί οι ίδιοι που έστρωσαν τον δρόμο για τον φασισμό όποτε το καπιταλιστικό σύστημα βρέθηκε σε κρίση:

Στην Γερμανία: οι ναζί ανέρχονται στην εξουσία με τις εκλογές του 1932, μόνο αφότου προηγήθηκε η καταστολή στο αίμα της προλεταριακής εξέγερσης του 1918-19 απ’ τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και το δημοκρατικό κράτος. τα Freikorps, τα τάγματα θανάτου που επιστράτευσαν οι σοσιαλδημοκράτες υπουργοί εναντίον των εξεγερμένων εργατών, ήταν το φυτώριο των μετέπειτα ναζιστικών ταγμάτων εφόδου, που διέπρεψαν σε δολοφονίες κομμουνιστών όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπνεχτ, υπό τη σοσιαλιστική κυβέρνηση. Με την εξάλειψη του προλεταριάτου απ’ το ιστορικό προσκήνιο, οι μικροαστοί και οι στρατιωτικοί, απελπισμένοι απ’ την οικονομική κρίση που επιδεινώθηκε απ’ τις εξευτελιστικές συνέπειες της ήττας στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο και το αδιέξοδο της αριστεράς, στρέφονται μαζικά στους ναζί. Ταυτόχρονα, οι ναζί στηρίζονται οικονομικά και πολιτικά από καθώς πρέπει δημοκράτες τραπεζίτες και βιομηχάνους όπως ο Hugo Boss, o Ford, τα αφεντικά της VolksWagen ή της Siemens (που μεταξύ άλλων είχε τη φαεινή ιδέα να λανσάρει το 2003 έναν φούρνο ονόματι Zyklon), ενώ οι δυτικές δημοκρατίες θα ξεπλύνουν στη συνέχεια τους ανανήψαντες ναζί στην εξουσία του μεταπολεμικού, δημοκρατικού κράτους (όπως για παράδειγμα ο μετέπειτα πρόεδρος του γερμανικού συνδέσμου βιομηχάνων Σλέυερ που θα απαχθεί και θα εκτελεστεί από τη RAF).

Στην Ιταλία: Ξανά, ο Μουσσολίνι ανέρχεται στην εξουσία μόνο αφότου η κυβέρνηση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος κατέστειλε αποτελεσματικά το κύμα εργοστασιακών καταλήψεων κι εξεγέρσεων της “κόκκινης διετίας” 1919-20. Η ίδια η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, συνθηκολόγησε με τους φασίστες του Μουσσολίνι, αφού πρώτα ενθάρρυνε τη βία τους απέναντι στους εξεγερμένους εργάτες, προκειμένου να σπρωχτούν αυτοί στην αγκαλιά της αριστερής κυβέρνησης για να τους προστατεύσει. Έτσι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ δεν έκανε τίποτα για τη φασιστική βία (η αστυνομία στο μεταξύ φρόντιζε να αφοπλίζει και να συλλαμβάνει τους αγωνιστές που έπεφταν θύματά της), καταδίκαζε κι αποθάρρυνε τα μέλη του απ’ το να συμμετέχουν στις προλεταριακές πολιτοφυλακές των Arditi del Popolo τη στιγμή που αυτές είχαν στριμώξει τους φασίστες, χαρακτηρίζοντάς τες μάλιστα ως “προβοκάτσιες των δρόμων, απ’ τις οποίες θα πρέπει να κρατηθούν αποστάσεις”.

Στην Ισπανία, το αδιαμφισβήτητο φετίχ κάθε οπαδού των αντιφασιστικών μετώπων, η επανάσταση ήταν η τελευταία αναλαμπή αυτού του ευρωπαϊκού κύματος του μεσοπολέμου, καθώς το προλεταριάτο είχε προφυλαχθεί απ’ την ουδετερότητα που κράτησε η χώρα στην ανθρωποσφαγή του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Απέναντι σ’ έναν απαρχαιωμένο κρατικό μηχανισμό που γινόταν ολοένα και πιο δικτατορικός, οι αναρχικοί της CNT/FAI επέλεξαν να υποστηρίξουν σιωπηλά την ανάδειξη μιας αριστερής κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου, αφενός εγκαταλείποντας την αντιεκλογική κι αντικρατική στρατηγική τους, κι αφεταίρου κλείνοντας τους εργάτες στα κατειλημένα εργοστάσια και τις αγροκολλεκτίβες, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραγωγή που ήταν πλέον απαραίτητη στην πολεμική οικονομία του αντιφασιστικού μετώπου. Έτσι, ενώ η σοσιαλιστική κυβέρνηση συνέχιζε -όπως ακριβώς παρέλαβε απ’ τη δεξιά προκάτοχό της- τις απολύσεις και την καταστολή των εργατικών αγώνων γιατί “παίζουν το παιχνίδι των αφεντικών” (ενάντια στο αριστερό πλέον κράτος) και τα όργανα της αυτοδιαχείρισης γίνονται όργανα περιφρούρησης της παραγωγικότητας (στο όνομα πάντα του αντιφασισμού), το δημοκρατικό, αντιφασιστικό κράτος αφήνει τους εξεγερμένους της Σεβίλλης, της Αραγόνας, της Μαδρίτης να κατασφαγούν απ’ τους φασίστες. Με την κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου να εμφανίζεται ως διαμεσολαβητής μεταξύ των εργατικών αγώνων και του κεφαλαίου, όπως ακριβώς στην Ιταλία, η αριστερά πετυχαίνει να διαλύσει κάθε στοιχείο προλεταριακής αλληλεγγύης. Τον Οκτώβριο του ’34, το ίδιο το δημοκρατικό κράτος φέρνει απ’ το Μαρόκο τον στρατηγό και μετέπειτα δικτάτορα Φράνκο, με στρατεύματα εκπαιδευμένα σε αποικιοκρατικές σφαγές, να καταστείλει την εξέγερση των Αστουριών που κράτησε 15 μέρες απομονωμένη απ’ όλη την υπόλοιπη εργατική τάξη, που δεν μπόρεσε να κρατήσει ούτε μια γενική απεργία για να μη εκτεθεί το δημοκρατικό κράτος απέναντι στον κίνδυνο ενός φασιστικού πραξικοπήματος, απ’ τους ίδιους τους στρατιωτικούς που διατηρούσε η αριστερή κυβέρνηση στην πρώτη γραμμή ενάντια στους εξεγερμένους.

Τον Μάη του 1937, κι ενώ η αριστερή κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου είχε καταφέρει να επανεντάξει στο δημοκρατικό κράτος μέσω της οικονομίας του πολέμου τις “αυτοδιαχειριζόμενες” παραγωγικές μονάδες, η αστυνομία, υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος επιτέθηκε σ’ ένα απ’ τα τελευταία τηλεφωνικά κέντρα υπό εργατικό έλεγχο, ξεκινώντας ένοπλες αντιπαραθέσεις με τoυς αναρχικούς της CNT/FAI και τους αριστερούς αγωνιστές του POUM, σ’ όλη την πόλη. Ενώ οι φασίστες προέλαυναν, το δημοκρατικό κράτος έστειλε 10.000 στρατιώτες εναντίον των προλεταρίων της Βαρκελώνης, το ΚΚ κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις του εναντίον τους, κατηγορώντας (όπως πχ η “Πασσιονάριά” του) τους αναρχικούς για “προβοκάτορες που συνωμοτούν με τον Χίτλερ και τον Φράνκο για να σαμποτάρουν με απεργίες κι αναταραχές τη δημοκρατία”. Οι φασίστες τήρησαν εκεχειρία για όσες μέρες χρειάστηκε στους δημοκράτες συναδέρφους τους να ξεμπερδέψουν με την προλεταριακή απειθαρχία προτού πάρουν οι ίδιοι υπό τον έλεγχό τους την Καταλωνία.

Την ίδια περίοδο, στις χώρες όπου η επανάσταση δεν ηττήθηκε αλλά παρήγαγε ένα “εργατικό κράτος” θα επικρατήσει ο σταλινισμός, επιβάλλοντας τη δική του πειθαρχία στο προλεταριάτο και στήνοντας τα δικά του στρατόπεδα εργασίας. Τα δε δημοκρατικά κράτη λαμβάνουν πάλι αντίστοιχα μέτρα για την υποταγή της εργατικής τάξης: η “κόκκινη απειλή” στις ΗΠΑ και η στρατιωτικοποίηση της εργασίας εν όψει του πολέμου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο όπου έκλειναν οι Βρετανοί τους Εβραίους που αναζητούσαν στην Βρετανική τότε Παλαιστίνη ένα καταφύγιο απ’ τους ναζί, το “ιδιώνυμο” στην Ελλάδα… Η ιστορία του ελληνικού κράτους βρίθει από εναλλαγές όπου εμφανίζεται πότε ως δικτατορικό (Πάγκαλος, Μεταξάς, στρατιωτική χούντα) και πότε ως δημοκρατικό, ενώ δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα στην εναλλαγή προσώπων πίσω απ’ τους θεσμούς (ο μόνος ειλικρινής δημοκράτης που πέρασε ποτέ, ανακοινώνοντας ότι σκόπευε να παρουσιάσει με στοιχεία τη συνέχεια των στελεχών της χούντας στο μεταπολιτευτικό καθεστώς, βρέθηκε νεκρός σ’ ένα “περίεργο” τροχαίο*)… Σε κάθε περίπτωση, εάν ο καπιταλισμός αναγκαστεί να πάρει δικτατορικά μέτρα ενάντια στο προλεταριάτο, θα το κάνει, είτε βρίσκονται στη κυβέρνηση φασίστες είτε όχι.

Αυτό που παρουσιάζεται σαν αντίθεση δημοκρατίας και φασισμού, ελευθερίας και ολοκληρωτισμών, καλού και κακού, δεν είναι παρά διαφορετικές μορφές που πήρε το ίδιο το καπιταλιστικό κράτος προκειμένου να διαχειριστεί την μεσοπολεμική κρίση του καπιταλισμού. Στις χώρες που ξέσπασαν επαναστάσεις και καταστάλθηκαν βίαια, ο μόνος τρόπος να ενοποιηθεί ξανά η διερρηγμένη καπιταλιστική κοινωνία ήταν η δικτατορία. Μακροπρόθεσμα όμως η ωμή βία δεν είναι ικανή από μόνη της να ενσωματώνει το προλεταριάτο και το κράτος γίνεται και πάλι δημοκρατικό, ως την επόμενη φορά που θα τεθεί σε κίνδυνο. Η δημοκρατία άλλωστε είναι μέχρι σήμερα η πιο αποτελεσματική μορφή του κράτους απέναντι στο προλεταριάτο, καθώς στο όνομά της καταστάλθηκαν οι προλεταριακές επαναστάσεις, οδηγήθηκαν οι λαοί σε πολέμους και βαρβαρότητες, απ’ τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, μέχρι τις ανθρωπιστικές εκστρατείες στη Σερβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν. Σήμερα, υπό τον μανδύα της δημοκρατίας, ο καπιταλισμός προσπαθεί να ξαναθέσει υπό τον έλεγχό του το προλεταριάτο των αραβικών χωρών, που εξεγείρεται τόσο ενάντια σε δικτατορικά όσο και σε δημοκρατικά καθεστώτα, για τους ίδιους λόγους που εξεγείρεται το προλεταριάτο στις ΗΠΑ, στη Χιλή, στην Κίνα, στην Ισπανία, κι εδώ στην Ελλάδα… Το διακύβευμα σήμερα, δεν είναι απλά ένα ακόμα Ιράκ (όπου στην καμμένη γη που άφησαν πίσω τους οι εκδημοκρατιστές καλλιεργήθηκε απ’ τους ίδιους ένα ξεσάλωμα του πολέμου όλων εναντίον όλων, και η γενικευμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και ανθρώπινων ζωών), αλλά μια ανοιχτή μαύρη τρύπα (ήδη προεικονίζεται απ’ τον διαρκή εμφύλιο πόλεμο στη Συρία) όπου αυτή η καταστροφή θα παίρνει ολοένα και μεγαλύτερη έκταση, καταπίνοντας ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων, ώστε ο καπιταλισμός να ξεπεράσει την τρέχουσα κρίση μέσω μιας φυγής προς τα μπρος.

Αν καλούμαστε να πάρουμε σήμερα θέση, δεν είναι μεταξύ δημοκρατίας ή φασισμού, αλλά μεταξύ της -δημοκρατικής ή δικτατορικής- καπιταλιστικής καταστροφής του πλούτου και εξάπλωσης της φτώχειας και του πολέμου όλων εναντίον όλων, και του αγώνα που έχουν ξεκινήσει ήδη τα αδέρφια μας στη Συρία, στο Μπαχρέιν, την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Αλγερία και αλλού: μεταξύ καπιταλισμού και παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Στον αγώνα αυτόν θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να περάσουμε πάνω απ’ τα κεφάλια τόσο των φασιστών, όσο και των υπερασπιστών του καπιταλισμού που θα παρουσιάζονται ως δημοκράτες ή ακόμα κι ως αντιφασίστες. Με τα λόγια του Μαλατέστα: αν δεν προχωρήσουμε μέχρι τέλους, θα πληρώσουμε τον φόβο που προκαλέσαμε στην μπουρζουαζία με δάκρυα και αίμα.

Εναλλακτικά, μπορούμε να ετοιμαστούμε να αλληλοεξοντωθούμε με τους “ξένους” γιατί προβλέπεται να μας “παίρνουν τη θέση” στις ουρές για το συσσίτιο.

~~~

* Πρόκειται βέβαια για τον Αλ. Παναγούλη

Categories
Blaumachen

Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου – Βlaumachen και φίλοι, 12/2/2012

«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απ’ την Ευρώπη: το φάντασμα του “κουκουλοφορισμού”. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: Ο βρετανός πρωθυπουργός David Cameron και η Γ.Γ. Αλέκα Παπαρήγα, ο ιταλός υπ.εσ. Roberto Maroni, o Άδωνις και ο Τάκης Φωτόπουλος, ιταλοί COBAS και γερμανοί αστυνομικοί».

Από το rioter.info

Η Κυριακή 12 Φλεβάρη ήταν μία από εκείνες τις ιστορικές στιγμές που οι αντιφάσεις μιας  καπιταλιστικής κοινωνίας συναντιούνται στο χρόνο και στο χώρο, ξεσπούν εκρηκτικά και παράγεται μια νέα πραγματικότητα.  Η ταξική πάλη ανανεώνει δηλαδή τη δυναμική της και η νέα δυναμική αποτελεί επίσης το νέο εγγενές όριο που πρέπει να ξεπεράσει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το γεγονός (κανένα γεγονός μόνο του δεν έχει καθοριστική σημασία από τη σκοπιά της επανάστασης), αλλά η ένταξη του μέσα στην ιστορική διαδικασία ανάδυσης του (μη-) υποκειμένου που παράγεται στην τρέχουσα συγκυρία.

Η Κυριακή αυτή ήταν αναμενόμενη από όλους, αντίθετα από το Δεκέμβρη του 2008. Τους τελευταίους μήνες σε όλη την Ευρώπη περίμεναν πλέον την έκρηξη που αντιστοιχούσε στην Ελλάδα. Την αντιμετώπιζαν όλοι σαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου και μετά από πολλές πολιτικές μανούβρες, την ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ για Κυριακή 12 Φλεβάρη (η ειρωνεία της ιστορίας λειτούργησε στην εντέλεια) και της έδωσαν τον τίτλο «ψήφιση μνημονίου 2». Κανείς δεν έκανε κάτι για να σταματήσει την άφιξη της, κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, όσο κι αν κάποιοι θα το ήθελαν όπως δείχνει το κείμενο ενός νέου «άσπονδου φίλου» των «Γαβριάδων» [1]. Η έκρηξη αυτή είχε τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής που βρισκόμαστε, της «εποχής των ταραχών», και το περιεχόμενο της ήταν αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η διάρθρωση του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα και ταυτόχρονα ενέτεινε το αδιέξοδο αυτό (συμπυκνωμένη έκφραση της οξύτητας του αδιεξόδου αποτελεί η Ελλάδα).

Κάθε σημαντικό γεγονός της ταξικής πάλης είναι εμβαπτισμένο μέσα στο σύνολο των ιστορικά καθορισμένων αντιφάσεων του παρόντος μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και εμφανίζεται πάντοτε με μια ειδική μορφή, φετιχοποιημένο, πολλαπλά διαμεσολαβημένο [2]. Στην παρούσα στιγμή, στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολύ σημαντικής πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της, η σύγκρουση εμφανίζεται σε όλα τα επίπεδα ως πολιτική σύγκρουση (σε πλήρη αντίθεση για παράδειγμα με τον Αύγουστο του 2011 στο Λονδίνο, καθώς η εποχή των ταραχών δεν μπορεί παρά να εξειδικεύεται στις τοπικές -ιστορικές- ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικού σχηματισμού). Η ανακοίνωση της επερχόμενης έκρηξης (ή της πρώτης από μια «αλυσίδα» εκρήξεων)  από το Κράτος ήταν μια πολιτική ανακοίνωση και κατ’ αυτήν την έννοια αποτελούσε ταυτόχρονα την ενσωμάτωση της, ως αναγκαίας έκρηξης, στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση πειθάρχησης, κατασταλτική, μια ενσωμάτωση που γίνεται μέσα στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση «διά του αποκλεισμού». Το Κράτος, στη συνέχεια, μετά το τέλος των γεγονότων και την επιστροφή στην κανονικότητα, μετά τη νίκη του, υποχρεώνεται να παραστήσει ότι ορισμένες  πρακτικές των «κουκουλοφόρων» είναι εγκληματικές, ώστε να μπορέσει προσωρινά να διαχειριστεί τον αναπόφευκτο αντίκτυπο των γεγονότων. Ο λόγος του Κράτους είναι ολοκληρωτικός, απαγορεύει κάθε άλλη άποψη: Κανείς δεν μπορεί να (πει ότι) είναι με τους «κουκουλοφόρους», πόσο μάλλον ότι είναι μία ή ένας από αυτούς και να διεκδικήσει την άρθρωση λόγου στη δημόσια σφαίρα σχετικά με τις πράξεις της Κυριακής.

Δε θα μπορούσε να λείπει από την «αντίσταση ενάντια στο μνημόνιο», όπως χαϊδευτικά ονομάστηκε η όλη κατάσταση, και η εμφάνιση του σημερινού ορίου του συνδικαλισμού. Η 48ωρη γενική απεργία ήταν πράγματι μεγαλειώδης καθώς ανέδειξε σε όλο του το μεγαλείο τον οριστικό θάνατο του εργατικού κινήματος: Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της, ούτε αυτοί που νέμονται μερίδιο υπεραξίας (αληθινής υπεραξίας, καπιταλιστικού κέρδους), μέσα από τη μπίζνα τους που έχει ως πάρεργο (επίσημα αναγνωρισμένο μέχρι στιγμής) την κήρυξη πού και πού γενικών απεργιών. Παρότι οι συνδικαλιστές των τριτοβάθμιων σωματείων είναι ακόμα οι μόνοι κοινωνικά νομιμοποιημένοι να προκηρύσσουν γενικές απεργίες, είναι άφαντοι, ανύπαρκτοι, καθώς έχουν ενημερωθεί έγκαιρα ότι ο συνδικαλισμός αποτελεί παρελθόν και ψάχνουν για άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα (ίσως μια καλή, αν και υψηλού ρίσκου, ευκαιρία επένδυσης να είναι η ασφάλιση των διαδηλώσεων, τώρα που οι διοργανωτές θα πρέπει να πληρώνουν το κόστος των καταστροφών που θα προκαλούνται).  Το γεγονός ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορεί πλέον να συμπεριληφθεί στις μορφές και τις πρακτικές μιας σύγκρουσης στην οποία διακυβευόταν η ίδια η ύπαρξη βασικού μισθού, αποτελεί ένδειξη για το σε ποιο βαθμό έχει πλέον τεθεί εκτός αναπαραγωγής του κεφαλαίου η μισθολογική διεκδίκηση. Ταυτόχρονα αυτή η μη επισήμως εργατική μορφή του προλεταριακού κινήματος αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την συνάντηση του αδιεξόδου της διεκδίκησης με την επερχόμενη διαδικασία κατάργησης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για συνάντηση ρήξης, για ιστορική παραγωγική διαδικασία.

Η Κυριακή ήταν πολύ μαζική και η σύνθεση των «κουκουλοφόρων», όπως και ολόκληρου του διαμαρτυρόμενου πλήθους, διαταξική. Το γεγονός αυτό εκφράστηκε στη μαζικότατη συμμετοχή στις συγκρούσεις με την αστυνομία και στην σχεδόν πάνδημη αποδοχή τους. Κανείς μα κανείς (ούτε το συνδικαλιστικό τους όργανο) δεν βρέθηκε εκείνο το απόγευμα στην πλατεία να υπερασπιστεί τους αστυνομικούς για το ρόλο τους. Δεν βρέθηκαν αυτή τη φορά «ειρηνοποιοί» του κινήματος, όπως το προηγούμενο καλοκαίρι, ο μόνος που τους υποστήριξε ήταν ο εκπρόσωπος του κόμματος της Τάξης, ο επίδοξος πρωθυπουργός. Η αστυνομία στη γενική της έκφραση είναι πάντα η καπιταλιστική τάξη σε θέση μάχης απέναντι στο προλεταριάτο. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία όμως, αποτελεί την υλική έκφραση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό: Για να επιβληθεί η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης πρέπει το ελληνικό κράτος να χάσει την αυτονομία του, να ενσωματωθεί οργανικά πλέον σε έναν ευρύτερο συνασπισμό και να αναγνωριστεί επίσημα η χαμηλή του θέση στην εσωτερική ιεραρχία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς και τη μοίρα των μικροαστικών στρωμάτων. Η επίθεση στην αστυνομία αποτελεί φυσικά αναγκαίο βήμα ρήξης για το ξεπέρασμα των ορίων των πρακτικών «διαλόγου» με το Κράτος για τη διαπραγμάτευση της τιμής της εργασιακής δύναμης ή για οποιοδήποτε άλλο «δικαίωμα». Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία όμως μπορεί να εκφράζει μεταξύ όλων των άλλων και την εσωτερική σύγκρουση μικροαστικών στρωμάτων με το Κράτος που τους ισοπεδώνει. Όπως ξεκάθαρα μας έδειξε η Αίγυπτος του 2011, η επίθεση στις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους δε σημαίνει απευθείας και αμφισβήτηση της πιο σημαντικής καπιταλιστικής κοινότητας, του έθνους [3], ούτε βέβαια και του αληθινού θεού, του χρήματος, και της ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό πολλοί πρώην ή νεότευκτοι «αγανακτισμένοι» συμμετείχαν στις συγκρούσεις και σε πολλές περιπτώσεις η πρακτική της σύγκρουσης συνοδευόταν από το σεβασμό «στις περιουσίες των ανθρώπων» και από βρισιές στους «προδότες γερμανοτσολιάδες ή τούρκους» αστυνομικούς, οι οποίοι «θα έπρεπε να είναι μαζί μας και όχι εναντίον μας». Η Κυριακή αυτή, ακόμη και στα θέατρα των συγκρούσεων, και ειδικά λόγω της πρωτοφανούς μαζικότητας τους, δε θα μπορούσε παρά να έχει το έντονο «εθνικό» και «λαϊκό» στοιχείο που έχει αναγκαστικά παραχθεί σε όλη αυτήν την περίοδο του «αντιμνημονιακού αγώνα».

Πέρα όμως από τη διαταξική συμμετοχή που ήταν απαραίτητη για τη μαζική σύγκρουση με την αστυνομία και τη στήριξη αυτής της σύγκρουσης, σημαντικό στοιχείο της Κυριακής με το οποίο το Κράτος και όλοι οι υπερασπιστές του Πολιτισμού λύσσαξαν, ήταν η λεηλασία και στη συνέχεια η πυρπόληση των καταστημάτων και των άλλων κτιρίων. Η πρακτική αυτή που εμφανίστηκε σε μαζική κλίμακα το Δεκέμβρη του 2008 επανήλθε μετά την οπισθοχώρηση που επέβαλε το συμβάν Μαρφίν το Μάιο του 2010, καθώς η ταξική πάλη είναι μια αλυσιδωτή αντίδραση, η ίδια αποτελεί δυναμική του εαυτού της. Οι πυρπολήσεις των κτιρίων ήταν επίσης αποτέλεσμα της ειδικής πολιτικής μορφής που δεσπόζει στην ταξική πάλη στην Ελλάδα.  Από τη μία πλευρά η αστυνομία έπρεπε να διαφυλάξει επιθετικά το κοινοβούλιο και να ωθήσει τον κόσμο στους γύρω δρόμους, και από την άλλη το βάρος της πολιτικής ιστορίας δεν επιτρέπει στο ελληνικό κράτος να ανεβάσει ακόμη περισσότερο το επίπεδο της καταστολής και να πάρει απροκάλυπτα δικτατορική μορφή (banks or tanks) ακόμα και τώρα, που η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι τόσο σοβαρή. Σε ολόκληρη την περίοδο του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού (στην Ελλάδα ξεκινάει περίπου το 1996) η μετατροπή της αστυνομίας σε στρατό κατοχής στο αστικό περιβάλλον είναι το στοιχείο που έχει επιτρέψει στο αστικό κράτος να παραμένει δημοκρατικό ενώ καταστέλλει σκληρά τα δρώντα κομμάτια του προλεταριάτου. Μέσα στη δεκαετία του 2000 τα παραδοσιακά μπάχαλα άρχισαν να μην είναι πλέον εφικτά, στο βαθμό που η αστυνομία στρατιωτικά δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τις δυναμικές μειοψηφίες που χρησιμοποιούσαν τα μέσα του δρόμου. Έτσι στο φοιτητικό κίνημα του 2006-07, η οργή του νεανικού επισφαλούς προλεταριάτου που απωθούνταν απο την αστυνομία εκφράστηκε ενάντια σε κτίρια της Αθήνας, και το 2008 κάθε ιδιοκτήτης επιχείρησης συνειδητοποίησε ότι πρέπει να αυξήσει τα έξοδα για την ασφάλεια της περιουσίας του από τις επιδρομές των επικίνδυνων τάξεων. Στην αρχή της περιόδου των μνημονίων, η συνάντηση των πρακτικών αυτών με μια από τις τελευταίες εκλάμψεις μιας μορφής συνδικαλιστικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα τη Μαρφίν. Η κοινωνική βία περιθωριοποιήθηκε και καταστάλθηκε από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς για διάστημα περίπου ενός έτους. Στο διαταξικό κίνημα των πλατειών όμως, τέθηκε εκ νέου το ζήτημα της βίας ως κεντρική εσωτερική αντίφαση του κινήματος, καθώς ο νέος γύρος των μέτρων ήταν ακόμη σκληρότερος και οι «πρακτικές των ταραχών» περικύκλωναν τις πλατείες, με αποκορύφωμα τις 28-29 Ιουνίου 2011. Γινόταν από τότε ορατό ότι ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού έτειναν να εμπλακούν στις συγκρούσεις με την αστυνομία.

Το κομμάτι του προλεταριάτου που πυρπολεί και λεηλατεί αποτελεί παραγωγή της περιόδου του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά του τελευταίου διαστήματος που οδήγησε στην κρίση. Όλοι αυτοί που το Νοέμβρη του 2005 μιλούσαν για γεγονότα που αφορούν το κοινωνικό περιθώριο στη Γαλλία, το Μάρτη του 2006 για «αλήτες που επιτίθενται στις φοιτητικές πορείες», το Δεκέμβρη του 2008 για «μητροπολιτική εξέγερση από αυτές που συμβαίνουν κάθε τόσο αλλά σβήνουν σαν πυροτεχνήματα και σημασία έχει τί κάνει το εργατικό κίνημα», όλοι αυτοί άρχισαν να ζορίζονται όταν τον Αύγουστο του 2011 εξερράγη το Λονδίνο. Το κομμάτι αυτό του προλεταριάτου δεν μπορεί να σταματήσει εκ των έσω την παραγωγική διαδικασία (τουλάχιστον όχι ακόμη), συνεπώς δρα στο επίπεδο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Το αναδυόμενο (μη-)υποκείμενο είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και μη-υποκείμενο, λόγω της ιστορικά καθορισμένης σχέσης ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τον αποκλεισμό από την διαδικασία παραγωγής αξίας. Το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι αν παράγεται με ποσοτικούς όρους  αύξηση του λούμπεν προλεταριάτου, αλλά το ότι παράγεται αύξηση της λουμπενοποίησης του προλεταριάτου – μιας λουμπενοποίησης που όμως δεν εμφανίζεται σαν εξωτερικότητα σε σχέση με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας αλλά σαν καθοριστικό στοιχείο του ορισμού του. Η επισφάλεια, το «μέσα-έξω», παράγουν ένα (μη-)υποκείμενο (μη) αποκλεισμένων, αφού η ενσωμάτωση τείνει ολοένα περισσότερο να γίνεται διά του αποκλεισμού, ιδίως για τους νέους. Πρόκειται για μια δυναμική, μια κίνηση που ανανεώνεται συνεχώς. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ριζικό αποκλεισμό από τη μισθωτή σχέση, κυρίως αναφερόμαστε στον αποκλεισμό από ό,τι θεωρείται «κανονική» εργασία, «κανονικός» μισθός, «κανονική» επιβίωση. Σε ένα περιβάλλον παραγωγής πλεονάζοντος πληθυσμού και βίαιης επίθεσης στην ιστορικά προσδιορισμένη αξία της εργασιακής δύναμης, το πολυαναμενόμενο «υποκείμενο» χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του. Δεν υπάρχει «υποκείμενο» χωρίς να έχει δοθεί διαχωρισμένα η «αντικειμενικότητα» που του επιτρέπει να διάγει βίο υποκειμένου. Μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού χάνεται το έδαφος (η αγκύρωση στη μισθωτή σχέση) και ταυτόχρονα το οξυγόνο (η δυνατότητα διεκδίκησης βελτίωσης των όρων ζωής). Αυτοί που έχουν ήδη εγκλωβιστεί στο συνεχές επισφάλεια / αποκλεισμός διεμβολίζουν το κίνημα το οποίο τείνει ακόμα να επικαλείται μια «κανονική» εργασία και έναν «κανονικό» μισθό, και το κίνημα αυτό διεμβολίζεται αποτελεσματικά από το (μη-)υποκείμενο επειδή έχει ήδη διεμβολιστεί και διεμβολίζεται από τον συνεχή βομβαρδισμό της «κανονικής» εργασίας και του «κανονικού» μισθού από το κεφάλαιο. Όλη αυτή η κατάσταση παράγει τις καταστροφικές πρακτικές ως απόκλιση στο εσωτερικό της κίνησης του προλεταριάτου και  πιέζει το κεφάλαιο να εντείνει την κατασταλτική διάσταση της αναπαραγωγής του ως σχέσης και να προσπαθεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο και πιο βίαια το ποσοστό εκμετάλλευσης.

Με τις πρακτικές της Κυριακής (τις πρακτικές των ταραχών) τα συγκεκριμένα κομμάτια του προλεταριάτου γίνονται, εντός της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας, παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης. Ο ρόλος του (μη-)υποκειμένου αντανακλά την επανάσταση που παράγεται σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων, η οποία είναι η κατάργηση όλων των διαμεσολαβήσεων της αξίας, δηλαδή όλων των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, και όχι η ανάληψη της εξουσίας από τους εργαζόμενους. Ο ορίζοντας της επανάστασης (αυτής της περιόδου) δεν είναι το επαναστατικό πρόγραμμα που περιμένει την προσέλευση εκείνου του «υποκειμένου» που θα πρέπει αναπόφευκτα να υποδυθεί τον κεντρικό ρόλο. Οι παραγωγικοί εργαζόμενοι, παρά τον ειδικό τους ρόλο, δεν παράγονται σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων ως ένα διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα κομμάτια υποκείμενο της επανάστασης που θα καθοδηγήσει τη διαδικασία μετατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε «κοινωνία εργασίας», η επανάσταση δεν θα έχει ως επίδικο τον «έλεγχο της παραγωγής». Στο μέλλον, οι καταστροφικές πρακτικές που αναδύονται σήμερα θα βρουν το όριο τους στην ίδια την αναπαραγωγή τους και δε θα μπορούν να αφορούν μόνο την καταστροφή σταθερού κεφαλαίου ως «ζημιά» ή ως προσωρινό σαμποτάζ. Για τη συνέχιση της ζωής μέσα στον αγώνα οι πρακτικές θα μετασχηματιστούν και θα αναγκαστούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη των μέσων παραγωγής ως μέσων παραγωγής αξίας. Η αμφισβήτηση αυτή δε θα είναι μια μονολιθική  διαδικασία προς κάποια «νίκη», αλλά θα φέρει μέσα της όλες εκείνες τις συγκρούσεις που θα παράγουν, ως ρήξεις, την κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, δηλαδή την κατάργηση της αξίας και μαζί την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου. Προς το παρόν, μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, το (μη-)υποκείμενο γίνεται πλέον δρώσα δύναμη, εμφανίζεται συνεχώς και οι πρακτικές του τείνουν να συνυπάρχουν «ανταγωνιστικά» με τις πρακτικές διεκδίκησης, αλλά και οι πρακτικές διεκδίκησης τείνουν να «μιμούνται» τις πρακτικές των ταραχών, που αναγκαστικά τις μαγνητίζουν καθώς έχει καταργηθεί ο «κοινωνικός διάλογος».

Τον Σεπτέμβριο του 2011 γράφαμε σχετικά με την τότε συγκυρία: «Το σημαντικό στις μελλοντικές εξελίξεις, ως κρίση και ένταση της ταξικής πάλης,  είναι η εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στις πρακτικές τύπου Αγγλίας [Αυγούστου 2011] και στις πρακτικές των «αγανακτισμένων». Η σχέση αυτή αποκτά βαρύνουσα σημασία λόγω της ρευστότητας ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δομούμενα υποκείμενα (η ανεργία έχει μπει στο κέντρο της  μισθωτής σχέσης). Η σχηματοποίηση του νέου ορίου (η αστυνομία, το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός) οδηγεί σε μια νέα μορφοποίηση που επιχειρούμε να προσεγγίσουμε με τον όρο «ταραχές». Οι «ταραχές» περικυκλώνουν τα κινήματα των «αγανακτισμένων», τα διεμβολίζουν και τελικά διεισδύουν σ’ αυτά και παράγουν αποκλίσεις ανάμεσα σε πρακτικές των κινημάτων αυτών (μια πρώτη έκφανση αυτού του γεγονότος αποτελεί το διήμερο 28-29 Ιουνίου στην Ελλάδα). Η διαλεκτική της απόκλισης δουλεύει πυρετωδώς…». Η Κυριακή συνιστά υπέρβαση κατά το ότι πλέον οι πρακτικές έχουν συναντηθεί, έχουν έρθει αντιμέτωπες εν δράσει. Η συνάντηση των πρακτικών είναι αποτέλεσμα της δυναμικής που παράγει την αμοιβαία διείσδυση ανάμεσα στους «αγανακτισμένους», τους «προλεταριοποιούμενους μικροαστούς», τους δημόσιους υπαλλήλους, τους νέους, τους επισφαλείς/ανέργους. Η διαλεκτική κίνηση των πρακτικών ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Όμως αυτή η διαλεκτική δε θα εξελιχθεί μέσα σε κενό αέρος, είναι εμβαπτισμένη και αυτή στη συνολική δυναμική της ταξικής πάλης: «Τα τετρακόσια ευρώ αμοιβή δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τις περικοπές στο κέρδος των φαρμακείων, ούτε με τις περικοπές των επιδομάτων των ΔΕΚΟ ή των τραπεζών, ούτε με τις περικοπές των επικουρικών, ούτε με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, ούτε με τίποτα από όλα εκείνα που οδηγούν συνδικαλιστές και εργαζόμενους σε καταλήψεις, διαδηλώσεις και απεργίες διαρκείας. Όταν οι παραπάνω λοιπόν φτάνουν σε τέτοια όρια όπως ισχυρίζονται, τότε τι ακριβώς θα κάνουν αυτοί που αποδεδειγμένα δεν έχουν καμιά ελπίδα επιβίωσης; Τα παιδιά των υποβαθμισμένων γειτονιών που τριγυρνούν στους αθλητικούς συνδέσμους των αφορολόγητων εφοπλιστών μισούν το κέντρο της Αθήνας και τα όμορφα φώτα του. Οι νέοι άνεργοι της πρωτεύουσας είναι απελπισμένοι και έτοιμοι να μην ανεχτούν πάνω τους τη λέπρα του κοινωνικού περιθωρίου. Τους μιλάμε για αλληλεγγύη. Τρίχες. Κανείς δεν θυσιάζει ούτε το ελάχιστο […] για να πάρουν μερικά ευρώ παραπάνω οι εικοσάρηδες της Ελλάδας». [4]Οι πρακτικές ανήκουν σε δομούμενα από την ίδια την ταξική πάλη σήμερα, ρευστά και διαρκώς αναδιαμορφωνόμενα υποκείμενα. Μέσα στη συγκυρία κάθε κρίσης όπου το πραγματοποιούμενο κέρδος δεν αρκεί για να εμφυσήσει πνοή ζωής σε όλη την τεράστια μάζα της αποκρυσταλλωμένης εργασίας του παρελθόντος, το προλεταριάτο, μέσα στη διαδικασία συμπίεσης του, κατακερματίζεται ακόμη περισσότερο. Μέσα όμως στην τρέχουσα συγκυρία στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η αποβολή της διεκδίκησης από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, δυναμική  που αποτελούσε συστατικό στοιχείο όλης της προηγούμενης περιόδου, η δυναμική της κρίσης μετατρέπεται πλέον σε δυναμική κρίσης της ίδιας της μισθωτής σχέσης. Καθώς εφαρμόζεται η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης και η μαύρη εργασία γίνεται τάση που καθοδηγεί την τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, δεν φαίνεται καθόλου εύκολο για το κεφάλαιο να διαχειριστεί τον αναγκαίο για την αναπαραγωγή του ποιοτικό διαχωρισμό ανάμεσα στα «ενσωματώσιμα» στρώματα του προλεταριάτου και τον πλεονάζοντα πληθυσμό.  Ο διαχωρισμός αυτός, η κατανομή της εργασιακής δύναμης, είναι μεν δομικό στοιχείο κάθε περιόδου του κεφαλαίου, τα κρίσιμα όμως στοιχεία τώρα είναι αφενός το ότι το αποβαλλόμενο κομμάτι τείνει να μεγεθύνεται και προεικονίζεται μια κατάσταση στην οποία θα αποτελεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού, και αφετέρου το ότι η διάκριση μεταξύ ενσωμάτωσης και μη είναι πια απολύτως ενδεχομενική.

Κάθε πρόβλεψη είναι επικίνδυνη καθώς η συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου εμπεριέχει το στοιχείο του απρόβλεπτου και της δημιουργίας πολλαπλών ρήξεων. Η ιστορικής σημασίας μεταβολή στο «εθνικό ζήτημα» που τίθεται επί τάπητος ως αναγκαία για την αναπαραγωγή της τρέχουσας διάρθρωσης του κεφαλαίου εγγράφει στη συγκυρία την πιθανότητα μιας «εθνικής» αριστερής ή φασιστοειδούς αντεπανάστασης, η οποία βέβαια δεν μπορεί να έχει τη σταθερότητα (εθνικοσοσιαλιστική ενσωμάτωση στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου εντός των ορίων ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού) των φασισμών του παρελθόντος. Αυτή θα παραχθεί ως αναγκαία την όποια ώρα αποβεί ύστατη από την σκοπιά του κεφαλαίου, το οποίο αναγκάζεται να λειτουργεί με όρους «πολιτικής οικονομίας κινδύνου». Η οικειοποίηση πρακτικών σύγκρουσης και η συνεχώς αναπαραγόμενη κατάσταση πολέμου μέσα στην οποία είναι απαραίτητο πλέον να διεκδικεί οτιδήποτε το προλεταριάτο, μαζί με την συνολική συμπίεση του εργαζόμενου/άνεργου πληθυσμού, θα παίξουν κι αυτά το ρόλο τους, προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης πρακτικών του (μη-)υποκειμένου των (μη-)αποκλεισμένων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σταθμός της Κυριακής θα είναι μόνο ένας από μια σειρά που προοιωνίζεται πυκνή και τις νύχτες φωτεινή.

][]][[]]][[[]]]][[[[]]][[[]][[][

[1] Α. Αλαβάνος: «Η βία του συστήματος γεννά Γαβριάδες», http://konserbokoyti.blogspot.com/2012/02/blog-post_2450.html

[2] Δες και το κείμενο «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…», http://classwar.espiv.net/?p=1933, στο οποίο εξετάζεται η πολιτική μορφή με την οποία αναγκαστικά εμφανίζεται η σύγκρουση πρακτικών διαφορετικών κομματιών του προλεταριάτου στην Ελλάδα.

[3] Το έθνος ως έννοια αποτυπώνει την αντιφατική ενότητα των τάξεων μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, το κράτος μετασχηματίζει, δηλαδή καθιστά κοινωνικά έγκυρα, τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου, εμφανίζοντάς τα, και θέτοντάς τα σε λειτουργία, ως εθνικά συμφέροντα. Κράτος, έθνος και κεφάλαιο αποτελούν όψεις μιας και της αυτής ταξικής εξουσίας: του καπιταλισμού.

[4] Σινεμά: Η Κόλαση, της Αγγέλικας Ψαρρά, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4858

][][

Πηγή: http://www.blaumachen.gr

Categories
Gilles Dauve

Η βία και η καταστροφή του Κράτους – Gilles Dauvé & Karl Nesic

Η βία και η καταστροφή του Κράτους

Ως μια μικρή υπενθύμιση ας πάμε λίγο πίσω στον χρόνο.

Για λόγους που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ, οι κομμουνάροι του 1871 δεν άλλαξαν πολλά απ’ τον κοινωνικό ιστό: αυτό, συν το ότι η εξέγερση ήταν απομονωμένη σε μία μόνο πόλη, απέτρεψε τους κομμουνάρους απ’ το ν’ απευθυνθούν στ’ αλήθεια στον υπόλοιπο κόσμο, παρά τη γενική λαϊκή υποστήριξη που είχαν στο Παρίσι. Η ανωτερότητα του στρατού των Βερσαλλιών δεν οφειλόταν μόνο στο περισσότερο στράτευμα ή τον καλύτερο οπλισμό: ήταν ο νόμος και η τάξη, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας και το αντιεργατικό της πρόγραμμα που κατάφερε να γίνει πιο συνεκτικά κατανοητό, να τεθεί σε κίνηση και να έχει την υπεράσπιση των αστών πολιτικών, παρά ο κοινοτισμός και η κοινωνική δημοκρατία από του κομμουνάρους ηγέτες.

Στη Ρωσσία, το 1917, σε αντίθεση με τους κομμουνάρους, οι Μπολσεβίκοι ήξεραν πολύ καλά τί ήθελαν -την κατάληψη της εξουσίας- και το κενό εξουσίας που είχε δημιουργηθεί τους επέτρεψε να το καταφέρουν. Οι εξεγερμένοι ξεφορτώθηκαν έναν κρατικό μηχανισμό που ήταν ήδη διαλυμένος, αλλά δεν προσπάθησαν ή δεν κατάφεραν να αλλάξουν την κοινωνική δομή, κέρδισαν στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά τελικά δημιούργησαν μια νέα κρατική εξουσία.

Στην Ισπανία, τον Ιούλη του 1936, η εργατική εξέγερση παρέλυσε τον κρατικό μηχανισμό, όμως μέσα σε λίγες βδομάδες παρέδωσε την πολιτική εξουσία στις ρεφορμιστικές και συντηρητικές δυνάμεις. Από κει και πέρα, κάθε κοινωνική αλλαγή περιοριζόταν από την πίεση ενός επαναθεμελιωμένου κρατικού μηχανισμού, που μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο έστρεψε ανοιχτά την αστυνομία του εναντίον των εργατών.

Στα 1960, το ριζοσπαστικό κύμα ήρθε αντιμέτωπο με τους πειθαρχικούς μηχανισμούς, αλλά ποτέ δεν ξεμπέρδεψε μ’ αυτούς. Η γαλλική γενική απεργία κατέστησε ανίσχυρα τα όργανα της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, μέχρις ότου η παθητική στάση των περισσότερων εργατών επέτρεψε στο Κράτος να επανακτήσει τον ρόλο του. Το κενό εξουσίας δεν μπορούσε να διαρκέσει πάνω από μερικές εβδομάδες, κι έπρεπε να καλυφθεί ξανά.

Αυτή η σύντομη αναδρομή μας θυμίζει ότι ακόμα κι αν στην αφηρημένη συζήτηση είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε την κοινωνική από την πολιτική σφαίρα, στην πραγματική ζωή αυτός ο διαχωρισμός δεν υφίσταται. Οι περασμένες αποτυχίες μας δεν ήταν ούτε κοινωνικές ούτε πολιτικές: ήταν και τα δυο. Η μπολσεβικική κυριαρχία δε θα είχε καταφέρει να εδραιωθεί ως εξουσία πάνω στους προλεταρίους, εάν αυτοί είχαν καταφέρει να αλλάξουν τις κοινωνικές σχέσεις, και οι κοινωνικοποιήσεις μετά το 1936 στην Ισπανία δε θα τελείωναν με καταστροφικό τρόπο, εάν οι εργάτες είχαν κρατήσει την εξουσία που κατέκτησαν στους δρόμους τον Ιούλη του ’36.

Κομμουνιστικοποίηση σημαίνει ότι η επανάσταση δε θα είναι μια διαδοχή φάσεων: πρώτα η διάλυση και καταστροφή της κρατικής εξουσίας, μετά η κοινωνική αλλαγή.

Αν και είναι έτοιμοι να αποδεχθούν κατ’ αρχήν κάτι τέτοιο, αρκετοί σύντροφοι, “αναρχικοί” όσο και “μαρξιστές”, είναι διστακτικοί απέναντι στην ιδέα μιας κομμουνιστικοποίησης που φοβούνται ότι θα δοκίμαζε να αλλάξει τον κοινωνικό ιστό χωρίς να μπει στον κόπο να τσακίσει την κρατική εξουσία. Οι σύντροφοι αυτοί χάνουν το νόημα. Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι αμιγώς ή κυρίως κοινωνική και κατ’ επέκτασιν μη-πολιτική, ή απλώς περιθωριακά πολιτική. Συνεπάγεται την καταπολέμηση των οργάνων καταστολής, τόσο της εξουσίας όσο και ιδιωτικών. Η επανάσταση είναι βίαια. (Με την ευκαιρία, ποιά δημοκρατική επανάσταση επικράτησε ποτέ με ειρηνικά μέσα;)

Ουσιαστικά, η κομμουνιστικοποίηση υπερνικά τις αντεπαναστατικές δυνάμεις αφαιρώντας τους την υποστήριξή τους. Η δύναμη προώθησης των φορέων της δεν προέρχεται απ’ τις εκτελέσεις καπιταλιστών, αλλά απ’ την αφαίρεση των λειτουργιών και της εξουσίας τους. Οι φορείς της κομμουνιστικοποίησης δε σημαδεύουν εχθρούς αλλά υποσκάπτουν και μεταβάλλουν τις κοινωνικές σχέσεις. Η ανάπτυξη μη χρηματικών και μη κερδοσκοπικών σχέσεων αναδύεται μέσα από ολόκληρη την κοινωνία, και θα δράσει ως κύρια ώθηση που θα διευρύνει το ρήγμα μεταξύ του Κράτους και ολοένα και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού. Η επιτυχία μας τελικά θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της ανθρώπινης κοινότητάς μας να επεκτείνεται κοινωνικά. Αυτή είναι η ουσία.

Οι κοινωνικές σχέσεις ωστόσο, είναι ενσαρκωμένες σε κτίρια, σε αντικείμενα και σε όντα με σάρκα και οστά, και η κοινωνική αλλαγή δεν είναι ποτέ ούτε στιγμιαία ούτε αυτόματη. Ορισμένα εμπόδια θα πρέπει να σαρωθούν: ότι απλά να εκτεθούν, αλλά να τελειώνουν. Θα χρειαστούμε κάτι παραπάνω από μια πολιτική ανυπακοή: η παθητική αντίσταση δεν είναι αρκετή. Οι άνθρωποι θα πρέπει να πάρουν θέση, ορισμένοι θα τοποθετηθούν απέναντι στην κομμουνιστικοποίηση και μια επαναστατική μάχη δε δίνεται μόνο με λόγια. Τα κράτη (δικτατορικά ή δημοκρατικά) είναι τεράστιες συσσωρεύσεις ένοπλης βίας. Όταν αυτή η ένοπλη βία αμοληθεί εναντίον μας, όσο μεγαλύτερη είναι η μαχητικότητα των εξεγερμένων, τόσο περισσότερο η ισορροπία δυνάμεων θα χάνεται για την κρατική εξουσία, και τόσο λιγότερη αιματοχυσία θα υπάρξει.

Μια εξεγερτική διαδικασία δε συνίσταται απλώς στην κατάληψη κτιρίων, το στήσιμο οδοφραγμάτων και τους πυροβολισμούς για μια μέρα, που μπορούμε κάλλιστα να ξεχάσουμε την επόμενη. Είναι κάτι περισσότερο από τον απλό αυθορμητισμό και μια επί τόπου εφήμερη συνεύρεση. Αν δεν υπάρχει μια συνέχεια, το κίνημά μας θα φουσκώσει σήμερα και θα ξεθυμάνει αύριο. Ένας αριθμός εξεγερμένων θα πρέπει να παραμείνουν οργανωμένοι και διαθέσιμοι ως ένοπλες ομάδες. (Ούτως ή άλλως, κανείς δεν έχει ταλέντα ή επιθυμίες για τα πάντα). Όμως, αν αυτές οι ομάδες λειτουργήσουν ως σώματα ειδικών στον ένοπλο αγώνα, θα αναπτυχθεί ένα μονοπώλιο της κοινωνικά νόμιμης βίας, και σύντομα θα έχουμε μια “προλεταριακή” αστυνομία, και μαζί της μια “προλεταριακή κυβέρνηση”, έναν “λαϊκό” στρατό κλπ. Η επανάσταση θα λήξει άδοξα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα με πολύ συγκεκριμένους όρους, όπως π.χ. τί να κάνουμε με τα αστυνομικά αρχεία που τυχόν θα βρούμε. Αν και η επανάσταση μπορεί κατ’ εξαίρεσι να κάνει χρήση των αστυνομικών αρχείων και δεδομένων των υπηρεσιών ασφαλείας για λογαριασμό της, βασικά αυτό που θα κάνει είναι να καταστρέψει, όπως και κάθε είδος ποινικών μητρώων.

Η επανάσταση δεν είναι α-πολιτική. Είναι αντι-πολιτική.

Η κομμουνιστικοποίηση περιλαμβάνει την καταστροφή του Κράτους, και τη δημιουργία νέων διαδικασιών διεύθυνσης, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρουν. Κάθε διάσταση αλληλεπιδρά με την άλλη. Καμμία δεν μπορεί να πετύχει χωρίς την επιτυχία της άλλης. Είτε οι δυο αυτές δραστηριότητες θα συνδυαστούν, είτε θα αποτύχουν αμφότερες. Εάν οι προλετάριοι δεν ξεφορτωθούν τα πολιτικά κόμματα, το κοινοβούλιο, τα αστυνομικά σώματα, τον στρατό, κλπ, όλες οι κοινωνικοποιήσεις που θα έχουν πετύχει, όσο προχωρημένες κι αν είναι, αργά ή γρήγορα θα τσακιστούν, ή θα χάσουν τη δυναμική τους, όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1936. Απ’ την άλλη, εάν ο απαραίτητος αγώνας ενάντια στο κράτος και την αστυνομία περιοριστεί απλά σε μια στρατιωτική αναμέτρηση, το ένα στρατόπεδο ενάντια στο άλλο, και αν οι εξεγερμένοι δεν καταλάβουν τις κοινωνικές βάσεις του Κράτους, το μόνο που θα πετύχουν θα είναι η δημιουργία ενός αντι-στρατού, που μοιραία θα ηττηθεί στο πεδίο των μαχών όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1936, καθώς μόνο ένα εν δυνάμει Κράτος μπορεί να έχει υπεροπλία εναντίον του Κράτους.

Η κομμουνιστική επανάσταση δε διαχωρίζει τα μέσα απ’ τους σκοπούς. Κατά συνέπεια, δε θα κατακτήσει (ή διαλύσει) πρώτα την πολιτική εξουσία, ώστε μετά να αλλάξει την κοινωνία. Και τα δύο θα προχωρήσουν με το ίδιο βήμα και θα ενισχύει το ένα το άλλο, διαφορετικά είναι εξίσου καταδικασμένα.

Η κομμουνιστικοποίηση μπορεί να συμβεί μόνο σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από μαζικές απεργίες, τεράστιες διαδηλώσεις, διάχυτες καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και χώρων εργασίας, ταραχές, εξεγερτικές απόπειρες, απώλεια του ελέγχου από το Κράτος επί ολοένα και περισσότερων κοινωνικών ομάδων και περιοχών, με άλλα λόγια μια αναταραχή αρκετά δυνατή ώστε η κοινωνική αλλαγή να πάει βαθύτερα από μια απλή προσθήκη αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων. Η αντίσταση στα αντεπαναστατικά ένοπλα σώματα περιλαμβάνει την ικανότητά μας να σπάμε το ηθικό τους και να τα εξουδετερώνουμε, καθώς και να αντεπιτιθόμαστε όταν μας επιτίθενται. Καθώς η δυναμική της κομμουνιστικοποίησης αυξάνεται, κερδίζει το πλεονέκτημα, αυξάνει το διακύβευμα και καταφεύγει ολοένα και λιγότερο στη βία, ωστόσο μόνο μέσα σε μια παραμυθένια σαπουνόφουσκα μπορεί κανείς να πιστεύει σε μια ολότελα αναίμακτη σπουδαία κοινωνική αλλαγή.

Στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Καράκας το 2006, ο John Holloway δήλωσε: “το πρόβλημα δεν είναι να καταστρέψουμε τον καπιταλισμό, αλλά να σταματήσουμε να τον δημιουργούμε!”. Αυτή είναι πράγματι μια όψη της κομμουνιστικοποίησης, εξίσου εκφρασμένη από έναν απ’ τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα της Ursula Le Guin The Dispossessed (στμ: στα ελληνικά έχει εκδοθεί με τον τίτλο Ο Αναρχικός των δύο Κόσμων): ο στόχος μας δεν είναι τόσο να κάνουμε την επανάσταση, όσο να είμαστε η επανάσταση. Ακριβώς. Όμως η θεωρία του J. Holloway του “να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία” εκκενώνει αυτήν τη διαδικασία από κάθε πραγματικότητα αρνούμενη τον ανταγωνισμό με το Κράτος. Όπως ο Holloway, δε θέλουμε να πάρουμε την εξουσία. Όμως, αντίθετα μ’ αυτόν και τους ακολούθους του, γνωρίζουμε ότι η κρατική εξουσία δε θα εξαφανιστεί κάτω απ’ την απλή πίεση ενός εκατομμυρίου συλλογικοτήτων: Δεν πρόκειται να πεθάνει από φυσικό θάνατο. Αντιθέτως, είναι στη φύση της να κινητοποιεί κάθε διαθέσιμο εφόδιο προκειμένου να υπερασπιστεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Η κομμουνιστικοποίηση δε θα αφήσει την κρατική εξουσία κατά μέρους: είναι αναγκασμένη να την καταστρέψει.

Το σύνθημα των Χαρτιστών “Peacefully if we may, forcibly if we must” (ειρηνικά αν μπορούμε, με τη βία αν αναγκαστούμε), είναι ορθό, στο βαθμό που κατανοούμε ότι θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε βία.

Σε επαναστατικούς καιρούς, η κοινωνική βία και η κοινωνική ευρηματικότητα είναι αδιαχώριστες: η ικανότητα των προλεταρίων να ελέγχουν την ίδια τους τη βία θα εξαρτηθεί απ’ την ικανότητα αυτής της βίας να είναι εξίσου δημιουργική όσο και καταστροφική. Για να είναι η καταστροφή του Κράτους (επιθυμούμε να καταστρέψουμε την εξουσία, κι όχι να την οικειοποηθούμε) παραπάνω από κούφια λόγια, οι αρνητικές πράξεις πρέπει να είναι επίσης θετικές. Όχι όμως δημιουργώντας μια νέα αστυνομία, έναν νέο στρατό, ένα νέο κοινοβούλιο κλπ. Δημιουργώντας νέα, απελευθερωμένα λειτουργικά όργανα, άμεσα εξαρτημένα απ’ τις κοινωνικές σχέσεις.

Πηγή: http://www.troploin.fr απόσπασμα από την αγγλική έκδοση του “Communisation” των Gilles Dauvé και Karl Nesic

Categories
A Murder Of Crows

Η ψευδής κριτική της απελευθέρωσης ζώων – A Murder of Crows

Η σοδειά των νεκρών ελεφάντων: Η ψευδής κριτική της απελευθέρωσης ζώων

του Aden Marcos

σημείωση: το κείμενο αυτό (The Harvest of Dead Elephants: The False Opposition of Animal Liberation) δημοσιεύτηκε στο αξιόλογο αμερικανικό αναρχικό περιοδικό A Murder of Crows (διαθέσιμο στα αγγλικά εδώ), που έβγαλε δυστυχώς μόνο δυο τεύχη (λιγοστά αντίτυπα των οποίων κυκλοφόρησαν και στη Σαλονίκη στα 2007). Η παρούσα μετάφρασις αφιερούται εις τον Τ.

Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν που ως παιδί, να ‘λεγε “όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω κριτικός” – Richard Pryor

Θεωρούμε ότι υπάρχουν κάποιοι που αναλαμβάνουν δράση υπό το ευρύτερο πλαίσιο της απελευθέρωσης των ζώων που μοιράζονται την ίδια ανησυχία με μας για τον ολικό μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την μιζέρια. Ωστόσο, βρίσκουμε αρκετούς μεταξύ των αναρχικών και ριζοσπαστικών κύκλων που άκριτα υιοθετούν τη φιλοσοφία της απελευθέρωσης των ζώων και τον βηγκανισμό. Αυτές οι ιδέες έχουν διατηρήσει μια αδράνεια και προσήλωση που δυστυχώς έχει αντικρουστεί ελάχιστα, ειδικά στη βόρειο αμερική. Ελπίζουμε η παρούσα κριτική να παρέχει ένα σημείο εκκίνησης για μια ευρύτερη κριτική και θεωρητική σκέψη, εργαλείο που μας είναι απαραίτητο αν σκοπεύουμε ν αναλάβουμε αποτελεσματική δράση ενάντια στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση.

Απελευθέρωση Ζώων: μια σύντομη ανασκόπηση

Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων αναπτύχθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε στα 1970 στη Βρετανία, και σε μικρότερο βαθμό στις ΗΠΑ. Η φιλοσοφία του προέκυψε, και συχνά συμπίπτει, μ’ αυτή των δικαιωμάτων των ζώων, που ισχυρίζεται ότι όλα τα ζώα έχουν δικαίωμα να ορίζουν τις ζωές τους, δικαιώματα ηθικά, κι ότι κάποια απ’ αυτά θα πρεπε να νομοθετηθούν, όπως το δικαίωμα να μην κλείνονται σε κλουβιά, να μην κακοποιούνται, να μη σκοτώνονται.

Ο Piter Singer είναι ένας απ’ τους ιδεολογικούς πατέρες του κινήματος απελευθέρωσης των ζώων. Η προσέγγισή του προς ενός είδους ηθικής των ζώων δε βασίζεται στην έννοια των δικαιωμάτων, αλλά στη χρησιμοθηρική αρχή της ίσης εκτίμησης των συμφερόντων. Στο βιβλίο του Animal Liberation (1975), ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να αναγνωρίζουν μια ηθική υποχρέωση στα ζώα όχι βάσει της νοημοσύνης τους, της ικανότητάς τους για ηθική σκέψη, ή κάθε άλλου ανθρώπινου χαρακτηριστικού, αλλά μάλλον στην ικανότητά τους να νιώθουν πόνο. Η ιδεολογία της απελευθέρωσης ζώων δέχεται ότι οι άνθρωποι έχουν το πλεονέκτημα να κάνουν ηθικές επιλογές που στερούνται τα ζώα, οπότε οι άνθρωποι θα πρεπε να επιλέξουν να αποφύγουν ό,τι προκαλεί πόνο.

Ήδη απ’ το φιλοσοφικό ξεκίνημα των δικαιωμάτων των ζώων και της απελευθέρωσης των ζώων, πολλές ομάδες απελευθέρωσης ζώων εμφανίστηκαν σ’ όλον τον κόσμο, η κάθε μία με διαφορετική προσέγγιση, αλλά όλες εργαζόμενες πάνω στον ίδιο πρωταρχικό σκοπό. Αναλόγως, ο βηγκανισμός, ο τρόπος ζωής που βασίζεται στην μη κατανάλωση ζωικών προϊόντων, έχει γίνει ολοένα και πιο δημοφιλής. Πρόθεσή μου δεν είναι να επεκταθώ σ’ αυτό, εδώ πέρα. Ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει μια πληθώρα βιβλίων και ιστοσελίδων με περισσότερες πληροφορίες για το κίνημα απελευθέρωσης ζώων.

Χειραγώγηση, Αντιπροσώπευση και Αφαιρέσεις

Η απελευθέρωση ζώων είναι… ένας πόλεμος. Ένας μακρύς, σκληρός, αιματηρός πόλεμος στον οποίον τα αμέτρητα εκατομμύρια των θυμάτων του υπήρξαν όλα απ’ την μία μεριά μόνον, ανυπεράσπιστα κι αθώα, η τραγωδία των οποίων ήταν ότι γεννήθηκαν μη-ανθρώπινα. – Robin Webb, βρετανικό γραφείο τύπου του ALF

…η πιο αφηρημένη των αισθήσεων, και η πιο εύκολα εξαπατημένη… – Guy Debord, Κοινωνία του Θεάματος

Για να ξεκινήσουμε μια κριτική σε οτιδήποτε, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το πως το αναπαριστούν οι υπερασπιστές του. Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων πρώτα και κύρια απευθύνεται σε διάφορα άκρια κλισέ που αφθονούν στους ακτιβιστικούς κύκλους, όπως και γενικότερα στην κοινωνία.

Οι έννοιες της καλοσύνης, της συμπόνιας, της φιλανθρωπίας, βρίσκονται κοινωνικοποιημένες σε όλους μας στο να είμαστε πολιτισμένοι, υπεύθυνοι, καλοί, έχουν την πρώτη θέση στο λεξιλόγιο της απελευθέρωσης ζώων. Η απελευθέρωση ζώων αυτοσυστήνεται ως μια ηθική και πολιτισμική αξία της ανθρώπινης κοινωνίας, μια διαδικασία “διεύρυνσης του κύκλου της συμπόνιάς μας”. Μας λένε πως οι άνθρωποι μπορούν και οφείλουν να αποφύγουν τον πόνο και το μαρτύριο για κάθε ζώο, κι ότι κάμνοντάς το, η ανθρωπότητα θα βρίσκεται στο σωστό δρόμο για έναν πιο ευγενή και ειρηνικότερο κόσμο.

Αυτή η επικέντρωση στον πόνο και την υποτιθέμενη αναγκαιότητα εκμηδένισής του είναι αρκετά προβληματική. Στον καπιταλισμό, τα ζώα χρησιμοποιούνται ως εμπορεύματα -ως αντικείμενα ο μόνος σκοπός των οποίων είναι να πουλιούνται και ν αγοράζονται- ως αντικείμενα πλήρως. Ως τέτοια, μετριούνται, εμπορευματοποιούνται, τους κολλιέται μια τιμή. Ωστόσο, οι απελευθερωτές ζώων περιορίζουν όλες αυτές τις έννοιες σε ένα απλό σύμπτωμα: τον πόνο. Αυτή η υποβάσθμιση εξαφανίζει τις πολυπλοκότητες και τις ιδιαιτερότητες της χρήσης των ζώων μέσα στα τρέχοντα κοινωνικά πλαίσια, και ισοπεδώνει τη φύση της εκμετάλλευσής τους. Αυτό που μετράει για τους απελευθερωτές ζώων είναι ο πόνος που προκαλείται στα ζώα, και ο αριθμός των ζώων που σκοτώνονται. Πράγμα που γενικά οδηγεί σε γελοίες υπεραπλουστεύσεις για οποιονδήποτε και οτιδήποτε σκοτώνει ζώα. Οι κυνηγοί είναι κακοί επειδή σκοτώνουν ζώα, όπως ακριβώς και μια βιομηχανική φάρμα, ή ένας καταπιεστικός ιδιοκτήτης κατοικιδίου. Για τους απελευθερωτές ζώων, είναι μοναχά θέμα κλίμακας. Συγκεντρώνονται αποκλειστικά στο πως θα σταματήσουν αυτά να υποφέρουν – ένας απόλυτος παραλογισμός από μόνος του.

Ας είμαστε σαφείς, τα ζώα νιώθουν πόνο, υποφέρουν, κι οποιοσδήποτε ισχυρίζεται το αντίθετο είναι ηλίθιος. Το ίδιο όμως κι όποιος ισχυρίζεται ότι ο πόνος και το μαρτύριο αυτό μπορούν απλά να λάβουν τέλος. Ο πόνος είναι αδιαχώριστο συστατικό της ζωής. Τα ζώα μπορούν να πεθάνουν της πείνας στην άγρια φύση, να σπάσουν κάποιο κόκκαλο, να τους σκίσει τα πλευρά κάποιο άλλο ζώο. Ο πόνος, είναι λοιπόν ένας βιολογικός δείκτης του κινδύνου, του τραυματισμού, της ασθένειας. Είναι κάτι που συμβαίνει κάλλιστα στα ζώα, και χωρίς την παραμικρή ανθρώπινη παρέμβαση. Και πάλι, οι απελευθερωτές ζώων αναπαριστούν τον πόνο και τον θάνατο σα συνέπειες ενός ανθρώπινου προπατορικού αμαρτήματος εξ αιτίας του οποίου τα ζώα πάντα χρησιμοποιούνταν και κυριαρχούνταν, καθώς δεν τους αναγνωρίζαμε ίσα δικαιώματα. Δεν προοδεύσαμε λοιπόν. Έτσι, οι απελευθερωτές ζώων, υιοθετούν μια αντιφατική κι επικίνδυνη προοπτική: ότι ο πόνος και τα βάσανα, τουλάχιστον όσον αφορά τα ζώα, μπορούν να λάβουν τέλος, είτε εξ ολοκλήρου, είτε όσο προκαλούνται από ανθρώπινη παρέμβαση. Ωστόσο η ιδέα του ξεμπερδέματος με τον πόνο, είναι εξίσου φαιδρή με το να ήθελε κανείς να τελειώνει με τη θλίψη, προσπαθώντας να κάνει τους ανθρώπους να χαμογελάνε περισσότερο. Ασκήσεις ματαιότητας. Είμαστε αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι σ’ έναν κύκλο ζωής και θανάτο, κι ως εκ τούτου αναγκαστικά εμπλεκόμενοι με τον πόνο και τα βάσανα, όπως και με τη θλίψη και τη χαρά. Κι όμως, μας λένε ότι αν μόνο δεν αποστρέφαμε το βλέμμα μας, θα μας συγκινούσε ο σκοπός τους. Αποκρουστικές εικόνες αίματος και θανάτου σε βιομηχανικές φάρμες και βαρβαρότητες σε εργαστήρια εμβολιασμών υπεραφθονούν στην προπαγάνδα της απελευθέρωσης ζώων. Αυτές οι εικόνες, όπως κι εκείνες με τις οποίες μας σοκάρουν τα δελτία ειδήσεων, χρησιμοποιούνται αναπαριστώντας κι εκμεταλλευόμενες την αθλιότητα. Ενώ τα μήντια μας σοκάρουν και μας εξοικειώνουν με εικόνες παγκόσμιας αθλιότητας, το κίνημα απελευθέρωσης ζώων αναπαριστά την αθλιότητα προκειμένου να μας δημιουργήσει ενοχές και να μας χειραγωγήσει μέσω αυτών προς μια συνολική αποδοχή της προοπτικής του. Δεν είναι σπάνιο να ακούμε τους υπέρμαχους της απελευθέρωσης ζώων να συγκρίνουν την εκμετάλλευση των ζώων με το ολοκαύτωμα, ενώ υπαινίσσονται ότι αυτό που τραβάνε τα ζώα είναι κατά πολύ χειρότερο απ’ οτιδήποτε έχει βιώσει ο άνθρωπος. Μια τέτοια αναλογία κάνει παιχνίδι πάνω στη συμπόνια μας, ενώ ποσοτικοποιεί τον πόνο των ζώων προσπαθώντας να μας πείσει με το ειδικό βάρος των αριθμών. Ο πόνος κι ο θάνατος γίνονται αφηρημένα και μετρήσιμα μεγέθη, αναπαρίστανται μ’ έναν τρόπο που να εξυπηρετεί την προώθηση μιας ιδεολογίας. Αν δεν ενδιαφερόμαστε για τα εκατομμύρια των ζώων που πεθαίνουν κάθε μέρα, τότε είμαστε αδιάφοροι κι αναίσθητοι. Αν ενδιαφερθούμε, τότε είμαστε συνυπεύθυνοι.

Η απελευθέρωση ζώων δεν μας παρέχει καμμιά κριτική της κοινωνικής κυριαρχίας. Υπόσχεται την απελευθέρωση ενώ στην πραγματικότητα κλείνει σχεδόν τα πάντα στην ποσοτικοποιημένη λογική που κυριαρχεί παντού στην κοινωνία αυτή. Η αφηρημένη γλώσσα και η χειραγωγική χρήση εικόνων του κινήματος απελευθέρωσης ζώων είναι ενδεικτικά της ευρύτερης λογικής του, και τελικά, απ’ τις μεγαλύτερες αδυναμίες του. Μετρώντας την αθλιότητα των σφαγείων ή των εργαστηρίων πειραμάτων, είναι μια προσέγγιση βασισμένη σ’ έναν συγκεκριμένο αριθμό καπιταλιστικών φρικαλεοτήτων. Η φρίκη που αντανακλάται στα ζώα υψώνεται πάνω από κάθε άλλη, καταλήγοντας διαρκώς σ’ ένα body count (καταμέτρηση πτωμάτων). Ωστόσο, η βαρβαρότητα και η εκμετάλλευση δεν μπορούν να μετρηθούν. Δε γίνονται πιο κακές όσο πιο συχνά ή όσο πιο πολλοί τις βιώνουν. Αν μπορούμε να συσχετιστούμε μαζί τους, είναι ακριβώς επειδή τις βιώνουμε όλοι μας καθημερινά, και τις βλέπουμε να βιώνονται μέσα στον κόσμο.

Ελάχιστοι από μας θα παρέμεναν αδιάφοροι στο μακελειό των σφαγείων. Η κοινωνία μας φέρεται στα ζώα ακριβώς όπως φέρεται στους ανθρώπους, τα δένδρα ή τα γονίδια. Όλους μας, μας αντιμετωπίζει ως μονάδες οικονομικής αξίας, προς -όσο πιο κερδοφόρα- κατεργασία και αναπαραγωγή ως αγοραία εμπορεύματα. Όμως, η απέχθειά μας δεν αιτιολογείται από καμμιά φαντασίωση περί του όποιου τέλους του πόνου. Αναζητούμε την επαναστατική καταστροφή αυτής της κοινωνίας της εκμετάλλευσης. Μισούμε την υποτίμηση και την μιζέρια του να μετατρέπεται το κάθε τί σε ένα αντικείμενο προς πώληση, εκτιμημένο σύμφωνα με τις καπιταλιστικές προσταγές του σύγχρονου κόσμου. Επιθυμούμε να αποφασίζουμε οι ίδιοι για τις ζωές και τις σχέσεις μας, κι όχι η αγορά. Είναι σύμφωνα μ αυτήν την προοπτική που αναλύουμε την εκμετάλλευση και την υποδούλωση ως συνθήκη για την κοινωνική κυριαρχία -μια συνθήκη που μπορεί να αλλάξει. Είναι επίσης, μ’ αυτήν την οπτική που ασκούμε κριτική στην απελευθέρωση των ζώων και στις αμφίβολες υποσχέσεις της.

Αυτό, το άλλο και το ίδιο: οι αντιφάσεις ενός καταναλωτισμού-χωρίς-ενοχές

Καλώς ορίσατε πελάτες μας! Σας ευχαριστούμε που είστε ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές! Αγοράζοντας αποκλειστικά προϊόντα-χωρίς-βαρβαρότητα, μπορείτε να βοηθήσετε στη σωτηρία κουνελιών, ποντικιών, ινδικών χοιριδίων, τρωκτικών κι άλλων ζώων. – απ’ την ιστοσελίδα Caring Customer της PETA

Το κίνημα απελευθέρωσης των ζώων επιζητεί την μεταρρύθμιση των τρεχουσών κοινωνικών σχέσεων, εν μέρει, προάγοντας έναν καταναλωτισμό “της συμπόνιας” και “χωρίς ενοχές”. Συνηγορώντας υπέρ ενός τέτοιου είδους οικονομικής κατανάλωσης, ισχυρίζονται ότι μπορεί να μειωθεί το πόσο υποφέρουν τα ζώα. Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, αν δε χρησιμοποιούμε ή καταναλώνουμε ζωικά προϊόντα, σημαίνει ότι δε θα βλάπτονται ή δε θα σκοτώνονται τα εν λόγω ζώα. Αυτή η ιδέα καταναλωτικού ρεφορμισμού βασίζεται στην πεποίθηση ότι το σύστημα κάνει απλά ένα λάθος, είναι άδικα βάρβαρο σ’ έναν τομέα, και απλά χρειάζεται φτιάξιμο. Το κίνημα προφανώς δεν αντιστρατεύεται τον καπιταλισμό ως τέτοιον, άσχετα του τί μπορεί να λένε ορισμένα απ’ τα μέλη του. Η πραγματικότητα είναι, ωστόσο, ότι η αθλιότητα είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης. Οτιδήποτε αγοράζουμε είναι ένα αντικείμενο, ένα εμπόρευμα -ποσοτικοποιημένο, υποτιμημένο, κι αξιοποιημένο αποκλειστικά όσον αφορά τον ρόλο του στην οικονομία. Η αθλιότητα είναι απλά ένα ακόμη παρα-προϊόν, όπως η μόλυνση, που δεν έχει κάποια οικονομική αξία, κι έτσι διοχετεύεται ελεύθερα.

Η αίρεση (cult) του βηγκανισμού είναι αποτελεσματική στο να εγκολπώνει κάθε ψευτολογική του καταναλωτικού ρεφορμισμού. Οι αντιφάσεις της βηγκαν ηθικής γίνονται οδυνηρά εμφανείς όταν ρίξουμε μια ματιά στην προέλευση όλων των προϊόντων κι εμπορευμάτων στην κοινωνία μας. Ένα κομμάτι τόφου, ή ένα μπουκάλι “ηθικής κατανάλωσης” σαμπουάν κρύβει πίσω του την επιπολαιότητα του ισχυρισμού αυτού. Ο ισχυρισμός ότι τα βήγκαν προϊόντα δεν έχουν συνεισφέρει άμεσα στον θάνατο ζώων, είναι μία απ’ τις πολλές εμπορικές αυταπάτες που προωθούν επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται αυτήν την επιμέρους αγορά. Η καπιταλιστική παραγωγή, φρενιασμένη απ’ την μαζική κατανάλωση, έχει ανάγκη από μια τεράστια ποσότητα πρώτων υλών. Αυτές με τη σειρά τους εξωρύσσονται από τη γη με τα φθηνότερα και πιο καταστροφικά μέσα, συμβάλλοντας στην μαζική υποβάθμιση και καταστροφή βιοτόπων και στην ακόλουθη εξάλειψη της πανίδας τους. Αυτή είναι η βάρβαρη πραγματικότητα της παραγωγής που κρύβεται πίσω απ’ τα εκθαμβωτικά σουπερμάρκετ.

Απλά δείτε πως λειτουργεί η παραγωγή: Η κατασκευή πλαστικών βασίζεται στο πετρέλαιο, κι έτσι οι συσκευασίες που χρησιμοποιούνται για τα βήγκαν προϊόντα συνεπάγονται τη συνήθη μόλυνση και τα “ατυχήματα” της πετρελαιοβιομηχανίας. Τέτοια ατυχήματα στους ωκεανούς εκτιμώνται σ’ έναν μέσο όρο 100 εκ. γαλονιών τον χρόνο. Μόνο ένα 5% αυτών προέρχεται από τις μεγάλες πετρελαιοκηλίδες κακόφημων ατυχημάτων όπως η καταστροφή της Exxon Valdez. Το υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από συνηθισμένες διαρροές απ’ τις κανονικές επιχειρήσεις μεταφοράς κι εξόρυξης πετρελαίου. Οι πετρελαιοκηλίδες καταστρέφουν βιοτόπους πουλιών, καλύπτουν παραλιακούς βιοτόπους δηλητηριάζοντας και σκοτώνοντας άμεσα πουλιά, ψάρια, κι άλλα θαλάσσια είδη. Η κατασκευή αγωγών καταστρέψει τους άγριους βιοτόπους. Τα διυλιστήρια πετρελαίου μολύνουν υδροφόρους ορίζοντες, δηλητηριάζοντας ζώα και καταστρέφοντας τους τόπους αναπαραγωγής τους. Χωρίς να αναφέρουμε καν τους πολέμους για τον έλεγχο των κοιτασμάτων πετρελαιοειδών που έχουν στοιχίσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, και συνεχίζουν, στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Αφρική, καταστρέφοντας επίσης κάθε οικολογική ισορροπία των περιοχών αυτών.

Το γεγονός είναι ότι, οργανική σόγια είτε τόφου, τέμπε, και κάθε λογής υποκατάστατα κρέατος, όπως και κάθε άλλο προϊόν στο ράφι, χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα βιομηχανικής διανομής που καταναλώνει τεράστια ποσά πετρελαίου κι άλλων πόρων για να συσκευάσει, να αποθηκεύσει, να μεταφέρει και να διανέμει τρόφιμα και μη-τρόφιμα εμπορεύματα σ’ όλον τον κόσμο. Αυτό μεταφράζεται σε βουνά και λαγκάδια καταστρεμμένα από ορυχεία, δάση αποψιλωμένα για υλικά συσκευασίας, χημική ρύπανση απ’ τη βιομηχανία των μελανιών, των προσθέτων και λιπαντικών, κ.ο.κ.. Ολα αυτά τα βιομηχανικά προϊόντα δηλητηριάζουν ζώα και καταστρέφουν τους βιοτόπους τους. Η καπιταλιστική οικονομία δε θα κάνει τίποτα για να αποφύγει αυτήν την μαζική καταστροφή, πολύ απλά επειδή κάθε μέτρο προστασίας θα αύξανε το κόστος παραγωγής και θα έριχνε το κόστος. Κι αυτό είναι μόνο στοιχειωδώς ενδεικτικό του ότι η κατανάλωση στον καπιταλισμό είναι άμεσα εξαρτημένη από μια αχαλίνωτη αύξηση της καταστροφής πρώτων υλών και της οικολογικής καταστροφής προκειμένου να θρέψει την αφθονία της. Ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να αναπτύσσεται ή να πεθάνει. Με την ανάπτυξή του, αναγκάζεται να πεθάνει ο κόσμος.

Ο βηγκανισμός παρουσιάζει μια ψευδή εναλλακτική στην καπιταλιστική μιζέρια. Δεν αλλάζει, ούτε πρόκειται να το κάνει ποτέ, τα πράγματα για τα ζώα ή για μας τα ανθρώπινα όντα. Ο καπιταλισμός ορίζει τις συνθήκες του πόνου μας, κι επιβάλει το πώς θα ζούμε τις ζωές μας, και κυρίως το πώς δεν θα τις ζούμε. Η παραγωγική διαδικασία που ακολουθείται στην παραγωγή βήγκαν προϊόντων είναι η ίδια μ’ αυτήν που χρησιμοποιείται για κάθε προϊόν στην αγορά σήμερα. Η μαζική παραγωγή είναι μέρος του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας την εκμετάλλευση του οποίου υφίστανται δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκόσμια. Οι πρώτες ύλες δεν μετατρέπονται σε προϊόντα από μόνες τους. Οι άνθρωποι παράγουν τα προϊόντα αυτά. Τους ανθρώπους εκμεταλλεύονται προκειμένου να κινηθεί η οικονομία, να γυρίσουν τα γρανάζια της και να λειτουργήσει. Δεν είναι περίεργο που οι καπιταλιστές φέρονται τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους ως αναλώσιμα αντικείμενα. Ωστόσο, το κίνημα απελευθέρωσης ζώων θα επιθυμούσε μια βίαια καταστροφή ή έστω μια κατάργηση των βιομηχανικών φαρμών και των σφαγείων, προκειμένου να αντικατασταθούν με άλλους χώρους εργασίας που δεν εκμεταλλεύονται ζώα. Αγνοώντας φυσικά τους ανθρώπους που υποφέρουν στην μισθωτή σκλαβιά, καταστρέφοντας τα σώματά τους και αποχαυνώνοντας το πνεύμα τους. Εμάς τους ανθρώπους, μπορεί να μην μας μεγαλώνουν και να μας σκοτώνουν για τροφή όπως άλλα ζώα, αλλά σίγουρα μας μεγαλώνουν και μας σκοτώνουν στο βωμό της παραγωγής με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το πρωινό ξύπνημα, το χρέος, το νοίκι, η κούραση, η ανία, η απογοήτευση -δε ξεμπερδεύουμε με τίποτα απ’ αυτά σε μια κοινωνία ακόμα κι αν πουλάει μόνο βήγκαν προϊόντα. Δεν υπάρχει καπιταλισμός “χωρίς ενοχές”, παρά μόνο κέρδη “χωρίς ενοχές” για τους καπιταλιστές. Όσο η οικονομία κάνει παιχνίδι, θα παίρνει ό,τι χρειάζεται, καταστρέφοντας όλα τα υπόλοιπα.

Για να αντεπιτεθούμε στην καπιταλιστική αθλιότητα, πρέπει να την αντιμετωπίσουμε στην ολότητά της, απορρίπτοντας τη ψευδαίσθηση των μονοθεματικών ημίμετρων και των εκστρατειών καταναλωτικού ρεφορμισμού. Πιο σημαντικό, μια συνεκτική ανάλυση της κοινωνικής κυριαρχίας απαιτεί μια ανυποχώρητη κριτική των ιδεολογικών και ηθικών δυνάμεων που εμποδίζουν μια τέτοια κριτική.

Ανάθεμά σε αν…: H παγίδα του ηθικισμού

Η Αγιότητά Του ευφραίνεται με την επίκλησή της… για να ξεριζώσει απ’ τις καρδιές των ανθρώπων τις βάρβαρες και τις αισχρές τους τάσεις. -Πάπας Πίος ο 10ος

Η ηθική είναι το πνεύμα του κοπαδιού στο άτομο. – Φρίντριχ Νίτσε

Η ηθική είναι ένα σύστημα κανόνων, ένα σύνολο από αυστηρούς κώδικες βασισμένο σ’ ένα “αντικειμενικό” σωστό και λάθος, τα οποία με τη σειρά τους βασίζονται σε αντιλήψεις περί καλού και κακού. Αυτοί οι κώδικες υποθετικά εφαρμόζουν σε κάθε τόπο και χρόνο. Αυτό που θεωρείται “σωστό” ή “λάθος” για έναν ηθικό κώδικα δεν είναι απλά η σωστή ή η λανθασμένη δράση ενός ατόμου σε ένα συγκεκριμένο μέρος, χρόνο και συνθήκες, αλλά μάλλον η σωστή ή λάθος δράση για όλους του ανθρώπους σε κάθε μέρος και χρόνο. Οι ηθικιστές ισχυρίζονται ότι οι περιορισμοί τους είναι οικουμενικές αλήθειες σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να κρίνονται οι δράσεις οι δικές τους αλλά και των άλλων. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, η ίδια η ηθική έχει έναν χαρακτήρα εξουσιαστικό, καθώς οφείλουμε να συμμορφωθούμε σ’ αυτήν ανεξάρτητα απ’ τη βούλησή μας.

Κάθε ηθική προέρχεται από μια ανώτερη εξουσία. Η εξουσία αυτή μπορεί να λέγεται θεός, κράτος, οικογένεια, ή ακόμα και διάφορες ιδέες ή οντότητες οι οποίες επικυρώνουν την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα μιας συγκεκριμένης ηθικής. Οι ηθικοί κώδικες προσδιορίζουν και κατευθύνουν τις επιλογές που κάνει ο καθένας. Δεν πρέπει να παραβιάζονται, καθώς είναι απόλυτοι και άκαμπτοι. Έτσι, οι αποφάσεις που λαμβάνονται δε βασίζονται στο τί νιώθει ο καθένας ως κατάλληλο για μια κατάσταση, για τις επιθυμίες του στον κόσμο αυτόν, αλλά μάλλον οι αποφάσεις του προκαθορίζονται από ένα ηθικό σύστημα. Ενώ αρκετοί ηθικιστές καμμιά φορά σπάνε τα καλούπια τους, υπάρχει μια αίσθηση ντροπής κι ενοχής καθώς διέρρηξαν κανόνες που ακόμα πιστεύουν μέσα τους ότι είναι δίκαιοι και σωστοί. Έτσι ο ηθικισμός αντιτίθεται σε κάθε απόπειρα σκέψης και αλληλεπίδρασης με τον κόσμο με τρόπους που να αντανακλούν τις επιθυμίες μας.

Αναλόγως, τα ηθικιστικά επιχειρήματα δεν βασίζονται σε μια κριτική θεωρητική σκέψη. Τα ηθικιστικά επιχειρήματα και οι ισχυρισμοί μπορούν να αντικρουσθούν μόνο με την επίκληση αντίθετων ηθικισμών. Αν για έναν χορτοφάγο το να τρως κρέας είναι λάθος, για έναν κρεωφάγο είναι σωστό. Η διαμάχη για το τί είναι σωστό και τί λάθος μπορεί να συνεχίσει μέχρι να ξεραθούν γλώσσες και στόματα. Ωστόσο, ο ηθικισμος σχετίζεται με την κουλτούρα απ’ την οποία προέρχεται [47]. Έννοιες σωστού και λάθους προσδιορίζονται απ’ την κοινωνία, και ιδιαίτερα απ’ αυτούς που κυριαρχούν στην κοινωνία. Όποιος πιστεύει ότι οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες ήταν δολοφόνοι επειδή έτρωγαν κρέας, δεν κάνει άλλο απ’ το να επαναλαμβάνει την κυρίαρχη υπεροψία. Είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη κριτικής σκέψης που καταλήγει να βάζει φράγματα στην αναγνώριση των κοινών συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων.

Ορισμένοι απελευθερωτές ζώων, γεμάτοι ιερή αγανάκτηση, είναι έτοιμοι να κράξουν τον καθένα για το φαγητό που τρώει. Ειδικά οι αδιάφοροι ή αναίσθητοι κρεωφάγοι, αυτοί πρέπει να πεισθούν ότι είναι συνένοχοι στους φόνους αθώων ζώων. Αν δεν ακούν, είναι ένοχοι. Αν ακούν αλλά δεν κάνουν κάτι, είναι ακόμα πιο ένοχοι. Η ασπρόμαυρη οπτική της ηθική πέφτει πάνω τους όπως ένας δικαστής χτυπάει το σφυρί του. Καμπάνιες για να “μορφώσουν” τους ανθρώπους για τη βαρβαρότητα απέναντι στα ζώα και τον βηγκανισμό διεξάγονται στα πρότυπα των ιεραποστολικών εκστρατειών. Οι ευσεβείς που καταδικάζουν την αδυναμία των άλλων ανθρώπων να “δώσουν ένα τέλος στον πόνο”, μοιράζονται πολλά κοινά με τους ιεροκήρυκες που απ’ τον άμβωνα καταριούνται αυτούς που δεν λεν να ξεπλυθούν απ’ τις αμαρτίες τους. Αυτή η καλλιέργια της ενοχής φυσικά, δεν έχει άλλο αποτέλεσμα απ’ το να κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν σκατά, ήδη απογοητευμένοι απ’ την ανίσχυρη θέση τους στην κοινωνία, τώρα καλούνται να περιορίσουν ακόμα πιο πολύ τις ελάχιστες επιλογές που τους έχει αφήσει ο καπιταλισμός. Δεν προωθεί μια κριτική αξιολόγηση των κοινωνικών συνθηκών που συμβάλλουν στην εκμετάλλευση των ζώων, αλλά ενθαρρύνει τον τυφλό παπαγαλισμό και την υπακοή σε προκαθορισμένες έννοιες περί σωστού και λάθους.

Διάφοροι κοινωνικοί θεσμοί -η θρησκεία, η εκπαίδευση, η εργασία, η οικογένεια- εξασκούν μια ηθική πειθαρχία πάνω μας προκειμένου να κανονικοποιούν τις δράσεις και τις σκέψεις μας εσωτερικά, και να ενισχύουν τους θεσμούς της κοινωνικής κυριαρχίας. Η ηθική είναι ένας μπάτσος μες το κεφάλι μας, τα δεσμά που κρατούν πίσω την ατομική και κοινωνική συνειδητοποίησή μας, ένα εμπόδιο για οποιονδήποτε επιθυμεί να καθορίζει ελεύθερα τη ζωή του. Όταν αρχίσουμε να αποφασίζουμε για τους εαυτούς μας, τί θέλουμε και πώς θα ζήσουμε, και να επιτρέπουμε και στους άλλους το ίδιο, θα κάνουμε άλματα απελευθέρωσης από φυλακές που δεν έχουμε αντιληφθεί στην ολότητά τους ακόμα.

Τα βολικά δεσμά της ιδεολογίας

Καθώς η ιδεολογία είναι πάντα μια μορφή αλλοτρίωσης στη σφαίρα της σκέψης, όσο πιο αλλοτριωμένοι είμαστε, τόσο λιγότερο τείνουμε να αντιλαμβανόμαστε τις πραγματικές συνθήκες της ζωής μας… Κι όσο λιγότερο ζούμε αυτόνομα την ύπαρξή μας, τόσο πιο εμφατικά η ύπαρξη καταλαμβάνεται απ’ τον καπιταλισμό, απ’ την παγωμένη εικόνα των ρόλων στις διάφορες κοινωνικές ιεραρχίες και συναλλαγές της εμπορευματικής οικονομίας. – Len Chernyi “An Introduction to Critical Theory”

Η ιδεολογία λειτουργεί παρόμοια με την ηθική. Στη θέση των κανόνων της αντικειμενικής αλήθειας, του σωστού και του λάθους, υιοθετεί κανείς τα συμπαγή προγράματα και τις προοπτικές που συνεπάγεται μια ιδέα ή μια έννοια. Περιθώρια για οποιαδήποτε ευελιξία δεν υπάρχουν. Η ιδεολογία υποτάσσει ολοκληρωτικά μια όψη της ζωής και κυβερνά κάθε σχέση μας μ’ αυτήν. Με τον τρόπο αυτόν, την θέση της κριτικής σκέψης παίρνει η σκέψη βάσει ιδεολογίας. Ο κόσμος, η κάθε πτυχή του κόσμου, ερμηνεύονται και γίνονται κατανοητές μέσα απ’ το φιλτράρισμα της ιδεολογίας. Για παράδειγμα, η δημοκρατική ιδεολογία υποστηρίζει την ιδέα ότι η όποια κοινωνική αλλαγή θα γίνει μέσω των εκλογών, της πολιτικής αντιπροσώπευσης, της αλλαγής της νομοθεσίας. Προωθεί την πίστη στην επίσημη πολιτική, εμποδίζοντας την αυτόνομη άμεση δράση. Η δύναμη αυτής της ιδεολογίας, όπως και κάθε ιδεολογίας, έγκειται στο ότι συμβιβάζει και κατευθύνει τη σκέψη σε περιορισμένες δυνατότητες και προοπτικές. Η ιδεολογία βρίσκετια σε αντίθεση με την κριτική θεωρητική ανάλυση που μπορεί να αξιολογήσει τις καταστάσεις και τις ιδέες βάσει της πραγματικής τους χρησιμότητας στην πρακτική και την προσέγγισή μας [48].

Η απελευθέρωση ζώων δεν εξαιρείται απ’ αυτό. Είναι ιδεολογικοποιημένη απ’ τα ίδια τα θεμέλιά της. Θέτει τα πάντα σε δεύτερη μοίρα, μπρος στα θέματα των ζώων. Η εκμετάλλευση των ανθρώπων, η καταστροφή του περιβάλλοντος, είναι θέματα που μπορεί να είναι εξίσου ενδιαφέροντα για τον ακτιβιστή της απελευθέρωσης των ζώων, αλλά αντιμετωπίζονται απλά ως διαφορετικές θεματικές. Η ιδεολογία καθιστά τον καθένα ανίκανο να δει ή να κατανοήσει τα πράγματα έξω απ’ αυτήν, με τρόπο συνεκτικό. Τα πάντα μπαίνουν σ’ ένα πλαίσιο ανάλογα με το πώς σχετίζονται με το ζήτημα των ζώων. Ένα εργαστήριο πειραμάτων σε ζώα για παράδειγμα, είναι απλώς ένα μέρος όπου τα ζώα βασανίζονται, αγνοώντας εντελώς τις βλάβες των φαρμακευτικών πειραμάτων στους ανθρώπους, τα εκατομμύρια κέρδους που παράγονται, και την άκριτη ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ένας εκδορέας κόβει όλη μέρα ζώα σε φέτες. Μισούμε αυτό που κάνουν στα ζώα, καθώς αυτά αιμορραγούν σε σειρές, σε ουρές, κρεμασμένα από αγκίστρια. Όμως η ιδεολογία της απελευθέρωσης ζώων δεν αφήνει περιθώρια για την ίδια σκέψη για τον άνθρωπο εργάτη που είναι υποχρεωμένος να υποφέρει τους κινδύνους και τους τραυματισμούς σ’ ένα εργοστάσιο τόφου ή σε μια βιομηχανία γάλακτος σόγιας. Αυτή η υποτίμηση, ως αναλώσιμα γρανάζια στο σύστημα παραγωγής, δεν αντιμετωπίζεται ως άξια ανάλογου στοχασμού, καθώς τα ζώα και οι άνθρωποι βλέπονται σα διαφορετικές κατηγορίες, η πρώτη ως ανώτερη της δεύτερης.

Ο βηγκανισμός είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα της δύναμης της ιδεολογίας να υποτάσσει τα πάντα. Μερικοί βήγκανς ενδιαφέρονται ελάχιστα για την ποιότητα της διατροφής τους, αρκεί να μην καταναλώνουν ζωικά προϊόντα. Έτσι, καταλήγουν να τρώνε σκατά (υψηλής κατεργασίας, φορτωμένα χημικά, βήγκαν φαστ φουντ). Δεν υπάρχει λοιπόν πρόβλημα να καταστρέψει κανείς την υγεία του, καθώς έτσι δεν καταστρέφει κάποιου ζώου -καθένας έχει δικαίωμα στην ψευδαίσθηση. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, τα πάντα υπάγωνται στα ζητήματα των ζώων, αποκλείοντας κάθε άλλον παράγοντα. Η απολυτότητα της συντήρησης ενός βήγκαν τρόπου ζωής μπαίνει ως προτεραιότητα πάνω από κάθε άλλο ζήτημα, και διατηρεί τη ψευδαίσθηση ότι η βήγκαν κατανάλωση δε συμβάλλει στο να υποφέρουν τα ζώα. Τυφλώνει τους ανθρώπους μπροστά στην πραγματικότητα του τί καταναλώνουν, επιτρέποντάς τους να υιοθετούν βολικά τις υποσχέσεις της χωρίς να τις εξετάζουν κριτικά.

Η απελευθέρωση ζώων και ο βηγκανισμός πρέπει να τεθούν σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο για να κατανοήσουμε την κλίμακα και την εμβέλειά τους. Η ιδεολογία της απελευθέρωσης ζώων και ο βήγκαν τρόπος ζωής που προκύπτει απ’ αυτήν είναι αποσπασματικές αντιθέσεις που υιοθετούν πλήρως τον καπιταλιστικό τρόπο θεώρησης της αλλαγής. Ασπάζονται την ιδέα ότι οι ατομικές καταναλωτικές επιλογές είναι πρωταρχικής σημασίας, όχι μόνο καθορίζοντας την “ταυτότητά” μας, αλλά επίσης κι ως τρόπο για να φέρουμε μια αλλαγή. Οι υποσχέσεις του “χωρίς ενοχές” βηγκανισμού προωθούν μια αφηρημένη άποψη της κοινωνικής αλλαγής, επικεντρωμένη στη “σωτηρία” ενός αριθμού ζώων, μέσω ενός διαφορετικού καταναλωτισμού. Αυτή η ψευδής αντίθεση αμφισβητεί μια πτυχή της κυριαρχίας, ενώ δεν κάνει τίποτα για να καταστρέψει τις ίδιες τις συστηματικές αιτίες της, στην περίπτωσή μας, την καπιταλιστική κυριαρχία.

Ορισμένοι βήγκανς υποστηρίζουν ότι οι επιλογές στον τρόπο ζωής τους, είναι και πάλι κάτι καλύτερο απ’ το τίποτα, όπως ακριβώς ορισμένοι ισχυρίζονται ότι οι δημοκρατικοί είναι λίγο καλύτεροι απ’ τους ρεπουμπλικάνους. Αυτό είναι μέρος της βήγκαν αποσπασματικής κατανόησης της κοινωνικής τάξης, που επικεντρώνει την μονόφθαλμη όρασή της αποκλειστικά στην “μείωση του πόνου των ζώων”. Εντωμεταξύ, τα ζώα εξακολουθούν να μετατρέπονται σε μηχανές παραγωγής κρέατος, να επεξεργάζονται από ανθρώπους που είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν σαν μηχανές παραγωγής εργασίας. Και οι δυο αγοράζονται και πουλιούνται με χρηματικούς όρους, τους εκμεταλλεύονται, τους χρησιμοποιούν για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός ορίζει τους ρόλους τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων στην κοινωνία ενώ ο βηγκανισμός, δεν κάνει άλλο απ’ το να συσκοτίζει αυτήν τη σχέση, προωθώντας έναν απατηλό καταναλωτισμό “της συμπόνιας”.

Μια σχετική ιδεολογία, δημοφιλής μεταξύ ριζοσπαστών ακτιβιστών των ζώων, πράσινων αναρχικών, και περιβαλλοντιστών ακτιβιστών, εναποθέτει την ευθύνη για τη βαναυσότητα που υφίστανται τα ζώα και η γη σε όλους τους ανθρώπους, και συγκεκριμένα στην ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για ελάχιστα συγκαλυμμένο μισανθρωπισμό. Οι απελευθερωτές ζώων ανυψώνουν τη συνθήκη των ζώων καθώς τα βλέπουν ως ανυπεράσπιστα, ειρηνικά κι αθώα, ενώ οι άνθρωποι βλέπονται με ένα άλλο μάτι, στερούμενοι κάθε τέτοια ποιότητα. Ένας μισάνθρωπος θα έλεγε ότι κάποιοι ή και όλοι οι άνθρωποι είναι έμφυτα κακοί, σκληροί και αναίσθητοι, ή ακόμα κι ότι πολλοί άνθρωποι λατρεύουν να σκοτώνουν, να βασανίζουν και να βλάπτουν. Θα λεγε ότι αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Αλλά είναι αυτές οι πράξεις προϊόν της “φύσης” μας; μας κυβερνούν τα “ένστικτα” και αφηρημένες ιδέες περί μιας ανθρώπινης φύσης; Η ανθρώπινη ιστορία δεν δίνει και πολλή βάση στην ιδέα ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ντε και καλά κακά και καταστροφικά. Αυτό το χάλι της επιβεβλημένης μιζέριας και κυριαρχίας είναι ένα προϊόν της ανθρώπινης κοινωνίας, όχι μιας ανθρώπινης φύσης που οφείλει να αναπαράγεται ή να ηθικολογείται.

Οι διάφοροι θεσμοί που συνθέτουν την κοινωνία ορίζουν και τις δράσεις μας εντός της. Δεν είμαστε απλά άτομα που κάνουμε ό,τι θέλουμε. Έχουμε ελάχιστες επιλογές στο πώς θα επιβιώσουμε, όλες απ’ τις οποίες περιλαμβάνουν το να αγοράζουμε τα προϊόντα της εκμετάλλευσης και να υποφέρουμε την εκμετάλλευση εμείς οι ίδιοι για να τα παράγουμε. Εκπαιδευόμαστε διαρκώς στο να δεχόμαστε αυτήν τη ζωή, όπως ακριβώς οι κρατούμενοι μαθαίνουν ν’ αποδέχονται τη φυλακή τους. Ο μισανθρωπισμός ούτε εξηγεί ούτε διαφωτίζει τις ιεραρχικές κι εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις. Είναι απλά μια τεμπέλικη δικαιολογία της ιδεολογίας για να μη σκεφτεί κριτικά τα προβλήματα που μας τίθενται.

Η επίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα και τις συνέπειές του απαιτεί από μας να το αντιλαμβανόμαστε και να δρούμε εναντίον του ως μια ολότητα. Διαφορετικά, η αντιπολίτευση σ’ αυτό, θα πάρει την μορφή που παίρνει συνήθως, αναπτύσσοντας την ιδεολογία του ρεφορμισμού κι ενός ριζοσπαστισμού που στερείται κριτικής σκέψης για το πώς και πού πρέπει να επιτεθούμε. Η ιδεολογία σαλαγάει σαν πρόβατα τους ανθρώπους. Το ότι μας λένε, ή λέμε στον εαυτό μας, ότι είμαστε ελεύθεροι, δε σημαίνει κι ότι πραγματικά είμαστε. Θα πρέπει να είμαστε κριτικοί απέναντι σε κάθε θεωρία, σε κάθε ιδεολογία και πρακτική, εάν σκοπεύουμε να καθορίσουμε το πόσο χρήσιμες είναι στον μετασχηματισμό, ή ακόμα καλύτερα, στην καταστροφή αυτής της κοινωνίας της εκμετάλλευσης.

Just do it: Οι ακτιβιστές

Πιστεύω ακράδαντα ότι η προσοχή μας πρέπει να είναι στον τερματισμό της οδύνης και του θανάτου κατά τον ταχύτερο κι αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο. Αν όλοι μας κάνουμε ό,τι μπορούμε, ο 21ος αιώνας ΘΑ είναι αυτός που θα φέρει την απελευθέρωση των ζώων. – Ανώνυμος

Η υποτιθέμενη επαναστατική δράση των ακτιβιστών δεν είναι παρά μια βαρετή και στείρα ρουτίνα -μια συστηματική επανάληψη λιγοστών δράσεων χωρίς καμμιά δυνατότητα αλλαγής. -X. Andrew “Give Up Activism”

Οι ακτιβιστές παίζουν έναν ειδικό ρόλο στην κοινωνία μας. Είναι οι ειδικοί της κοινωνικής αλλαγής όπως περίπου οι καλλιτέχνες είναι οι ειδικοί της κουλτούρας. Αυτή η εξειδίκευση διαχωρίζει μια ομάδα ανθρώπων απ’ το υπόλοιπο της κοινωνίας. Αυτή η συνθήκη δεν είναι συμπτωματική, καθώς είναι στη φύση της εξειδίκευσης να είναι αποκλειστική. Ο ακτιβιστής διαχειρίζεται κι αναπαριστά τους κοινωνικούς αγώνες, περιορίζοντάς τους σε μονοθεματικά ζητήματα και στρατολογώντας μέλη για τον σκοπό τους. Κάτι τέτοιο είναι προβληματικό από μια επαναστατική προοπτική, που ασχολείται με τον μετασχηματισμό των τρεχουσών κοινωνικών σχέσεων κι όχι με την αναπαραγωγή τους.

Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων αναπαράγει τον ρόλο του ακτιβιστή στέκοντας πάνω κι έξω απ’ τη σφαίρα των αγώνων που περιλαμβάνουν κι αφορούν τους εκμεταλλευομένους. Ο φιλοζωικός ακτιβισμός αφοσιώνεται σε συγκεκριμένους σκοπούς, κι αποκλείει αυτούς που δεν ταυτίζονται με τους δικούς του ηθικούς και life-style κώδικες. Αναλόγως, δοξάζει την αυτοθυσία, μια ιδέα που είναι απόλυτα διαβρωτική για κάθε είδους απελευθέρωση. Οι ακτιβιστές βλέπουν τη θυσία και την οδύνη ως κάποιου είδους ικανότητες, που οι περισσότεροι άνθρωποι στερούνται. Έτσι, ο ακτιβιστής πρέπει να αλλάξει την κοινωνία για τους άλλους, για το υποτιθέμενο συμφέρον των άλλων. Οι μάζες δεν μπορούν παρά να εκπαιδευτούν και να κατανοήσουν την ευγένεια και τη σημασία ενός τέτοιου υψηλού σκοπού ή υπόθεσης. Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων είναι έτοιμο να κάνει κάθε άνθρωπο βήγκαν, άσχετα του πόσο θα βοηθήσει ουσιαστικά τον καθένα να πάρει ο ίδιος στα χέρια του τις αποφάσεις για τη ζωή του. Ένας εργάτης που προσπαθεί να στηρίξει την οικογένειά του, έχει συνήθως ελάχιστο ενδιαφέρον για μια χορτοφαγική δίαιτα, τη στιγμή που αυτή δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει το γεγονός ότι αυτός βρίσκεται με τη θηλιά της οικονομίας περασμένη σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό του. Μια βήγκαν δίαιτα δεν κάνει καμμιά οδύνη πιο εύπεπτη.

Αυτός δεν είναι κι ο μοναδικός λόγος για τον οποίον πολλοί άνθρωποι δεν παίρνουν την απελευθέρωση των ζώων στα σοβαρά. Η ίδια η υποκουλτούρα των ακτιβιστών των ζώων περιορίζει κάθε αλληλεπίδραση με τους μη-ακτιβιστές κι εμποδίζει μια ανοιχτόμυαλη κατανόηση των αγώνων των άλλων. Κάθε υποκουλτούρα, ακτιβιστική ή μη, δημιουργεί διαιρέσεις κι εμπόδια μεταξύ των εκμεταλλευομένων. Απαιτώντας απ’ τους άλλους να προσαρμοστούν σε κώδικες σκέψης, συμπεριφοράς, ακόμα και μόδας, ντυσίματος, καταλήγει να τους αποξενώνει από κάθε δυνατότητα χτισίματος δεσμών συνάφειας κι αλληλεγγύης με άλλους. Ποιός θέλει στην τελική να του τί να κάνει, τί να σκέφτεται και τί να φοράει; Μια ομάδα ακτιβιστών μπορεί να απομονωθεί απ’ αυτόν τον κόσμο όσο θέλει, αλλά είναι άσκοπο να περιμένει από κάθε άλλον να ακολουθήσει σ’ αυτήν την αυτο-απομόνωση.

Ορισμένοι ακτιβιστές μπορεί να βλέπουν αυτήν την απομόνωση σαν
μια ακόμα ανιδιοτελή θυσία για το γενικότερο καλό. Δεν είναι σπάνιο να θυσιάζεται κανείς για κάτι άλλο, για τα ζώα, για μια αφαίρεση, για τον έναν ή τον άλλο σκοπό. Δεν ενεργεί για τα δικά του συμφέροντα, αλλά για το συμφέρον κάποιου άλλου. Μπορεί να υποστεί ξυλοδαρμούς σε μια διαδήλωση ή να οδηγηθεί και στη φυλακή για την απελευθέρωση ζώων. Ο ακτιβιστής θα ισχυριστεί ότι αυτές είναι αναγκαίες θυσίες για δίκαιους σκοπούς, κι ότι η προσωπική οδύνη του, θα οδηγήσει σε λιγότερη οδύνη για άλλα όντα. Πρόκειται για το γνωστό μυθικό θέμα του οσιομάρτυρα αναπαριστάμενο στη δράση. Η οδύνη δεν μετριάζεται με την πρόκληση περισσότερης οδύνης, στον εαυτό μας. Η σύγχρονη ζωή ήδη δικαιωνίζεται μέσω της θυσίας -στη δουλειά, στο σχολείο, παντού στον καπιταλισμό. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρεπε να παραμένουμε παθητικοί απέναντι σε κάτι που μας αρρωσταίνει, για να αποφύγουμε τυχόν κινδύνους. Αντίθετα, θα πρέπει να αναλάβουμε δράση, ακριβώς επειδή το θέλουμε κι όχι επειδή το οφείλουμε. Το ρίσκο που παίρνουμε λοιπόν, είναι αυτό του να ζήσουμε τη ζωή μας, κι όχι να τη θυσιάσουμε για μιαν ιδέα. Στην τελική, ο χριστός έχει ήδη πεθάνει για τις αμαρτίες μας, αρκεί. Δε χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς το ίδιο.

Όσον αφορά την τρέχουσα πρακτική, οι ακτιβιστές της απελευθέρωσης ζώων επιδιώκουν την επιτυχία ορισμένων μεταρρυθμιστικών εκστρατειών, παρά μια γενικευμένη πρόκληση στο σύστημα ως όλον. Είναι ικανοί ακόμα και να γιορτάζουν τις αυτοανακηρυσσόμενες νίκες τους. Μια φάρμα γουναρικών κλείνει. Ένα εργαστήρι πειραμάτων χρεωκοπεί. Αργότερα βέβαια, η φάρμα γουναρικών επανέρχεται σ’ ένα άλλο μέρος, με άλλον ιδιοκτήτη, μόλις η βιομηχανία γούνας “ανέβει” λίγο. Η παραγωγή ξεκινά και πάλι, ακριβώς όπως πάντα. Κι η βιομηχανία καλλυντικών συνεχίζει να χρειάζεται τις δοκιμές χημικών στα μάτια κουνελιών ή τα φάρμακα στις φλέβες ποντικιών ώστε να αποφύγει ενδεχόμενες μυνήσεις από δυσαρεστημένους πελάτες. Έτσι, κάποιο άλλο εργαστήριο θ’ ανοίξει στο εξωτερικό, ή κάποιο απ’ τα υπάρχοντα θ’ αυξήσει τον κύκλο εργασιών του, τελικά καταλήγοντας σε περισσότερα ζώα να υποφέρουν και να σκοτώνονται. Ο “δρόμος προς την νίκη” που γιορτάζουν πολλοί ριζοσπάστες ακτιβιστές των ζώων είναι μια σειρά ασήμαντων παραχωρήσεων του συστήματος [55]. Ο καπιταλισμός είναι πια αρκετά ευέλικτος ώστε να δέχεται την μια ή την άλλη μεταρρύθμιση όσο η συνολική λειτουργία του παραμένει ανεμπόδιστη. Και όσο η συνολική του λειτουργία παραμένει ανεμπόδιστη, τα ζώα θα εξακολουθούν να μετατρέπονται σε εμπορεύματα, και να τα εκμεταλλεύονται μέχρι τέλους. Ας ρίξουμε όμως τώρα μια πιο προσεχτική ματιά στη δυναμική και τις πρακτικές του κινήματος αυτού.

Χαμένοι στην ομίχλη του πολέμου: μια ματιά στο κίνημα απελευθέρωσης ζώων

“Ριζοσπάστες” απελευθερωτές ζώων

Υπάρχουν πολλές ακτιβιστικές καμπάνιες που περηφανεύονται για το πόσο ριζοσπαστικές κι από τα κάτω είναι. Ένας τέτοιος ριζοσπαστισμός από μόνος του, δεν είναι παρά ένας αντιθετικός όρος για να συγκριθεί μια μέθοδος με μια άλλη. Είναι αμφιλεγόμενο και σίγουρα δε λέει κάτι παραπάνω το να ‘σαι “ριζοσπάστης” όσον αφορά την προοπτική, παρά του ότι είσαι πιο ακραίος στην τακτική σου. Υπάρχουν πολλοί που τους σαγηνεύει η γοητεία του εξτρεμισμού, καθώς παρουσιάζεται σαν μια εναλλακτική στις ρεφορμιστικές τάσεις άλλων ομάδων. Αυτή η αναπαράσταση είναι ψεύτικη. Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων ασπάζεται τον ρεφορμισμό εξ ολοκλήρου, παρότι παρουσιάζεται ως ριζοσπαστικό χάρη σε ορισμένες τακτικές που υιοθετεί. Η PETA και το SHAC επιθυμούν το ίδιο πράγμα. Απλώς χρησιμοποιούν διαφορετικές τακτικές και στρατηγικές προκειμένου να πετύχουν τον ίδιο στόχο. Όμως, οι “ριζοσπαστικές” τακτικές, δεν συνεπάγονται αναγκαστικά ριζοσπαστικούς στόχους. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν έρχεται απλά με το σπάσιμο ορισμένων βιτρινών ή με μερικές στοχευμένες διαδηλώσεις. Μια ριζοσπαστική κριτική του υπάρχοντος, απαιτεί και την αποδόμηση του “ριζοσπαστισμού”, και το να μην ταυτίζουμε τις τακτικές με τον στόχο.

Τα Κομμάντος των ζώων

Το μέτωπο απελευθέρωσης ζώων (ALF) έχει συγκεντρώσει πολλή υποστήριξη όλ’ αυτά τα χρόνια για τις τακτικές τύπου κομμάντο που επιστρατεύει σε απελευθερώσεις, σαμποτάζ κι εμπρησμούς. Οι πυρήνες του αποτελούνται από μικρές, αποκεντρωμένες ομάδες χορτοφάγων ή βήγκαν που διεξάγουν τις δράσεις τους κάτω από ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές. Για παράδειγμα, μια δράση μπορεί να διεκδικηθεί για λογαριασμό του ALF αν είτε απελευθερώνει ζώα είτε καταστρέφει την ιδιοκτησία επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ζώα χωρίς να βλάπτεται καμμία ζωή κατά τη διεξαγωγή της. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος τους, είναι να σώσουν μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα ζώων, ενώ μακροπρόθεσμα, στοχεύουν να θέσουν ένα τέλος στην “οδύνη των ζώων”, οδηγώντας τις επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν απ’ τα ζώα στη χρεωκοπία. Προφανώς, το ALF αντιπροσωπεύει την ίδια ιδεολογική και ποσοτική σκέψη με το υπόλοιπο κίνημα απελευθέρωσης ζώων.

Η γοητεία του ALF εν μέρει οφείλεται στις εικόνες δράσεων-κομμάντο παραβαίνοντας νόμους υπό την κάλυψη της νύχτας. Δημοφιλείς εικόνες τους ALF φέρουν έναν αγγελικό χαρακτήρα. Σωτήρες της αθωότητας απ’ το κακό, όπως ακριβώς τα βαρετά παραμύθια που μας ταϊζουν από μικρά. Απ’ την οπτική των απελευθερωτών ζώων, η άμεση δράση, αν κι έχει πρακτική σημασία για την απελευθέρωση ζώων, είναι απλά μια κίνηση τακτικής, και δεν παίρνει έναν ευρύτερο χαρακτήρα κι ένα ήθος, στο πώς αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο, έξω από κάθε αντιπροσώπευση και διαμεσολάβηση. Μια τέτοια παράβαση των νόμων, ορθολογικεύεται με τον ίδιο τρόπο που ο Γκάντι δικαιολογούσε και νομιμοποιούσε την παράβαση ορισμένων νόμων. Μια τέτοια προοπτική ενσωματώνεται ηθικιστικά στην μη-βία και διεξάγεται αποκλειστικά με σκοπό την αμφισβήτηση νόμων που προστατεύουν μια όψη της κοινωνικής κυριαρχίας, ενώ αφήνουν κάθε άλλη ανέγγιχτη. Συνήθως, το ALF και οι συνήγοροί του, συγκρίνουν τη δράση του με το Underground Railroad, ένα δίκτυο ανθρώπων που βοηθούσαν σκλάβους να διαφύγουν απ’ τις νότιες πολιτείες, μέχρι η δουλεία να καταργηθεί επισήμως στις ΗΠΑ. Αυτή η σύγκριση εξυπηρετεί τον εαυτό της φυσικά, κι ενισχύει τη λατρεία των “ηρώων” με ψευδαισθήσεις μεγαλείου.

Το Justice Department (JD) και η Animal Rights Militia (ARM), απ’ την άλλη, παίζουν έναν ρόλο περισσότερο στρατιωτικού τύπου βίας. Ενώ αυτές οι ομάδες είναι πολύ λιγότερο παραγωγικές απ’ ότι το ALF, αξίζει να σκιαγραφήσουμε την ανάπτυξή τους μέσα στο κίνημα απελευθέρωσης ζώων. Το ARM είναι γνωστό για ξυλοδαρμούς κυνηγών στην Αγγλία, ενώ το JD για την ταχυδρόμηση λεπίδων σε επιχειρηματίες γουναρικών, και απειλές εναντίον ερευνητών σε εργαστήρια πειραμάτων σε ζώα. Αντί της φετιχοποίησης μη-βίαιων δράσεων, όπως το ALF, αυτές οι ομάδες φετιχοποιούν τις αντίθετες τακτικές μορφές: οτιδήποτε βίαιο. Αναπτύσσεται λοιπόν μια ιδεολογία τακτικής που παραμένει παγιδευμένη μέσα στη δική της μονόφθαλμη όραση. Αντιτιθέμενοι στην μη-βία, η οποία γίνεται αντιληπτή σαν μια αποτυχημένη μέθοδος που δεν “φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα” αρκετά γρήγορα, ποσοτικοποιούν την ίδια την κοινωνική αλλαγή. Βλέπουν τους εαυτούς τους ως αυτούς που πάνε “ένα βήμα πιο πέρα”. Είναι η ίδια αιτιολόγηση που χρησιμοποίησαν ομάδες όπως ο Black Liberation Army και οι Weather Underground, ξεπέφτοντας σε θεαματικές δράσεις που όμως δεν έκαναν τίποτε για να εξαλείψουν την εκμετάλλευση, παρά φετιχοποιούσαν την πολιτική βία. Η προσέγγισή τους αποδεικνύει και τη σύγχυση και την αδυναμία μιας “ριζοσπαστικής” δράσης διαχωρισμένης απ’ την καθημερινή επαναστατική πρακτική. Αντί να αναζητούμε την ποιοτική αμφισβήτηση μιας κοινωνίας βασισμένης σε ρόλους και ειδικούς, αυτές οι ομάδες ενισχύουν την εργαλειοποίηση των ατόμων που αφοσιώνονται τελικά στην μιά ή την άλλη ιδεολογία, κι όχι σε μια αυθεντική αλλαγή της ζωής που να ξεκινά απ’ τους ίδιους τους εμπλεκομένους σ’ αυτήν.

Άγγελοι του Ελέους: το πάθος για τους ήρωες, μάρτυρες και στρατιώτες

Σ’ αυτούς που έχουν χάσει τις ζωές τους πολεμώντας την κακοποίηση των ζώων και σ’ αυτούς που αφαίρεσαν την ίδια τους τη ζωή όταν η φρίκη έγινε αβάσταχτη, σ’ αυτούς που θυσίασαν την ελευθερία τους… Σας ευχαριστούμε. -Robin Webb, απ’ το βρετανικό γραφείο τύπου του ALF

Αρκετοί απελευθερωτές ζώων αγαπούν το μαρτύριο του ALF. Προσωποποιούνται ως ολότελα ανιδιοτελείς και γενναίοι, θύματα μόνο του ότι νοιάζονται τόσο πολύ και υποφέρουν απ’ τη συμπόνιά τους, σαν την μητέρα τερέζα ή τον χριστό. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού, μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο της Ingrid Newkirk “Free the Animals”, το οποίο διηγείται την ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που παραβαίνουν τους νόμους και ριψοκινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή, προκειμένου να σώζουν ζώα από εργαστήρια πειραμάτων. Το βιβλίο αυτό έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ ακτιβιστών των ζώων ήδη από τα 80es. Η γοητεία του έγκειται στο ότι απεικονίζει ανθρώπους που είναι λίγο-πολύ καλύτεροι από μας τους άλλους, πιο ευγενείς, πιο γενναίοι, πιο ευαίσθητοι. Όπως ένας χαρακτήρας ενός απλοϊκού παραμυθιού, έτσι κι οι αγωνιστές του ALF ρισκάρουν τα πάντα προκειμένου να σώσουν τα ζώα απ’ το κακό. Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων πλάθει τα είδωλα των ηρώων του, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και τα μήντια, ενισχύοντας στο εσωτερικό του κοινωνικές σχέσεις ηγέτη και χειροκροτητή.

Φυσικά πολλοί αποφεύγουν μια παράνομη άμεση δράση, εξ αιτίας των συνεπειών της παρανομίας. Ο κίνδυνος των προσωπικών επιπτώσεων έτσι ενισχύει ακόμα περισσότερο τον μύθο της θυσίας του αγωνιστή. Το να παραβαίνεις τους νόμους γίνεται μια δουλειά για υπερανθρώπους, κι όχι για τον καθένα μας. Τα μέλη του ALF φαίνεται να έχουν γεννηθεί με ειδικές ικανότητες, και μια περιφρόνηση του φόβου που λείπει απ’ τους υπόλοιπους. Στήνονται στα ψηλά τους βάθρα, σα λατρευτικά είδωλα. Είναι οι ήρωες του κινήματος απελευθέρωσης ζώων. Από κάτω τους, άνθρωποι που μόνο να χειροκροτούν είναι ικανοί, όπως ένας θεατής χειροκροτεί ένα έργο τέχνης, κάτι που μόνο χαρισματικοί και σπάνιοι άνθρωποι μπορούν υποτίθεται να παράγουν.

Η κοινωνική αλλαγή όμως δεν έχει ανάγκη ούτε μάρτυρες, ούτε ήρωες, ούτε στρατιώτες. Η επαναστατική δράση πρέπει να περιλαμβάνει τη συνειδητή προσπάθεια ανατροπής των ρόλων που προσδιορίζουν ακριβώς τον αποκλεισμό και την αδυναμία της θέσης μας. Όσο νωρίτερα τελειώνουμε με τους οσιομάρτυρες και τους χειροκροτητές τους, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούμε να πολεμήσουμε για την ελευθερία μας. Η επανάσταση ξεκινά με τον καθέναν από μας. Εμείς είμαστε που θα κρίνουμε την μοίρα της και τη δική μας. Εμείς είμαστε που θα αποφασίσουμε για το μέλλον μας, είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε, ώστε να μην το κάνει κανείς άλλος για μας.

Η ελευθερία δεν νομοθετείται

Πρέπει να ‘ναι κανείς τρελλός για να περιμένει να τον προστατεύσει το Κράτος… Εγώ δεν είμαι πάντως. –Andrea Dorea, “N’Drea”

Το κίνημα απελευθέρωσης ζώων θεωρεί ότι τα ζώα θα έπρεπε να χαίρουν νομικών δικαιωμάτων και θεσμικής προστασίας. Επικροτούν την κατάργηση των κοκκορομαχιών, έναν πραγματικά ασήμαντο θεσμό στην μεγάλη κλίμακα της κακοποίησης των ζώων, ακριβώς γιατί το βλέπουν σαν κάτι που βοηθάει τα ζώα και μπορούν να το προσθέσουν στον κατάλογο με τις υποτιθέμενες νίκες τους. Ωστόσο, κριτικάρουν τους νόμους που προστατεύουν τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ζώα. Αποδέχονται τη λογική του κράτους καταρχήν, όσον αφορά την ύπαρξη νόμων, αγνοώντας τη λειτουργία του νομικού συστήματος στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, στην κανονικοποίηση, την παραγωγικότητα και τον έλεγχό τους. Οι νόμοι επικυρώνουν τον κοινωνικό έλεγχο, εγκληματοποιώντας την ακυβερνησία και προστατεύοντας την εξουσία. Οι νόμοι και οι υποστηρικτές τους έχουν σκοπό να μας αποτρέψουν απ’ το να διαλύσουμε τη βιομηχανική φάρμα με τα ίδια μας τα χέρια.

Το κράτος προστατεύει τις επιχειρήσεις που σχετίζονται με ζώα, όπως και τις άλλες καπιταλιστικές εταιρίες, είναι η σπονδυλική στήλη και η ωμή βία του καπιταλιστικού συστήματος. Η νομοθεσία ποινικοποιεί οτιδήποτε αντιτίθεται στην ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού, διατηρώντας τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Η έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η κατοχή της είναι ιερά. Κάθε έκκληση για επιπλέον νόμους, απλώς δυναμώνει την εξουσία του νομικού συστήματος και την μυθολογία του, της αντικειμενικότητας και της δικαιοσύνης. Η πίστη στον νόμο, είναι υποταγή στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, όπως αυτή επιβάλλεται από μπάτσους, γραφειοκράτες, δικαστές και νομοθέτες. Προφανώς και δεν έχουν κάποιο ενδιαφέρον στην αλλαγή ενός κοινωνικού συστήματος απ’ το οποίο ζουν. Το να περάσουν έναν νόμο ενάντια στην κακοποίηση ζώων εδώ, ή ενάντια στα τσίρκα κάπου αλλού, έχει ελάχιστο αντίκτυπο ώστε να διαφημίζεται ως νίκη. Τα εργοστάσια συνεχίζουν την παραγωγή, κι ολοένα και περισσότερα ζώα περνούν απ’ τους μύλους τους. Η αθλιότητα συνεχίζεται και το ενισχυμένο προφίλ του κρατικού νομικού συστήματος είναι εδώ για να τη διασφαλίζει.

Αν θέλουμε να βγάλουμε τα ζώα απ’ το υποβιβαστικό παραγωγικό σύστημα, πρέπει να αρνηθούμε κάθε υποτιθέμενη λύση που προέρχεται απ’ τους εκλογικούς και νομικούς μηχανισμούς του κράτους. Τα μόνα προβλήματα που είναι σε θέση να λύνει η νομοθεσία, είναι αυτά των ισχυρών. Δεν έχει νόημα να αντιστεκόμαστε στο κοινωνικό αυτό σύστημα, χωρίς να αντιστεκόμαστε στους νόμους του. Το ALF τουλάχιστον καταλαβαίνει μέχρι εκεί. Είναι χίλιες φορές καλύτερο να καταστρέψουμε ολόκληρο το σχήμα της αλλοτριωμένης πολιτικής εξουσίας, παρά να ζητάμε απ’ αυτό περισσότερα ψίχουλα και κενές παραχωρήσεις. Αν αντιστεκόμαστε στον καπιταλισμό γι αυτά που κάνει στα ζώα, θα πρέπει τουλάχιστον αντίστοιχα να αντιστεκόμαστε και στο κράτος που διασφαλίζει ότι αυτό το σύστημα θα συνεχίσει να υποδουλώνει τον κόσμο στη λογική του.

Άμεση δράση, όχι ιδεολογία

Η απελευθέρωση ζώων αποκτά την μέγιστη δυναμική της ως άμεση δράση, παρά ως ιδεολογία. Οι απελευθερώσεις ζώων διαρρηγνύουν τη συνθήκη τους, ως ιδιόκτητα αντικείμενα. Το σαμποτάζ και η καταστροφές βιομηχανιών με ζώα, δείχνουν μια στόχευση ενάντια στην εμπορευματοποίηση των ζώων. Ωστόσο, όταν αυτές οι δράσεις γίνονται με απόλυτο διακηρυγμένο στόχο την απελευθέρωση ζώων, τότε παραμένουν περιορισμένες σε μια προοπτική απλά φιλοζωική. Για παράδειγμα, πολλές αναλήψεις ευθύνεις για επιθέσεις σε εργαστήρια πειραμάτων σε ζώα, επικεντρώνουν αποκλειστικά στην κακοποίηση των ζώων, συνήθως με ηθικιστικούς ή ιδεολογικούς όρους, αγνοώντας κάθε άλλη εκμεταλλευτική και αποτρόπαια όψη των πανεπιστημιακών ή φαρμακευτικών εργαστηρίων. Αντί να ρίχνουν τα σύνορα προς μια αντίληψη της κοινωνικής κυριαρχίας, τέτοιες δράσεις θέτουν οι ίδιες τα όριά τους, και προωθούν μια περιορισμένη οπτική που δεν υπολογίζει καν τις υποβόσκουσες αιτίες για τις οποίες τα ζώα βρίσκονται εκεί ως εμπορεύματα. Αναλόγως, οι δυνατότητες αυτών των δράσεων περιορίζονται απ’ τον εγκλεισμό τους σε ένα μονοθεματικό ζήτημα, αντί να γίνονται δράσεις αλληλέγγυες, συνδεδεμένες με άλλους κοινωνικούς αγώνες. Υπάρχουν βέβαια, ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις ανθρώπων που απελευθερώνουν ζώα και σαμποτάρουν επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ζώων, χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη της δράσης τους στα πλαίσια της απελευθέρωσης ζώων [58]. Αυτές δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες, καθώς είναι θετικές μιας και δεν φορούν στον εαυτό τους την ταμπέλα του πολέμιου μιας και μόνον όψης της κυριαρχίας, αλλά προσπαθούν να επιτεθούν πολύπλευρα. Αν πραγματικά βλέπουμε την εκμετάλλευση και την κυριαρχία παντού, τότε δεν υπάρχει λόγος να περιοριστούμε. Πρέπει να επιτεθούμε παντού όπου βρίσκονται.

Ενάντια στον ακτιβισμό, προς μια ενεργητική ανταρσία

Αυτό που είμαστε, κι αυτό που θέλουμε, ξεκινά μ’ ένα “όχι”. Απ’ αυτό γεννιέται ο μόνος λόγος για να σηκωνόμαστε το πρωί. Απ’ αυτό γεννιέται ο μόνος λόγος για να βγαίνουμε οπλισμένοι στην επίιθεση εναντίον ενός συστήματος που μας πνίγει. -Ανώνυμο “At Daggers Drawn”

Αυτή η κοινωνία-φυλακή, πρέπει να καταστραφεί, αν θέλουμε να μιλάμε για ελευθερία. Η βιομηχανική φάρμα δεν είναι παρά ένα σημείο όπου εντοπίζεται η αθλιότητά της. Το σύστημα της εκμετάλλευσης κερδοσκοπεί εξίσου απ’ τον ανθρώπινο και τον ζωικό ιδρώτα και πόνο. Είναι ένας εχθρός κοινός. Δε θ’ αλλάξει κάτι με το να ζητάμε απ’ τους κυριάρχους να κάνουν την αθλιότητα πιο βιώσιμοι, ή να μας εκμεταλλεύονται με καλύτερους όρους, σε μεγαλύτερα κλουβιά. Οι ζωές μας και οι σχέσεις μας σ’ αυτόν τον κόσμο πρέπει να διεκδικηθούν με τους δικούς μας όρους. Για να το κάνουμε αυτό, έχουμε μπροστά μας ένα πολύ δυσκολότερο καθήκον. Προς το παρόν, ας μην γεμίζουμε ψευδαισθήσεις, ηθικούς κώδικες και τυφλωτικές ιδεολογίες. Ας δυναμώσουμε τις κοφτερές ιδέες και την αυτοκαθορισμένη δράση.

Ορισμένοι θα πουν ότι “κάτι πρέπει να γίνει”. Ο κόσμος γίνεται ολοένα και χειρότερος και πρέπει να δράσουμε. Θα μας πουν ότι πρέπει να κάνουμε πράγματα που θα μας κάνουν να νιώσουμε ότι όντως αλλάζουμε κάτι. Οπότε γιατί να μην ασχοληθούμε με την απελευθέρωση ζώων; Αν οι δράσεις μας είναι μια πρακτική έκφραση των επιθυμιών μας, τότε δεν υπάρχουν και πολλά να περιμένουμε απ’ το μέτρημα προσηλυτισμένων βήγκαν κι απελευθερωμένων πουλερικών. Η επανάσταση είναι πρώτα και πάντοτε η αλλαγή της δικής μας παρέμβασης με τον κόσμο, ο ποιοτικός κοινωνικός μετασχηματισμός, κι όχι η ποσότητα των ακτιβιστικών επιτυχιών. Πρέπει να φτύσουμε τις εκκλήσεις σ’ αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία και να δράσουμε άμεσα γι’ αυτό που θέλουμε. Η επανάσταση οφείλει να είναι μια καθημερινή πρακτική, αν περιμένουμε να έχουμε κάποια πραγματική δυναμική.

Κάτι πρέπει να γίνει. Χρειαζόμαστε τη φωτιά όσο χρειαζόμαστε και τις ιδέες. Για να φέρουμε έστω και την παραμικρή αυθεντική επαναστατική κοινωνική αλλαγή, οι κοινωνικές σχέσεις πρέπει να παν παραπέρα απ’ τη συμμόρφωση σε ιδεολογίες και στην αποσπασματική κριτική τους, πέρα απ’ την ιεραρχική κλειστή λείψη αποφάσεων, πέρα από ευσεβή κηρύγματα. Θέλουμε κάτι ριζικά διαφορετικό, έναν κόσμο όπου θα είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε το πώς θα ζήσουμε. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο εάν δρουμε έξω απ’ τον κοινωνικό ρόλο του ακτιβιστή ή του καταναλωτή, έξω απ’ τα πολιτικά κόμματα και τα κούφια λόγια τους, ή τις μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις και τις μονοθεματικές καμπάνιες τους. Πρέπει να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας, κι όχι να υποδουλωθούμε στον έναν ή τον άλλον σκοπό, με θρησκευτική ευλάβεια και ιδεολογική τύφλωση.

Αυτή η κριτική στο κίνημα απελευθέρωσης ζώων θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε ψευδή κριτική και σκοπό, και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Δε ψάχνουμε να προσηλυτίσουμε κόσμο στην προοπτική μας. Δε ζητάμε από κανέναν να αγνοήσει το ζήτημα της εκμετάλλευσης των ζώων ή απλά να αρχίσει να τρώει κρέας, κι όλα εντάξει, αλλά μάλλον να αφιερώσουμε περισσότερη κριτική σκέψη και αναλυτική συζήτηση στις καθημερινές μας δράσεις, καθώς και στις θεωρίες και τις πρακτικές του κοινωνικού κινήματος.

Προκειμένου να απελευθερωθούμε απ’ το φτυάρισμα σκατών και την κατανάλωση σκατών, χρειάζεται να γίνουμε ενεργοί συμμέτοχοι σε μια ανταρσία ενάντια σε κάθε ιδεολογία, ηθική, στον καπιταλισμό και το κρατικό οχυρό του. Με λίγα λόγια, να καταστρέψουμε οτιδήποτε απλώνει την κυριαρχία του πάνω μας, καθώς ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο ανοιχτά μια απέραντη φυλακή. Η αθλιότητα της βιομηχανίας γούνας και των εργαστηρίων πειραμάτων είναι παντού. Παντού λοιπόν πρέπει να είναι και η στόχευσή μας. Στην καταστροφή των σχέσεων που αναπαράγουν κι επιτρέπουν την ύπαρξη αυτής της κοινωνίας, ξεκινώντας από μια ανυπακοή και μια άρνηση που δε θα ναι ούτε “πολιτική” ούτε “τυφλή”.

Όπως είπε και μια νεκρή αντάρτισσα: να καταστρέψουμε ό,τι μας καταστρέφει. Αυτός ο κόσμος θα καταρρεύσει στο ξετύλιγμα των επιθυμιών μας. Για μας, μια καταστροφική ανταρσία ενάντια σ’ αυτήν την σκατένια κοινωνία είναι το μόνο πράγμα που διατηρεί μια ελπίδα απελευθέρωσης. Δε ζητάμε μεγαλύτερα κλουβιά. Θέλουμε να τελειώνουμε μ’ αυτά εξ ολοκλήρου.

Δεν είναι τα ζώα που εξαρτώνται από μας για να τα απελευθερώσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Είμαστε εμείς που πρέπει να απελευθερωθούμε απ’ αυτόν τον κόσμο, ώστε να νιώσουμε τον άνεμο της ελευθερίας στο πρόσωπό μας.

* * *

Σημειώσεις:

[42]^ Για το ALF, βλ.: http://www.animalliberationfront.com. Για το ριζοσπαστικό κομμάτι της απελευθέρωσης ζώων: http://www.nocolnpromise.org.Ενημέρωση για παράνομες ενέργειες άμεσης δράσης: www.directaction.info. Αναλόγως το ίντερνετ είναι γεμάτο πληροφορίες για το ζήτημα, περισσότερες απ’ όσες θα ενδιαφερόταν να διαβάσει κανείς για οτιδήποτε.

[43]^ Φράση του Albert Einstein. Ομάδες όπως η Vegan Outreach κι η PETA χρησιμοποιούν αποφθέγματα διαφόρων διασήμων για να δείξουν οτι όχι μόνο θα πρεπε να πιστέψουμε οτιδήποτε λεν αυτές οι προσωπικότητες, αλλά κι ότι ακόμα κι αυτοί πίστευαν στα δικαιώματα των ζώων, και το ίδιο θα πρεπε να κάνουμε κι εμείς.

[44]^ Η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου είναι στα 2.73 δις γαλόνια ανά ημέρα. Κάθε μέρα 31.5 δις γαλόνια μεταφέρονται στη θάλασσα. Δεν προέρχονται όλες οι κηλίδες από βυτιοφόρα. Ορισμένες είναι από αποθήκες, αντλίες, σωλήνες και σκάφη που καθαρίζουν τα βυτιοφόρα. Χωρίς να υπολογίζουμε τα δεκάδες εκ. γαλόνια πετρελαίου που παράγει η κατανάλωση, ως συνέπεια του βιομηχανικού καπιταλισμού που δεν συνυπολογίζει κανένα περιβαλλοντικό κόστος, σ’ αυτό των προϊόντων του. Πηγή: “Analysis of Oil Spill Trends in the United States and Worldwide” (http://www.environmental-research.com/publications/pdf/spill_statistics/paper4.pdf)

[45]^ Το 1989, το Exxon Valdez χτύπησε στο Prince William Sound, της Αλάσκας, χύνοντας κάπου 10.8 εκ. γαλόνια πετρελαίου. Επρόκειτο απλά για την 34η μεγαλύτερη πετρελαιοκηλίδα παγκοσμίως, αν και ήταν η μεγαλύτερη σε χωρικά ύδατα των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα είχε τεράστιες  περιβαλλοντικές ζημιές, πχ 35,000 θαλασσοπούλια, 2,800 βίδρες, 300 γλάρους, 250 φαλακρούς αετούς, 22 όρκες, και δισεκατομμύρια σολωμών και αυγών νεκρών, καθώς και ζημιές στην αλιεία.

[46]^ Το σύστημα διανομής βιομηχανικών προϊόντων είναι οργανωμένο έτσι, καθώς όσο μεγαλύτερη αγορά έχει ένα προϊόν, τόσο μεγαλύτερο κέρδος μπορεί να προσκομίσει. Η καπιταλιστική κερδοφορία είναι συνδεδεμένη με την επέκταση των καταναλωτικών αγορών.

[47]^ Επιτομή του σχετικισμού, της θεωρίας όπου οι έννοιες της αλήθειας και των ηθικών αξιών δεν είναι απόλυτες, αλλά επαφίονται στα άτομα ή τις ομάδες που τις στηρίζουν. Κάτι που για μια κουλτούρα είναι σωστό, για μια άλλη είναι λάθος. Μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλούς πολιτισμούς στον κόσμο κάτι τέτοιο. Ορισμένοι ήταν και παραμένουν χορτοφαγικοί, άλλοι, όπως οι Ινουίτ (εσκιμώοι ινδιάνοι), καταναλώνουν αποκλειστικά κρέας. Οι διατροφικές συνήθειες των περισσοτέρων, έχουν αναπτυχθεί σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τα διαθέσιμα αποθέματα, κι εξελίχθηκαν σε πολιτιστικές παραδόσεις.

[48]^ Για περισσότερα δες το φυλλάδιο: Critical Thinking: http://anti-politics.net/distro/download/criticalthinking.doc

[49]^ Αυτό δεν ισχύει συνήθως για τους ίδιους τους μισανθρώπους, που συνήθως θεωρούν εαυτούς ως καλύτερους ή πιο ευαίσθητους απ’ οποιονδήποτε άλλον. Η λογική προέκταση του μισανθρωπισμού είναι η αποκρουστική υπεροψία.

[50]^ Απ’ το άρθρο “Progress of the Animal Rights Movement” στην ιστοσελίδα του ALF.

[51]^ Συχνά γίνεται λόγος στους κύκλους της απελευθέρωσης ζώων για “ξεπουλημένους” βηγκαν που τρώνε κάποιου είδους ζωικά προϊόντα. Αυτού του είδους οι συζητήσεις αντανακλούν την κοινοτυπία των περισσότερων συζητήσεων σήμερα, στις οποίες η αλλοτρίωσή μας μας οδηγεί στο να αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε την αλλοτρίωση αυτή.

[52]^ Αυτό δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι που μάχονται για τον κοινωνικό μετασχηματισμό δε θα κακοποιηθούν ή δε θα σκοτωθούν απ’ αυτούς που έχουν την εξουσία. Αντιθέτως, πρόκειται απλά για την μη-ανάδειξη μιας φετιχιστικής τιμωρίας ως έκφραση του κοινωνικού αγώνα. Τα μαρτύρια είναι τόσο γαμημένα βαρετά και μη-δημιουργικά άλλωστε. Όταν πεθαίνεις, απλά πεθαίνεις. Όλες οι δυνατότητες και τα όνειρα για τη ζωή σου χάνονται.

[53]^ Αξίζει να αναρωτηθούμε πόσοι άνθρωποι έχουν απορρίψει τον ακτιβισμό αφού ένιωσαν σαν ζώα για θυσία. Οι άνθρωποι που κάρφωσαν συγκατηγορουμένους τους μπορεί να ένιωσαν ότι μια μακροχρόνια φυλάκιση δεν ήταν ακριβώς μια θυσία που ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν είναι σκατορουφιάνοι που έστειλαν κάποιον άλλον στη φυλακή. Ωστόσο είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να κατανοήσουμε το πώς και το γιατί, κάποιοι άνθρωποι παίρνουν τέτοιες αποφάσεις ώστε να μπορέσουμε να τις καταλάβουμε τις συνθήκες τους και να τις αποτρέψουμε στο μέλλον.

[54]^ Κάτι τέτοιο είναι σαφές όταν ρίχνουμε μια ματιά στην ετήσια κατανάλωση ζωικών προϊόντων στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό. Μικροπαλινδρομήσεις στην αγορά γούνας, αν και μπορεί να επιρρεάζονται απ’ τον φιλοζωικό ακτιβισμό, δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε μια σαφή πτώση της βιομηχανίας γούνας εξ ολοκλήρου. Αν κάτι μπορεί να πουληθεί, θα συνεχίσει να παράγεται και να βρίσκει τις αγορές του. Ακόμα κι αν η βιομηχανία παραγωγής του καταστρεφόταν, θα έβρισκε κάποιον τρόπο να ξαναστήσει στη θέση της μια άλλη άθλια επιχείρηση.

[55]^ Ο όρος “Road to Victory” προέρχεται απ’ το βρετανικό κίνημα απελευθέρωσης ζώων, όμως η έννοια που περιέχει ταυτίζεται κάλλιστα και με την αμερικανική προοπτική. Η ιδέα ότι μια “επιτυχημένη” καμπάνια είναι ένα συμπαγές βήμα προς μια σαφή νίκη, είναι δυστυχώς μια αυταπάτη που πιθανόν χρειάζεται προκειμένου να αποθαρρύνει την πλήρη απογοήτευση.

[56]^ Το Stop Huntington Animal Cruelty (SHAC) αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα. Χρησιμοποιούν διάφορα μέσα εκβιασμού και παρενόχλησης προς τον σκοπό της κατάρρευσης μιας και μόνο εταιρίας πειραμάτων σε ζώα. Η PETA εργάζεται για τον ίδιο σκοπό αλλά με τακτικές που δεν αποξενώνουν την νομοταγή βάση των μελών της. Δεν υπάρχει κάτι ριζοσπαστικό στο να κλείσουν τα εργαστήρια μιας εταιρίας, όταν κάποια άλλη θα πάρει τη θέση της στην αγορά, καλύπτοντας τη σχετική ζήτηση, και σκοτώνοντας τα ανάλογα ζώα, με τον ανάλογο τρόπο.

[57]^ Πηγή: ALF website.

[58]^ Το περιοδικό Biteback (www.directaction.info) κι άλλοι υποστηρικτές της φιλοζωικής άμεσης δράσης, αναφέρουν συχνά αυτές τις ενέργειες χωρίς να τις διαχωρίζουν απ’ τις ενέργειες του ALF. Είναι πολύ πιθανό να θεωρούν πως κάθε ενέργεια που περιλαμβάνει κάποιο ζήτημα σχετικό με τα ζώα, γίνεται προς το σκοπό της απελευθέρωσης ζώων. Εμείς πάντως, βλέπουμε την φιλοζωική άμεση δράση ως κάτι το θετικό, όταν δε συνοδεύεται απ’ όλη την παραφιλολογία της απελευθέρωσης ζώων.

[59]^ Κάποιος άλλος έγραψε αυτό το σημείο. Λυπάμαι που δεν μπορώ να αναφέρω το όνομά του, γιατί δεν το θυμάμαι. Ωστόσο, είναι ένα σημαντικό σημείο: η πρακτική είναι δυνατότερη όταν έχει τη συνείδηση του δυναμισμού κριτικών ιδεών. Αναλόγως, οι ιδέες είναι τόσο δυνατές όσο μακριά φτάνουν οι πρακτικές εφαρμογές τους. Διαφορετικά, η θεωρία γίνεται απλά μια κούφια διανοητική αναζήτηση.

* * *

Βλ. ακόμα:

Αναρχοπάνκ, το ALF και η απεργία των ανθρακωρύχων – μια διδακτική ιστορία από τα 80s

Γράμμα του ζιλ ντωβέ πάνω στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ζώων


Categories
Bibliothèque des Emeutes

Καλά μπάχαλα και κακά μπάχαλα – Bibliothèque des Emeutes

Καλά μπάχαλα και κακά μπάχαλα

Κάθε γεγονός που εμπίπτει στις ελάχιστες απαιτήσεις που προσδιορίζουν τί είναι ένα μπάχαλο για τη Βιβλιοθήκη των Ταραχών είναι επαρκώς ικανοποιητικό για να αποδείξει τουλάχιστον μια κατάσταση ανυπόφορη για το Κράτος, και συχνά τους υπόλοιπους διαμεσολαβητές της σκέψης που χρησιμεύουν στο να παραλύουν τις συζητήσεις των ανθρώπων, όπως η εμπορευματοποίηση ή ο διανοουμενισμός. Πρόκειται στις μέρες μας για τρεκκλίζοντες ελιγμούς σ’ ένα πεδίο πιο ευαίσθητο από ποτέ, διάστικτο με πολυάριθμα ταμπού που έχουν συσσωρευθεί στη διάρκεια των τελευταίων δυο αιώνων: τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια για τα μπάχαλα.

Τα μπάχαλα έχουν, σχεδόν εξ’ ορισμού, όλον τον κόσμο εναντίον τους. Δεν φέρνουν παρά την καταστροφή, το ξεσάλωμα της οργής, την απώλεια του ελέγχου, της λογικής, της τακτοποιημένης σκέψης, όλων αυτών που κάνουν τον άνθρωπο να φοβάται μπρος στην απόλαυση. Προβάλουν φιγούρες που τα ξεπερνούν, άγριες, ανεξέλεγκτες κι αδάμαστες, μια απειλή για κάθε ιδιοκτησία και κάθε πολίτη. Τα μπάχαλα είναι μια αποκρουστική υπερχείλιση, όπως οι αφροί στο στόμα ενός λυσσασμένου. Τα μπάχαλα παραμένουν το απόλυτο κακό για την φαντασία των σημερινών πολιτών, των οποίων η επαφή, σχεδόν αποκλειστικά, μαζί τους είναι μέσω της οθόνης της τηλεόρασης, όπως ακριβώς στην εποχή του αστικού φιλελευθερισμού, για την οποία έγραφε ο Ντίκενς στο Barnaby Rudge [ιστορικό μυθιστόρημα του Charles Dickens, με θέμα τις θρησκευτικές ταραχίες στην Αγγλία του 1780], χωρίς να έχει έρθει ο ίδιος ποτέ σε επαφή με τις αποκαλυπτικές εικόνες που περιγράφει.

Αυτός ο σπλαχνικός φόβος αντιλαμβάνεται τον ταραχοποιό με μια προσέγγιση που του αποδίδει αυτό που τον καθιστά τέτοιο, αντίστροφα βέβαια με την εποχή του Ντίκενς: τα μπάχαλα είναι δικαιολογημένα, στα προσδιορισμένα πλαίσια μιας επαναστατικής πράξης. Πρόκειται για το κίνημα που εισήλθε θριαμβευτικά στον παραλογισμό της μπουρζουαζίας, των εξηγήσεων και των επιστημονικών κατασκευών. Τα μπάχαλα της 12ης Μάη 1839 στο Παρίσι [στμ: αποτυχημένη εξέγερση οργανωμένη μυστικά απ’ τη “Συνομωσία των Ίσων”, δεν κατάφερε να διαδοθεί πέρα από μερικούς δρόμους του Παρισιού και πνίγηκε στην καταστολή], με επικεφαλής τον Μπλανκί, και όπως τα διηγείται 100 χρόνια αργότερα ο Dommanget, εξακολουθεί να σκιαγραφεί τα σημερινά πεδία των οδομαχιών. Αν τα όποια μπάχαλα αποτυγχάνουν, θα ευθύνονται κατά τρόπο χονδροειδή αυτοί που βρέθηκαν σ’ αυτά, ξεγελασμένοι απ’ τον αυθορμητισμό τους, που δεν εμπιστεύθηκαν τους προσεκτικούς σχεδιασμούς ενός επαναστατικού κόμματος.

Αυτοί που έχουν συμφέρον στην καταπολέμηση της κάθε εξέγερσης οδηγούν εξίσου τα μπάχαλα σ’ αυτό το πεδίο της λογικής. Σήμερα ακόμη, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο κάθε μυαλό, είναι ότι τα μπάχαλα δεν μπορεί παρά να είναι υποκινούμενα, καθοδηγούμενα. Ωστόσο ο σταλινισμός δεν μπορεί πια να κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο, το κόμμα που αυτοανακηρύσσεται κόμμα της επανάστασης, δυσανασχετώντας εμφανώς στην παραμικρή υποψία ότι θα πρέπει να την κάνει, θα είναι το πρώτο που θα διαψεύσει κάθε εις βάρος του κατηγορία, σαν να πρόκειται για πραγματικό ζήτημα τιμής. Το κόμμα υποψιάζεται πάντα ποιός κινεί τα νήματα όμως, ειδικά όταν οι ταραχές εκτυλίσσονται ανοιχτά εναντίον του, οπότε δεν μπορεί παρά να υποκινούνται από στοιχεία της αντίδρασης, από τον ιμπεριαλισμό, την αστική τάξη κλπ, οι οποίοι με τη σειρά τους διαψεύδουν κάθε τέτοια κατηγορία. Το 1990, η εποχή που όλοι αυτοί που δόλια κατηγορούσαν τον αυθορμητισμό των άλλων έσπευσαν στο στρατόπεδο των χθεσινών εχθρών τους, όπως οι Αλβανοί προς την Ιταλία, αυτά τα υπέροχα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά των μπαχάλων, που αποτελούν στην πραγματικότητα την εκδήλωση της κατάρρευσής τους, οφείλει να περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν πρόκειται για τίποτα τέτοιο. Οι σύγχρονες ταραχές γίνονται ακόμα αντιληπτές όπως οι ταραχές άλλων εποχών. Η παρακμή των διαμεσολαβητών που αναδεικνύονταν από τις ίδιες, έχει δώσει τη σκυτάλη σε μια στρατιά υποτιθέμενων, αυτόκλητων διαμεσολαβητών. Αρκεί, σύμφωνα με τις τρέχουσες φαντασιώσεις, να βρεθεί μια κομματική ή μη πρωτοπορία, μια χούφτα υποκινητές, μια εγκληματική συμμορία, μια μαφία, κάποιοι μυστικοί αστυνομικοί ή πράκτορες, μια θρησκευτική σέχτα, ένα εργατικό ή κι εργοδοτικό συνδικάτο σε κοντινή απόσταση απ’ το πεδίο της μάχης για να φωτιστούν τα πρόσωπα, να βρεθεί επιτέλους ο λόγος. Φυσικά, τα μπάχαλα της νεολαίας του 1990, η εμφανής έλλειψη οργάνωσής τους, ο στοιχειώδης εξοπλισμός τους, η χωρίς αύριο λύσσα τους δεν είναι και τα πιο ταιριαστά χαρακτηριστικά μιας προγραμματισμένης κατάστασης, αλλά και πάλι, αυτή η χαλαρότητά τους δεν είναι το ιδανικό έδαφος για τους χειρισμούς κάθε υποψήφιου υποκινητή; Ψάξτε το ποιος επωφελείται απ’ τις ταραχές, λένε αυτοί που αποφεύγουν να θέσουν το ίδιο ερώτημα όσον αφορά την τρομοκρατία, και θα βρείτε ποιός τους υποκινεί. Έτσι, σε σύγκριση με την εποχή όπου τα μπάχαλα ήταν η ιδιωτική ιδιοκτησία του προλεταριάτου, τώρα είναι πρώτα απ’ όλα τα κίνητρα, καθώς οι ποικιλίες ταραχών και ταραχοποιών έχουν απελευθερωθεί από κάθε στολή. Κι αυτή η απελευθέρωση έχει, με την ίδια κίνηση, επιτρέψει έναν πολλαπλασιασμό των ταραχών σε σχέση με την εποχή που κλείνονταν σε πιο συμπαγή πλαίσια.

Στη σύντομη παροντική ιστορική στιγμή, όπου αυτοί που έχουν σφαιτεριστεί τον λόγο αναδιοργανώνονται, δεν υπάρχει ακόμη πια κάτι που να τους επιτρέπει να οικειοποιούνται τα μπάχαλα. Θα έπρεπε ίσως να εξαιρέσουμε εδώ τις πολύ μειοψηφικές ριζοσπαστικές τάσεις του εκλειπόντος δυτικού επαναστατικού κινήματος, που αγωνίζονται για να ξαναβρούν την χαμένη θέση τους, ιδίως αφότου η ενηλικίωσή τους προσέθεσε ένα επιπλέον βάρος στην κάλυψη της απόστασης προς αυτήν. Αποδέχονται τα μπάχαλα ως αρχή, χωρίς να μπορούν να παρατηρήσουν την μεταμόρφωσή τους εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα. Από την εποχή του Watts, γι’ αυτούς τους ιδεολόγους, ένα μπάχαλο είναι κάτι καλό, ενώ ένα κακό μπάχαλο δεν είναι πραγματικό μπάχαλο, κι ένα καλό μπάχαλο είναι πάντα σαν τα μπάχαλα του Watts. Οι γάλλοι μετακαταστασιακοί για παράδειγμα, δεν είδαν στο θέαμα των ταραχών του Vaulx-en-Velin [στμ: προάστειο της Λυόν, όπου τον Οκτώβρη του 1990 ξέσπασαν πολυήμερες ταραχές μετά τον φόνο νεαρού από αστυνομικούς, οι ταραχές διαδόθηκαν αλυσιδωτά, αλλά διασπάστηκαν από την σύγκρουση ταυτοτήτων, γενιών, γειτονιών κλπ, που επέτρεψαν την ανάδυση των επαναφομοιωτών], ή άλλες παρόμοιες θεαματικές καταστάσεις όπως του Ουζμπεκιστάν [ταραχές ενάντια στη σουνίτικη τουρκική μειονότητα, του 1989, στη διάρκεια των οποίων έγιναν στόχος επιθέσεων πολλά κρατικά κτίρια], φαίνεται να ήταν πολύ εθνοτικές, ενώ στο Κασμίρ πολύ θρησκευτικές; Για άλλους ιδεολόγους, τα μπάχαλα είναι εξ’ ορισμού κάτι κακό. Και τότε όμως, η υποκρισία είναι εύκολο να ξεμασκαρευτεί: ποιός καλός δημοκρατικός δυτικός δε θα συμπαθήσει έστω εξ’ αποστάσεως, τους Αλβανούς ταραχοποιούς που τα βάζουν με το τελευταίο σταλινικό κράτος, ενώ την ίδια στιγμή κατεβάζει τα φρύδια μπρος στους μαροκινούς συνδικαλιστές, που γοητευμένοι απ’ τον ίδιο πλουραλισμό με τον δικό του, ξεσπούν σε μια άσχημη λεηλασία και σε οργισμένες οδομαχίες που τον κάνουν γρήγορα να ξεχάσει την απεργία του. Επομένως, τα μπάχαλα δεν είναι καλά ή κακά παρά μόνο σε σχέση με την υποστήριξη που θα λάβει η ιδεολογία της υπεράσπισής τους.

Κανείς δεν έχει ανοσία απέναντι στο δηλητήριο του ηθικισμού, είναι φανερό επίσης και στη Βιβλιοθήκη των Ταραχών, με τη διαφορά ότι είναι η μόνη που το αναγνωρίζει. Θα ήταν παράξενο η επίδραση της ιδεολογίας να ήταν μικρότερη στη σκέψη μας, απ’ ότι στη δραστηριότητα των ταραχοποιών. Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε τα “καλά” μπάχαλα, τα σύμφωνα με τις επιθυμίες μας, θα τα περιγράφαμε όπως ο Ντίκενς τα “ανοσιουργήματα”, με τη διαφορά ότι το εννοούμε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Αν ήταν εφικτό, σ’ αυτόν τον κόσμο, μια λύσσα ειλικρινής και κοινή να μοιράζεται ταυτόχρονα από 400 άτομα, απ’ τα οποία κανένα να μην έχει μια ιεραρχική θέση, και τα οποία δε θα γνωρίζονταν καν πριν απ’ αυτήν τη συνάντηση, να τα οδηγούσε, δίχως τον παραμικρό δισταγμό, σε μια χαρούμενη λεηλασία των εμπορευμάτων στο πέρασμά τους και σε μια επίθεση (ει δυνατόν νικηφόρα) επί των δυνάμεων της τάξης, καταστρέφοντάς τες, αδελφοποιώντας την μεγάλη μάζα τους μ’ αυτό το αυθόρμητο πλήθος, που θα εξαπλωνόταν χωρίς όρια, μην αφήνοντας περιθώρια ύπαρξης σ’ αυτόν τον κόσμο. Στις πραγματικές διαδηλώσεις, εκεί όπου περιμένουμε το κουράγιο, συχνότερα συναντούμε τη ψευδή συνείδηση, άλλοτε ρατσιστική, άλλοτε θρησκευτική, άλλοτε οπαδική, άλλοτε μιας λεηλασίας όχι από οργή αλλά από υπολογισμό. Πιθανόν να δούμε έναν μαχητή των ταραχών, ως βερολινέζο “αυτόνομο”, ως αγωνιστή εργάτη, ως κορεάτη φοιτητή, ως έναν ηθικιστή αγωνιστή, που κατεβαίνει απ’ το αμάξι με τους συναδέλφους του, με άλλους οπαδούς, με μια νόμιμη πολιτική οργάνωση. Θα υπάρχουν σίγουρα κάποιοι σαραντάρηδες που δε θα ξεπεράσουν ποτέ την εφηβική απόλαυση της εξέγερσης ενάντια στο αυτονόητο, μερικοί έφηβοι που θα κάνουν οικονομία σ’ αυτήν για να τη γεύονται για πάντα, και ορισμένοι νομιμόφρονες πολίτες που θα βρεθούν εκεί κατά τύχη, από μια διαστρεμμένη περιέργεια, ή για να ξεγελάσουν την ανία τους, και που, καλυμμένοι απ’ τη σκιά μιας προς στιγμήν ατιμωρησίας, θα επωφεληθούν για μερικές πικρές στιγμές εκδίκησης. Ιδού με τί μοιάζει ένα καλό μπάχαλο, όπως το σκεφτόμαστε. Και θα μπορούσαμε εξίσου να παρουσιάσουμε ένα κακό τέτοιο, σαν μια ευχαρίστηση κοινή και ανοιχτή προς κάθε προοπτικής ελευθερίας. Επειδή τα μπάχαλα είναι η δεξαμενή για κάθε μορφή ατομικής αλλοτρίωσης, διασπαστικής, χωρίς ενότητα, σε ανταγωνισμό με κάθε τέτοια συλλογικής αλλοτρίωσης.

Στην πραγματικότητα, εάν η Βιβλιοθήκη των Ταραχών ανακαλύπτει έτσι μια αντίφαση μεταξύ των καλών και των κακών ταραχών, είναι για να βρει την μέθοδο σε σχέση με τα γεγονότα. Απ’ την μια πλευρά, προφανώς παίρνουμε μέρος, και μια ταραχή που κολακεύει την υποκειμενικότητά μας και επιβεβαιώνει τα συμπεράσματά μας είναι μια καλή τέτοια. Αλλά η ύπαρξη μιας Βιβλιοθήκης των Ταραχών διέπεται από μια άλλη ιδέα, της αναγνώρισης ότι δεν είμαστε εμείς που ανανεώνουμε την Ιστορία, ότι δεν είναι άλλο απ’ αυτήν την ανανέωση που περιμένουμε τη συνέχεια (και το τέλος) της ιστορίας, και ότι αυτή η νεότητα εκφράζεται αναγκαστικά μέσα απ’ τις ταραχές. Κι όπως κάθε τί νέο, δεν μπορεί προφανώς παρά να συγκρούεται με κάθε υπάρχουσα άποψη και κάθε βεβαιότητα. Να ανακαλύπτουμε την νεότητα αυτού του κόσμου σημαίνει να σχετικοποιούμε τις ταραχές που κολακεύουν τις ιδέες μας, και ν’ αναζητούμε το αρνητικό σ’ αυτές που τις αρνούνται: του Tirgu Murges στη Ρουμανία, όπου Ούγγροι και Ρουμάνοι εθνικιστές αλληλοσκοτώνονταν, προς μέγα όφελος και των δυο κρατών. Του Σινδ, όπου Μοτζαχίρ και Σινδίς ξέσπασαν σε αιματηρές μάχες για λόγους που φαίνεται να καταδικάζουν κι οι ίδιοι, του Κοσόβου, όπου χωρικοί, πιθανώς στρατολογημένοι, πήραν τα όπλα τους του 1945 για να τους παραχωρηθεί απ’ το κράτος μια μεταρρύθμιση προς όφελος της εθνικότητάς τους, χωρίς καν να τους περνάει απ’ το μυαλό μια επίθεση στα εμπορεύματα. Τα άσχημα μπάχαλα, εθνικιστικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, αυξάνονται. Όταν τα μπάχαλα τα κάνουν φασίστοειδείς σκινχεντς, Τυνήσιοι ισλαμιστές, Ζουλού οπλισμένοι με δόρια κι ασπίδες, ή Ινδοί φοιτητές αγωνιζόμενοι για την υπεράσπιση του συστήματος των καστών, είμαστε απρόθυμοι να τους βάλουμε πλάι-πλάι με τους ταραχοποιούς των ταραχών της πείνας ή των βρετανικών προαστείων. Όμως ασφαλώς θα εμφανιστούν και ταραχολόγοι, και δεν είναι σίγουρο ότι αυτοί οι επίδοξοι επαναφομοιωτές θα είναι πολύ πιο έτοιμοι να ενσωματώσουν αυτές τις άσχημες ταραχές απ’ ότι τις καλές μας. Γιατί οι ιδέες, οι κατηγορίες, οι μέθοδοι έρευνας και οι επαγγελματίες επαναστάτες που έχουν περάσει μέχρι σήμερα είναι πια τελειωμένοι. Κι αυτό μας λέει ότι αυτός ο κόσμος είναι σήμερα σε πολύ μεγαλύτερο αναβρασμό απ’ ότι ήταν στις οργισμένες ταραχές του 1990.

Το κείμενο της Bibliothèque des Emeutes γράφτηκε το 1991. Μεταφράστηκε εδώ ως μικρή συνεισφορά στη συζήτηση με αφορμή τις τρέχουσες κινητοποιήσεις στη Γαλλία. Πηγή [teleologie] βλ. επίσης: Περί ταραχών.

Categories
Jacques Camatte Uncategorized

Το ζήτημα της Βίας – Jacques Camatte

Το ζήτημα της βίας

Το κίνημα που αναπτύχθηκε μεταξύ των μαθητών λυκείων (στμ. του 1973, το πρώτο μετά τον “Μάη” μαζικό κίνημα στη Γαλλία), ήταν μια κατάφαση της κομμουνιστικής επανάστασης στην ανθρώπινη διάστασή της. Οι μαθητές έθεσαν το ζήτημα της βίας (αν και ίσως όχι σε πλήρη εφαρμογή) στην άρνησή τους στον στρατό, άρνηση της στρατιωτικής θητείας και άρνηση του οικουμενικού δικαιώματος στον φόνο. Αντίθετα, τα γκρουπούσκουλα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς, αλλά όχι και οι αναρχικοί, συνέχισαν το κύρηγμα για την αναγκαιότητα του να σκοτώνεις, επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσαν να πετύχουν κάποια “αντίποινα” θανάτου στο κεφάλαιο. Ωστόσο κανείς τους (κι αυτό ισχύει και για τα πιο ακραία στοιχεία τους) δεν υπολόγισε ποτέ το γεγονός ότι αυτό που πρότειναν ήταν η αναγκαιότητα καταστροφής ανθρώπινων όντων, προκειμένου να επιτευχθεί η επανάσταση.

Πως μπορείς να γιορτάζεις μια επανάσταση με ένα άδειασμα γεμιστήρων; Η αποδοχή του στρατού για οποιοδήποτε λόγο, ενισχύει την καταπιεστική δομή σε κάθε επίπεδο. Κάθε είδους επιχείρημα σ’ αυτό το θέμα εξυπηρετεί μόνο την εμπέδωση του δεσποτισμού της αυτοκατασταλτικής συνείδησης, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι πρέπει να καταπιέζουν την επιθυμία τους να μην σκοτώνουν επειδή οι φόνοι θα γίνουν απαραίτητοι σε κάποιο μελλοντικό στάδιο. (Και πράγματι μερικοί άνθρωποι όντως αγαλλιάζουν με μια τέτοια προοπτική). Η αυτοκατασταλτική συνείδηση με αναγκάζει να γίνομαι απάνθρωπος με την πρόφαση ότι κάποια μέρα που θα οριστεί από ένα θεωρητικό πεπρωμένο, θα μεταμορφωθώ επιτέλους σε ανθρώπινο ον.

Οι διάφορες αριστερές κι ακροαριστερές τάσεις προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι δεν υπάρχει καμμιά σύγκλιση μεταξύ της “αστικής” επιθυμίας για κατάργηση της στρατιωτικής θητείας και της ελευθεριακής ειρηνοφιλίας που βρίσκεται κάτω απ’ τη συνειδητή άρνηση στράτευσης, που ενυπάρχει λανθάνουσα όλο και περισσότερο μέσα στην νεολαία. (T. Pfistner, Le Monde, 27 Mar ’73)

Η βία είναι αδιαμφισβήτητο μέρος της ζωής στην σημερινή κοινωνία. Το ζήτημα είναι το πώς αυτή η βία μπορεί να καταστραφεί. Η επανάσταση εξαπολύει φυσικά βία, αλλά αυτή η βία πρέπει να είναι κάτω από τον έλεγχο και την διεύθυνσή μας. Δεν μπορούμε να της επιτρέψουμε να δρα τυφλά, και ασφαλώς όχι να δοξάζεται και να ξεφεύγει από το πεδίο δράσης της.

Τέτοιες προτάσεις μπορεί να φαίνονται αρκετά λογικοφανείς, ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες εκτός αν προχωρήσουμε παραπέρα, σε μια πιο συγκεκριμένη συνειδητοποίηση της πραγματικής φύσης της βίας, η οποία εκ πρώτης καθορίζεται από το αντικείμενό της: έτσι, η βία που  κατευθύνεται ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα θα πρέπει να εξυμνείται και να ενθαρρύνεται, αλλά όχι και η βία εναντίον ανθρώπων. Το καπιταλιστικό σύστημα βέβαια, αποτελείται από ανθρώπους, και είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα τους πάρει σβάρνα η βία. Εδώ έγκειται το ζήτημα των ορίων της βίας. Αν δεν εγερθεί ένα τέτοιο ζήτημα, σημαίνει ότι βρισκόμαστε ακόμα υπό τις προστακτικές του κεφαλαίου. Δεδομένου του ότι ο δεσποτισμός του κεφαλαίου συντηρείται μέσω της γενικευμένης βίας εναντίον των ανθρώπων, είναι γεγονός ότι αυτή η κυριαρχία επί των ανθρώπων επιτυγχάνεται με το να τους φέρει πρώτα σε αντίθεση τον έναν με τον άλλον, κι έπειτα να τους αναθέσει διαφορετικούς ρόλους. Όταν ξεσπούν συγκρούσεις, κάθε πλευρά αναπαριστά την αντίπαλη ως μη-ανθρώπινη (όπως για παράδειγμα οι Αμερικανοί έβλεπαν τους Βιετναμέζους). Όταν πρόκειται να καταστραφούν ανθρώπινα όντα, το πρώτο μέλημα είναι να αποστερηθούν την την ανθρωπιά τους. Έτσι, αν στον επαναστατικό αγώνα οι άνθρωποι εξακολουθούν να πορεύονται βάσει αυτής της οπτικής, δεν σημαίνει ότι απλά μιμούνται τις μεθόδους των καπιταλιστών, κι απλά επιτείνουν την καταστροφή ανθρώπινων όντων;

Έτσι, μπορούμε να αναρωτηθούμε, πού το πάνε οι αριστεριστές όταν θεωρητικοποιούν την καταστροφή της κυρίαρχης τάξης (κι όχι των δομών της), ή των μπάτσων (“μπάτσος καλός, μόνο νεκρός”); Μπορεί κανείς να κάνει την εξίσωση CRS=SS (σημ. Τα CRS είναι τα γαλλικά ΜΑΤ. Τον Μάη του 1979, μια νέα παραφθορά του γνωστού σλόγκαν εμφανίστηκε όταν οι τροτσκιστές της Ligue Communiste Révolutionaire (LCR) ενώθηκαν με τους σταλινικούς και τα CRSστη βίαιη καταστολή ενάντια στους “αυτόνομους” στις διαδηλώσεις στο Παρίσι ενάντια στους μεταλλεργάτες του Longwy και του Denain: LCR=CRS, ή LCRS) σε επίπεδο συνθήματος, επειδή αντιπροσωπεύει με ακρίβεια την πραγματικότητα των δυο ρόλων, αλλά δεν δικαιολογεί την καταστροφή των ανθρώπων που συμπεριλαμβάνει, κι αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα υπόσκαψης των δυνατοτήτων της αστυνομίας. Όταν οι αστυνομικοί νιώθουν ότι μειώνονται σε μια κατάσταση μη-ανθρώπινης, τότε οι ίδιοι καταφεύγουν σε ένα είδος “εξέγερσης” ενάντια στους νέους προκειμένου να κατοχυρώσουν μια ανθρώπινη ιδιότητα την οποία τους αρνούνται, και κάνοντας αυτό, πάνε πέρα από τον ρόλο τους ως μηχανές που καταστέλλουν/σκοτώνουν. Δεύτερον, κάθε ΜΑΤάς, και κάθε άλλου είδους μπάτσος, εξακολουθεί να είναι ένας άνθρωπος. Καθένας τους είναι ένας άνθρωπος με έναν συγκεκριμένο ρόλο, όπως οποιοσδήποτε άλλος. Είναι επικίνδυνο να ορίζει κανείς την ανυπαρξία ανθρωπιάς σε ένα μέρος της κοινωνικής ολότητας, και τον εντοπισμό όλης αυτής σ’ ένα άλλο.

Φυσικά, δεν τίθεται θέμα μη-βίας (σημ. η οποία είναι άλλωστε απλά μια ύπουλη και υποκριτική μορφή βίας, ένα σημάδι της ανικανότητας ορισμένων ανθρώπων να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ως ανθρώπινα όντα), αλλά μάλλον ενός ακριβούς προσδιορισμού του είδους και των σκοπών της βίας που πρέπει να ασκηθεί. Τα επόμενα σημεία θα διευκρινίσουν αυτήν τη θέση περισσότερο: Πρώτον, πρέπει όλα τα στερεότυπα και οι λειτουργίες να αποκαλυφθούν ως αυτό που είναι -ρόλοι, που επιβάλλονται πάνω μας απ’ το κεφάλαιο. Δεύτερον, πρέπει να απορρίψουμε τις θεωρητικές κατασκευές που αξιώνουν την καταστροφή όλων εκείνων των ατόμων που υπερασπίζονται το κεφάλαιο. Τρίτον, δεν μπορούμε να κάνουμε εξαιρέσεις, με τη λογική ότι ορισμένοι άνθρωποι δενε ίναι ελεύθεροι, ότι είναι “το σύστημα” που παράγει τόσο τους μπάτσους όσο και τους επαναστάτες. Αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, η λογική συνέπειά του θα ήταν είτε μια θέση μη-βίας, ή μια κατάσταση όπου τα ανθρώπινα όντα θα μειώνονται σε ρομπότ οπότε κάθε βία εναντίον τους θα ήταν δικαιολογημένη. Αν εξ αρχής αρνούμαστε κάθε πιθανότητα ανθρωπιάς σε ορισμένους ανθρώπους, τότε πως μπορούμε να περιμένουμε να συμπεριφερθούν ως πραγματικά ανθρώπινα όντα; Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστούν ως ανθρώπινα όντα. Ωστόσο, αυτήν την εποχή, η πλειοψηφεία των ανθρώπων σκέφτεται με τους όρους της ύστατης λύσης που προσφέρει η ταξική κοινωνία -δηλαδή, της καταστολής των αντιπάλων- ακόμα όμως και σε μια τέτοια περίπτωση, που η επανάσταση επιβαλλόταν, θα επιβαλλόταν και επί της πραγματικής φύσης της, επί του ανθρώπινου.

Όταν έρχεται η σύγκρουση, όπως αναπόφευκτα γίνεται, δεν είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να μειώνουμε τα διάφορα άτομα που υπερασπίζονται το κεφάλαιο στο επίπεδο του “ζώου” ή των “ρομπότ”. Πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης τους, γιατί είναι αυτή που κι αυτοί γνωρίζουν ότι αποτελούν κομμάτι της, κι ότι θα μπορούσαν δυνητικά να την βρουν ξανά.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η σύγκρουση λαμβάνει χώρα επίσης στη διάσταση του πνεύματος και της διάνοιας. Οι αναπαραστάσεις που δικαιολογούν την υπεράσπιση του κεφαλαίου από ένα άτομο, πρέπει να αποκαλύπτονται και να απομυστικοποιούνται. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σ’ αυτήν την κατάσταση, πρέπει να έρχονται αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις τους, και να γεννηθούν αμφιβολιές στα μυαλά τους.

Η τρομοκρατία πρέπει επίσης να ειδωθεί σ’ αυτήν την προοπτική. Δεν αρκεί απλά να την καταγγέλει κανείς ως αποτρόπαια. Αυτοί που δέχονται την τρομοκρατία έχουν συνθηκολογήσει μπροστά στην εξουσία του κεφαλαίου. Η τρομοκρατία πάει παραπέρα απ’ την καταστροφή απλά μερικών ανθρώπων: είναι επίσης μια έκκληση στο θάνατο προκειμένου να προωθηθεί μια υποθετική εξέγερση. Αυτή η προοπτική πρέπει να τονιστεί, πέρα από καταδίκες ή επευφημίες, πρέπει να απορριφθεί γενικά ως τρόπος δράσης. Η τρομοκρατία υπαινίσσεται ότι ο “τοίχος” (το προλεταριάτο και η αναπαράστασή του) είναι ένα φράγμα απρόσβλητο και αδιάτρητο, άφθαρτο. Η τρομοκρατία είναι η παραδοχή της ήττας, κι όλες οι πρόσφατες εκδηλώσεις της αποτελούν επαρκή απόδειξη γι αυτό.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η κατα-θλιπτική κυριαρχία του κεφαλαίου επιρρεάζει τους πάντες, δίχως εξαιρέσεις. Δεν είναι δυνατόν να ορίσουμε συγκεκριμένες ομάδες ως “εκλεκτούς” που εξαιρούνται απ’ τον δεσποτισμό του κεφαλαίου. Ο επαναστατικός αγώνας είναι ένας ανθρώπινος αγώνας, και οφείλει να αναγνωρίζει σε κάθε άτομο τη δυνατότητα του εξανθρωπισμού του. Μέσα στη σύγκρουση με τις πολιτικές ηγεσίες, τους “καπιταλιστές” και όλες τις αστυνομίες, το κάθε ένα απ’ αυτά τα άτομα πρέπει να γίνει βίαιο με τον εαυτό του, προκειμένου να απορρίψει, ως εξωτερική του, την εξημέρωση του κεφαλαίου και κάθε βολική “δικαιολογία” αυτοαξιοποίησής του.

***

Πρόκειται για απόσπασμα απ’ το έργο του Camatte Για την Εξημέρωση. Κάποια κομμάτια μετεφρασμένα παλιότερα μπορείτε να βρείτε εδώ: http://rioter.info/category/jacques-camatte/

Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir Uncategorized

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Μερικές σημειώσεις για το κίνημα στην Ιταλία

Πηγή: http://turbellaria.blogspot.com

Παρότι γειτονεύουν, οι χώρες τις Ευρώπης είναι παραδοσιακά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Αυτός ο διαχωρισμός και η συνακόλουθη άγνοια της μιας για την άλλη, ισχύει και στην περίπτωση των επαναστατικών κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια στο ένα ή το άλλο Κράτος. Τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεται κανείς την Ιταλία των περασμένων χρόνων, σπάνια πάνε μακρύτερα από την Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή) και τις Brigate Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες), άντε ίσως σήμερα την Αυτονομία και τα (συνδικάτα βάσης) Cobas.

Προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του τί συμβαίνει σήμερα στο κίνημα, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στους αγώνες στη χώρα απ’ τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Μετά την εξεγερσιακή έκρηξη του ’68, εκτυλίχθηκαν έντονοι κοινωνικοί αγώνες που κορυφώθηκαν το 1977 στα -κατά τα μίντια- λεγόμενα “χρόνια του μολύβδου”, φολκλορικά συμβολισμένα στο περίστροφο p38. Οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι, οι μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούονταν με την αστυνομία, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές ηγέτες, οι λεηλασίες των σούπερμάρκετ, η διάχυση μικρών χειρονομιών σαμποτάζ σε διάφορους χώρους εκμετάλλευσης, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Σκληρές πορείες στο δρόμο, που διαλύονταν μόνο μετά από άπειρα δακρυγόνα και σφαίρες της αστυνομίας. Δολοφονίες συντρόφων. Οδομαχίες μέχρι θανάτου μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών νεολαίων.

Διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις προέκυψαν εκείνη την περίοδο: Η Lotta Continua, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), η Potere Rosso (Κόκκινη Εξουσία) στα πλαίσια του κομμουνιστικού χώρου, και σ’ έναν βαθμό η παρανομία έγινε το επόμενο βήμα για πολλούς νέους συντρόφους, κι εξαπλώθηκε ως αποτέλεσμα και της έντονης στρατολόγησης από τις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έστηναν μεραρχίες σε διάφορα σημεία της χώρας, αλλά και άλλες πολλές κομμουνιστικές τάσεις πέρασαν στην με την πεποίθηση ότι είχε έρθει η στιγμή της επίθεσης στην “καρδιά του Κράτους”, της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, την θέσου του οποίου θα έπαιρναν αυτές.

Ένα τέτοιο ζήτημα, απείχε φυσικά απ’ τις προθέσεις των αναρχικών που, παρ’ ότι παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες, σε επιθέσεις, σαμποτάζ, συνελεύσεις και διάφορες πρωτοβουλίες, διατηρούσαν μια κριτική του ένοπλου κόμματος με πράξεις και με λόγο. Στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος είχε ανάψει για τα καλά η συζήτηση. Στο επίκεντρό της βρέθηκε η κριτική των “οργανώσεων σύνθεσης” όπως οι αναρχοσυνδικαλιστικές και οι φεντεραλιστικές, και περιλάμβανε περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τη χρήση της επαναστατικής βίας, δηλαδή της ανάγκης για επίθεση στην εξουσία υπό κάθε μορφή της, χρησιμοποιώντας μεθόδους σύμφωνες με τους σκοπούς των αναρχικών, την καταστροφή της εξουσίας σε κάθε μορφή, μέσα από μαζικές αυτοοργανωμένες εξεγέρσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση βαθιά ριζωμένη μέσα σε κάθε άτομο, που οφείλει να γίνει τελικά πρωταγωνιστής της ζωής του.

Έτσι προέκυψε μια απόπειρα να οργανωθεί μια ελευθεριακή παράνομη δομή, η Azione Rivoluzionaria (Επαναστατική Δράση), η οποία εν συνεχεία διεξήγαγε πολυάριθμες επιθέσεις. Αυτή με τη σειρά της ξεσήκωσε έντονες συζητήσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα: Είναι δυνατόν μια τέτοια δομή να εξελίσσεται με έναν αναρχικό τρόπο, ή απλά παρέχει μια ελευθεριακή ιδεολογική μυστικοποίηση της γνωστής κλειστής γκρούπας ειδικών, απλά με μη-σταλινικό περιτύλιγμα;

Αρκετές συνελεύσεις έγιναν, παρ’ όλα αυτά η αναρχική κριτική συνήθως ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η συζήτηση κρατήθηκε ζωντανή στις σελίδες μερικών απ’ τις εκδόσεις της εποχής. Η αναρχική επιθεώρηση Anarchismo ιδίως, ήταν ο φορέας μια ολοένα και πιο συγκροτημένης μεθοδικής κριτικής και, εμπνεόμενη από το εύρος των ανώνυμων δράσεων σαμποτάζ σε όλη τη χώρα, μικρών δράσεων που δεν απαιτούσαν κάποια ιεραρχική εξειδίκευση αλλά μόνο την προσωπική απόφαση μακράν της βαριάς ατμόσφαιρας εκδίκησης της σταλινικής ιδεολογίας που στόχευε στο χτύπημα στην καρδιά του Κράτους. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνική και οικονομική αναταραχή εξελισσόταν με τέτοιο τρόπο, που περισσότερο απ’ όσο ποτέ απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα, και δεν έζωναν πια μοναχά τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως στα χρόνια του ’50 ή του ’60. Το ζήτημα των αριθμών “να οργανωθούμε πρώτα και μετά βλέπουμε” έγινε ορατό κάτω από ένα διαφορετικό φως, αυτό της πολιτικής, μακριά απ’ την πραγματικότητα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας.

Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη λάμβανε χώρα παράλληλα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, που πλέον εφαρμόζονταν σε κάθε σφαίρα της ζωής. Επίσης είδαμε αυτήν την εποχή μια ευρεία άρνηση του μιλιταρισμού, συγκεκριμένα της στρατιωτικής θητείας σε ατομικό επίπεδο. Οι αναρχικοί ήταν ξεκάθαροι σ’ αυτό το θέμα. Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στον μιλιταρισμό (οποιουδήποτε χρώματος) αλλά όχι εναντίον των όπλων που, παρόλο που δεν είχαν την κεντρική σημασία που αποκτούν για τα ένοπλα κόμματα (τους “ένοπλους βραχίονες του προλεταριάτου”), εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την επίθεση στον εκμεταλλευτή εχθρό. Δράσεις σ’ αυτόν τον τομέα, εκτείνονται από ολικές αρνήσεις της στρατιωτικής θητείας, λιποταξίες, εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων, γελοιοποίηση της στρατιωτικής εικονογραφίας κλπ.

Τα χρόνια πέρασαν. Η ένοπλη επίθεση στο Κράτος με όρους κεντρικότητας έφτασε στο αδιέξοδό της και πολλοί από τους 5.000 συλληφθέντες των αρχών του ’80 άρχισαν να διαπραγματεύονται ατομικά με το Κράτος προκειμένου να γλυτώσουν από μια προοπτική δεκαετιών φυλάκισης που προέκυψε από μαζικές καταδίκες σε πολλάκις ισόβια. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες αποκηρύξεις (εδώ επικεντρώθηκε η τακτική των “μετανοημένων”, των “ανανηψάντων”. Είτε μετά από βασανιστήρια που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν μόνο σε προλετάριους, ή από φόβο κι απόγνωση μπρος σε μια προοπτική ισόβιας κάθειρξης, συναισθήματα που υπήρξαν άμεση συνέπεια της τακτικής της στρατολόγησης έναντι της ώριμης ανοιχτής επιλογής στον ταξικό πόλεμο), οδήγησαν σ’ αυτή τη διάρρηξη μιας κατάστασης η οποία, αν έμενε συμπαγής, μπορεί να είχε αναγκάσει το Κράτος να βρει αυτό μια λύση, για τους δικούς του λόγους και για τις ανάγκες της γειτονίας του με Κράτη που έβαζαν πλώρη για μια οικονομικά ωφέλιμη ταξική ειρήνη, αφομοιώνοντας μέσω μιας ιεροποίησης των αγώνες του παρελθόντος. 5.000 άνθρωποι είναι πάρα πολλοί για να τους κρύψει κανείς κάτω απ’ το χαλάκι. Αντίθετα, ειδικά κελιά και φυλακές χτίστηκαν, νόμοι έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκαν. Η πραγματικότητα της φυλακής γρήγορα έκαμψε τις ανταρσίες, τις μαζικές απόπειρες απόδρασης και τις εξεγέρσεις με εισαγωγές σε προγράμματα αναμόρφωσης των μετανοημένων πρώην αγωνιστών που υπέγραφαν τελικά την αποκήρυξη του ενόπλου αγώνα.

Ιταλία 1977: Μια έφοδος στους ουρανούς

Πηγή: η ιταλική επιθεώρηση “Insurrezione” – Νοέμβρης 1977

http://turbellaria.blogspot.com

Αν αφενός διεκδικούμε αναμφίβολα τον πλούτο των βίαιων κι ένοπλων εκφράσεων του κινήματος (της γενικευμένης κλοπής κι απαλλοτρίωσης ως κριτική της μισθωτής εργασίας, της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης στο δρόμου, του σαμποτάζ κλπ) είμαστε αφετέρου πεπεισμένοι, ότι το πεδίο της βίας δεν μπορεί από μόνο του να συγκροτήσει μια ποιοτική στιγμή, μια στιγμή, με άλλα λόγια, που να χαρακτηρίζει τους νέους επαναστάτες ως τέτοιους. “Η ανυπομονησία να πάρουμε τα όπλα με κάθε κόστος σήμερα, στην πραγματικότητα καθυστερεί τη στιγμή στην οποία το προλεταριάτο ως όλον θα καταφύγει στα όπλα, επειδή περιμένει την καταστολή. Αυτοί που αλληλοσυγχαίρονται για την βλακώδη χρήση των όπλων δεν είναι η επαναστατική πρωτοπορεία, αλλά η τελευταία γραμμή της θεωρητικής και στρατηγικής συνείδησης”. (Μανιφέστο που μοιράστηκε στην Μπολώνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1977 με υπογραφή: Ένωση για την μετάδοση της κολλητικής λύσσας).

Κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς η κοινωνική αποσύνθεση που ωθεί προς ολοκληρωτικές επιλογές -ο ένοπλος αγώνας, ως μια ειδική και διαχωρισμένη διάσταση- που, περιορίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης σε μια βεντέτα μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, εγκλωβίζεται σ’ ένα πεδίο όπου το κεφάλαιο μπορεί να διαχειριστεί προς όφελός του. Αν για παράδειγμα, όσον αφορά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για το βαθμό στον οποίον καταφέρνουν μερικές φορές να γελοιοποιούν και να χτυπούν το Κράτος στο ίδιο το παιχνίδι του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απόσταση μεταξύ του νεοσταλινικού προγράμματός τους, γεμάτου μιλιταριστική ιδεολογία, από το σχέδιο της προλεταριακής επανάστασης, με το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό.

Και στη βάση της αποτυχίας του κινήματος του ’68, μπορούμε να καταλάβουμε το παρόν κύμα τρομοκρατίας. Όταν, στις αρχές των 70es, η προοπτική μιας ολικής επανάστασης φαινόταν να απομακρύνεται, μερικές ομάδες το θεώρησαν εφικτό να καταστρέψουν το Κράτος, σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση. Η ανικανότητα να αντιληφθούν πως κανένας ένοπλος βολονταρισμός όπως και τίποτα άλλο δεν μπορεί να λάβει τη θέση βηματοδότη του πραγματικού κινήματος, οδήγησε σε μια παρανοϊκή ιδεολογία-κολλάζ που συγχωνεύει διάφορα στοιχεία, από μια αφελή εξεγερσιακή τάση μέχρι υπερ-μπολσεβικικά χαρακτηριστικά, σε ένα αποτρόπαιο ποτ-πουρί. Στο ξεκίνημά τους, οι ένοπλες ομάδες τουλάχιστον αναλάμβαναν ως στόχο τους να δείξουν ότι το Κράτος δεν είναι άτρωτο, καθώς όμως όλο και γρηγορότερα η ορθολογικοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού έκανε την καταστολή όλο και πιο ασφυκτική, σύντομα οι πρακτικές τους μετασχηματίζονταν σ’ έναν προσωπικό πόλεμο, αυτονομημένο από κάθε πραγματικό αγώνα. Επιπλέον, αυτό το τυπικό σλόγκαν “να χτυπήσουμε στην καρδιά του Κράτους”, συσκοτίζει τον πραγματικό στόχο: το κεφάλαιο, του οποίου το Κράτος δεν είναι παρά μια φαινομενική εκδήλωσή του.

Στην πραγματικότητα, οι ένοπλες ομάδες έγιναν ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη του κινήματος, το οποίο κατέληξαν οι ίδιες (πχ οι Ερυθρές Ταξιαρχίες) να κατηγορούν ως αυθορμητιστικό και επιπόλαιο! Αυτοί οι κριτικισμοί φέρνουν στην μνήμη τους κλαυθμηρισμούς της επίσημης αριστεράς, της οποίας άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν παρά την ακραία πτέρυγά της. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επαναστατικές περγαμηνές του κάθε ατόμου, ένα τέτοιο είδος ένοπλου αγώνα φυτεύει τους σπόρους της επαναφομοίωσης. Όχι μόνο και όχι τόσο, με την έννοια του αστυνομικού καννιβαλισμού, αλλά με την έννοια της μείωσης σε μια επαναλαμβανόμενη κι απόλυτα λειτουργική για την εξουσία εικόνα της επανάστασης ως μια απλή στρατιωτική αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες της αυτονομίας δεν ταυτίζονται με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως είναι επίσης αλήθεια κι ότι η άκριτη υποστήριξη της στρατιωτικοποίησης του κινήματος ενέχει τα ίδια προβλήματα.

Είναι εμφανές ότι το Κράτος θέλει να ωθήσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στην παρανομία. Κάτι τέτοιο αντιστοιχεί με την μείωση του κινήματος στην στρατιωτική του διάσταση, όπου η εξουσία έχει ακόμα το πάνω χέρι, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, πιστεύουν ότι η στρατηγική τους βρίσκει ανταπόκριση. Και είναι σημαντικό ότι ο τελευταίος καιρός χαρακτηρίζεται από μια αύξουσα σύγχυση κι ένα είδος επιστροφής στον παραδοσιακό μιλιταρισμό που στιγματίστηκε απ’ την πιο ηλίθια τρομοκρατία (Casalegno και Acca Laurentia).

Είναι προφανές ότι οι παράνομες ομάδες αυτή τη στιγμή παίζουν στο πεδίο των αντινομιών μεταξύ κρίσης κι επανάστασης, μεταξύ μιας νεοσταλινικής διεύθυνσης κι ενός ριζικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Parafulmini e controfigure

Γενάρης 1980

Αυτό το κείμενο είναι μια απάντηση στην προκήρυξη της Azione Rivoluzionaria “Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση” που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13-14 του περιοδικού Counterinformazione. Τα άρθρα “Parafulmini e controfigure” και “L.A.xC.=Nihil” συνιστούν μια άμεση απάντηση 2 συντρόφων στο κείμενο της AR. Μετά την άρνηση 2 εφημερίδων του κινήματος να δημοσιεύσουν τις κριτικές τους, κατέστη αναγκαίο να διαδοθούν αυτόνομα. Η μετάφραση των κειμένων στα αγγλικά, όπου μπορούν να βρεθούν στο http://pantagruel-provocazione.blogspot.com, είναι της Jean Weir.

Έχουμε εδώ τη δεύτερη έκδοση αυτού του φιλόδοξου μικρού βιβλίου που, στο σκοτάδι και χωρίς πολύ θόρυβο, σηματοδοτεί ένα αυθεντικό ξεκαθάρισμα της εξεγερσιακής τάσης μέσα στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Με αυτό εννοώ, ας είμαστε σαφείς, το επαναστατικό εξεγερσιακό αναρχικό, όχι τις προσδοκίες ενός γιγαντιαίου μαζικού κινήματος που μέλει να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα, ή όσο απ’ αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί μέσα σε μια μεγάλη νύχτα, προκειμένου να πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους προς την αναρχική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός τέτοιου τρόπου κατανόησης του εξεγερσιακού σ αυτό το βιβλιαράκι άλλου εκτός απ’ την αναβολή μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην επιφέρει τίποτα απολύτως -ή σε συνθήκες τρομακτικής καταστολής- να μην εξασφαλίζει ούτε καν ότι υπάρχει σήμερα. Έτσι, αυτές οι λίγες, πολύτιμες σελίδες σηματοδοτούν τα πρώτα βήματα που πρέπει να πάρουμε προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες κριτικές, που έχουν γίνει αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσες (1977), και αφορούν τις λεγόμενες ένοπλες οργανώσεις (μαχητικές ή οτιδήποτε).

Ελπίζω ότι αυτή η ανατύπωση θα είναι εξίσου χρήσιμη σε όλους όσους γεμάτοι συναισθηματική φόρτιση αποθεώνουν τον ρόλο του αντάρτη, ο οποίος, ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες φιλοδοξίες, ωστόσο καταλήγει να παίρνει μια εντελώς απαράδεκτη τροπή. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη θεωρητική πρακτική εμπειρία της Azione Rivoluzionaria. Και η κριτική που εγείρεται εδώ ενάντια σε θέσεις που γρήγορα προέκυψαν μέσα στην οργάνωση αυτή, μετά από μερικούς μήνες δραστηριότητας και αναλυτικής σκέψης, έγινε εκείνη τη στιγμή, ενώ το σίδερο ήταν ακόμη καυτό, χωρίς υποχωρήσεις μπρος στους νεκρούς ή τους φυλακισμένους συντρόφους, ούτε στις ψευδαισθήσεις που περιστρέφονταν γύρω απ’ το “τώρα πυροβολούμε κι εμείς, άρα μπορούμε να τους “νικήσουμε” κι εμείς”.

Ο συγγραφέας αυτής της εισαγωγής (και μαζί με άλλους και του προαναφερθέντος βιβλίου), συμβαίνει να είναι αυτός που είχε γράψει το σύνθημα “μόνο πυροβολώντας νικάει κανείς”, και το προσυπογράφει, ακόμα και μετά την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών το 1972 την οποία του κόστισε. Στην πραγματικότητα είναι όντως έτσι, πυροβολώντας που νικάει κανείς. Όμως τί σημαίνει νικάει; Ασφαλώς όχι κατακτάει, κερδίζει κάτι. Να νικάς, σημαίνει επίσης να ξεφορτώνεσαι έναν αριθμό εμποδίων απ’ το πεδίο της μάχης (ανθρώπους και αντικείμενα), προκειμένου να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ελεύθερου από κάθε εξουσία και την καταπίεσή της, ενός κόσμου που δεν μπορεί να προέλθει ολοκληρωτικά από την “νίκη” στο πεδίο αυτό, αλλά που χρειάζεται όπως φαίνεται πολύ περισσότερους αγώνες, αίμα, παρεξηγήσεις κλπ.

Μπορείς να νικήσεις μόνο πυροβολώντας, αν θεωρήσουμε ως νίκη αυτό το πρώτο, ταπεινό βήμα προς το ξεκίνημα ενός πραγματικά σπουδαίου, που όμως βρίσκεται αλλού, πέρα απ’ τους πολιτικού υπολογισμούς και τους ανταγωνισμούς δυνάμεων, πέρα απ’ την εκθαμβωτική δράση που μπορεί να μας συναρπάζει σήμερα, αλλά δεν μας πείθει εξ ολοκλήρου. Ο αγώνας που αναπτύσσεται προς την εξεγερσιακή, κι έπειτα επαναστατική γενίκευση, είναι κάτι που παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορεί να κλειστεί στο πλαίσιο μιας “νίκης”.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη “προλεταριακή δικαιοσύνη”. Γύρισα πίσω σ’ αυτόν τον ορισμό αρκετές φορές, μιλώντας για την AR, και πρέπει να χουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειτα για μια πεπερασμένη έννοια που, στην εποχή της, ήταν ενδεικτική της επείγουσας ανάγκης για μια πρακτική η οποία δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεντρική: το να κολλήσουμε τους υπεύθυνους για συγκεκριμένες αδικίες στον τοίχο, χωρίς να επιδιώκουμε μέσω αυτού να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές: όλα τους σκουπίδια που δε σημαίνουν τίποτα κι ούτε μας ενδιέφεραν ποτέ), αλλά μόνο να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο καθήκον ξεκαθαρίσματος, ακόμα και σε μεγάλη κλίμα

κα, τη στιγμή κατά την οποία η γενίκευση του εξεγερτικού αγώνα είχε τεθεί σε κίνηση. Σε συνθήκες μιας ενδιάμεσης σύγκρουσης, αυτού του είδους η απάντηση σε συγκεκριμένες κατασταλτικές κινήσεις μπορεί να ιδωθεί σαν μια πρακτική μεγάλης σημασίας, αν μη τι άλλο σαν μια προετοιμασία για τα μελλοντικά, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα καθήκοντα. Εξ άλλου, ιδιαίτερα σ’ αυτό το “παραμελημένο” βιβλιαράκι μπορεί να βρει κανείς μια κριτική της έννοιας της “προλεταριακής δικαιοσύνης”, περιορισμένης και ορθώς κατά τη γνώμη μου, στην πιθανή σύγχυση με μια πιο εξειδικευμένη έννοια δικαιοσύνης, αυτής των δικαστηρίων, εννοώ αυτήν που “χτυπάει” τον καθέναν καθημερινά. Κι άλλα προβλήματα προκύπτουν. Το να “βγεις στην παρανομία”, όπως είπαμε παραπάνω, είναι το ένα απ’ αυτά. Το να κλειστεί κανείς στον εαυτό του σαν μύδι, κόβοντας την επαφή με την ανθρώπινη συνθήκη που είναι τόσο δύσκολο να επανορθωθεί, εν όψει των διαρκών προσπαθειών της εξουσίας να μας απομονώσει. Φυσικά, η εξειδίκευση, προκύπτει πάντα ως ο συντομότερος δρόμος για άμεσα αποτελέσματα. Είναι όμως αυτά τα αποτελέσματα όντως τα επιθυμητά; Χρειαζόμαστε όντως να κάνουμε συνεχώς “σαχ” για να δείξουμε πόσο ικανοί είμαστε; Το να αλλάζει κανείς ταυτότητα, τρόπο ζωής, στέκια, να χτίζει ένα φανταστικό σύμπαν γύρω του πλασμένο από επιβίωση και στρατιωτικού τύπου αποφάσεις είναι όλα εφικτά, όμως δεν μας στερούν κάτι στοιχειώδες; Αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε. Μου φαίνεται πως σήμερα αυτό το πρόβλημα, κι αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ότι σ’ αυτούς που έθεσαν το ζήτημα στο τέλος των 70es.

Αυτή είναι βεβαίως μια προφανής αλλαγή. Το να μην μπορεί να ευθυγραμμίζει κανείς τη ζωή του με αυτό που θεωρεί επαναστατικό σχέδιο είναι μια πραγματικά αντίξοη κατάσταση. Ζει κανείς έτσι σε μια φαντασιακή εκδοχή του τί θα αποτελούσε μια περιπέτεια με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης. Αυτή είναι η κατάσταση που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην μεταμέλεια και την αποκήρυξη. Η πληρότητα της ζωής που φαντασιωνόταν κανείς, εξαφανίζεται σαν τη φρεσκάδα μέσα από ένα κομμένο λουλούδι. Σε καιρούς σαν τον δικό μας, όταν γύρω μας υπάρχουν ακόμη σύντροφοι που έχουν μείνει με τη γεύση της πικρίας στο στόμα τους, θα πρεπε να σκεφτόμαστε περισσότερο. Τί έκαναν (κάποιοι απ’ αυτούς) με τις ζωές τους; Πέρα απ’ αυτό, επεκτείνεται το είδωλο. Η εικόνα που πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε κόστος. Ο μικρός άγιος, η φίρμα, ο όρκος πίστης. Όποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά τους, δεν μπορεί να μιλάει. Πως τολμάει μια τέτοια προδοσία; Κι ύστερα, αν τους δείξουμε ότι δε γίνεται να προδόσεις κάτι με το οποίο δεν συμφώνησες ποτέ απ’ την αρχή, το απαστράπτον είδωλο κυριεύεται από ιερό μένος. Δεν έχουν κάτι να συζητήσουν, απλά ορκίζονται στην πίστη τους.

[…]

Έπειτα, έρχονται οι θεωρούμενες ως σημαντικές, ή ακόμα και σπουδαίες, μεγάλες δράσεις (όπως για παράδειγμα η απαγωγή του Μόρο), που γεμίζουν σελίδες και σελίδες εφημερίδων. Αν μια ειδική οργάνωση λαμβάνει μια τέτοια επιλογή, αντί να περιοριστεί σε “μικρές” δράσεις επίθεσης και σαμποτάζ, δεν είναι τόσο θέμα ανάλυσης ή επιλογής της οργανωτικής λειτουργίας ως πεδίο δράσης, όσο μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς το οργανωτικό “κλείσιμο”. Αν οι μικρές δράσεις μπορούν εύκολα να γενικευθούν (όπως μπορούσε να δει ο καθένας στο τέλος των 80es και την αρχή των 90es), δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις “κεντρικές” πράξεις, οι οποίες με την γεωμετρική απόσταση του μιλιταρισμού τους από τον κόσμο, το πολύ που μπορούν να περιμένουν δεν είναι παρά ζητωκραυγές απ’ το φιλοθεάμον πλήθος στις κερκίδες.

Η κριτική σχετικά με οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο μιας ειδική αναρχικής ένοπλης οργάνωσης που σκιαγραφείται στο βιβλιαράκι αυτό (αλλά και σε άλλα γραπτά μου της εποχής που επίσης στιγματίζονταν στις “προκηρύξεις” της Azione Rivoluzionaria) είναι έγκυρη ακόμη. Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται για ζητήματα μεγάλης σημασίας και ανεξάντλητης επικαιρότητας, που θεωρώ πως θα πρεπε να απασχολούν εις βάθος κάθε σοβαρό σύντροφο.

Τεργέστη, 23 Δεκέμβρη 2000

Alfredo M. Bonanno

(στμ. το βιβλιαράκι έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο “Ένοπλη πάλη και επαναστατικό κίνημα”)



Αλεξικέραυνα και κασκαντέρ

…για τον καθένα, που έστω και αργά, δέχθηκαν τον καταναλωτισμό στο ρόλο που προηγουμένως επεφύλασσαν στις πρωτοπορίες των διανοουμένων κι επιθυμούν να σταματήσουν, δεν υπάρχει άλλο απ’ το να εμπλακούν σε μια απελπισμένη και ξέφρενη κούρσα όλων των κέντρων του θεάματος: Να προσληφθούν ως ηθοποιοί ή να εισβάλουν στη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας. Άμμισθα ανδρείκελα ή κομπάρσοι, και τελικά αναλώσιμοι, και σε κάθε περίπτωση ρευστοποιημένοι. Σ’ αυτό συνίσταται η πολυπόθητη και εξωραϊσμένη “ποιοτική” διαφοροποίηση. (G. Cesarano – G. Collu, Apocalisse e rivoluzione, Dedalo, Bari 1973, σελ. 93).

1. Το κίνημα του ’77 και το “αντάρτικο”

Η εκδίωξη του Lama απ’ το πανεπιστήμιο της Ρώμης, τον Φλεβάρη

του 1977 σηματοδοτεί την ιστορική ρήξη του ιταλικού προλεταριάτου με τις πολιτικές μαφίες που ισχυρίζονταν ότι το ελέγχουν και το αντιπροσωπεύουν. Μ’ αυτό το επεισόδιο, ένα νέο κίνημα εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, το οποίο ήταν ακατανόητο για την κατεστημένη εξουσία. Τα προηγούμενα χρόνια, το κεφάλαιο και τα επιτελεία του, είχαν δημιουργήσει in vitro δυο βασικά μοντέλα με τα οποία η αντιπολίτευση στη συμμαχία μεταξύ DC-PCI (χριστιανοδημοκράτες-κομμουνιστικό κόμμα) και το πρόγραμμά της λιτότητας και θυσιών προοριζόταν να ταυτιστεί: το πρώτο, σχεδιασμένο στο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι και οι διαδηλώσεις της αντικουλτούρας των Circoli del proletariato giovanile (κύκλοι νεανικού προλεταριάτου) έτεινε στο καναλιζάρισμα της μάζας των νέων και των ανέργων προς διεκδικήσεις ενός ουσιαστικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Το λιγότερο κακό για το σύστημα ήταν οι νέοι να παλεύουν για το δικαίωμά τους σε μια νέα ταυτότητα και για να τους αναγνωριστεί η ελευθερία σ’ ένα εναλλακτικό life-style, στο οποίο μπλέκονταν η ιδεολογία του τριπ, η σύγχυση των ναρκωτικών, το κλαψούρισμα για την περιθωριοποίηση και την “πτώση των αξιών”, η διεκδίκηση των πιο ανούσιων κι αντιφατικών δικαιωμάτων. Μερικές αναφορές στην αυτομείωση θα μπορούσαν ακόμη να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την ιδεολογία. Το μόνο πράγμα που σόκαρε τους δημοσιογράφους της  “L’Unità” και της “Corriere della sera” ήταν οι απαλλοτριώσεις όπου ο κόσμος έκλεβε σαμπάνιες και χαβιάρι, περιφρονώντας έτσι τα “πλαίσια” μες τα οποία η νεολαία θα μπορούσε να “ενωθεί”: οι ιδεολογικές και νεοχριστιανικές ηθικές αξίες του να είναι κανείς φτωχός, ολιγαρκής, σε κρίση. Στη σφαίρα αυτών των “νέων” ιδανικών οι μάζες της νεολαίας παραπονιούνταν και συζητούσαν διαρκώς, όχι τόσο προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον τους καταστρέφοντάς τες, όσο για να επιβεβαιώσουν την διεγνωσμένη αξιοπρέπεια της υπαρξιακής συνθήκης τους και την ελευθερία να την στολίζουν με όσα φτερά και μάσκες θέλουν.

Ο άλλος πόλος αυτής της αντιπολίτευσης την οποία η εξουσία προετοιμαζόταν να εξουδετερώσει υπέρ της, ήταν η διαχωρισμένη και εξειδικευμένη μιλιταριστική πρακτική. Για αρκετό καιρό, οι κοινωνιολόγοι έλεγαν πως, με το χειροτέρεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, την αύξηση της ανεργίας και την προοδευτική εγκληματοποίηση των δυνητικών εχθρών του μπλοκ εξουσίας της χριστιανοδημοκρατίας-κομμουνιστικού κόμματος, μια άνοδος της τρομοκρατίας θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Ο ιταλικός καπιταλισμός θα ήταν παραπάνω από πρόθυμος να δεχθεί μια τέτοια πρόκληση, όσο παρέμενε στο πεδίο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, μια τέτοιου είδους σύγκρουση (όπου μετά από ένα ξεσάλωμα μπορεί πάντοτε να περιοριστεί σε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι ανώτερες απ’ αυτές του εχθρού, απ’ το ξεκίνημα ακόμη), ακόμα κι αν σήμαινε μερικά ζόρια για ορισμενους κρατικούς λειτουργούς και μπάτσους, απ’ την άλλη παρείχε τόσα πλεονεκτήματα ώστε να την καθιστά το λιγότερο κακό, ασύγκριτα προτιμητέο απ’ τον κίνδυνο της αντιπολίτευσης ενός μαζικού κινήματος που κάνει χρήση παράνομης βίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ουσιωδώς θεαματικός χαρακτήρας των περισσότερων απ’ τις τρομοκρατικές επιθέσεις (ιδιαίτερα των φόνων: το κοινό λατρεύει το αίμα), παρέχει στο σύστημα την δυνατότητα να στρέφει ακόμα και τις πιο αξιοθρήνητες φιγούρες του κατασταλτικού μηχανισμού σε μεγάλες προπαγανδιστικές επιτυχίες. Επιπλέον, η εξέλιξη ενός περιορισμένο εμφυλίου πολέμου πιέζει όλους τους εχθρούς της εξουσίας να αποφύγουν τον πραγματικό καθημερινό πόλεμο στρεφόμενοι προς την παρανομία και να δώσει στο Κράτος την ευκαιρία να εξαπολύσει τη δική του τρομοκρατία σε πλήρη ισχύ, στα πλαίσια μιας διαρκούς κατάστασης πολιορκίας και γενικευμένης επιστράτευσης. Πάνω απ’ όλα, παγώνει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού -τις μάζες, τον λαό, το προλεταριάτο, την κοινωνία, σε οτιδήποτε αναφέρονται οι ένοπλοι αντάρτες τέλος πάντων- καθηλώνοντάς το σ’ έναν ρόλο παθητικών θεατών, είτε υποστηρικτών (εξιταρισμένω

ν απ’ τις συναισθηματικές επιπλοκές και γοητευμένων καθώς ζουν τις δικές τους περιπέτειες με την φαντασία τους, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν τις ίδιες της συνθήκες της αδυναμίας τους), σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά παθητικοί δέκτες. Τελικά, η οικονομία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων είναι καθ’ εαυτόν μια λειτουργική οικονομία, όπου ο καθένας απαιτείται να ταυτιστεί απόλυτα με την κατεύθυνση της κρίσης, ενώ δεν υπάρχει πιο τέλεια λαϊκή εντολή απ’ αυτήν που πραγματώνεται στους εκτελεστές και στα μπλόκα. Καθώς ο εχθρός μπορεί πάντα να κρύβεται στην επόμενη γωνία, ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, υπομένοντας μέχρι τη στιγμή που θα εξαπολύσει όχι το επαναστατικό πάθος, αλλά τη συμπιεσμένη οργή και την αλυσίδα των αντιποίνων. Στην Ευρώπη, το προηγούμενο της Β. Ιρλανδίας έχει ήδη επιδείξει το πώς η στρατιωτικοποίηση του αγώνα -επιθυμητή τόσο απ’τον IRA όσο κι απ’ τον στρατό κατοχής- δίνει οικονομικά και επιχειρισιακά το πάνω χέρι στο κεφάλαιο, καθαρίζει τους δρόμους από τις μαχητικές παρέες των νέων ανέργων και μπλοκάρει και διαχωρίζει τους εργάτες βάσει υπερφίαλων αιτημάτων.

Το κίνημα του ’77 διέψευσε ριζοσπαστικά όλα τα προγνωστικά των ειδικών του ιταλικού καπιταλισμού. Η επίθεση στον συνδικαλιστικό ηγέτη Lama είναι η έκφραση της ανεξέλεγκτης, αυθόρμητης και γενικευμένης βίας, που με θράσσος έτριξε όλα τα πολιτιστικά στεγανά και τις τυποποιημένες γενικεύσεις: οι “ινδιάνοι μητροπολιτάνοι” και οι αγωνιστές της Αυτονομίας, οι νέοι “χίππηδες” και οι οργανωμένοι εργάτες συναντιούνταν στην πράξη, πέρα απ’ τις ειδικές κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις τους -που για τους επαναστάτες δεν έπρεπε να τονιστούν αλλά να ξεπεραστούν- όπως ακριβώς το προλεταριάτο, ως ιστορική κίνηση που καταστρέφει και ξεπερνά το κεφάλαιο και την σχιζοφρενική κοινωνία που παράγει αυτό. Ο εφιάλτης κάθε εξουσιαστικής δομής παίρνει σάρκα και οστά: οι προλετάριοι συναντιούνται χωρίς διαμεσολαβητές, παίρνοντας την ευθύνη στα χέρια τους για την επίλυση των προβλημάτων τους, και αρνούμενοι όλους αυτούς -εργατοπατέρες, σταλινικούς γραφειοκράτες, ένοπλες μικροομάδες και ιδεολόγους της αντικουλτούρας- που ισχυρίζονται ότι μιλούν στ’ όνομά τους, και ξεκινούν να οργανώνονται συλλογικά. Εδώ, σε αντίθεση με τις αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορείες και τους πολιτικούς ειδήμονες, των κίνημα των ανεξέλεγκτων εργατών βρίσκει τους φυσικούς του συμμάχους και συντρόφους, στους νέους ανέργους, στον όχλο των προαστείων και των πανεπιστημίων.

Η διεφθαρμένη συμπαιγνεία του “ιστορικού συμβιβασμού” (χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστικό κόμμα) υποφέρει από τα χτυπήματα ενός μαζικού κινήματος που είναι βίαιο και οπλισμένο. Αυτό το κίνημα, που μόλις έναν μήνα μετά την επίθεση στην πορεία του Lama, εξεγέρθηκε στις 12 Μάρτη στη Ρώμη και την Μπολόνια, και μέσα από τη βία του έδειξε την ολική του απόρριψη όχι μόνο στις κλαψιάρικες προβληματικές των σπεσιαλιστών του “προσωπικού” και της προβλέψιμης “ειρωνίας” τόσο πολλών φιλόδοξων “δημιουργικών” διανοουμένων, όσο και στη λογική των παράνομων ένοπλων οργανώσεων.

Απ’ τις σελίδες του τελευταίου τεύους της “Controinformazione”: Η Azione Rivoluzionaria κατηγορεί την εφημερίδα “Insurrezione” για την αποκάλυψη της πλήρους ασυμβατότητας μεταξύ των εξεγερμένων του Μάρτη και των ειδικών της ένοπλης πάλης: “…το κίνημα του ’77 δεν εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, έχει μια ιστορία πίσω του η οποία επιρρεάστηκε, είναι αδιαμφισβήτητο αυτό, από τις δράσεις του ανταρτοπολέμου. Αν οι άνθρωποι στη Ρώμη είχαν περιοριστεί στην ειρωνία, ο Lama θα είχε δώσει τη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο και αυτό που έμεινε τελικά ως ιστορικό συμβάν, ο διωγμός του Lama απ’ το πανεπιστήμιο, δε θα ήταν σήμερα παρά μια ομιλία με μερικές ενοχλήσεις, ακόμα κι έξυπνες, αυτό που θα έμενε θα ήταν μια πορεία, και κατ’ επέκταση μια νίκη για τον Lama και τους ομοίους του. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε το κίνημα του ’77 με όλα όσα λέχθηκαν και ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ένοπλες ομάδες και το αυτόνομο αντάρτικο”. (Azione Rivoluzionaria, Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση στο “Controinformazione”, τεύχος 13-14, Μάρτης 1979 σελ. 90).

Μακράν του να περιοριστούμε στην ειρωνία, χιλιάδες αγωνιστές δε δίστασαν να πάρουν τα όπλα μόνοι τους όταν αυτό έγινε αναγκαίο, λεηλατώντας τα οπλοπωλεία στις 12 Μάρτη, ενώ οι ένοπλοι αντάρτες ανησυχούσαν μήπως καταρριφθούν οι κριτικές τους γι αυτές τις εκδηλώσεις ως “αυθορμητισμούς” και “χαβαλέ”, με άλλα λόγια ξέφευγαν από τον έλεγχό τους κι έρχονταν σε έμπρακτη αντίθεση με κάθε ανάθεση για την επίλυση των προβλημάτων τους σε ειδικούς, κι ιδιαίτερα στους ένοπλους τέτοιους.

Η εξουσία δε χρησιμοποίησε διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα απ’ αυτά που εφάρμοσε στους ένοπλους αντάρτες της AR: για ολόκληρο το ’77, προσπάθησε να αντιπροτείνει τις δυο προκατασκευασμένες ταυτότητες -της αντικουλτούρας και του μιλιταρισμού- που το κίνημα είχε ήδη αρνηθεί, επιδιώκοντας να φέρει σε αντίθεση ένα “δημιουργικό” πνεύμα με ένα “μαχητικό” χέρι του κινήματος. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και κοινωνιολόγοι, που ως συνήθως δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους απ’ την πραγματικότητα, αλλά ως αντίκρυσμα προσπάθησαν, αφενός να χειραγωγήσουν τους εξεγερμένους της αντικουλτούρας -το νεολαιϊστικο κίνημα, τους ινδιάνους μητροπολιτάνους, τις φεμινίστριες κλπ- ενάντια στην ανάπτυξη μιας αποφασιστικότητας και συνοχής του επαναστατικού κινήματος, και στην άλλη να πιστοποιήσει την ηλιθιότητα των συνομωσιών των παραθρησκευτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Το κίνημα γνώριζε πώς να φωνάζει μες τα μούτρα όλων των πληρωμένων γραφιάδων που το παρατηρούσαν, αυτό που πραγματικά ήταν: ΜΑΛΑΚΕΣ!

Ως προς αυτό, ούτε οι πολιτιστικές πρωτοπορείες ούτε οι ένοπλες τέτοιες ήταν ικανές να διαχωριστούν απ’ τους υπηρέτες της εξουσίας, στην κατανόηση της πραγματικότητας. Ακόμα λιγότερο, μπορεί να ειπωθεί σήμερα ότι οι κριτικές της AR ήταν έξυπνες: “…είναι πιθανό να κάνει κανείς την αντίθετη υπόθεση: το κίνημα θα είχε τσακισθεί στις ρίζες του, στα κοινωνικά κέντρα, στις εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς του, αν το αντάρτικο δεν είχε δράσει σαν αλεξικέραυνο, τραβώντας ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω του” (οπ.π. σελ. 90)

Στο πρόσφατο κύμα συλλήψεων κατά της Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία), αγωνιστές που κατηγορούνταν για την απαγωγή του Μόρο, ξεκαθάρισαν την κατάσταση απ’ όλες αυτές τις ανοησίες, έχει σημασία λοιπόν για ένα λεπτό να εξετάσουμε την πιο φιλόδοξη απ’ όλες τις ενέργειες του αντάρτικου πόλης, την απαγωγή του Μόρο. Σύμφωνα με την Azione Rivoluzionaria, για την απόπειρα αυτήν, της οποίας “η ουσία έγκειται στην ικανότητα του επαναστατικού κινήματος ως όλον (και των Ερυθρών Ταξιαρχιών ως μέρος του κινήματος) να καταφέρουν ένα χτύπημα στην καρδιά” (οπ.π. σελ.88). “Το παράνομο κίνημα πλήρωσε το τίμημα του ψυχολογικού πολέμου που εξαπόλυσε, την καχυποψία, το κυνήγι του ταξιαρχίτη, την έξαρση της αστυνομοκρατίας” (οπ.π. σελ. 89). Εκτός από αδιαμφισβήτητο, το γεγονός ότι με τη δολοφονία του Μόρο η εξουσία δικαιολόγησε εκατοντάδες επί εκατοντάδων συλλήψεις, κατηγορίες και προφυλακίσεις εις βάρος του κινήματος, και περιοριζόμενοι στο να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο συνεκτικό αίτημα κεντρικής κατασταλτικής σημασίας από το κομμουνιστικό κόμμα προς την κυβερνώσα χριστιανοδημοκρατία είχε να κάνει με το κλείσιμο των στεκιών και τη σύλληψη μιας σειράς αγωνιστών -οι οποίοι κατονομάζονταν πλήρως από το κόμμα- της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν γυρίσει το χτύπημα “στην καρδιά” της επαναστατικής τάσης που επέμενε, ακόμα και υπό πίεση, στη Ρώμη, για πάνω από ένα χρόνο, να φέρνει το θέαμα ή τα σύμβολα του επαναστατικού αγώνα στην προσοχή του καθενός. Στο απίστευτο κλίμα εκείνων των ημερών, που έγινε αντιληπτό από τους επαναστάτες ως αδιανόητο, δηλαδή ακατανόητο, μη αντιληπτό, κατέστη εφικτό να καθηλωθούν οι μάζες ξανά στην παθητικότητά τους, σαν να παρακολουθούν ένα έργο. Μετά από έναν χρόνο αποφασιστικών αγώνων από υποκείμενα που δρούσαν αυτόνομα σε μια καθημερινή πραγματικότητα κοινή στον καθένα, κλείστηκαν στον εαυτό τους, στο έλεος εξωτερικών δυνάμσεων που συνέπαιρναν όχι μόνο τη θέληση αλλά και τη συνείδηση του καθενός, τραβώντας τη σ’ αυτές. Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ακραίες δυνάμεις, ο καθένας πιεζόταν να διαλέξει πλευρά, υπό την πίεση ενός αυθεντικού εκβιασμού: ο καθένας έπρεπε να διαλέξει ποιός τον αντιπροσωπεύει. Αν το Κράτος θα μπορούσε να επιβάλει τον δικό του διαβόητο εκβιασμό στον καθένα (“με μας ή με την τρομοκρατία”), ή αν θα ονειρευόταν όπως του ζητούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: να τους χειροκροτάει, ή ακόμα, να προχωρήσει στην πλέον “ριζοσπαστική” επιλογή και μια μέρα να εισέλθει στον κόσμο των ηρώων. Αυτό ήταν το μήνυμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών: καταταγείτε, ή τουλάχιστον καθήστε σπίτι, δείτε τηλεόραση και χειροκροτήστε, αυτό ήταν πάντοτε το μήνυμα των ένοπλων οργανώσεων. Η απαγωγή του Μόρο απλώς το έφερε στα σπίτια όλων, υποχρεώνοντας έτσι όσους ήθελαν να μείνουν πιστοί στην επαναστατική τους υποκειμενικότητα να το αρνηθούν ριζοσπαστικά.

2. Η “Λαικό-μετωπική” ιεραρχία της ένοπλης οργάνωσης

Ηθοποιοί και κασκαντέρς. Με άγαρμπο ζήλο, η AR κάνει τον εκβιασμό που απέκρυβε πάντοτε η πολιτική-γραφειοκρατική γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φανερό: “Η κριτική κριτική που τείνει να απομονώνει το αντάρτικο από το κίνημα είναι απόλυτα λειτουργική στο σχέδιο της καταστολής που χρησιμοποιεί βία ενάντια στο αντάρτικο και κριτική για να το απομονώσει. Η “κριτική κριτική”, που γνωρίζει τα πάντα, δε γνωρίζει πως με την απομόνωση του αντάρτη προετοιμάζει τις συνθήκες για τη δική της ώθηση στην παρανομία, εκτός αν το κεφάλαιο, μες την μεγαλειώδη εφευρετικότητά του, όπως ακριβώς δε ξέρει σήμερα πώς να αναγνωρίσει τους φίλους του και τους βασανίζει, σκοτώνει, καταδιώκει τους τρομοκράτες, αύριο δε θα ξέρει να αναγνωρίσει τον μόνο εχθρό του, την κριτική κριτική και του εξασφαλίσει θέσεις κι αξιώματα” (οπ.π. σελ. 90). Χωρίς να ασχοληθούμε με τον χριστιανικό κρετινισμό αυτών που ζουν για να δουν την αλήθεια της πίστης τους να αποδεικνύεται μέσα απ’ τα μαρτύρια των πιστών της, αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο, είναι ο εκβιασμός που εξαπολύει εδώ και 50 χρόνια ο σταλινισμός ενάντια σε κάθε διεθνιστική αντιπολίτευση (ο ίδιος εκβιασμός που εξαπόλυσε ο Λένιν ενάντια στην Κροστάνδη και ολόκληρη την Εργατική Αντιπολίτευση): “Η Ρωσσία, η πατρίδα του σοσιαλισμού, απειλείται απ’ τους ιμπεριαλιστές και για να την υπερασπιστούμε χιλιάδες προλετάριοι απ’ όλον τον κόσμο θυσιάστηκαν. Οπότε, αν ασκείς κριτική στη Ρωσσία, είσαι υποχείριο πολιτικών παραγόντων, χρήσιμος στον ιμπεριαλισμό, ή ακόμα καλύτερα δεν είσαι τίποτα, παρά ένα προκάλυμμα, ένα φερέφωνο του διεθνούς φασισμού”. Η Azione Rivoluzionaria αναπτύσσει την ίδια συλλογιστική ενάντια σ’ όποιον κριτικάρει τον ένοπλο αγώνα σ’ ένα κείμενο που δεν κάνει καμία κριτική στους σταλινικούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προφανώς συμμάχων στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του αντάρτικου.

Η συνενοχή των αναρχικών στην αντεπανάσταση στην Ισπανία το 1936-7, αποδεικνύει με τρανταχτά παραδείγματα, ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίττουρα τον τρών οι κότες, κι όποιος συμμαχεί με τους σταλινικούς, μαθαίνει να συκοφαντεί τους επαναστάτες. Όπως και στην Ισπανία, υφίσταται σήμερα στην Ιταλία ένα Λαϊκό Μέτωπο, μειοψηφικό και παράνομο φυσικά, το οποίο ελπίζει, όπως αυτό του παρελθόντος, να γίνει πλειοψηφικό και να ‘ρθει στην εξουσία, να κλείσει στις γραμμές του το επαναστατικό προλεταριάτο. Ακόμα και μια ελάχιστη γνώση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων του παρελθόντος, αποσαφηνίζει ότι μέσα σε κάθε λαϊκό μέτωπο υπάρχουν πολύ συμπαγείς ιεραρχίες που αντανακλούν τις διαφορετικές ειδικές βαρύτητες των οργανώσεων που τα αποτελούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία του 1936-7, το μικρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε τεράστια εξουσία εντός του Λαϊκού Μετώπου, ανώτερη απ’ αυτήν των αναρχικών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν η κύρια δύναμη του ισπανικού προλεταριάτου. Το σημερινό μέτωπο των ενόπλων οργανώσεων έχει ένα ουσιαστικά θεαματικό αποτέλεσμα: Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα που τίθεται δεν είναι το μοίρασμα των υπουργείων μιας αντεπαναστατικής κυβέρνησης, αλλά της εσωτερικής ιεραρχίας: Ενώ ο ρόλος των πρωταγωνιστών και των μεγάλων αστέρων κερδίζεται επάξια απ’ τους σταλινικούς, δεν μένει για τους αλλόκοτους ελευθεριακούς της AR παρά ένας ρόλος κασκαντέρ. Πρωτοσέλιδα και επευφημίες των παθητικών θαυμαστών για τους ταξιαρχίτες, απώλειες και τρέξιμο για τους αναρχικούς.

3. Κριτική της καθημερινής ζωής

“Η μόνη (κι ας μας συγχωρεί η κριτική κριτική εδώ) πραγματική αυτονομία είναι στο ένοπλο εγχείρημα ενάντια σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής, στη συγκρότηση ενός δικτύου αντίστασης κι επίθεσης στα ζωτικά κέντρα της εκμετάλλευσης και του θανάτου, στο να ζει τη ζωή του κανείς στο έπακρο, γνωρίζοντας ότι είναι ήδη μόνο εν μέρει εκτός της αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, μόνο αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής απελευθέρωσης. Όμως ακόμη, κι εδώ, στο επίπεδο του δρώντος υποκειμένου, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να γκρεμίζει κανείς τις γέφυρές του με την καθημερινή κανονικότητα, δημιουργώντας μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, να περάσει στην παρανομία” (οπ.π. σελ. 90). Έτσι περιεργάζονται οι ένοπλοι αντάρτες της Azione Rivoluzionaria την κριτική της καθημερινής ζωής. Έχουμε ήδη δείξει πως, στην πραγματικότητα, η “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” δεν προσέφερε καμμία “απελευθέρωση” εκτός απ’ την ελευθερία να αναλάβουν τον καταστροφικό ρόλο του κασκαντέρ. Είναι αντίθετα, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία η AR στα κείμενά της (όπου μεταξύ άλλων αντιγράφει όλες τις κριτικές θεματικές της “Insurrezione”, προσθέτοντας απλώς μερικές προσβολές για την ίδια την πηγή τους, στην οποία καταλογίζει θέσεις πλήρως επινοημένες) προσπαθεί να αφομοιώσει ορισμένες θέσεις, για παράδειγμα, του Vanegeim, ο οποίος ουδέποτε έχει εκφράσει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την πολιτική τρομοκρατία, κι έχει αντιθέτως καταπολεμήσει σκληρά τις θέσεις των ένοπλων διαμεσολαβητών, σαν αυτές του κειμένου της Azione Rivoluzionaria. Είναι σαφές λοιπόν, ότι όταν μια πρακτική που αυθαίρετα τοποθετεί τον διαχωρισμό της στη “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” υιοθετεί θέσεις άλλων, για παράδειγμα αναφορικά με την κριτική της καθημερινής ζωής, γίνεται με μόνο σκοπό την επαναφομοίωσή τους.

Η μόνη ριζοσπαστική θέση που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα, αυτών που απ’ τη θέση τους στην κοινωνία (την κατάσταση στην οποία αυθόρμητα και ειλικρινά αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, την επικοινωνία, την αγάπη, τη φιλία) υφίστανται έναν πραγματικό πόλεμο -καθημερινό και χωρίς καταφύγια- ενάντια στο κεφάλαιο και τους επαναφομοιωτές του. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα, αγώνα ενάντια στην οργάνωση της ζωής του καθενός όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κόσμο των εικόνων, του θεάματος, κατ’ επέκταση αγώνας ενάντια στους αφομοιωτές των κωδικών συμπεριφοράς που το κεφάλαιο διαρκώς παράγει, ανανεώνει και διαδίδει. Αν θέλουμε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή, αν θέλουμε να ζήσουμε την εφικτή περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με τα υλικά μας πάθη και τις ζωτικές μας αισθήσεις, σημαίνει να αρνηθούμε ριζοσπαστικά κάθε τάυτιση με τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις του κεφαλαίου, με κάθε ταυτότητα, κάθε προσχεδιασμένη και φαντασιακή μάσκα, που αποκρύπτει και μυστικοποιεί τη δυναμική της ζωής. Με το να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως σώματα σε κίνηση, να αναγνωρίζουμε τα πάθη μας ως έχουν, δηλαδή ακαταδάμαστα στην κοινωνία των συμβόλων και της οργάνωσής τους, και με το να οπλιζόμαστε εναντίον τους, πραγματώνεται η πιθανότητα για τον καθένα να βρει την αίσθηση μιας μοναδικής και συγκεκριμένης ζωής. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα παρουσιάζεται και μαζί της φέρνει τη δυνατότητα επικοινωνίας του ένοπλου εγχειρήματος ενάντια στο κεφάλαιο και ζει στην κοινότητα που μας περιβάλλει. Κάθε συνεκτική επαναστατική πράξη που αναγνωρίζει το ψεύδος όλων των κοινωνικών ταυτοτήτων που προτάσσει το κεφάλαιο, και τις αντιμάχεται όλες τους, έχοντας συνείδηση πως όλες τους, στην πιο βίαια και αποκομμένη μορφή τους είναι απολύτως παράνομες για το κεφάλαιο, γνωρίζει πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ασφαλώς, όποιος το βιώνει αυτού απ’ έξω, με έμμεσους ή γεωγραφικούς όρους, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται: Δεν υπάρχει άλλο πεδίο μάχης απ’ τον κόσμο που κυριαρχείται συνολικά απ’ το κεφάλαιο, εντός κι εκτός των ατόμων, κι απ’ τον κόσμο αυτό, απ’ αυτήν την μάχη, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Όποιος συνειδητά πολεμάει στον πραγματικό πόλεμο τόσο εντός όσο κι εκτός του, μπορεί να βρει σε ορισμένες περιπτώσεις την παρανομία μπροστά του ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, αλλά πάντοτε παραμένει ένα ακόμη εμπόδιο στην μάχη, όσον αφορά τη διαφάνεια και τη συνοχή. Αυτοί που άφησαν την “κανονική” κοινωνική τους ταυτότητα επιλέγοντας μια πιο ηρωική και θεαματικά υπεραξιοποιημένη, αυτή του “ένοπλου αντάρτη”, κρυφά απ’ το πραγματικό κίνημα όσο κι απ’ την αστυνομία, βρίσκουν τους εαυτούς τους σήμερα, χάρη στα παιχνίδια της θεαματικής οπτικής, όχι απλά μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, αλλά και μπρος στις κάμερες των καναλιών, στο κέντρο του θεάματος. Ότι ξεκίνησε ως αγώνας ενάντια στην αξία, κατέληξε η υπέρτατη αξιοποίηση, της προσωπικότητας του αντάρτη, της ύψιστης αυτοθυσίας που μπορεί να απαιτεί η παραγωγή αξίας. Όπως δηλώνουν και οι περίεργοι ελευθεριακοί της Azione Rivoluzionaria, είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση της μιλιταριστικής αντάρτικης πρακτικής εκ-δημοκρατίζει σήμερα αυτήν την ικανότητα αυτο-αξιοποίησης: “Κάθε χωριό, κάθε πόλη, αποκτά τώρα τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Η βία είναι ένα θέαμα διαθέσιμο σε όποιον έχει τη θέληση” (οπ.π. σελ. 90). Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από μια αντίθετη οπτική γωνία, αληθεύει ότι η επαναστατική βία, αν επιθυμεί να είναι τέτοια, οφείλει να καταστρέψει κάθε σκηνή και κάθε θέαμα, και γνωρίζει πως σε όλους τους ηθοποιούς βλέπει τους φυσικούς εχθρούς της αλήθειας και του ξεπεράσματος.

Μάης 1979

***

Βλ. και: Κείμενα και σημειώσεις του Α. Bonanno

1969-…: Στρατηγική της Έντασης στην Ιταλία

Categories
Errico Malatesta

Πώς να υπερασπιστούμε την Επανάσταση – Errico Malatesta

Πώς να υπερασπιστούμε την Επανάσταση – Errico Malatesta

Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το “Malatesta: His Life & Ideas” του Vernon Richards.London: Freedom Press, 1993, αναδημοσιευμένο στο prole.info.

Η επανάσταση που επιθυμούμε συνίσταται στην απαλλοτρίωση της εξουσίας και του πλούτου απ’ τους σημερινούς κατόχους τους, και τη διάθεση της γης και των παραγωγικών μέσων, και όλου του υπάρχοντος πλούτου στη διάθεση των εργαζομένων, δηλαδή του καθένα, μιας και αυτοί που δεν εργάζονται θα πρέπει να εργαστούν. Και οι επαναστάτες, θα πρέπει να υπερασπιστούν αυτήν την επανάσταση, εξασφαλίζοντας ότι κανένα υποκείμενο, άτομο, κόμμα ή κοινωνική τάξη, δε θα βρει την ευκαιρία να εγκαθιδρύσει μια κυβέρνηση και να αποκαταστήσει τα προνόμια παλιών ή νέων αφεντικών…

Για να υπερασπιστούμε, να διαφυλάξουμε την επανάσταση, υπάρχει μόνο ένας τρόπος: να εξαπλώσουμε την επανάσταση όσο πιο μακριά μπορούμε. Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι που η θέση τους τους επιτρέπει να υποχρεώνουν άλλους να εργάζονται γι αυτούς, όσο υπάρχουν κάποιοι που είναι σε θέση να παραβιάζουν την ελευθερία των άλλων, η επανάσταση θα είναι ατελής, και θα είμαστε ακόμα σ’ ένα στάδιο νόμιμης άμυνας και θα πρέπει στη βία που μας καταπιέζει να αντιτάσσουμε τη βία που απελευθερώνει.

Ανησυχείτε μήπως η απαλλοτριωμένη αστική τάξη μπορεί να προσλάβει τυχοδιώκτες μισθοφόρους προκειμένου να αποκαταστήσει το παλαιό καθεστώς; Ας τους απαλλοτριώσουμε πλήρως, και θα δείτε ότι χωρίς χρήματα δεν μπορεί να απασχολήσει κανέναν.

Φοβάστε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα; Ας εξοπλίσουμε το σύνολο του πληθυσμού, να εξασφαλίσουμε ότι πράγματι έχει τον έλεγχο όλου του πλούτου, ούτως ώστε ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να υπερασπιστεί την ελευθερία του και τα μέσα με τα οποία θα εξασφαλίζει το ευ ζην του, και θα δείτε αν οι ματαιόδοξοι στρατηγοί βρουν κανέναν φουκαριάρη να τους ακολουθήσει: Αλλά κι αν ακόμη τότε, ο ένοπλος πληθυσμός, που διαθέτει τη γη, τα εργοστάσια, κι όλον τον φυσικό πλούτο, ήταν ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κι έπεφτε ξανά υπό κάποιον ζυγό, θα σήμαινε ότι δεν ήταν άξιοι να απολαμβάνουν την ελευθερία. Η επανάσταση θα είχε αποτύχει, και το προπαρασκευαστικό έργο της μόρφωσης θα έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι την επόμενη απόπειρα που θα είχε πλέον μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, μιας και θα επωφελούταν από τους καρπούς της σποράς της προηγούμενης προσπάθειας.

Οι κίνδυνοι τους οποίους αντιμετωπίζει μια επανάσταση, δεν προέρχονται αποκλειστικά από συνωμοσίες των αντιδραστικών για την αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος και τις διεθνείς εκκλήσεις για μια εξωτερική παρέμβαση. Προέρχονται επίσης από τον πιθανό εκφυλισμό της ίδιας της επανάστασης, κι απ’ τους τυχοδιώκτες που, αν και μεταξύ των επαναστατών, διατηρούν μια νοοτροπία αστική τείνοντας προς σκοπούς που κάθε άλλο παρά εξισωτικοί και ελευθεριακοί είναι.

Αφ’ ης στιγμής έχει επιτευχθεί μια κατάσταση όπου κανείς δεν μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του στους άλλους με τη βία, ούτε να τους αποσπά το προϊόν του μόχθου τους, οι αναρχικοί μόνο τότε θα μπορούσαν να δράσουν μέσω της προπαγάνδας και ως ζωντανό παράδειγμα.

Αν θα καταστρέψουμε τους θεσμούς και το παρόν σύστημα κοινωνικών σχέσεων; Μα, ασφαλώς, αν πρόκειται για καταπιεστικούς θεσμούς. Αλλά, αυτοί δεν αποτελούν παρά ένα μικρό κομμάτι του ιστού της κοινωνικής ζωής. Η αστυνομία, ο στρατός, οι φυλακές και τα δικαστήρια, είναι πανίσχυρα όργανα καταπίεσης, που επιτελούν μια παρασιτική λειτουργία. Άλλοι θεσμοί και όργανα ωστόσο, καλώς ή κακώς, είναι αδιάρρηκτα δεμένα με την επιβίωση της ανθρωπότητας, κι αυτοί δεν γίνεται να καταστραφούν χωρίς να αντικατασταθούν από κάτι καλύτερο.

Η ανταλλαγές πρώτων υλών και αγαθών, η διανομή τροφίμων, η συγκοινωνία, τα ταχυδρομεία, και κάθε δημόσια υπηρεσία που διευθύνει το Κράτος ή ιδιωτικές εταιρίες, είναι έτσι οργανωμένες ώστε να εξυπηρετούν μονοπωλιακά και γενικότερα καπιταλιστικά συμφέροντα, ωστόσο απαντούν σε πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Δεν μπορούμε να τις καταργήσουμε (κι εν πάσει περιπτώσει, δε θα συνέφερε κανέναν άνθρωπο να μας αφήσει να το κάνουμε) χωρίς να τις αναδιοργανώσουμε σε έναν καλύτερο τρόπο. Και κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε μια μέρα. Κι ως έχουν τα πράγματα, δεν είμαστε απολύτως σε θέση να το κάνουμε. Καλωσορίζουμε λοιπόν, καθέναν που κινείται προς μια τέτοια κατεύθυνση, ακόμα και με διαφορετικά κριτήρια απ’ τα δικά μας.

Η κοινωνική ζωή δεν σηκώνει αναβολές ως την επανάσταση, και οι άνθρωποι εντωμεταξύ, θέλουν να ζήσουν πλήρως και πάντοτε.

Υπάρχουν ακόμα αρκετοί που γοητεύονται απ’ την ιδέα του “τρόμου”. Γι’ αυτούς, φαίνεται ότι η γκιλλοτίνα, τα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι σφαγές, οι εξορίες και οι φυλακίσεις είναι πανίσχυρα και απαραίτητα όπλα της επανάστασης, και παρατηρούν μάλιστα, ότι αν τόσες επαναστάσεις έχουν ηττηθεί και δεν απέφεραν τα αποτελέσματα που ήλπιζαν, ήταν επειδή οι επαναστάτες φάνηκαν υπερβολικά αγαθοί και “αδύναμοι”, επειδή δεν καταδίωξαν, δεν κατέστειλαν και δεν κατέσεφαξαν σε μαζική κλίμακα.

Είναι μια προκατάληψη απ’ την οποία υποφέρουν ορισμένοι επαναστατικοί κύκλοι, που έχει τις ρίζες της στη ρητορεία και την διαστρέβλωση της ιστορίας των απολογητών της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, και που έχει αναβιώσει στα χρόνια μας από τους μπολσεβίκους στην προπαγάνδα τους. Η πραγματικότητα όμως είναι η ακριβώς αντίθετη. Ο τρόμος υπήρξε πάντοτε εργαλείο τυραννίας. Στη Γαλλία, εξυπηρέτησε τη ζοφερή τυραννία του Ροβεσπιέρρου κι έστρωσε το δρόμο για τον Ναπολέοντα και την επάνοδο της αντίδρασης. Στη Ρωσσία κατεδίωξε και δολοφόνησε αναρχικούς και σοσιαλιστές, κι έσφαξε εξεγερμένους εργάτες κι αγρότες, και σταμάτησε την ανάπτυξη μιας επανάστασης που θα μπορούσε πραγματικά να αποτελέσει το εφαλτήριο μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα. Εκείνοι που πιστεύουν ότι η καταστολή και η βαρβαρότητα έχει οποιοδήποτε απελευθερωτικό κι επαναστατικό αποτέλεσμα, έχουν την ίδια οπισθοδρομική νοοτροπία με τους δικαστές που πιστεύουν ότι η επιβολή απάνθρωπων ποινών μπορεί να καταπολεμήσει το έγκλημα και να δημιουργήσει έναν πιο ηθικό κόσμο.

Η τρομοκρατία, όπως ο πόλεμος, εγείρει και κάνει έκκληση στα πιο αταβιστικά και πολεμοχαρή συναισθήματα, που ακόμα στην εποχή μας καλύπτονται κάτω απ’ τον μανδύα του πολιτισμού, και ανεβάζει στα υψηλότερα πόστα τα χειρότερα στοιχεία του πληθυσμού. Μακράν απ’ το να εξυπηρετεί την επανάσταση, δεν κάνει άλλο απ’ το να την συκοφαντεί, κάνοντάς την απεχθή στις μάζες και μετά από μια περίοδο σκληρών αγώνων, προβάλει ως αναγκαιότητα, αυτό που θα λέγαμε σήμερα “επιστροφή στην ομαλότητα”, δηλαδή στην επανα-νομιμοποίηση και διαιώνιση της τυραννίας. Όποια πλευρά κι αν επικρατήσει, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε η δημιουργία μιας ισχυρής εξουσίας, η οποία άλλοτε εξασφαλίζει μια ειρήνη με κόστος την ελευθερία, κι άλλοτε μια κυριαρχία χωρίς πολλούς κινδύνους…

Ασφαλώς, η επανάσταση πρέπει να προστατευθεί και να αναπτυχθεί με μια αδυσώπητη λογική, αλλά δεν είναι ορθό ούτε εφικτό να την υπερασπιστούμε με μέσα που αντιφάσκουν με τους σκοπούς της.

Το πιο ισχυρό μέσο για την υπεράσπιση της επανάστασης παραμένει πάντοτε αυτό της απαλλοτρίωσης της μπουρζουαζίας απ’ τα οικονομικά μέσα στα οποία βασίζεται η εξουσία της, και του γενικού εξοπλισμού (μέχρι τη στιγμή που θα πεισθούν -εκ των πραγμάτων- όλοι, να πετάξουν τα όπλα τους ως άχρηστα κι επικύνδινα παιχνίδια), και του ενδιαφέροντος της μεγάλης μάζας του πληθυσμού στην νίκη της επανάστασης.

Αν, προκειμένου να επικρατήσει, θα είναι απαραίτητο να στήσουμε την αγχώνη σε κάθε κεντρική πλατεία, τότε θα προτιμούσα να χάσουμε.

Μετά την επανάσταση, δηλαδή, μετά το τσάκισμα των υπαρχουσών εξουσιών και τη συντριπτική νίκη των δυνάμεων της εξέγερσης, τί γίνεται;

Είναι τότε που η βαθμιαία μεταβολή τίθεται γρήγορα σε κίνηση. Χρειάζεται να εξετάσουμε όλα τα πρακτικά προβλήματα της ζωής: η παραγωγή, η ανταλλαγή, τα μέσα επικοινωνίας, οι σχέσεις μεταξύ αναρχικών συλλογικοτήτων και όσων ζουν κάτω από κάποια εξουσία, μεταξύ κομμουνιστικών κομμουνών και όσων ζουν μ’ έναν ατομικιστικό τρόπο, οι σχέσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η χρήση για το συμφέρον όλων, κάθε φυσικής πηγής πλούτου και πρώτων υλών, η διανομή των εργοστασίων και των καλλιεργιών σύμφωνα με τα φυσικά αποθέματα κάθε περιοχής, η δημόσια εκπαίδευση, η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, οι υγειονομικές υπηρεσίες, η προστασία ενάντια στο κοινό έγκλημα και το πιο επικίνδυνο μέρος του: αυτών που ενδεχομένως θα προσπαθήσουν να επιβληθούν στην ελευθερία των άλλων για το συμφέρον αναδυόμενων κομμάτων ή ατόμων, και ούτω καθεξής. Και σε κάθε πρόβλημα, θα έπρεπε να προτιμάμε τις λύσεις που όχι μόνο είναι οικονομικά καλύτερες, αλλά που ικανοποιούν την ανάγκη για δικαιοσύνη και ελευθερία και είναι ανοιχτές σε μελλοντικές βελτιώσεις.

Στην περίπτωση της δικαιοσύνης, η ελευθερία και η αλληλεγγύη θα πρέπει να τεθούν υψηλότερα απ’ το οικονομικό συμφέρον. Δεν γίνεται να καταστρέφει κανείς τα πάντα, με την πεποίθηση και μόνον, ότι μετά τα πράγματα θα τακτοποιηθούν από μόνα τους. Ο σημερινός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα ανάπτυξης επί σειράς χιλιάδων ετών, κι έχει λύσει, με τον δικό του τρόπο, το πρόβλημα της υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού, συχνά σε στενά εδαφικά όρια, και της ικανοποίησης των ολοένα αυξανόμενων και πολυσύνθετων αναγκών τους. Τα ωφέλη του έχουν μειωθεί, καθώς η ανάπτυξη λαμβάνει χώρα υπό την πίεση της εξουσίας για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, όμως ακόμα κι αν αφαιρέσει κανείς την εξουσία και τα προνόομια, οι κατακτήσεις του, ο θρίαμβος του ανθρώπου επί των δυσμενών δυνάμεων της φύσης, η συσσωρευμένη πείρα των περασμένων γενεών, η μόρφωση στην κοινωνικότητα της ανθρώπινης συνδιαβίωσης όλων αυτών των χρόνων και μαζί με τα αποδεδειγμένα οφέλη της αλληλοβοήθειας, όλα αυτά τα κεκτημένα θα παραμείνουν ζωντανά, και θα ήταν ανόητο, και ακόμα αδύνατον, να παραιτηθούμε απ’ όλα αυτά τα πράγματα.

Πρέπει λοιπόν να καταπολεμήσουμε την εξουσία και το προνόμιο, αλλά να επωφεληθούμε απ’ ολα τα καλά του πολιτισμού. Και τίποτε δεν πρέπει να καταστραφεί εφόσον ικανοποιεί, ακόμα και άσχημα, μια ανθρώπινη ανάγκη, μέχρι τη στιγμή που θα έχουμε κάτι καλύτερο να βάλουμε στη θέση του. Πρέπει να είμαστε αδιάλλακτοι στην αντίθεσή μας σε κάθε καπιταλιστική επιβολή κι εκμετάλλευση, και την ίδια στιγμή ανεκτικοί προς όλες τις κοινωνικές σχέσεις που συνδέουν τις διάφορες ομάδες ανθρώπων, στο βαθμό που δεν απειλούν την ισοτιμία και την ελευθερία των άλλων. Και ευχαριστημένοι με την σταδιακή πρόοδο βήμα-βήμα με την ηθική ανάπτυξη των ανθρώπων όσο τα υλικά και διανοητικά μέσα αυξάνονται, να κάνουμε ότι μπορούμε, φυσικά, μελετώντας, δουλεύοντας και προπαγανδίζοντας ώστε να επιταχύνουμε την εξέλιξή τους προς ένα ολοένα και πιο ανεπτυγμένο ιδεώδες.

Όμως, μετά από μια επιτυχημένη εξέγερση, όταν η κυβέρνηση θα χει πια πέσει, τί πρέπει να κάνουμε;

Ως αναρχικοί, θα πρέπει να ευχόμαστε, σε κάθε περιοχή όπου υπάρχουν εργαζόμενοι, ή ακριβέστερα, εργαζόμενοι με κοινωνική συνείδηση και πνεύμα πρωτοβουλίας, θα πάρουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους, καθως και όλον τον πλούτο: τη γη, τις πρώτες ύλες, τα σπίτια, τα μηχανήματα, τα αποθέματα τροφίμων κλπ… και θα κάνουν το καλύτερο δυνατό, σύμφωνα με τις ικανότητές τους, ξεκινώντας νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Θα ευχόμασταν ακόμη, οι σημερινοί εργάτες γης, που τώρα δουλεύουν για τους αφέντες τους, θα πάψουν να αναγνωρίζουν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των αφεντικών αλλά θα συνεχίσουν και θα εντείνουν την παραγωγή για λογαριασμό τους, εγκαθιδρύοντας άμεσες επαφές με εργάτες της βιομηχανίας και των μεταφορών, για την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Οι βιομηχανικοί εργάτες, μεταξύ των οποίων οι μηχανικοί και οι τεχνικοί, θα πρέπει να πάρουν στον έλεγχό τους τα εργοστάσια και να συνεχίσουν και να εντείνουν την παραγωγή για δικό τους συμφέρον, και για ολόκληρη την κοινότητα. Χρειάζεται μια άμεση μεταβολή της παραγωγής στα εργοστάσια που παράγουν σήμερα άχρηστα ή επιζήμια προϊόντα, ώστε να εξυπηρετούν τις πιο επείγουσες ανάγκες του πληθυσμού. Οι σιδηροδρομικοί θα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν τα τραίνα, όπως θα κρίνει το συμφέρον της κοινότητας. Κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του πληθυσμού, θα πρέπει επιτροπές εθελοντών ή εκλεγμένων απ’ την κοινότητα, να αναλάβουν τη στέγαση σε σπίτια, με όποιον τρόπο κρίνεται εφικτός δεδομένων των συνθηκών, αυτών που έχουν ανάγκη. Ανάλογες επιτροπές, πάντοτε κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του πληθυσμού, πρέπει να διευθετήσουν την παροχή και διανομή των καταναλωτικών αγαθών. Ακόμα, όσα μέλη της μπουρζουαζίας το θελήσουν, θα πρέπει να μπορούν να ενωθούν με αυτούς που αποτελούν σήμερα τις προλεταριακές μάζες και να εργαστούν όπως όλοι οι άλλοι, προκειμένου να έχουν τα ίδια ωφέλη με τον καθένα. Κι όλα αυτά πρέπει να γίνουν άμεσα, την ίδια μέρα, ή την επαύριο της επιτυχημένης εξέγερσης, χωρίς να περιμένουμε ντιρεκτίβες απ’ την κάθε κεντρική επιτροπή ή απ’ οποιαδήποτε επίδοξη αρχή.

Αυτό είναι που επιθυμούν οι αναρχικοί, κι αυτό είναι που θα συνέβαινε με φυσικό τρόπο, αν η επανάσταση [στη Ρωσσία] ήταν μια πραγματικά κοινωνική επανάσταση κι όχι απλά μια πολιτική αλλαγή, η οποία μετά από μερικές σπασμωδικές κινήσεις, οδήγησε τα πράγματα εκεί που ήταν και πριν αυτήν. Καθώς, αν κανείς δεν αποστερεί την μπουρζουαζία απ’ την οικονομική εξουσία της με μιάς, αυτή είναι σε θέση, σε μικρό χρονικό διάστημα να ανασυγκροτήσει την πολιτική εξουσία της, την οποία η εξέγερση είχε παραλύσει. Και προκειμένου να αφαιρέσουμε κάθε οικονομική δύναμη απ’ την μπουρζουαζία, είναι απαραίτητο να οργανώσουμε άμεσα μια νέα οικονομική δομή, βασισμένη στη δικαιοσύνη και την ισότητα. Οι οικονομικές ανάγκες, τουλάχιστον οι πιο βασικές, δεν μπορούν να διακοπούν. Πρέπει να ικανοποιηθούν άμεσα. Η κάθε “κεντρική επιτροπή” είτε δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ή κάνει όταν πια οι υπηρεσίες της είναι περιττές.

***

[κλικ στην εικόνα, για μια βιογραφία του Μαλατέστα στα ελληνικά από τη wikipedia]

Categories
Alfredo M. Bonanno

Κείμενα και σημειώσεις του Alfredo M. Bonanno

Εισαγωγικό σημείωμα:

Ο Alfredo Maria Bonanno, γεννημένος το 1937 στην Κατάνη της Σικελίας, είναι απ’ τους πιο πολυγράφους σύγχρονους αναρχικούς, υπεύθυνος των εκδόσεων Anarchismo, αλλά και άλλων εκδοτικών εγχειρημάτων. Το 1977 καταδικάστηκε για το βιβλίο του La Gioia Armata (Οπλισμένη Ευτυχία), σε 18 μήνες φυλάκισης. Το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει σε μια ιστορική στιγμή που το ιταλικό επαναστατικό κίνημα περνούσε ανοιχτά στην επίθεση, ενώ ανάλογες ήταν οι συνθήκες και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Αγγλία) και το ζήτημα της βίας βρισκόταν στην καθημερινή διάταξη. Η συνεισφορά του έγκειται σε έναν εορτασμό της διάχυτης ταξικής βίας που απελευθερώνει και ικανοποιεί το άτομο, αλλά ταυτόχρονα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εμφάνιση του ένοπλου κόμματος, που περιορίζει την ταξική σύγκρουση σε μια μιλιταριστική διάσταση, επιβάλλοντας τη μεσολάβηση μιας μικρής μειοψηφίας ένοπλων στην πολυπλοκότητα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίζονταν με κάθε μέσο ενάντια στην τρέχουσα αναδιοργάνωση του Κεφαλαίου, που εκείνη τη στιγμή φαινόταν ασθενής. Στο πνεύμα του βιβλίου, κάθε αυθεντική απελευθερωτική και καταστροφική δράση, προέρχεται από μια λογική ικανοποίησης απ’ τον αγώνα, κι όχι ενός αυτοθυσιαζόμενου καθήκοντος σύμφωνου με τις ντιρεκτίβες μιας μικρο-γραφειοκρατίας. Το ιταλικό ανώτατο δικαστήριο διέταξε την καταστροφή των αντιτύπων του βιβλίου που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, ενώ απέστειλε εγκύκλιο στις δημόσιες βιβλιοθήκες να ξεφορτωθούν τα αντίτυπα που πιθανώς είχαν. Αρκετοί βιβλιοθηκάριοι αντιτάθηκαν σ’ αυτήν την ναζιστικής έμπνευσης τακτική. Απαγορεύτηκε γενικά η κυκλοφορία του, ενώ κατασχέθηκαν αντίτυπα που διέθεταν στα σπίτια τους αναρχικοί αγωνιστές στα πλαίσια αστυνομικών επιχειρήσεων-εισβολών κατ’ οίκων. Λίγο αργότερα, ο συγγραφέας κατηγορήθηκε ως “υποκινητής” της Azione Rivoluzionaria, μιας ένοπλης οργάνωσης του 1976-79, που δρούσε βάσει “ομάδων συγγενείας” σε όλη την κεντρική Ιταλία, εναντίον κυρίως εφημερίδων και κομματικών γραφείων, και ανάλογων “χειραγωγικών μηχανισμών κατασκευής της συναίνεσης”. Στα 1979 η οργάνωση πρακτικά διαλύεται με την προσαγωγή 86 ατόμων και τη σύλληψη των Salvatore Cinieri και Gianfranco Faina.  Ο πρώτος θα πεθάνει στη φυλακή σε συμπλοκή με ποινικούς κρατουμένους, όταν υπερασπίστηκε έναν κρατούμενο που θεωρούνταν ύποπτος για κατάδοση σχεδίου απόδρασης, ενώ ο δεύτερος θα αφεθεί ελεύθερος να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονος, όταν του διαγνώστηκε όγκος κατά την κράτησή του.

Με την υποχώρηση του κινήματος, το ενδιαφέρον του συγγραφέα στράφηκε στην κριτική των παραδοσιακών συνδικαλιστικών και οργανωτικών δομών, καθώς και στις νέες μητροπολιτικές εξεγέρσεις, που επανεμφανίζονται στη δύση σταθερά μετά το ’80, χωρίς την καθοδήγηση κανενός κόμματος, χωρίς φανερά αιτήματα κλπ. Κάποια απ’ τα πιο γνωστά έργα του, που κυκλοφορούν στα αγγλικά χάρη στο μεταφραστικό έργο της Jean Weir, είναι και τα The Anarchist Tension, Anarchism and the National Liberation Struggle, A Critique of Syndicalist Methods, For An Anti-authoritarian Insurrectionalist International (Μάλλον εξαντλημένη στα ελληνικά μπροσούρα Για μια Αντιεξουσιαστική Εξεγερτική Διεθνή, από τις εκδόσεις Επαναστατική Αυτοοργάνωση), Let’s Destroy Work, Let’s Destroy the Economy, Palestine Mon Amour, Locked Up, From Riot to Insurrection, κείμενα για τον Χέγκελ, τον Στίρνερ, τον συνδικαλισμό και την εργατική αυτονομία κ.α. Η γνωστή πολύχρονη δραστηριότητά του τον καθιστά και στόχο των κατασταλτικών οργανισμών, έτσι στις 2 Φλεβάρη 1989, στα πλαίσια μιας επιχείρησης των Digos (κάτι σαν ιταλικά εκάμ) μετά από ληστεία επιφανούς κοσμηματοπωλείου, με εισβολές σε καταλήψεις και σπίτια αναρχικών, θα συλληφθεί μαζί με τον Giuseppe Stasi και θα καταδικαστούν σε 68 και 54 μήνες φυλάκισης, αντίστοιχα. Ξανά την νύχτα της 19ης Ιούνη 1997, σε επιχείρηση-“σκούπα” των ιταλικών υπηρεσιών ασφαλείας εναντίον αναρχικών καταλήψεων και εκατοντάδων σπιτιών σε όλη τη χώρα, που θα ακολουθήσει την βόμβα στο Palazzo Marino του Μιλάνο, ο Bonanno συλλαμβάνεται μαζί με εκατοντάδες άλλους αναρχικούς.

Στις 2 Φλεβάρη του 2003, επίσης, θα καταδικαστεί σε 6 χρόνια φυλάκισης και 2.000 ευρώ πρόστιμο για ένοπλη ληστεία, στα πλαίσια της “Δίκης Marini”, στην οποία αναρχικοί αγωνιστές καταδικάστηκαν βάσει του ιταλικού θεωρήματος Marini, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι αναρχικοι της χώρας (καταλήψεις, ομάδες αλληλεγγύης σε φυλακισμένους, σε μετανάστες κλπ) είναι μέλη μιας “ένοπλης οργάνωσης με σκοπό την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος”. Για την οργάνωση αυτήν, επινόησαν μέχρι κι ένα (ανύπαρκτο μέχρι τότε και γελοίο) όνομα: ORAI-“Εξεγερσιακή αναρχική επαναστατική διεθνής”. Ο φήμη του Bonanno ως “θεωρητικού” και καταδικασμένου συγγραφέα του χάρισε τη θέση του “ιδεολογικού ηγέτη” αυτής της ανύπαρκτης οργάνωσης, σύμφωνα με τις κατηγορίες. Στο εφετείο, η ποινή του έπεσε στα 3,5 χρόνια. Στην 1 Οκτώβρη, ο Alfredo Bonanno συνελήφθη κοντά στα Τρίκαλα, μετά από σύλληψη του αναρχικού Χρήστου Στρατηγόπουλου μετά από ένοπλη ληστεία τράπεζας. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος διατηρεί επίσης αναρχικές εκδόσεις (Σίσυφος, Επαναστατική Αυτοοργάνωση), ενώ ο Alfredo βρισκόταν ως προσκεκλημένος του στην Ελλάδα, για μια σειρά ομιλιών με αφορμή το βιβλίο του “Κυριαρχία και εξέγερση στην μεταβιομηχανική κοινωνία” που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του “Ελευθεριακου Ινστιτούτου Κοινωνικών Μελετών Ιωαννίνων” το οποίο λειτουργούσε ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, ο οποίος από την σύλληψή του ήδη, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για την ληστεία της τράπεζας, αναφέροντας ότι κατέφυγε στην ενέργεια αυτή για προσωπικούς βιοποριστικούς λόγους, για την αποπληρωμή επαχθών τραπεζικών δανείων. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, είχε συλληφθεί στα 1994 με τους αναρχικούς Antonio Budini, Jean Weir, Carlo Tesseri, και Βαγγελιώ Τζιούτζια κοντά στο Rovereto της Β. Ιταλίας, για ληστεία της τοπικής Αγροτικής Τράπεζας, και είχαν καταδικαστέι σε ποινές φυλάκισης, στα πλαίσια του θεωρήματος Marini, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μια νεαρή κοπέλα προκειμένου να “αναγνωρίσει” τους τέσσερεις αγωνιστές. Σε επόμενη φάση του θεωρήματος “διερευσε” φωτογραφία του Alfredo Bonanno (προ εικοσαετίας) σε σκίτσο των αρχών, στην κορυφή μιας πυραμίδας με γραμμές να τον συνδέεουν με τους συλληφθέντες και άλλους αγωνιστές.

Είμαστε μάρτυρες μιας επανάληψης τέτοιων μεθοδεύσεων και στην Ελλάδα, με τα δημοσιεύματα που “διαρρέουν” ανά λίγες μέρες σχετικά με πιθανή συμμετοχή του Alfredo Bonanno και σε άλλη ληστεία στο Αργοστόλι, καθώς στήνεται ένα κλίμα φυσικής εξόντωσης του “παππού” Alfredo, που παρά τα 73 του χρόνια και τη βεβαρυμένη υγεία του, δεν εγκαταλείπει τα “όπλα” του. Ορισμένα απ’ αυτά τα όπλα κρίνουμε θεμιτό να ρίξουμε στην μάχη που μαίνεται στην χώρα μας, καθώς το Κεφάλαιο αναδιαρθρώνεται, επιχειρώντας μια πρωτοφανή υποτίμηση της εργασίας και κατεπέκτασι των βιοτικών συνθηκών, μέσα σ’ ένα κλίμα εθνικής συναίνεσης των ιδεολογικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών παραγόντων του, εκθέτοντάς τους έτσι σε κρίση. Ο διευθυντής τράπεζας-πασόκος-πρόεδρος της γσεε-και πρόσφατα προπυλακισμένος από απεργούς στην πορεία της 5/3, κάτι παραπάνω θα ξέρει επ’ αυτού. Να πάρουμε πίσω τους αιχμαλώτους μας, το απελευθερώσουμε το μέλλον, να αντιστρέψουμε την κρίση. Ακολουθούν κείμενα του Alfredo M. Bonanno. Σημείωση: Τα κείμενα αυτά (παρουσιάζουμε εδώ λόγω περιορισμένης άνεσης μερικά σύντομα κείμενα και σημειώσεις κι όχι τα κύρια έργα του συγγραφέα) γράφτηκαν δεκαετίες πριν, κι ανήκουν σε μια εποχή (της καπιταλιστικής αθωότητας-της υποθηκευμένης ευμάρειας και της επαναστατικής υποχώρησης) που για την Ελλάδα πέρασε ανεπιστρεπτί τον Δεκέμβρη του 2008. Με την έννοια αυτή, όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας σε μια επανέκδοση του La Gioia Armata, πολλά απ’ τα ερωτήματα της εποχής έχουν απαντηθεί απ’ την ίδια την Ιστορία. Ωστόσο, η σκέψη παραμένει άξια ιδιαίτερης αναφοράς.

Δείτε επίσης:

Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία, ένα εξαιρετικό κείμενο του Alfredo και άλλων συντρόφων

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Ασθένεια και Κεφάλαιο, του Alfredo M. Bonanno

Η αναρχική δυναμική, του ιδίου

Για μια κριτική του ενόπλου, πρόλογος

Οι νέοι σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, του ιδίου

Ένα χρονολόγιο της δίωξης Marini

Μια χοντροκομμένη μεθόδευση εναντίον ιταλών αναρχικών

Για τους συλληφθέντες A.M.B. και Χ.Ζ από το blog απο-δραση

Aπό την εκπομπή Κραυγές Απ’ τα Κελιά του ράδιο 98fm

Ας καταστρέψουμε την εργασία…, του Alfredo M. Bonanno (Εκδόσεις Σίσυφος)

Pantagruel-Provocazione: Αγγλικές μεταφράσεις έργων του Alfredo M. Bonanno

After Trikala: Blog διεθνούς ενημέρωσης για τους συλληφθέντες συντρόφους

Μετά τα Τρίκαλα…

Ανεργία: Πως και δεν εκρήγνυνται τα πάντα;

Ένα ερώτημα που θέτουμε συχνά στους εαυτούς μας. Η επαναφομοίωση της ανεργίας από τον τριτογενή τομέα δεν είναι αρκετά ικανοποιητική εξήγηση. Ούτε η ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ο έλεγχος του πληθωρισμού ή η ανάπτυξη της εργασιακής ελαστικότητας και της επισφαλούς (μαύρης) εργασίας. Ιδωμένες ξεχωριστά, αυτές οι απαντήσεις ενδεχομένως είναι όλες σωστές, αλλά καμία τους δεν μπορεί να εξηγήσει το θέμα από μόνη της, αλλά ούτε και όλες τους μαζί. Οι αρχές των 80es ήταν αναμφίβολα μια εποχή υλικών δυσκολιών για ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Ο βιομηχανικός τομέας είχε υπερφορτωθεί, ο πληθωρισμός κάλπαζε, φόβοι κοινωνικών συνεπειών από την μείωση του εργασιακού κόστους βραχυπρόθεσμα ήταν φανεροί, και τα συνδικάτα επέμεναν στην υπεράσπιση της εργασίας και της πραγματικής αξίας της εργασίας. Την ίδια εποχή έγινε έκδηλο κάτι που ήταν ήδη σαφές για μας από το τέλος του 1977: Το πέρασμα από μια κατάσταση υλικών δυσκολιών σε ένα ξύπνημα της εργατικής συνείδησης ως τάξης, δεν είχε λάβει χώρα. Ήταν μια κρίση; Είναι αδύνατον να δώσουμε απάντηση, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, πολύ απλά επειδή δεν ξέρουμε πώς ακριβώς είναι μια κρίση. Οι εργάτες θα έπρεπε να είχαν πάει παραπέρα από έναν απλό οικονομικό αγώνα -τουλάχιστον σύμφωνα με μια μαρξιστική ανάλυση- και να περάσουν στον κοινωνικό. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε αρχικά να είχε γίνει μέσω του κόμματος και σε δεύτερη φάση μέσω των συνδικάτων. Με άλλα λόγια, ένα επαναστατικό υποκείμενο θα ‘πρεπε να προκύψει από την κρίση. Στην πραγματικότητα, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Όχι μόνο δεν υπήρχε πια θέληση να αγωνιστεί κανείς για τη διαμόρφωση των οικονομικών πλαισίων, αλλά πιο σημαντικό, δεν υπήρξε κανένα πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη και την αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής εξυγείανσης.

Δεν προέκυψε τελικά μια εγκατάλειψη της παραίσθησης ενός δίκαιου ξεπουλήματος της εργατικής δύναμης, που περίμενε ο Μαρξ. Κάτι τέτοιο απλά έδωσε στα αφεντικά λίγο χρόνο, ακριβώς τη στιγμή που η κατάσταση σοβάρευε. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο δεν συνέβη επίσης χάρη στην παρέμβαση της τεχνολογίας πληροφοριών. Σήμερα οι συνθήκες της αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην αυξημένη ικανότητα του κεφαλαίου να αφομοιώνει και να διαχειρίζεται τον στρατό των ανέργων. Οι ικανότητές του σ’ αυτό το πεδίο είναι ενδεικτικές, κι έχουν να κάνουν κυρίως με πρωτοβουλίες μιας “εναλλακτικής” τάσης που κάποτε αποτελούνταν από λιγοστούς γραφικούς ονειροπόλους. Η “ευφυία” του Κεφαλαίου είναι επληκτική: Ο Μάρξ θα έλεγε μάλλον συναρπαστική. Εγκολπώνει ολόκληρους αγώνες, τους χρησιμοποιεί ενάντια σ’ αυτούς που τους διεξάγουν, κι ενάντια στο κυρίως σώμα της εργατικής τάξης. Ξεχωρίζει τους πιο απομονωμένους αγωνιστές, τους μεταμορφώνει σε “εγκληματίες” και τους χρησιμοποιεί ως φόβητρο για να μαζέψει όλους τους υπόλοιπους ξανά πίσω στο κοπάδι.

Έπειτα, το νέο concept της ποιότητας, θα αναλάβει το ρετουσάρισμα. Η πολιτική σταθεροποιείται, καθώς συμπεριφορές που θεωρούνταν ανήθικες επαναρρυθμίζονται ώστε να συμβιώνουν πλέον με την τρέχουσα φόρμα, κάνοντας τα στραβά μάτια σε κάποιες απ’ τις πιο ακραίες εκδοχές τους. Δεν είναι δυνατόν να μιλά κανείς για μια “αποτυχία” του κόμματος ή του συνδικάτου ως λειτουργία. Κατά την άποψή μου, είναι μέρος μιας ιστορικής διαδρομής που φτάνει στις φυσικές συνέπειές της. Το τέλος μιας εποχής. Το τέλος μιας μεγάλης ψευδαίσθησης. Η λειτουργία του Κεφαλαίου είναι χαοτική. Διαπερνά το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία κι οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει χώρος που να μην καταλαμβάνει, καθώς εξορίσει κάθε αντίσταση με όρους πάλης. Ο καταπιεστικός μηχανισμός του, καλωσορίζει αποτρόπαιες πρακτικές όπως η ρουφιανιά, η “μεταμέλεια” μετά κατάδοσης, για να εξωθήσει στα όρια ορισμένες συνέπειες των αντιφάσεών του, που, οσοδήποτε περιθωριακές, μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν μια σχετική ανισορροπία.

Αντίθετα, προκειμένου να τσακίσει την αντίσταση των πιο ριζοσπαστικών και λιγότερο θεσμοθετημένων, εξαναγκάζοντάς τους στη σιωπή, επιστρατεύει ωμή και σκέτη καταστολή, ειδικές φυλακές και σφαίρες στο ψαχνό. Έχει δείξει ξεκάθαρα και για πάντα, ότι είναι ένα ψέμμα το ότι η εξέγερση είναι πιο δύσκολη σε στιγμές υλικής δυσκολίας για ολόκληρο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Κι αυτό ήταν ένας απ’ τους πολιορκητικούς κριούς του μαρξισμού.

Το γεγονός ότι το Κράτος και το Κεφάλαιο όμως είναι πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι θα σκεφτόταν κανείς και πολύ πιο αλληλένδετα απ’ ότι ακόμη κι ο Μαρξ θα μπορούσε να περιγράψει στην εποχή του, παραμένει. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρόλο του Κράτους στην επαναφομοίωση. Από μόνος του, ένα οικονομικό σύστημα θα προσπαθούσε να κατατμήσει και να υποτιμήσει τα εργοστάσια. Όμως το Κράτος ως συνεργός της οικονομίας, έκανε πράξη ένα απίθανο πρόγραμμα ανασυγκρότησης των εργοστασίων. Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πρακτικά ως συνεταιριστική. Δεν υπάρχει πραγματική πολιτική αντιπολίτευση, εκτός ως θέαμα, ούτως ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να παίρνει σκληρές αποφάσεις για το καλό της οικονομίας. Αυτή είναι και η δικλείδα ασφαλείας που κρατά το σύστημα απ’ το να εκραγεί, αυτό είναι και το γιατί ανεχόμαστε ένα τέτοιο ποσοστό ανεργίας παραιτημένοι, θεωρώντας φυσιολογικό ένα ακόμη τεράστιο ποσοστό προσωρινά ή επισφαλώς εργαζομένων. Η αποσύνθεση της τάξης κάνει εφικτή την ενσωμάτωση των ατόμων, τον μετασχηματισμό των προσωπικών σχέσεων, έναν βίαιο μετασχηματισμό της ζωής για τον καθένα. Δεν υπάρχει πια ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για τους αγώνες. Η κατάρρευση των παλιών μύθων οδηγεί σε μια αποδοχή της ζωής ως συνεχή κατάρρευση. Κι ενάντια σε μια κατάσταση που έχουμε όλοι συνηθίσει να θεωρούμε φυσιολογική, δεν εξεγείρεται κανείς.

[Από το: La disoccupazione in Italia. Perché non salta tutto, in “Anarchismo”, no. 63, 1989. Αγγλική μετάφραση της Jean Weir, στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Προς μια συμβίωση με την κρίση

Η ανάγκη να συμβαδίζουν με τα πλάνα παραγωγικότητας που βασιζόταν σε μια προηγούμενη οικονομική οργάνωση και τους ανάλογους οικονομικούς νόμους έκανε την κατάσταση για τις καπιταλιστικές εταιρίες (που αποτελούν το βασικό στοιχείο αυτού που συνήθως αποκαλούμε “κεφάλαιο”) ιδιαίτερα επίφοβη. Έτσι, η παραμικρή απόκλιση από τα πλάνα θεωρείτο ύποπτη και αποτέλεσμα απρόσμενων καταστάσεων, και ως αποτέλεσμα η επίμονη, διαχρονική φύση των συμβάντων που οι ειδικοί ισχυρίζονταν πως αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα, τους διέφευγε. Μεταβολές στα επίπεδα της ζήτησης, ο ενδο-ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός, η πολυεθνικοποίηση των αγορών, η ταλάντωση των επιπέδων των τιμών, του κόστους, των ρυθμίσεων, της περιβαλλοντικής ρύθμισης: όλα αυτά έπαψαν να θεωρούνται “στοιχεία αποσταθεροποίησης” που αντιβαίνουν στις βεβαιότητες της μόνης θεωρίας που εξουσιοδοτείται να ερμηνεύει την πραγματικότητα.

Έτσι το κεφάλαιο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με ορισμένες εκπλήξεις σ’ έναν στρατηγικό τομέα. Αντιμετώπισε συνεχείς μεταβολές στα πλάνα του, κάνοντάς το ολοένα και πιο δύσκολο να προσαρμόζει εκ νέου τον εαυτό του στην διαμορφούμενη οικονομική πραγματικότητα. Άρχισε έτσι να εξαπλώνεται μια υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχε μια πιθανότητα οικονομικής συμπεριφοράς αυτού του όλου αποσταθεροποιητικού “παραλογισμού”. Ο κρατικός παρεμβατισμός, ειδικά στα τέλη των 70es υποδείχθηκε ως ένα εργαλείο που θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μια αποκατάσταση των ισορροπιών, αλλά από μόνο του δεν ήταν επαρκές. Ο κρατικός παρεμβατισμός, στόψευε σ’ έναν περιορισμό των αρνητικών όψεων του “καπιταλιστικού ανταγωνισμού”, που είχε καταλήξει να απαιτεί γενναία ποσότητα κοινωνικού ελέγχου. Βασικά, το κράτος είναι μια οικονομική επιχείρησει που εξειδικεύεται στον περιορισμό της συνολικής οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας στην παραγωγή ενός και μόνου προϊόντος: της κοινωνικής ειρήνης.

Το κεφάλαιο, βλέποντας τον εαυτό του μέσα από την αντανάκλασή του στον παραμορφωτικό καθρέπτη των ΑνατολικοΕυρωπαικών κρατών, γνωρίζει πολύ καλά πως ο κρατικο-καπιταλιστικός δρόμος προς την αναδιοργάνωση είναι απλά ένα μη-χειρότερο κακό. Εγγυείται τον έλεγχο της εξουσίας, αλλά διαστρεβλώνει τις ταξικές όψεις του καπιταλισμού σε τέτοιο βαθμό, που τις υποτάσσει στους περιορισμούς της απόλυτης ανάγκης της εξουσίας να ασκεί έλεγχο.

Βασικά τότε, αν το σκεφτεί κανείς, ολόκληρη η φάση του πλασαρίσματος του “Κράτους” ως ένα φορέα εξυγείανσης, ο οποίος με καθαρά οιικονομικούς όρους είχε χρεωκοπήσει μέχρι το τέλος των 80es, στόχευε κυρίως στο να υποστηριχθεί (τουλάχιστον όσον αφορά τις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες) από τα μεγαλύτερα ως τότε τεχνολογικά επιτεύγματα της ιστορίας: τα ηλεκτρονικά. Αυτό έγινε το αναπόσπαστο υλικό της συμβίωσης με το τέρας. Η λύση που πρότεινε έγκειται στην επίτευξη της μέγιστης ελαστικότητας στον ελάχιστο χρόνο.

Επαναστάτες

Αν το “τέλος” της κρίσης σημαίνει ότι ο καπιταλισμός επιβιώνει με το να προσαρμόζεται σε μια οικονομική πραγματικότητα που προηγουμένως φαινόταν χαοτική, δεν μπορούμε να μιλάμε για ντετερμινισμό, προβλεψιμότητα και οικονομικούς “νόμους”. Δεν μπορούμε να μιλάμε καν για “κρίσεις”, εννοώντας καταστάσεις που συμβαίνουν προς όφελός μας. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε τον ταξικό πόλεμο ως κάτι με εναλλασόμενες φάσεις. Ασφαλώς, η σύγκρουση δεν είναι “διαρκής” στο πέρασμα του χρόνου, δηλαδή μέσα της υπάρχουν στιγμές μεγαλύτερης και μικρότερης έντασης, αλλά μάλλον είναι ένα θέμα ποιοτικών και ποσοτικών αλλαγών που δεν μπορούν να ανιχνευτούν ντετερμινιστικά ως προς απλούς οικονομικούς παράγοντες. Ένα τεράστιο κουβάρι κοινωνικών σχέσεων βρίσκεται στη βάση του ταξικού πολέμου. Καμμιά ανάλυση δεν μπορεί να μας δώσει την μέθοδο για να υπολογίζουμε την έκταση ή την πιθανότητα των συμπεριφορών. Ο χρόνος είναι πάντοτε γόνιμος για επίθεση, ακόμα κι αν οι συνθήκες μπορεί να διαφέρουν δραστικά.

Υπ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το ζήτημα της επαναστατικής οργάνωσης που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης όπως έχει σήμερα. Οι οργανωτικές δομές του παρελθόντος -από τα κόμματα μέχρι τις ομοσπονδίες, κι απ’ τα συνδικάτα μέχρι τα εργατικά συμβούλια- λιγότερο ή περισσότερο ανταποκρίνονταν στην ιδέα μιας οικονομικής πραγματικότητας που αντιστοιχούσε στην καπιταλιστική επιχείρηση ως κέντρο, συμπύκνωση της εξουσίας και της εκμετάλλευσης. Έτσι, φαινόταν πως μια εξίσου μονολιθική δομή (συνδικάτο, κόμμα, ομοσπονδία) ήταν ο πλέον λογικός τρόπος αντίθεσης. Ακόμα και στο παρελθόν όμως, με τους “αιώνιους” κι ακλόνητους οικονομικούς νόμους, η πραγματικότητα της παραγωγής ήταν χαοτική, και κάθε διαφορετική προσέγγισή της επέφερε συστηματική τιμωρία. Ίσως οι ιδέες των “οικονομικών κύκλων” και των “κρίσεων” να μπορούν να εξηγηθούν κάτω απ’ αυτό το φως.

Έτσι, έχουμε έναν μετασχηματισμό στην πραγματικότητα της παραγωγής, αλλά πάνω απ’ όλα έναν διαφορετικό τρόπο να αντικρύζουμε αυτήν την πραγματικότητα. Είναι λοιπόν ξανά ώρα να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό τρόπο να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα από επαναστατική σκοπιά. Λέω ξανά, επειδή, ειδικά για τους αναρχικούς, μια ριζοσπαστική κριτική δεν έλειψε ολότελα ποτέ, ιδιαίτερα όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις μονολιθικές και ποσοτικές ιδέες του αναρχοσυνδικαλισμού και της ημι-κομματικής πολιτικής των μεγάλων αναρχικών φεντερασιόν.

Μια διαφορετική οργανωτική δομή πρέπει σε μεγάλο μέρος της να δημιουργηθεί και να πραγματωθεί στο εδώ και τώρα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα γίνει κι εκ του μηδενός. Κάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε τα κουφάρια των περασμένων οργανωτικών διαδικασιών θα πρέπει να περιέχει ένα ξεκαθάρισμα του πώς ήρθαν αντιμέτωπα με την όψη μιας οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας που γίνετια πιο εύκολα αντιληπτή με όρους μη-προβλεψιμότητας, κι όχι συμπαγείς οικονομικούς νόμους. Κάθε φορά που μια ντετερμινιστική ερμηνεία επανεμφανίζεται, κάθε φορά που μια επαναστατική οργανωτική πρόταση εκκινά δεμένη στα είδωλα του παρελθόντος (κόμματα, φεντερασιόν, οργανώσεις, συνδικάτα κλπ), αντιλαμβανόμαστε πως η κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας είναι συνδεδεμένη με μια κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας που λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη αυστηρών οικονομικών νομοτελειών. Αν αυτοί οι νόμοι λαμβάνονται ως δεδομένοι, ή κρύβονται δειλά πίσω από τις διακηρύξεις, η πίστη στους οικονομικούς κύκλους των “κρίσεων” έρχεται στο προσκήνιο. Κι αυτή η πίστη, όπως και κάθε άλλη, καταλήγει πολύ βολική σε καιρούς δυσκολιών.

Υποβάλλοντας το οικονομικό μοντέλο του παρελθόντος σε μια ριζοσπαστική κριτική, μπορούμε να οξύνουμε την κριτική μας στις παρούσες πεποιθήσεις σχετικά με τις οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος γενικά, και τις αναρχικές ειδικότερα. Δύσκολα όμως, καθώς οι επαναστάτες συχνά τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί απ’ τους συντηρητικούς.

[από το La “fine” della crisi, in “Anarchismo”, no. 57, 1987. Αγγλική μετάφραση: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Τέλος του ρεφορμισμού, Τέλος του κόμματος.

Το κόμμα είναι βασισμένο στην υπόθεση του ρεφορμισμού. Απαιτεί μια κοινή γλώσσα κι απ’ τις δυο μεριές, αν όχι και μια κοινότητα ενδιαφέροντος. Αυτή είναι η υπόθεση για τα κόμματα, όπως και για τα συνδικάτα. Κοινή γλώσσα, δηλαδή μια φαντασιακή ταξική αντιπαράθεση η οποία χαρακτηρίζεται από την μια μεριά, από μια διεκδίκηση να βελτιώσει τη θέση της, κι από μια αντίσταση να της το παραχωρήσει απ’ την άλλη. Για να ζητάς κάτι όμως προϋποθέτει ότι έχει και μια κοινή γλώσσα μ’ αυτόν που του το ζητάς. Πλέον παγκόσμια, η ένταση της καταστολής στοχεύει στη ρήξη αυτής της κοινότητας. Όχι τόσο με τους τοίχους των ειδικών φυλακών, τα γκέττο, τις πόλεις-δορυφόρους, τα βιομηχανικά κάτεργα, αλλά αντιθέτως, με την αποκέντρωση της παραγωγής, τη βελτίωση των υπηρεσιών, την εφαρμογή οικολογικών αρχών στην παραγωγή, όλα με τον πιο απόλυτο διαχωρισμό απ’ αυτά των αποκλεισμένων. Κι αυτός ο διαχωρισμός θα επιτυγχάνεται με την προοδευτική αποστέρηση της γλώσσας που είχαν κοινή με την υπόλοιπη κοινωνία. Κι έπειτα δε θα μείνει τίποτα να ζητά κανείς.

[Από το: From Riot to Insurrection, αγγλική μετάφραση της Jean Weir]

***

Σκέψεις για την παρανομία

το γενικό πλαίσιο της παρανομίας

Ακόμα και απλή διάδοση πληροφοριών που διαστρεβλώνονται ή κρατούνται κρυφές από τα μίντια μπορεί να θεωρηθεί “παράνομη”. Χωρίς να αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο (εκτός από περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται “κρατικό μυστικό”), ενδέχεται να αντιτίθενται στην κρατική διαχείριση του κοινωνικού ελέγχου, ή στην επιβολή του νόμου. Έτσι, ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων τραβάει την προσοχή των κατασταλτικών οργάνων του κράτους στον ίδιο βαθμό (αν όχι περισσότερο) από μια συμπεριφορά που εκ των πραγμάτων αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο. Σε ορισμένες στιγμές, η κυκλοφορία της πληροφορίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τους σχεδιασμούς του κρατικού ελέγχου, τουλάχιστον (αν όχι παραπάνω) στον ίδιο βαθμό με την πραγματική δράση που θεωρείται από τις αρχές ως παρανομία. Απ’ αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λεπτή γραμμή μεταξύ “τυπική” και “πραγματικής” παρανομίας είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, σύμφωνα με τους κατασταλτικούς σχεδιασμούς της εξουσίας. Έτσι, το κράτος και το κεφάλαιο, τόσο εθνικά όσο και διεθνώς, καθορίζουν το επίπεδο της παρανομίας -ή, αν προτιμάτε, το επίπεδο της “νομιμότητας”- το οποίο δεν καθορίζεται τόσο από συγκεκριμένα νομικά πλαίσια (οι νόμοι ενεργοποιούνται άλλωστε σε ορισμένες περιπτώσεις), αλλά από μια καθημερινή πρακτική ελέγχου και πειθάρχησης που μόνο σε ορισμένες στιγμές πραγματοποιείται ανοιχτά ως καταστολη.

Η σχέση πολιτικής-παρανομίας

Βασικά, κάθε κριτική της πολιτικής συμπεριλαμβάνεται στα όρια της νομιμότητας. Στην πραγματικότητα, ενισχύει τον θεσμικό ιστό επιτρέποντάς του να ξεπεράσει τα αδύναμα σημεία και τις οπισθοδρομήσεις του που διαμορφώνονται από τις αντιφάσεις του κεφαλαίου και ορισμένες εκτενώς βάρβαρες όψεις του Κράτους. Καμία “πολιτική” κριτική δεν μπορεί να φτάσει σε μια σαφή άρνηση του Κράτους και του Κεφαλαίου. Για να κάνει κάτι τέτοιο -όπως για παράδειγμα η αναρχική κριτική- θα έπρεπε να θέσει ζήτημα κοινωνικής κριτικής, θα έπαυε να θεωρείται δημιουργική συνεισφορά στον θεσμικό ιστό και κατά συνέπεια θα γινόταν -εκ των πραγμάτων- παράνομη. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μπορούν να φτάσουν σε μια τέτοια ισορροπία μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να δεχτούν μια κοινωνική κριτική, ακόμα και μια ριζοσπαστική, αναρχική, αφομοιώνοντάς την. Όμως αυτό δεν αλλάζει την κατ’ ουσίαν “παράνομη” θέση αυτής μιας τέτοιας κριτικής. Απ’ την άλλη, ακόμα και συμπεριφορές που είναι εμφανώς εκτός του νόμου, μπορούν να ιδωθούν κάτω από ένα διαφορετικό φως ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες. Για παράδειγμα, ο ένοπλος αγώνας ενός μαχητικού κόμματος, είναι μια αναμφίβολα παράνομη συμπεριφορά, όμως σε ορισμένες στιγμές μπορεί να αποτελεί δημιουργικό στοιχείο στον σχεδιασμό επαναφομοίωσης κι αναδιοργάνωσης του Κράτους και του κεφαλαίου. Σε τέτοιες στιγμές, μια τελική συμφωνία μεταξύ μαχητικού κόμματος και Κράτους δεν είναι απίθανη (καθώς το τελευταίο εμφανίζεται ως εγγυητής κάθε προνομίου στον καπιταλισμό).

Κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο αφηρημένο όσο μοιάζει, μιας και το μαχητικό κόμμα τοποθετεί εαυτόν στη λογική της αποσταθεροποίησης της κυρίαρχης εξουσίας, προκειμένου να κατασκευάσει μια δομή εξουσίας διαφορετική στην μορφή αλλά ολόιδια κατ’ ουσίαν. Σ’ ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, μόλις γίνεται αντιληπτό ότι η στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση δεν μπορεί να συνεχιστεί επειδή δεν υπάρχει μεσοπρόθεσμα αποτέλεσμα, έρχεται κάποιου είδους συμφωνία. Η αμνηστία που σηζητούσε το ιταλικό κίνημα των 70es, είναι μια πιθανή τέτοια συμφωνία. Άλλες μορφές μπορούν εύκολα να βρεθούνε υπό το δημιουργικό φως της σοσιαλδημοκρατίας: Μια συμβίωση με αυτούς που μέχρι χθες ήταν πεπεισμένοι ότι μπορούσαν να καταλάβουν την παλιά δομή εξουσίας και να την θέσουν υπό τη διαχείρισή τους. Όπως μπορούμε να δούμε, ενώ μια απλή αναρχική και ριζοσπαστική κριτική είναι εξ’ ορισμού “παράνομη”, ακόμα και ο ένοπλος αγώνας των μαχητικών κομμάτων μπορεί -κατά περιπτώσεις- να συμπεριληφθεί στα πλαίσια της “νομιμότητας”. Κάτι τέτοιο αποδεικνύει ξανά τα “ρευστά” πλαίσια της νομιμότητας και της πρόθεσης του Κράτους να τα προσαρμόζει στην επιβολή του ελέγχου του.

Η επιβολή του ελέγχου

Τα όργανα καταστολής μόνο σ’ έναν ελάχιστο βαθμό είναι άμεσα συνδεδεμένα με το καθ’ εαυτό κατασταλτικό έργο. Τα περισσότερα απ’ αυτά λειτουργούν ως αποτρεπτικά όργανα ελέγχου. Αυτό, κατά συνέπεια, επιδρά σε κάθε πιθανή μορφή παρανομίας -μέσω μιας σειράς μέτρων- καθώς και σε κάθε μορφή διαφορετικής, από την κυρίαρχη, συμπεριφοράς. Η παρανομία συμπεριλαμβάνεται ως πιθανότητα στην νομιμότητα σήμερα, επιτρέποντας την μακροπρόθεσμο μάτι του νομοθέτη να υπολογίσει το πιθανό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορετικές “αποκλίνουσες” συμπεριφορές (η απόκλιση ορίζεται από την κυρίαρχη που επιβάλλουν οι παραγωγοί της συναίνεσης), σήμερα ίσως ένα πεδίο μελετών ή θαυμασμού, στο μέλλον όμως “σημείο μηδέν” κοινωνικών ανατροπών. (Σ.τ.μ: προφητικός ο “Παππούς”, καθώς το κείμενο έχει γραφτεί αρκετά χρόνια πριν τις κοινωνικές εκρήξεις σε Γαλλία και Ελλάδα). Τώρα, η επιβολή του ελέγχου βασίζεται στη συσσώρευση δεδομένων: συμπεριφορές, αποκλίσεις, προτιμήσεις, ιδεολογίες, δράσεις κλπ. Συσσώρευση όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, και όσο πιο κατεργασμένων και συσχετισμένων πληροφοριών που βρίσκεται στη βάση κάθε μακροχρόνιου σχεδιασμού ελέγχου. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, κάθε έλεγχος θα ήταν πρακτικά αδύνατος, α-συνεχής και άσχετος από τις γενικότερες συνθήκες.

Ο χώρος της μυστικότητας

Αντίθετα στην άποψη αρκετών -δεν έχει σημασία ποιών- θεωρώ την μυστικότητα ένα από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της επαναστατικής δράσης. Εδώ όμως είναι απαραίτητο να εμβαθύνουμε. Για αρχή, υπάρχει η ιδέα ότι όταν μιλάμε για μυστικότητα, σκέφτεται κανείς μόνο την παράνομη δράση. Η μυστικότητα είναι επίσης αδιαχώριστη από την δραστηριότητα της αντιπληροφόρησης, της πρακτικής που στρέφεται σ’ έναν αδιαμεσολάβητο αγώνα. Στην πραγματικότητα, ένας αδιαμεσολάβητος αγώνας, για παράδειγμα μια κατάληψη εργοστασίου, δεν είναι ο “πραγματικός” στόχος των αναρχικών, κάτι τέτοιο έρχεται στη συνέχεια ως συνέπεια που μπορεί να αναπτυχθεί. Αυτές οι συνέπειες δεν μπορούν να προβλεφτούν στη διάρκεια του έργου της αντιπληροφόρησης, και με την στενή έννοια, δεν είναι μέρος της αδιαμεσολάβητης δράσης, αλλά ανήκουν σε μια συνακόλουθη φάση που μπορεί μόνο με δυσκολία να επιτευχθεί από τους συμμετέχοντες στον αγώνα, προκειμένου να ικανοποιήσουν μια επιτακτική, άμεση ανάγκη. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι κατασταλτικές δυνάμεις αργά ή γρήγορα θα μάθουν κάθε όψη του αγώνα μας -από τη φάση της αντιπληροφόρησης μέχρι τις συνακόλουθες αυτής- αυτό δεν είναι λόγος για να μην υιοθετήσουμε μια μέθοδο που να δίνει όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες στον εχθρό. Το να δουλεύουμε στο φως της ημέρας δε σημαίνει κι ότι χρειάζεται να τροφοδοτούμε με πληροφορίες για τα πάντα την αστυνομία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, μια κατάσταση όπου πολλές δράσεις πρέπει να λάβουν χώρα ταυτόχρονα, σε διαφορετικά μέρη. Με την κατάλληλη φροντίδα των μέσων πληροφόρησης (φυλλαδίων, αφισσών, προκηρύξεων κλπ) μπορεί να γίνει πολύ πιο δύσκολο για την αστυνομία να χαρτογραφήσει τη σχέση μεταξύ των δράσεων αυτών. Είναι ένα θέμα απλής αυτοπροστασίας προκειμένου να επιβραδύνουμε κάθε κατασταλτικό μέτρο.

Το να εκπαιδεύεται κανείς στη φρόνηση και στη σωφροσύνη, είναι επομένως βασικό για κάθε επαναστάτη, οποιαδήποτε δράση κι αν σκοπεύει να διεξάγει. Αν σταματήσουμε για ένα λεπτό να το σκεφτούμε, ακόμα κι όταν σχεδιάζουμε ένα τρικάκι μπορούμε να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποφύγουμε όψεις της καταστολής. Απ’ την άλλη, η γνώση τέτοιων τεχνικών μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε στοιχεία περιφρόνησης ή αποκήρυξης σε ορισμένες στιγμές όταν το θεωρούμε σημαντικό, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που το συμπεριλαμβανόμενο ρίσκο να γίνεται ένα ρίσκο υπολογισμένο, όχι απλά ένα απλό σφάλμα του μολυβιού ή των ιδεών, που θα μετανιώσουμε αμέσως μετά. Όπως βλέπουμε, ο χώρος για μυστικότητα είναι εκτεταμένος και ξεπερνά κατά πολύ το βασίλειο της παρανομίας.

Το αναρχικό κίνημα και το πρόβλημα της μυστικότητας

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι το αναρχικό κίνημα στην ουσία του δεν είναι ένα παράνομο κίνημα είναι άσκοπο. Ένα επαναστατικό κίνημα τόσο σύνθετο και πλούσιο σε στοιχεία για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό σαν μια απλή παρέμβαση που γίνεται υπό το φως της ημέρας ώστε ο καθένας να μπορεί να λάβει τις ιδέες του υπόψιν. Το γεγονός ότι το αναρχικό κίνημα έχει περιοριστεί, ορισμένες φορές, αποκλειστικά στην παρανομία, ήταν άμεσα εξαρτημένο με τις αλλαγές στις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες σε κάθε χώρα που συνέβη αυτό. Κάτι τέτοιο όμως δε σημαίνει κι ότι το αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να αναπτύσσει την πολιτική κι επαναστατική δραστηριότητά του με τη φροντίδα που ανέφερα νωρίτερα. Επίσης αναπτύσσει πιο συγκεκριμένες δραστηριότητες οι οποίες δε στοχεύουν άμεσα στην προπαγάνδα ή τη συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες, αλλά έχουν διαφορετικούς στόχους που προφανώς δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτούς. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά το πρόβλημα της εύρεσης των αναγκαίων μέσων για τον αγώνα. Κατά δεύτερον, την επίθεση εναντίον στόχων και υποκειμένων που ενεργά συντελούν στην εκμετάλλευση, κλπ.

Τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν μπορεί να θεωρούνται κάτι “διαφορετικό” ή “διαχωρισμένο” απ’ τις υπόλοιπες. Η ανάγκη για μυστικότητα, που μοιάζει να ταυτίζεται με το ζήτημα τέτοιων δραστηριοτήτων, οδηγεί αυτούς που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη να συμπεράνουν ότι κάθε δραστηριότητα πρέπει τελικά να εγκαταληφθεί, θυσιάζοντας έτσι μια δυναμική, και εντείνοντας την μείωση του καθένα μας σε έναν απλό φορέα ορισμένων ιδεών, με μια θλιβερή ανακολουθία μέσων.

Τεχνολογία και μυστικότητα

Μπορούν όμως τα πανίσχυρα τεχνολογικά μέσα του εχθρού να καταστήσουν κάθε μυστικότητα πραγματικά απίθανη; Αυτό το ερώτημα ανήκει στο πεδίο των επιπλοκών των περασμένων ετών μιας έλλειψης τεχνολογικής γνώσης εκ μέρους μας, και μιας φαντασιακής και υπερβολικής εικόνας για την χρήση των μέσων αυτών. Όπως και για κάθε τί άλλο, που ο καθένας δεν πολυγνωρίζει, η τεχνολογία των περασμένων λίγων ετών με τους υπολογιστές, τα κέντρα παρακολουθήσεων επικοινωνιών, την τεχνολογία λέιζερ, τα ραντάρ κλπ έχει γοητεύσει αρκετούς συντρόφους που οι περισσότεροι υπήρξαν και λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας. Η ευχαρίστηση που έβρισκαν παλιότερα στην ανάλογη λογοτεχνία βρίσκεται τώρα στην ανάγνωση, συχνά χωρίς μια αναγκαία βασική γνώση, λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένων άρθρων εφημερίδων (συχνά απλά παραφιλολογίας) για τις τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας σήμερα. Χωρίς να προσπαθούμε να υποτιμήσουμε τις κατασταλτικές δυνατότητες που θέτουν στη διάθεση της εξουσίας τα σημερινά τεχνολογικά επιτεύγματα, πρέπει απλά να έχουμε μιαν ορισμένη σοβαρότητα σ’ αυτά που λέμε κατά καιρούς. Αν μη τί άλλο, τουλάχιστον προκειμένου να μην εμποδίζουμε τον ανατρεπτικό δυναμισμό άλλων ανθρώπων, προσθέτοντας ένα καρφί στο φέρετρό τους. Ο απόλυτος έλεγχος είναι ένα όνειρο για την εξουσία που κρατάει απ’ τον καιρό του μεγάλου Λεβιάθαν. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το κύριο εμπόδιο δεν είναι τόσο η έλλειψη των αναγκαίων τεχνολογιών ελέγχου ή ακόμα οι περιορισμοί αυτών που λειτουργούν τους ανάλογους μηχανισμούς. Οι περιορισμοί του ελέγχου είναι ότι, προκειμένου να επεκτείνεται, χρειάζεται και το μπορεί μόνο με το να διεισδύει στο μυαλό των ελεγχόμενων. Έτσι, ο πραγματικός ελεγκτής δεν είναι τόσο ο αστυνομικός, ο δικαστής, ή ο δεσμοφύλακας, αλλά το ίδιο το άτομο που υφίσταται τον έλεγχο, επί του εαυτού του. Οποιοσδήποτε εξασκεί έλεγχο, φιλοδοξεί να αποικιοποιήσει την νοοτροπία του ατόμου που ελέγχει, χτίζοντας αντιστάσεις στην ελευθερία και την ελεύθερη σκέψη, εμπόδια σε κάθε ανατρεπτικό αγώνα. Αφ’ ης στιγμής γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, είναι μάλλον το ελεγχόμενο άτομο που θα λογοκρίνει τις ίδες του τις σκέψεις και τις πράξεις. Τελικά, σε μια επόμενη φάση, που το ελεγχόμενο άτομο θα θελήσει επεκτείνει τον έλεγχό του σε άλλους, ενδεχομένως να απευθυνθεί σε μια απ’ τις σχετικές υπηρεσίες αποθήκευσης κι επεξεργασίας πληροφοριών. Μια τέτοια συμμετοχή, που συνιστά το μέγιστο επίπεδο ελέγχου, γίνεται εφικτή μόνο όταν τα δυο προηγούμενα επίπεδα έχουν εσωτερικευθεί. Το επίπεδο αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο ως συμμετοχή στη λειτουργία των “μηχανισμών” όσο ως μια συνεισφορά στη διαχρονική εμπλούτισή τους, που γίνεται διαθέσιμη στο κεφάλαιο και θα αποτελέσει μια βάση για τη διαχείριση της καπιταλιστικής συσσώρευσης του μέλλοντος. Σε μια τέτοια προοπτική, κάθε πεδίο που εξαιρείται από τις εσχατιές του ελέγχου ή που προστατεύεται από τη διαδικασία πολιτιστικής ενσωμάτωσης πρέπει να υπερασπίζεται με κάθε μέσο, ακκόμα και με τεχνικές βασισμένες στην μυστικότητα. Το να αρνούμαστε εκ των προτέρων τέτοιες τεχνικών σημαίνει ότι τις αντιμετωπίζουμε με την κοντόφθαλμη οπτική των συνωμοσιών και των ρομαντικών εποχών που έχουν περάσει. Φυσικά δεν είναι έτσι όμως, θα ήταν γελοίο σήμερα να κωδικοποιούμε μηνύματα με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι μόνο τον τρόπο του Μπακούνιν ή του Μαλατέστα, αλλά οποιονδήποτε τρόπο, για τον πολύ απλό λόγο ότι κάθε επικοινωνία που είναι πολύ παραπάνω από 2-3 γραμμές, είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί από έναν υπολογιστή. Όμως, ακόμα κι αυτοί, οι κώδικες του Μπακούνιν και του Μαλατέστα ακόμα κρατάνε και όταν αναφερόμαστε σε μηνύματα λίγων λέξεων, δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν εύκολα. Βέβαια, δεν μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά το θέμα των κωδικοποιημένων μηνυμάτων, απλώς αναφέρεται ως ένα παράδειγμα που δε θα πρεπε να εξαιρεθεί από συγκεκριμένες στιγμές όπου οι επαναστάτες θα ήταν αναγκασμένοι να επικοινωνήσουν κάτι που δε θα ήθελαν να γίνει γνωστό στον εχθρό. Κάτι τέτοιο λοιπόν θα ήταν ακόμη εφικτό, όταν μιλάμε φυσικά για ένα σύντομο μήνυμα ώστε να μην υπάρχει μια αναγνωρίσιμη αλληλουχία χαρακτήρων, και καμία τεχνολογία στον κόσμο δε θα μπορούσε να σπάσει ακόμα και τους πιο απλούς κώδικες.

Γιατί να στρώνουμε το χαλί της καταστολής;

Αυτοί που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη, λένε συχνά ότι κάθε αναρχική και επαναστατική δράση πρέπει να δημοσιοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο. Για παράδειγμα, αυτοί που δεν βλέπουν κάτι κακό στο να δημοσιεύουν πλήρεις λίστες με τα μέλη των οργανώσεών τους, όπως η FAI, η ιταλική αναρχική ομοσπονδία. Σε ένα εντελώς αφηρημένο επίπεδο ιδεών, όντως δεν υπάρχει κάτι κακό. Αλλά στην πράξη, αρκετές αντιφάσεις προκύπτουν. Καταρχήν, για ποιό λόγο να στρώνουμε το χαλί στην καταστολή; Δεύτερον, αν οι αναρχικοί είναι σήμερα σχετικά ανεκτοί μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κατασταλτικό περιβάλλον, αν αύριο κάτι τέτοιο αλλάξει, για ποιό λόγο θα πρέπει η αστυνομία ήδη να βρίσκεται με καλογραμμένες λίστες ώστε να διευκολύνει το καθήκον της. Γιατί θα έπρεπε εμείς να τους βοηθήσουμε στο κατασταλτικό τους έργο; Ασφαλώς, τα ονόματα πολλών συντρόφων είναι ήδη γνωστά, αλλά πολλών άλλων όχι, και θα έπρεπε η αστυνομία να καταβάλλει αρκετό κόπο για  να τα μάθει. Κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει αθώα για ποιό λόγο να κρυβόμαστε, αφού η κινηματική δουλειά γίνεται -κατά κύριο λόγο- στο φως της ημέρας. Κάτι τέτοιο όμως θα παραήταν αφελές: Κάθε συσσώρευση πληροφοριών εμπλουτίζει κι ενισχύει το κατασταλτικό έργο.

Η λειτουργία του ελέγχου

Όταν βλέπουμε ότι ο έλεγχος δεν είναι απλά ένα γεγονός καταστολής, αλλά επίσης και συχνά κατ’ ουσίαν, συμμετοχής, είναι εφικτό να εκτιμήσουμε το πρόβλημα της μυστικότητας διαφορετικά. Βασικά, είναι ένα ζήτημα του κατά πόσο εμείς “συμμετέχοντας” αναπαράγουμε τον πραγματικό έλεγχο. Αν αρνηθούμε να συνεργαστούμε, αν εμποδίσουμε τη δημιουργία ενός πολιτιστικού γκέττο με κάθε πιθανό μέσο, αν δημιουργήσουμε μια κοινή γλώσσα για την αποκλειστική χρήση αυτών που αποκλείονται από την τεχνολογική διεύθυνση της παραγωγής, κι επομένως της εξουσίας, τότε ο πραγματικός έλεγχος θα είναι αδύνατος. Δεν είναι τόσο το πρόβλημα του να αναλογιστούμε σήμερα τα περιθώρια που αφήνει το κράτος με την μη-αστυνόμευσή τους, για παράδειγμα της δύναμης που θα μπορούσε να εφαρμόσει προληπτικά αλλά δεν το κάνει, ώστε να μένουμε με την εντύπωση ότι τουλάχιστον υπάρχει μια περιοχή που δεν ασκείται τόσος έλεγχος. Στην ουσία, αυτή η περιοχή μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Είναι όμως ο κοινωνικός έλεγχος σα σύνολο που δεν είναι ακόμα πλήρης. Ακόμα κι αυτά που μας προτάσσει -οι φυλακές για παράδειγμα- είναι ακόμα ατελή και χοντροκομμένα εργαλεία ελέγχου. Δεν είναι λοιπόν ένα ζήτημα του πλήθους των μέσων ελέγχου αλλά της ποιότητας του ελέγχου αυτού. Η λειτουργία της κοινής μυστικότητας των ανατρεπτικών θα μπορούσε λοιπόν να είναι αυτή της άρνησης συμμετοχής, της αποφυγής της ενσωμάτωσης της γλώσσας και των αξιών που το Κράτος μεταδίδει για να τελειοποιήσει τον έλεγχό του.

Αποχαιρετισμός στις διεκδικήσεις

Ασφαλώς ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος Larizza (UIL) το ‘πε πριν δέκα χρόνια: ευθυγράμμιση με τα γερμανικά συνδικάτα, διεκδίκηση συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Την ίδια στιγμή ο Carniti, αναλογιζόμενος την αγωνιστική παράδοση των ιταλικών συνδικάτων (στην Γερμανία αντίστοιχα, δεν είχαν κάποια άξια λόγου απεργία απ’ το 1956), χαμογέλασε συγκαταβατικά. Σήμερα όλοι συμφωνούν σ’ αυτή τη σπουδαία κίνηση. Τα ιταλικά συνδικάτα θέλουν να μετασχηματιστούν σε κάτι σαν μετόχους, ανάλογα με τους γερμανούς συναδέλφους τους, αποκτώντας όχι απλά ειδικό βάρος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των εταιριών, αλλά επίσης μετοχές, φτάνοντας ίσως έτσι να κατέχουν εταιρίες και περιουσίες στο τέλος τα ίδια. Ο πρόεδρος του SCIL D’ Antonio είπε κάποτε ότι σ’ έναν παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό με διεθνείς ανταγωνιστές, οι μισθολογικές διεκδικήσεις θα χτυπηθούν. Το εργοστάσιο πρέπει να αναπνέει, διαφορετικά θα ρισκάρουμε μια επιστροφή στα 50es, όπως έγινε με την περίπτωση των άγγλων ανθρακωρύχων στον αγώνα τους ενάντια στη Θάτσερ. Η σύγκρουση, συνέχισε, υφίσταται ακόμα, αλλά έχει μετατοπιστεί από τους δρόμους στα γραφεία της διεύθυνσης, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, μέσω της συνδιαχείρισης, που το βάρος της αναδιοργάνωσης θα ρυθμίζεται πιο ισότιμα. Πρέπει να εγκαταληφθεί η πίεση στη διαπραγμάτευση, δηλώνει ο Larizza (σύμφωνα με τον οποίον το νέο συμμετοχικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί κι έξω απ’ τα εργοστάσια, σε τοπικούς θεσμούς που αφορούν τη διαχείριση αστικών ζωνών, την επένδυση στον Νότο κλπ). Τελικά, ο πρόεδρος του CGIL, Cofferati υποδεικνύει ότι είναι απαραίτητο να αποφευχθεί ο κίνδυνος της λεγόμενης ιαπωνικής λύσης: άμεση συνεργασία μεταξύ εργαζομένων κι αφεντικών. Η συμμετοχή, λέει, πρέπει να φιλτράρεται μέσα από τα συνδικάτα.

Όπως βλέπουμε, παρά τις μικροδιαφορές, το συμπέρασμα του συνδικάτου είναι αρκετά ομοιογενές. Κάθε υποψία αγώνα στους δρόμους, κάθε σύγκρουση βασισμένη σε απεργίες και τη συνακόλουθη ζημιά στον επιχειρηματία, όσο απόμακρη κι αν είναι η πιθανότητα, πρέπει να εγκαταληφθεί για τα καλά. Η συμμετοχικότητα σημαίνει λήψη αποφάσεων σύμφωνων με των ιδιοκτητών, αποφασιστική για τα όσα αναφέρονται ως “τεχνικά προβλήματα της επιχείρησης”, για παράδειγμα, η ιδανική σύνθεση των διαφόρων συστατικών της παραγωγής: κεφάλαιο, μηχανές, εργασία. Το αποτέλεσμα δεν είναι πανομοιότυπο με το γερμανικό μοντέλο, αλλά είναι πάνω κάτω εξίσου ολοκληρωτικά μοντέλο κοινωνικής ειρήνης, ή τουλάχιστον σ’ αυτήν την κατεύθυνση τείνει.

Και τώρα ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει.Όσο οι τρεις μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις δρούσαν σε διεκδικητικό επίπεδο, αυτόνομα συνδικάτα βάσης όπως οι Cobas με σύνθημα την άμεση δράση, είχαν ακόμη λόγο ύπαρξης, καθώς αναπαριστούσαν μια πιθανότητα για την ανάπτυξη ενός πεδίου άμεσης σύγκρουσης, σαμποτάζ και μέγιστης ζημιάς στα αφεντικά. Βασικά, τα αφεντικά, ήταν ακόμη φοβισμένα γνωρίζοντας πως, ακόμα και στα πλαίσια λιγότερο κεντρικών συγκρούσεων, μια τέτοια ζημιά δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Μια τέτοια λειτουργία όμως, χάνει κάθε νόημα πλέον. Στην πραγματικότητα, τώρα που οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις αρνούνται να συνεχίσουν τη λογική των διεκδικήσεων, είιναι αδύνατο αυτές να συνεχιστούν από τα μικρά συνδικάτα μόνα τους. Θα κατέληγαν να επιστρατεύουν όλη τη δυναμική τους απλώς και μόνο για να στηρίξουν την απλούστερη πρόταση διεκδικήσεων.

Ας γίνω όμως πιο σαφής. Αν αυτό που χαρακτήριζε κάποτε αυτές τις μικρές συνδικαλιστικές δομές ήταν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν, καθώς δε διαφοροποιούνται στους σκοπούς, το μόνο που θα μπορέσει να επιβιώσει θα είναι τελικά οι σκοποί (οι σκοποί έναντι της συμμετοχής), επιβεβαιώνοντας δυστυχώς ότι το να κάνεις διεκδικήσεις δεν είναι αρκετό για να είσαι “άκρο-“, και κατά συνέπεια σε αντίθεση με τα τρία βασικά συνδικάτα. Έτσι, αυτα τα μικρά συνδικάτα φαίνονται προορισμένα να αναλάβουν τον πλεονάζοντα και ασθενικό ρόλο των διεκδικητών. Πλεονάζων, καθώς δεν είναι αναγκαίος σ’ αυτή τη φάση της εξέλιξης της οικονομίας ως σύνολο (όπως έξυπνα το κατάλαβαν τα συνδικάτα), και ασθενικός γιατί τα μειοψηφικά και μικρά συνδικάτα (παρ’ όλη την επαναστατική φιλολογία τους) ούτε επιθυμούν, ούτε ειναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν μεθόδους που μπορούν να φτάσουν σε μια δυναμική αποτελεσματική μόνο με την πλάτη των μεγάλων μαζικών συνδικαλιστικων οργανώσεων, παρόλες τις αδυναμίες του. Και κάθε δομή που χάνει κάθε λειτουργία της, ακόμα και την πιο αξιολύπητη, του να τρέχει πίσω απ’ την ουρά ενός άλλου, οδεύει προς την εξαφάνιση.

[Αυθεντικός τίτλος: Addio alla rivendicazione, στο περιοδικό “Canenero”, no. 11, 20 Γενάρη 1995. Μετάφραση στα αγγλικά: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Για την κοινωνική ληστεία

“Καταδιωγμένοι απ’ τον Νόμο, φόβος και τρόμος για τους πλουσίους, ενώ τα κατορθώματά τους να υμνούνε οι φτωχοί, οι ληστές υπήρξαν από παλιά αντικείμενο μελέτης για τους κοινωνιολόγους και πρώτη ύλη για δημοφιλή άσματα”. Ένα απόσπασμα απ’ το αρχικό κείμενο, που αντίθετα απ’ την αστική-ατομιστική οπτική του ληστή ως κάτι ξεχωριστό (αρνητικά ή θετικά) απ’ το λαό, αναζητά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ κοινωνικής ληστείας και αντιστάσεων. “Έχουμε επίσης έναν δημοφιλές ελληνικό τραγούδι που εξυμνεί τον μύθο των παρανόμων των ορέων (κλέφτικα, απ’ το αρχαίο ελληνικό κλέπτες=ληστές).

Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης,
κι εις την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιό καλά ‘ταν να ‘μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ’ τα βουνά, και κλέφτης, μέσ’ τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ’ εξυπνάν τ’ αηδόνια,
κι εις την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.

Κι ακόμα:

O πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι’ ο κλέφτης περηφάνεια.

Άτυπα ντοκουμέντα του μυθικού μετασχηματισμού του πραγματικού υποκειμένου της κλεφτουριάς. Οι κλέφτες ήταν πολεμιστές των ορέων που πολεμούσαν ενάντια στους τούρκους κυρίαρχους και τους έλληνες που είχαν ξεπουληθεί σ΄ αυτούς: Είναι ληστές που ζουν από λεηλασίες και επιδρομές. Πέραν του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν αυτοί οι άνθρωποι στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ το πώς το θρησκευτικό στοιχείο ενσωματώνεται στον μύθο του κλέφτη, μεταφέροντάς τον σε μια διάσταση που οι συμβατικές κριτικές κατά του εγκλήματος χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ο Hobsbawm γράφει “Ο κλέφτης είναι ένα άτομο που αρνείται να κάνει πίσω, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών θα δελεαστεί, αργά ή γρήγορα, ευρισκόμενη σε μη-επαναστατικές συνθήκες, να πάρει τον γρήγορο δρόμο του κοινού εγκλήματος που στοχεύει αδιάκριτα τους πλούσιους και τους φτωχούς (με την εξαίρεση ίσως αυτών που είναι ακόμα συνδεδεμένοι με τα χωριά τους), ή ακόμα να γίνουν ρουφιάνοι της αστυνομίας, πληρωμένοι δολοφόνοι των γαιοκτημόνων κλπ…

***

Το αυτόνομο κίνημα των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο

Μια συνεισφορά στην απόπειρα ορισμένων σιδηροδρομικών εργατών να οργανώσουν τον αγώνα τους βάσει αυτόνομων εργατικών πυρήνων.

Η παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια συμμαχία μεταξύ εργοδοτών, συνδικάτων και ρεφορμιστικών κομμάτων.

Οι πρώτοι χρησιμοποιούν τη βοήθεια των κομμάτων και των λεγόμενων αριστερών κομμάτων προκειμένου να συνεχίσουν την εκμετάλλευση, βρίσκοντας έναν τρόπο να κάνουν τους εργάτες να πληρώσουν το τίμημα της οικονομικής κρίσης μέσω της χρηματοδότησης με ένα σεβαστό ποσό των βιομηχάνων από το Κράτος, επιτρέποντάς τους έτσι να τα βγάλουν πέρα για μερικά ακόμη χρόνια. Για να συμπληρωθεί η εικόνα, τα κόμματα της Αριστεράς (με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα) ζητούν από την εργατική τάξη να κάνει θυσίες προκειμένου να σωθεί η εργοδοσία και οι υπηρέτες της.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες μας είναι φανερό ότι το συνδικάτο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο αγώνα.

Τα τρία κύρια συνδικάτα, SFI, SAUFI και SIUF, συνεργάζονται πρακτικά ξεπουλώντας τους σιδηροδρομικούς εργάτες, σε ένα σχέδιο εξυγείανσης που σημαίνει ένα μεγαλύτερο βάρος εργασίας για τους υπαλλήλους (αύξηση της παραγωγικότητας), για λιγότερα χρήματα (περικοπές μισθών), και μια αύξηση της ανεργίας.

Αυτοί οι αντεργατικοί στόχοι καλύπτονται από μια δημαγωγία και μια μανιασμένη καταδίκη κάθε ανεξάρτητης πρωτοβουλίας. Καθ αυτόν τον τρόπο, επιδιώκουν να κλείσουν τη συμφωνία που πρότεινε η διεύθυνση, ότι δηλαδή δεν έχει τα χρήματα για αυξήσεις μισθών, κι ότι είναι ανάγκη να αυξηθεί η παραγωγικότητα με τις ώρες εργασίας να παραμείνουν αναλλοίωτες, με το να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της λούφας, και με το να ελέγχονται πιο αποτελεσματικά οι εργάτες μέσω μιας αξιολόγησης των εργασιακών ικανοτήτων τους και μιας ελαστικοποίησης της εργασίας που θα πρέπει να αναδιοργανωθεί.

Είναι σαφές ότι θέλουν να τσακίσουν κάθε θέληση για αγώνα, δημιουργώντας μια οικονομική κατάσταση αβάσταχτη για τους περισσότερους, ωθώντας πολλούς να δουλεύουν υπερωρίες, παραχωρώντας στα αφεντικά να τελειοποιήσουν τα όπλα του εκβιασμού τους, μέσω διαδικασιών πρόσληψης που θα διώχνουν αποτελεσματικά όσους κρίνονται ως όχι αρκετά ικανοί ή πειθαρχημένοι (μ’ άλλα λόγια, όσους δε δέχονται να τους χρησιμοποιούν και να βαράνε προσοχές στα αφεντικά). Το αυτόνομο συνδικάτο FISAFS, ανέπτυξε έναν αγώνα σε αντίθεση με τα τρία κύρια συνδικάτα, και ισχυρίζεται ότι είναι αυτόνομο. Το FISAFS προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την οργή και τη δυσαρέσκεια των εργατών προκειμένου να αναδειχθεί μαζικά η κορπορατιστική κι αντιδραστική γραμμή του, κερδίζοντας νέα μέλη. Ο συνδικαλισμός αυτής της λεγόμενης αυτόνομης οργάνωσης είναι ένα τελικό χαρτί για την καθυστέρηση των αυθεντικών δυνατοτήτων των εργατικών αγώνων βάσης, που είναι ιδιαίτερα ισχυρές τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο σκοπός του FISAFS είναι λοιπόν να χειραγωγήσει τους εργάτες σε μια κορπορατιστική λογική λογική, που είναι τόσο απαραίτητη για τους βιομηχάνους, τα πολιτικά κόμματα, την κυβέρνηση και τον καπιταλισμό, προκειμένου να εδραιώσουν την εκμετάλλευση διαχρονικά.

Το FISAFS λοιπόν, στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργοδοτών, δεν μπορεί να κάνει χρήση των μεθόδων αγώνα που χαρακτηρίζουν την ποιότητα της εργατικής αυτονομίας. Σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων και συμμαχιών, καθίσταται αδύνατο για το FISAFS να διαφοροποιηθεί από τις άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονται σε αντίθεση με τις τρεις κύριες πλειοψηφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (για παράδειγμα, το USFI-CISNAL).

Η πραγματική προλεταριακή αυτονομία είναι η μόνη πιθανή διέξοδος για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στους εργοδότες και τους λακέδες τους. Για να φτάσουμε εκεί όμως, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να σχηματίζουμε Αυτόνομους Εργατικούς Πυρήνες. Αυτοί οι πυρήνες, όπως αυτοί που θέλουμε να δημιουργήσουμε μεταξύ των εργατών του Τορίνο, γεννιούνται μέσα από μια συγκεκριμένη παραγωγική πραγματικότητα, και θα έπρεπε να θεωρούν εαυτούς ένα διαρκές σημείο αναφοράς για την πραγματικότητα κι έξω απ’ αυτήν, στους χώρους που ζούμε, στο δρόμο, στα σχολεία και ούτω καθεξής, τραβώντας τους χώρους αυτούς στον αγώνα.

Ξεκινώντας από μια σαφή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας, αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά δυο κινδύνους έμφυτους στις διαχωρισμένες ή συνδικαλιστικές μεθόδους αγώνα.

1. Τη γραφειοκρατικοποίηση της υποδομής
2. Την τάση προς μια κορπορατιστική αντίληψη του αγώνα.

Οι αυτόνομοι εργατικοί πυρήνες οργανώνονται ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα και συνδικάτα, προκειμένου να υπερασπιστούν πιο αποτελεσματικά τον εργάτη ως άνθρωπο. Οι προοπτικές τους οργάνωσης και αγώνα, έχουν υπόψι τη διπλή αναγκαιότητα της διεξαγωγής της σύγκρουσης τόσο σε επίπεδο παραγωγής (στους μισθούς, τις συμφωνίες κλπ), όσο και σε επίπεδο καθημερινής ζωής του κάθε εργαζομένου (οι κίνδυνοι στην εργασία του, η αποξένωση, η αναγκαιότητα των δεσμών μεταξύ γειτονιάς, χώρου εργασίας, σχολείου κλπ).

Η αυτονομία είναι λοιπόν μια επανεξέταση του ανθρώπινου στον εργάτη, με μια καθαρή ματιά του αγώνα του αγώνα προς τη διασφάλιση των συνθηκών που διέπουν την εργασία και την ίδια τη ζωή.

Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας

α) Χαρακτηριστικά

Πρόκειται για μια οργανωτική μορφή που επιθυμεί να διαχωριστεί από τα συνδικάτα, καθώς και την αυτόνομη εκδοχή τους. Η αυτονομία τους βασίζεται σε μια αντι-γραφειοκρατική υποδομή. Βασίζεται στην ανυπαρξία μόνιμων εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων και επαγγελματικών στελεχών. Όλοι οι εργάτες δεσμεύονται στον αγώνα ενάντια στα αφεντικά και τους λακέδες τους. Αυτή η δέσμευση στον αγώνα είναι διαρκής και δεν περιορίζεται στις μέρες των απεργιών, όπως καθορίζονται από τα συνδικάτα. Κάθε στοιχείο των αυτόνομων εργατικών πυρήνων θεωρεί εαυτόν σε διαρκή πάλη ενάντια στην εργοδοσία και τους λακέδες της, με τον ίδιο τρόπο που αυτοί βρίσκονται σε διαρκή πάλη ενάντια στους εργάτες, στην προσπάθειά τους να διαιωνίσουν την εκμετάλλευση. Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας, δε σχετίζεται με τη συνδικαλιστική ιδεολογία και πρακτική, ενώ η σαφής θέση του ενάντια στην εργοδοσία τον καθιστά ξεκάθαρο και αναμφίβολο εργαλείο που οι εργάτες οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει για τη χειραφέτησή τους. Οι δράσεις προπαγάνδας και αγώνα οργανώνονται σύμφωνα με την εκπλήρωση ρητών στόχων, και η επιλογή των μέσων για τη διεξαγωγή του αγώνα, προσδιορίζεται και διασαφηνίζεται από τον ίδιο τον πυρήνα. το να γίνουν μέρος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, είναι το λογικό βήμα για όλους όσους αντιλαμβάνονται ότι έχουν προδοθεί από τις διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις και που επιθυμούν να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην εργοδοσία και το Κράτος, διευρύνοντάς τον σε μια προοπτική ολότελα διαφορετική απ’ αυτή της συνδικαλιστικής εξουσίας.

β) Μέθοδοι

Η καταστολή που θέτουν σε εφαρμογή τα αφεντικά με τη βοήθεια των λακέδων τους είναι διαρκής. Εξασκείται πάνω μας με πολλούς τρόπους: Μειώνοντας δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών μας εξαφανίζοντας τις αυξήσεις που κερδίζουμε, αρνούμενοι κάθε νόμιμη αύξηση, ξεζουμίζοντας τους εργαζομένους προκειμένου να μη προσλάβουν παραπάνω προσωπικό, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους ατυχήματος, εκμηδενίζοντας τους αγώνες μας μέσα απ’ τη συνδικαλιστική πολιτική της επαναφομοίωσής τους. Αυτή η καταστολή πρέπει να καταπολεμηθεί με έναν εξίσου διαρκή αγώνα.Διαρκής καταστολή-Διαρκής αγώνας. Οι σύντροφοι που απαρτίζουν τον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, πρέπει να επεξεργάζονται μια σαφή ιδέα για τον προσανατολισμό που θα ‘πρεπε να πάρει ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση. Η εργοδοσία χτυπά τον εργαζόμενο ως μέρος ενός όλου (της παραγωγικής δύναμης), όταν λοιπόν τον χτυπά ως σιδηροδρομικό εργάτη, η εταιρία προσαρμόζει την εκμετάλλευσή της στις γενικότερες συνθήκες παραγωγής. Γι’ αυτόν το λόγο, ένας διαχωρισμένος και κορπορατιστικός αγώνας δεν αποδίδει. Η μέθοδος της εργατικής αυτονομίας βασίζεται στην εξαγωγή του αγώνα, ακόμα κι αν τα άμεσα αποτελέσματα (οικονομικά και συνθήκες εργασίας) παραμένουν εντός του τομέα της παραγωγής. Η μέθοδος λοιπόν είναι αυτή της διαρκούς σύγκρουσης και της μεταφοράς του αγώνα και έξω από τον χώρο εργασίας. Οι στόχοι που πρέπει να προσεγγιστούν έξω απ’τον χώρο εργασίας είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι χρήστες του σιδηροδρόμου, και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της περιοχής που πρέπει διαρκώς να ενημερώνονται για την εξέλιξη της σύγκρουσης στο εσωτερικό της εταιρίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς της παραγωγής, κοντινούς σ’ αυτόν των σιδηροδρόμων (οι υπηρεσίες των αεροδρομίων, οι ταχυδρομικοί, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων, και κάθε σχετική υπηρεσία). Εδώ έγκειται η τεράστια σημασία της πληροφόρησης για την αυτόνομη οργάνωση του αγώνα. Προφανώς, στο ξεκίνημα, τα διαθέσιμα μέσα γι’ αυτήν την μέθοδο αγώνα θα είναι ανεπαρκή σε σύγκριση μ’ αυτά των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών. Ωστόσο, ακόμα κι αν χρειάζεται να καταφύγουμε στα φωτοτυπημένα φυλλάδια, αυτό που μετράει είναι το να δουλεύουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, με το να παρεμβαίνουμε διαρκώς ανάμεσα στους χρήστες που οφείλουμε τελικά να ευαισθητοποιήσουμε προς τον αγώνα των σιδηροδρομικών γενικά, και προς την προοπτική μας.

Το ίδιο ισχύει και για τους συγγενείς τομείς με τους οποίους είναι αναγκαίο να κρατάμε επαφή, ενισχύοντας, όπου είναι εφικτό, τη δημιουργία άλλων αυτόνομων πυρήνων, οι οποίοι μπορούν να διεξάγουν μια τέτοιου είδους δουλειά. Σε μια τέτοια προοπτική, μια απεργία διατηρεί την ισχύ της ως μέσο αγώνα, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζουμε κριτικά, κι όχι ως ένα επίσημο μέσο που αυτόματα θέτει σε κίνηση τη σύγκρουση όποτε το αποφασίσει η συνδικαλιστική ηγεσία. Η (επίσημη) απεργία με μια τέτοια έννοια, μπορεί να γίνει ένα εργαλείο αποσυμπίεσης μιας κατάστασης σύγκρουσης, χρήσιμο ως τέτοιο στην εργοδοσία και σε όλους όσους έχουν συμφέρον να εξαφανίσουν κάθε συνεκτικό αγώνα. Ένα άλλο στοιχείο ενάντια στην (επίσημη) απεργία ως μέσο αγώνα, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα “διάλειμμα” για το οποίο ο αντίπαλος πάντοτε προειδοποιείται εκ των προτέρων, ώστε να μπορεί να διευθετήσει ανάλογα την κατάσταση (για παράδειγμα, με το να μειώνει το προσωπικό στα τραίνα που μεταφέρουν προϊόντα, ενισχύοντας τα τραίνα για το κοινό). Υπάρχουν εναλλακτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διάρκεια μιας απεργίας, ή στη θέση της, που επιτίθενται στην παραγωγή της εταιρίας άμεσα και συνιστούν μια πρώτης τάξεως απειλή. Στη διάρκεια μιας απεργίας, η τεχνική διαδικασία κανονίζεται στα meetings των συνδικάτων. Αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά τους, θα μείνουμε έκπληκτοι από τη λεπτομερή μέριμνά τους να αποφευχθεί κάθε παραγωγική ζημιά στην εταιρία. Απ’ την άλλη όμως, τί κάνει η εταιρία για να μειώσει την εκμετάλλευση των εργαζομένων; Όλες αυτές οι προλήψεις μειώνουν τελικά την αποτελεσματικότητα της απεργίας ως μέσο επίθεσης ενάντια στ’ αφεντικά, με υπέυθυνα τα νομιμόφρονα και συντηρητικά συνδικάτα. Στη σκληρή και διαρκή καταστολή, πρέπει να αντιτάξουμε έναν αγώνα χωρίς ημίμετρα και προειδοποιήσεις: σκληρός και διαρκής αγώνας. Η επιλογή των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ’ έναν συγκεκριμένο αγώνα, και ο βασικός προσανατολισμός του που πρέπει να διαδίδεται διαρκώς προς τα έξω, αποφασίζεται από τους συμμετέχοντες στον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται σε τακτικές συναντήσεις.

γ) Προοπτική

Η συνεκτική ανάπτυξη του αγώνα πρέπει να εκτιμάται από καιρό σε καιρό, υπό το φως της αντικειμενική κατάστασης, και να μη χρησιμοποιείται σαν έδαφος για αόριστες κι αυθαίρετες ιδεολογικές δομές. Οι αυξήσεις στους μισθούς είναι ένα απ’ τα πιο σημαντικά σημεία του αγώνα, καθώς επιτρέπουν στον εργάτη μεγαλύτερη άνεση για να αντισταθεί και δυνατότητα να συμμετάσχει σε άλλες μάχες εξίσου σημαντικές για την ύπαρξή του. Αυτή η μάχη δεν είναι αναγκαστικά ο κύριος στόχος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, αλλά, για προφανείς λόγους δεν μπορεί να αφεθεί σε δεύτερη μοίρα. Ο αγώνας για μια διαφορετική οργάνωση της εργασίας είναι αναμφίβολα πολύ πιο ενδιαφέρων, καθώς έμμεσα ενισχύει τον πραγματικό μισθό με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να παρθεί πίσω απ’ τους μηχανισμούς της υποτίμησης. Αυτές οι έμμεσες αυξήσεις των μισθών είναι εργαλεία τεράστιας αξίας στη διάρκεια της σύγκρουσης. Μια μείωση των ωρών εργασίας, μια γενική άρνηση της ελαστικότητας ή της ανάληψης παραπάνω καθηκόντων, μια κάλυψη όλου του προσωπικού, μια βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μια ρύθμιση των κανονισμών και των ωραρίων των οδηγών, των ελεγκτών κλπ, η βελτίωση των εγκαταστάσεων, των βοηθητικών υποδομών κλπ είναι όλα στοιχεία που βελτιώνουν τις γενικές συνθήκες ενός σιδηροδρομικού εργάτη και μπορούν να αποτελέσουν μέρος του πραγματικού μισθού ο οποίος είναι σήμερα πολύ χαμηλότερος απ’ το ποσό που αναγράφει η πληρωμή του.

Η βασική προοπτική πάνω στην οποία μπορεί να σχεδιαστεί ένας μακροχρόνιος αγώνας θα μπορούσε να είναι αυτή του ελέγχου της επιχείρησης από την εργατική βάση της, με την έξοδο προοδευτικά των αφεντικών και των επιστατών-τσιρακιών τους που βρίσκονται σε εξασφαλισμένες θέσεις με την έγκριση των συνδικάτων. Καθ αυτόν τον τρόπο, θα δινόταν ένα παράδειγμα μέσω μιας σειράς προτάσεων αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης, και με την οργανωτική ικανότητα των εργαζομένων, αποκηρύσσοντας του υπεύθυνους για τις παρούσες υποβαθμισμένες υπηρεσίες με κόστος του επιβατικού κοινού και του κάθε εμπλεκόμενου. Πρέπει να ερμηνευτεί η προβληματική κατάσταση των αγώνων των συνδικάτων και η ανάγκη τους να συνεργάζονται με την επιχείριση, η αδυναμία τους για οποιαδήποτε αλλαγή στο κοντινό μέλλον, και μια επιστροφή στην αγώνα της βάσης. Αγώνας ενάντια στις συνδικαλιστικές δομές και τους γραφειοκράτες, κι όχι ενάντια στα μέλη των συνδικάτων. Η τελική προοπτική μας είναι λοιπόν αυτή μιας αυτόνομης διεύθυνσης του αγώνα μας, τόσο στην μάχη των μισθών και των συνθηκών εργασίας, όσο και προοδευτικά για τον έλεγχο της διεύθυνσης συνολικά. Ξεκάθαρα, αυτή η αυτονομία του αγώνα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα από μια έγκυρη κριτική της θέσης των συνδικάτων ως συνεργάτες της εργοδοσίας.

Συμπεράσματα

Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας είναι ένα εργαλείο αγώνα για την υπεράσπιση των σιδηροδρομικών εργατών που επιθυμούν να διεξάγουν έναν αυτόνομο αγώνα. Για το λόγο αυτό, αρνείται την εκπροσώπηση των συνδικάτων και καταγγέλει την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα.

Στη βάση της Αυτονομίας, ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας πραγματώνει την ανάγκη για διαρκή σύγκρουση με την πραγματικότητα της παραγωγής, και την ανάγκη για εξαγωγή των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του αγώνα και έξω απ’ τους χώρους εργασίας. Οι στόχοι αυτής της επικοινωνίας με το εξωτερικό, είναι οι χρήστες των σιδηροδρομικών υπηρεσιών και οι συγγενείς παραγωγικοί τομείς. Οι αναγκαίες μέθοδοι για την πραγματοποίηση της υπεράσπισης των συμμετεχόντων και κατ’ επέκτασι ολόκληρης της παραγωγικής συλλογικότητας, επιλέγονται σε αρμονία με τις αρχές της αυτονομίας του αγώνα και της διαρκούς σύγκρουσης. Η αποτελεσματικότητα της κάθε απεργίας θα πρέπει να εξετάζεται κριτικά, και να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αναζήτηση κι άλλων αποτελεσματικών μορφών πάλης, που δεν ελέγχονται τόσο εύκολα από την επιχείρηση. Η προοπτική του αυτόνομου εργατικού πυρήνα είναι διαρκής, τείνει στην αύξηση των μισθών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με σκοπό την υπεράσπιση των πραγματικών μισθών που είναι η βάση για κάθε συνεκτική δυνατότητα του αγώνα των εργαζομένων.

Categories
International Communist Group

Ελλάδα, Δεκέμβρης 2008: To προλεταριάτο έδειξε το δρόμο… – ICG

Ελλάδα, Δεκέμβρης 2008
Το προλεταριάτο έδειξε στο παγκόσμιο προλεταριάτο τον ουσιαστικό δρόμο που πρέπει να πάρει – ICG

Η συνθήκη για μια νικηφόρα εξέγερση είναι το γεγονός ότι εξαπλώνεται” [2]

Όπως δείξαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, η διεθνής προλεταριακή εξέγερη ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό συνεχίζει να εκτυλίσσεται τους τελευταίους μήνες, καθώς η αστική κοινωνία συνεχίζει να επιβάλλει τις καταστροφικές συνθήκες της ωθώντας στη φτώχεια τον πληθυσμό του πλανήτη. Εξέγερση που εκφράστηκε μέσα απ’ τους αγώνες των φυλακισμένων, των μεταναστών χωρίς χαρτιά, των φοιτητών, των περιθωρειοποιημένων. Αυτοί, κράτησαν αρκετούς μήνες, μέχρι τη γενίκευση του αγώνα τον Δεκέμβρη του 2008. Με τον τρόπο αυτό, προείκαζαν το τί μπορεί και μέλει να συμβεί σε άλλες χώρες, ενώ έδιναν το στίγμα του δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί. Μ’ άλλα λόγια, αυτό το διεθνές και διεθνιστικό εγχείρημα κατά του καπιταλισμού κέρδιζε συνεχώς έδαφος στην Ελλάδα, μέχρι τη σαρωτική εξέγερση του Δεκέμβρη, που πυροδοτήθηκε απ’ τη δολοφονία του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου από τους ένοπλους μπράβους αυτού του άθλιου κοινωνικού συστήματος.

Οι τοίχοι, η απομόνωση, οι διαχωρισμοί που ο καπιταλισμός είχε υψώσει παντού, μέσα από κάθε λογής ασυναρτησίες που στόχευαν όλες τους στην άρνηση του προλεταριακού αγώνα, γκρεμίστηκαν από το ίδιο το προλεταριακό κίνημα, ωστόσο αυτό δεν ξεπέρασε χωροχρονικά τη χώρα αυτή και μόνο στιγμές της αποκορύφωσης του αγώνα. Αυτό συνέβη γιατί οι προλετάριοι που βγήκαν στους δρόμους δεν βγήκαν απλά ως τέτοιοι: δηλαδή εργάτες ή άνεργοι, ντόπιοι ή ξένοι, με χαρτιά ή χωρίς, φοιτητές ή νεολαίοι απ’ τις εργατογειτονιές, νέοι (ακόμα και παιδιά!) ή γέροι, άνδρες ή γυναίκες, νόμιμοι ή παράνομοι, κουκουλοφόροι ή με τα πρόσωπά τους, μαθητές ή καθηγητές, επαρχιώτες ή μητροπολιτάνοι, αλλά ακριβώς επειδή το κίνημα, καταφεύγοντας σε όλα τα διαθέσιμα μέσα (φυλλάδια, διαδίκτυο, αφίσσες, εφημερίδες κλπ) ανοιχτά αρνήθηκε όλες αυτές τις κατηγοριοποιήσεις με τις οποίες ο ιστορικός εχθρός προσβάλει και προσπαθεί να αποδυναμώσει και να ρευστοποιήσει αυτό το εξαιρετικό και γενναίο κοινωνικό κίνημα.

Οι πρώτες εκφράσεις αυτού του κινήματος ώστε να απλωθεί στον κόσμο διακήρυσσαν: “Ποιοι βρισκονται πίσω από την εξέγερση; Ποιών οι ενέργειες,οι δράσεις,οι κινήσεις κρατούν και φουντώνουν τη φλόγα της; Των αναρχικών; Των μαθητών; Των μεταναστών; Των άνεργων και καταφρονεμένων; Των νεολαίων από τα πλούσια βόρεια και νότια προάστια; Των τσιγγάνων; Των χουλιγκάνων; Των εργατών; Oλων αυτών και πολύ περισσότερων είναι οι ενέργειες,οι δράσεις,οι κινήσεις της εξέγερσης και όλες αυτές μαζί σχηματίζουν την ασταμάτητη λάβα που ξύπνησε όταν η πρόστυχη αδιανόητη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη συντάραξε την Ελλάδα το βράδυ του Σαββάτου“. [3] Πέρα από τους περιορισμούς που περιλαμβάνουν αυτά τα πρώτα γραπτά μανιφέστα, ανατρέχουν σ’ αυτό που τα μίντια προσπαθούν να αποκρύψουν, διακηρύσσοντας ανοιχτά πως η εξέγερση αυτή ανήκει σε όλους.

Στη διάρκεια των γαλλικών προαστειακών ταραχών, ο διαχωρισμός και η υποτίμηση πέρασαν στο ντούκου, ακόμα και σε σημείο ανοιχτής προσβολής, στο όνομα του προλεταριάτου, των προλεταρίων αυτών που είχαν εξεγερθεί. Στην Ελλάδα, η αστική τάξη χρησιμοποίησε κάθε διαθέσιμο μέσο προκειμένου να απαξιώσει τις ταραχές ή τουλάχιστον να τις περιορίσει σε ζήτημα ορισμένων κοινωνικών κατηγοριών. Ωστόσο, το κίνημα πέτυχε να γελοιοποιήσει όλες αυτές τις προσπάθειες, κι ακόμα να εκθέσει τους λακέδες του Κράτους, ως τέτοιους. Τα μίντια, η φωνή των εχθρών μας, διακήρυσσαν παντού πως δεν είναι παρά ένα θέμα αντιμετώπισης “απλως” ενός τσούρμου αναρχικών, χούλιγκανς και πιτσιρικάδων, μόνος σκοπός των οποίων δεν είναι τίποτα άλλο από την “τυφλή βία”, όμως η γενίκευση των ταραχών, και ο λόγος που παρήγαγαν, επιβεβαιώνοντας την προλεταριακή κι επαναστατική φύση τους, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για αμφιβολίες, στους προλεταρίους όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών. Οι διακηρύξεις τους έκαναν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν απλά θέμα αλλαγής μιας δεξιάς κυβέρνησης με μια πιο αριστερή, ή κατά μιας μορφής διακυβέρνησης και υπέρ μιας άλλης, ή αλλαγής της κυβέρνησης ώστε τα πράγματα να επιστρέψουν στην ομαλότητα. Το αντίθετο μάλιστα, αυτή η ίδια η ομαλότητα, η καθημερινή ρουτίνα, αποκηρύχθηκε από την προλεταριακή ταραχή γι αυτό που ήταν: μισθωτή σκλαβιά και διαρκής εκβιασμός. Το κίνημα φτύνει την αλήθεια του στην μούρη των αντεπαναστατικών ψευτοαιτημάτων.

Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό το προλεταριάτο μέσα στον καπνό της μάχης ξεκαθάριζε τόσο αδιαμφισβήτητα τους επαναστατικούς στόχος του. Ένα φυλλάδιο συντρόφων μας γράφει: “Είμαστε κομμάτι μιας εξέγερσης της ζωής ενάντια στον καθημερινό θάνατο που επιβάλλουν οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις” [4]. Και συνεχίζει: “Στήνουμε τέλος ένα γερό οδόφραγμα στην μίζερη κανονικότητα ενός κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης. Στην παρούσα συγκυρία, ότι πιο σημαντικό διακυβεύεται είναι η ενίσχυση αυτού του οδοφράγματος απέναντι στον ταξικό εχθρό.”

Πόσο υπέροχη κατάφαση του προλεταριάτου ως τάξη! Και πόσο τρομαχτική (για την μπουρζουαζία) επανοικειοποίηση του προλεταριακού αγώνα για την καταστροφή του κοινωνικού συστήματος και της κυρίαρχης τάξης! “Μιλάμε επίσης πάνω στην ιστορική συγκυρία της ανασύνθεσης ενός νέου ταξικού υποκειμένου, που από παλιά κουβαλά την υπόσχεση ότι θα αναλάβει τον ρόλο του νεκροθάφτη του καπιταλιστικού συστήματος. Θεωρούμε ότι το προλεταριάτο δεν υπήρξε ποτέ τάξη εξαιτίας της θέσης του, αλλά αντίθετα συγκροτείται ως τάξη για τον εαυτό της πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης με τα αφεντικά, πρώτα πράττοντας και μετά συνειδητοποιώντας την πράξη του.” [5]

Το προλεταριάτο ξαναγεννιέται όταν βγαίνει στους δρόμους. Το προλεταριάτο ψηλαφεί και προσδιορίζει τον εαυτό του αντιμέτωπο με το κεφάλαιο, την ακριβή επαναστατική θεωρία που διαπιστώνουν έπειτα οι πρωτοποριακές εκφράσεις. Την ίδια την έννοια του προλεταριάτου, πάντα κακοποιημένη, διαστρεβλωμένη, κοινωνιολογικοποιημένη, συνήθως περιορισμένη στους παραδιοσιακούς βιομηχανικούς εργάτες και συστηματικά αδειασμένη από τις κοινωνικά αντίρροπες δυνάμεις της αντεπανάστασης, ξαναδιεκδικείται εδώ από τους συντρόφους μας: το προλεταριάτο συνιστά τον εαυτό του στην αντιπαράθεση με το κεφάλαιο! το προλεταριάτο υφίσταται ως μια δύναμη ενάντια στην “μισθωτή εργασία που παραμένει πάντα ένας εκβιασμός” [6].

Αυτό που δεν μπορεί πια να κρατηθεί μυστικό είναι η γενίκευση των ταραχών, ούτε σε εθνικό ούτε σε διεθνές επίπεδο, ο παλιός μας εχθρός μπορεί πια να συνεχίσει να εξηγεί, μέσα απ’ όλα τα μίντια/μέσα που έχει στη διάθεσή του, ότι “η δεξιά κυβέρνηση έκανε λάθη”, και ότι “θα έπρεπε να παραιτηθεί”. ΄Όμως αμέτρητες προκηρύξεις και μανιφέστα εκδόθηκαν για να αποκηρύξουν αυτό το άθλιο ψέμα.

Πολιτικοί και δημοσιογράφοι τριγυρνάνε κομπάζοντας και προσπαθούν να υποβάλλουν πάνω στο κίνημα μας την δική τους αποτυχημένη λογική. Σύμφωνα με αυτή την λογική εξεγειρόμαστε γιατί η κυβέρνηση μας είναι διεφθαρμένη ή γιατί θέλουμε περισσότερα από τα λεφτά τους ή από τις δουλειές τους. Αν σπάμε τις τράπεζες αυτό είναι γιατί αναγνωρίζουμε πως τα λεφτά είναι μια βασική αιτία της θλίψης μας. Αν σπάμε βιτρίνες δεν είναι γιατί η ζωή είναι ακριβή, αλλά γιατί οι ανέσεις μας εμποδίζουν να ζήσουμε με κάθε κόστος. Αν χτυπάμε την αισχρή αστυνομία, δεν το κάνουμε μόνο για να εκδικηθούμε για τους νεκρούς συντρόφους μας, αλλά γιατί ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και σε αυτόν που επιθυμούμε θα στέκονται πάντα ως εμπόδιο.” [7]

Είναι ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας για τον αγώνα που εξελίσσεται ότι το προλεταριάτο δεν κάνει το λάθος να ταυτίζει τον εχθρό του με την μιά ή την άλλη κυβέρνηση ή κόμμα. Ο εχθρός δεν είναι καν όλες οι κυβερνήσεις και τα κόμματα ως σύνολο και μόνο, αλλά το ίδιο το χρήμα, το κεφάλαιο, οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής! Σε αντίθεση με όλες τις αντι-τρομοκρατικές εκστρατείες που στήνουν όλα τα κράτη του κόσμου για να σταθεροποιήσουν το δικό τους μονοπώλιο τρόμου, οι προλετάριοι της Ελλάδας που βγήκαν στο δρόμο πολεμούν φωνάζοντας: “Τρομοκρατία είναι η μισθωτή σκλαβιά – καμμιά ειρήνη με τ’ αφεντικά!”

Ο προλεταριακός ξεσηκωμός στην Ελλάδα φώτισε ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο με θετικές προτάσεις αλλά και με τη ριζοσπαστική κριτική της σημερινής κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να ζητά κάτι από την αρμόδια εξουσία, κάτι που προφανώς είναι κι αυτό που ανησύχησε περισσότερο την παγκόσμια αστική εξουσία σε διεθνές επίπεδο. Για να επαναλάβουμε τις επαναστατικές εκφράσεις των αγωνιζώμενων προλεταρίων: “Η εξέγερση του Δεκέμβρη δε διατύπωσε συγκεκριμένα αιτήματα ή διεκδικήσεις επειδή ακριβώς τα υποκείμενα που την διεξήγαν βιώνουν καθημερινά και, επομένως, γνωρίζουν την άρνηση της κυρίαρχης τάξης να ικανοποιήσει κάθε τέτοιο αίτημα. Τα ψελλίσματα της αριστεράς που, αρχικά, διεκδίκησε την παραίτηση της κυβέρνησης αντικαταστάθηκαν ταχύτατα από έναν σιωπηλό τρόμο και από την αγωνιώδη προσπάθειά της να εκτονωθεί το ανεξέλεγκτο εξεγερτικό κύμα. Η απουσία οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής διεκδίκησης αντανακλά μια υφέρπουσα (και ίσως ασυνείδητη ακόμα) διάθεση ριζικής εναντίωσης και ξεπεράσματος των υπαρχουσών εμπορευματικών σχέσεων και δημιουργίας ποιοτικά καινούργιων” [8].

Σε αντίθεση με άλλες χώρες (όπου το προλεταριάτο δεν βγαίνει στο δρόμο όταν πρέπει, όταν οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και οι κρατούμενοι καταστέλλονται, όταν ανοιχτά ρατσιστικές πράξεις τελούνται) η ισχύς του κινήματος στην Ελλάδα βασίζεται στο γεγονός ότι η αστική τάξη και τα διάφορα όργανά της δεν επιτυγχάνουν να απομονώσουν τα διάφορα κομμάτια του προλεταριάτου, τα οποία πριν το Δεκέμβρη, είχαν δώσει από κοινού παραδειγματικούς αγώνες που αντήχησαν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, και στο εξωτερικό. Αναφερόμαστε στα κομμάτια που δέχονται την μεγαλύτερη καταστολή σε καθημερινή βάση -τους κρατούμενους, τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τους μετανάστες, την νεολαία, και τον “αντισυμβατικό” χώρο- σε παγκόσμιο επίπεδο, όλους αυτούς τους προλετάριους που βρίσκονται σε μη-κανονικές και επισφαλείς καταστάσεις, κακοπληρωμένες εργασίες, που αναμφισβήτητα πυροδότησαν το κίνημα.

Το προλεταριάτο στην Ελλάδα έχει αποδείξει την τόλμη του με το να μη φοβάται να δείξει την αλληλεγγύη του με αυτά τα κομμάτια που βρίσκονται ριζικά αντιμέτωπα με τον καπιταλισμό και το Κράτος. Και πράγματι, ήταν ο αγώνας των κρατουμένων, των μεταναστών χωρίς χαρτιά, και των περιθωριοποιημένων που εμψύχωσε όλο το προλεταριάτο, σαν αγώνας δικός του, και γέννησε το κίνημα. Ήδη τον Νοέμβρη του 2008, ο αγώνας των φυλακισμένων βγήκε στην επιφάνεια, με πάνω από 7.000 από τους 12.000 κρατούμενους να συμμετέχουν σε μια σειρά οργανωμένων διαμαρτυριών (μεταξύ των οποίων η συλλογική απεργία πείνας που ξεκίνησε στις 3 του μηνός). [9] Η μπουρζουαζία στάθηκε ανίκανη να κρατήσει τον αγώνα υπό τον έλεγχό της, και η διαμαρτυρία ξεχύθηκε στους δρόμους, όπως μπορεί να φανεί και από τη ριζοσπαστικοποίηση της διαδήλωσης της 17ης Νοέμβρη [10]. Μικρές ομάδες διεξήγαγαν ενέργειες άμεσης δράσης καθ’ όλον τον Νοέμβρη. Δράσεις ενάντια στην καταστολή κι επίσης ενάντια στον κοινωνικό έλεγχο, όπως η καταστροφή καμερών επιτήρησης σε αρκετά στρατηγικά σημεία. Την ίδια στιγμή, ο αγώνας έφτασε μακριά στο εξωτερικό, και αποτέλεσε ένα πρώτο κάλεσμα για διεθνή αλληλεγγύη. Μέσα στα πλαίσια του ίδιου κινήματος ήρθε ο αγώνας διαφόρων ομάδων μεταναστών και μεταναστών χωρίς χαρτιά που επίσης ξεκίνησαν μια απεργία πείνας, μαζί με άλλες διαδηλώσεις και δράσεις (όπως η κατάληψη του δημαρχείου των Χανίων). Αυτό έδωσε μια νέα ώθηση στο προλεταριακό κίνημα που εκδηλώθηκε βίαια σε πολλές πόλεις, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, από τις 5 Δεκέμβρη. Σύντομα, δε θα περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς αγώνες, και παντού η αθηναϊκή δημοκρατίια απαντούσε με ωμή καταστολή, οδηγώντας στο θάνατο του Αλέξη, που ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Απο κείνη τη στιγμή, τίποτα δε θα ήταν πια το ίδιο. Δεν είναι εφικτό να παρουσιάσουμε ένα λεπτομερές χρονικό του κινήματος, αλλά μπορούμε να τονίσουμε κάποια από τα συνθετικά στοιχεία του: “Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η δολοφονία ξεσπούν αυθόρμητες πορείες και συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, καταλαμβάνεται το Πολυτεχνείο, η ΑΣΟΕΕ και η Νομική, ενώ γίνονται επιθέσεις σε κρατικούς-καπιταλιστικούς στόχους σε πολλές περιοχές. Πορείες, συγκεντρώσεις και επιθέσεις εκδηλώνονται στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο, τα Χανιά, το Ηράκλειο, τα Γιάννενα, την Κομοτηνή, την Ξάνθη, τις Σέρρες, τη Σπάρτη, την Αλεξανδρούπολη, τη Μυτιλήνη. Στην Πατησίων οι συμπλοκές διαρκούν όλη νύχτα. Έξω από το Πολυτεχνείο τα ΜΑΤ κάνουν χρήση πλαστικών σφαιρών. Την Κυριακή 7/12 χιλιάδες άνθρωποι πορεύονται προς τη ΓΑΔΑ επιτιθέμενοι στις αστυνομικές διμοιρίες και ακολουθούν πρωτοφανούς έντασης συγκρούσεις στους δρόμους του κέντρου που διαρκούν μέχρι αργά τη νύχτα. Από τα γεγονότα υπάρχουν πολλοί διαδηλωτές τραυματίες και αρκετοί συλληφθέντες. Από τη Δευτέρα το πρωί μέχρι σήμερα η εξέγερση γενικεύεται. Οι τελευταίες ημέρες είναι γεμάτες από αναρίθμητα κοινωνικά γεγονότα: μαχητικές μαθητικές κινητοποιήσεις με πορείες και -σε πολλές περιπτώσεις- επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα αλλά και συγκρούσεις με τους μπάτσους τόσο στις γειτονιές της μητρόπολης όσο και σε ολόκληρη τη χώρα, μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας κατά τις οποίες γίνονται επιθέσεις σε τράπεζες, πολυκαταστήματα και υπουργεία, πολιορκία της Βουλής στο Σύνταγμα, καταλήψεις δημόσιων κτιρίων, συγκρουσιακές πορείες και επιθέσεις σε κρατικούς-καπιταλιστικούς στόχους σε πολλές πόλεις.” [11]

Άλλες αναφορές που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, μαρτυρούν πόσο ακατάβλητη ήταν η εξαίσια προλεταριακή λύσσα, αλλά και πόσο στοχευμένη ήταν η βία της: “Όλοι μαζί με τις διαφορές μας γράφουμε ιστορία και συγκλονίζουμε όλο τον πλανήτη. Η εξέγερση αυτή όχι μόνο δεν θα σταματήσει αλλά προορίζεται να μεταλαμπαδευτεί σε όλη την Ευρώπη και σε όλη την υφήλιο. Σε αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητός ο πανικός της εξουσίας Όμως τίποτε δεν συγχωρεί,τίποτε δεν δικαιολογεί,τίποτε δεν κάνει ανεκτό το απίστευτο πρωτοφανές όργιο βίας που αυτή καθημερινά και αδιάκοπα εξαπολύει. Πόσο μάλλον όταν αυτή η βία παραμένει χωρίς καταγραφή ή αφόρητα διαστρεβλωμένη από την ξεφτιλισμένη τηλεόραση. Σύντροφοι μας έχουν υποστεί απρόκλητους ξυλοδαρμούς,μαθητές χτυπιούνται ανελέητα,φασίστες στην επιθανάτια αγωνία τους βγάζουν ατιμώρητα τα όπλα τους, ασφαλίτες οργιάζουν ανεξέλεγκτα,μετανάστες απειλούνται οι ζωές τους αλλά για τα κανάλια υπάρχουν μόνο σπασμένα μαγαζιά και “εγκληματικό” πλιάτσικο. Για κακή τους τύχη τους έχουν απομείνει μόνο γηραλέες νοικοκυρές και λοιπά φοβισμένα ανθρωπάκια όπως και τα τελειωμένα φασιστοειδή. Η οργή μας και για αυτά δεν έχει όριο και στο εξής ας προσέχουν. Η Εξέγερση μετατρέπει το αδύνατο σε δυνατό, Είναι το όνειρο που ξυπνάει όταν ο προηγούμενος ατελείωτος εφιάλτης τελειώνει. Γιατί σύντροφοι ήταν εφιάλτης αυτό που ζούσαμε πριν στα Δυτικά προαστεία,στην Αθήνα,στον Κόσμο ολόκληρο. Μέσα σε μια άσχημη πνιγερή πόλη, να φτύνουμε καθημερινά τη μιζέρια μας να σκοτώνουμε τη φαντασία μας να φοβόμαστε τον διπλανό μας να μένουμε αβοήθητοι στην ανημπόρια μας να βομβαρδιζόμαστε από γιαλαντζί διαφημίσεις να νομίζουμε ότι αξίζουμε γι’αυτά που έχουμε και όχι για αυτά που είμαστε. Αλέξη σε ντρεπόμαστε εκεί που βρίσκεσαι γιατί χρειάστηκε το δικό σου αίμα για να ξυπνήσουμε από τον εφιάλτη μας και να ζήσουμε το όνειρο της ζωής. Όμως αν εμείς σε ντρεπόμαστε,οι άλλοι τώρα σε τρέμουν με ένα τρόμο που παραλύει τα σωθικά τους. Πρώτα-πρώτα οι ασφαλίτες που μεταμφιέζονται σε εξεγερμένους για να απαγάγουν μαθητές στα μπουντρούμια της ασφάλειας. ΚΑΝΕΝΑ ΕΛΕΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ! ΑΠΟ ΜΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΥΡΟΥΝ ΝΑ ΚΡΥΦΤΟΥΝ, Έρχεται η τιμωρία τους και κανένα βαθύ κράτος δεν θα τους σώσει. Είστε εσείς που σπέρνετε τη χειρότερη κινδυνολογία,την ποταπή ηττοπάθεια,τον εξωφρενικό φόβο κι όλα αυτά για να γλιτώσετε το τομάρι σας. Δεν θα το γλιτώσετε! Δεν είστε όμως μόνο εσείς που κάνετε τα παραπάνω. ΌΛΑ τα κοινοβουλευτικά κόμματα ζουν την αγωνία τους και σκίζονται για να εκτονώσουν την εξέγερση. Οι μικροαστοί που δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς το μαγαζάκι τους, αφυδατωμένες υπάρξεις που ζουν μόνο για την είσπραξη χρήματος, ζουν και αυτοί τον υπαρξιακό τους φόβο. Δεν χρειάζεται να μας φοβούνται τόσο! Εκτός από αυτούς που ενεργά και ξετσίπωτα βοηθουν τη δολοφονική εξουσία, οι υπόλοιποι θα αφεθούν στην αβάσταχτη μιζέρια τους. Και μπράβο στους μικροαστούς που υπερβήκαν τους εαυτούς τους και συμμετείχαν στα γεγονότα από τη σωστή πλευρά. Όσο κι αν αποσιωπάται δεν είναι λίγοι! Όμως αρκετά γράψαμε για τη μικροαστική τάξη… Η ιστορία γράφεται τώρα από άλλες δυνάμεις και αυτές οι δυνάμεις θα ενισχύσουν συντριπτικά την παρουσία τους τις επόμενες μέρες. Μετά από 6 μέρες κολοσσιαίων συγκρούσεων ΣΗΜΕΡΑ ξεκινά μοιραία ο δεύτερος γύρος με νέες κορυφώσεις,νέα ορόσημα,νέες ανατάσεις. ΣΗΜΕΡΑ είναι το νέο ραντεβού της ιστορίας στις 12 το μεσημέρι στα Προπύλαια. Εκεί θα είναι οι μαθητές που έχουν υποστεί τη χειρότερη αστυνομική βία. εκεί θα είναι οι εξεγερμέοι φοιτητές του 2006-2007. εκεί θα είναι οι άνεργοι που πάλευαν χρόνια με την κατάθλιψη και την ταπείνωση. εκεί θα είναι οι εργάτες που θα λουφάρουν από τη δουλειά τους και που τις τελευταίες μέρες βλέπουν με άλλο τσαμπουκά το αφεντικό τους. εκεί θα είναι οι μετανάστες που για χρόνια ξέρουν ήδη τί σημαίνει χούντα. εκεί θα είμαστε και μεις από τα δυτικά προάστια και που για δεκαετίες σπαρασσόμασταν από τους πιο γελοίους τοπικισμούς. ΕΚΕΙ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ” [12]

[…] (Στμ* στο σημείο αυτό παρακάμψαμε ένα εκτενές κομμάτι της ανάλυσης που επικρίνει ακόλουθο μέρος της άνωθεν προκήρυξης μιας και καθώς αυτή δε διαδραμάτισε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στα γεγονότα στην Ελλάδα, μια τέτοια εμβάθυνση ήταν κουραστική και κάπως αποπροσανατολιστική)

Σ’ αυτήν την ιστορική εποχή των τόσο ισχυρών διαχωρισμών στο εσωτερικό του προλεταριακού κινήματος, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των αγώνων στην Ελλάδα, όπως αναφέραμε νωρίτερα, είναι η δύναμη που επιδεικνύει το κίνημα στο να υπερπηδά όλους τους διαχωρισμούς και τις διαιρέσεις που παίζουν κρίσιμο ρόλο για την αστική κυριαρχία. Ενάντια στο καθιερωμένο σνομπάρισμα, ενάντια στο ρατσισμό που είναι έμφυτος στον καπιταλισμό, ενάντια στους νοικοκυραίους-ευηπόληπτους πολίτες, το προλεταριάτο έβαλε πλάτη για την υπεράσπιση των δικών του συμφερόντων, πίσω από τους κρατούμενους, τους μετανάστες, της νεολαίας και όλων των κομματιών του που συνήθως απομονώνονται. Συνήθως αντιμετώπιζαν το καθένα ξεχωριστά τις συνασπισμένες δυνάμεις της αστικής τάξης, τον Δεκέμβρη όμως ενώθηκαν και βγήκαν μαζί στους δρόμους, ανάβοντας μια φωτιά που οι λάμψη της έγινε αντικείμενο θαυμασμού από προλεταρίους σε όλο τον κόσμο.

Μακράν του να κλείσουν τα μάτια μπροστά στο πρόβλημα του ρατσισμού και των άλλων διαχωρισμών που πάντοτε χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση της καπιταλιστική κυριαρχίας και καταπίεσης, [13] το κίνηματο αντιμετώπισε ως έχει, και πολλές συζητήσεις και προκηρύξεις αναφέρονται στο ζήτημα των μεταναστών και των ξένων. Η ταξική συνείδηση επιβεβαιώθηκε ενάντια στις πάντοτε παρούσες διαιρέσεις, και οι πρωταγωνιστές έκαναν ξεκάθαρο ότι μάχονται πλάι-πλάι με τους ντόπιους προλετάριους όπως επίσης με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.

…Μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κινητοποίησης, με ατμομηχανή τα μαθητικά συλλαλητήρια, υπάρχει και μια μαζική συμμετοχή της δεύτερης γενιάς των μεταναστών και αρκετών προσφύγων. Οι πρόσφυγες κατεβαίνουν μεμονωμένα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη οργάνωση, με έναν αυθορμητισμό και με μια ορμή που χαρακτηρίζει τις κινητοποιήσεις τους. Αυτή τη στιγμή, είναι το πιο μαχητικό κομμάτι των ξένων στην Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ λίγα αυτά που έχουν να χάσουν. Τα παιδιά των μεταναστών κινητοποιούνται μαζικά και δυναμικά κυρίως μέσα στα πλαίσια των σχολικών και φοιτητικών δράσεων ή μέσα από τις οργανώσεις της αριστεράς και της άκρας αριστεράς. Είναι και το πιο ενταγμένο κομμάτι των μεταναστών, το πιο θαρραλέο. Δεν είναι σαν τους γονείς τους, που ήρθαν με σκυμμένο το κεφάλι σαν να ζητιανεύανε ένα κομμάτι ψωμί. Είναι μέρος της ελληνικής κοινωνίας, καθώς δεν γνώρισαν άλλη. Δεν ζητιανεύουν κάτι, διεκδικούν δυναμικά να είναι ισότιμοι με τους Έλληνες συμμαθητές τους. Ισότιμοι στα δικαιώματα, στο δρόμο, στα όνειρα. Για μας, τους οργανωμένους, είναι ένας δεύτερος γαλλικός Νοέμβρης του 2005. Δεν είχαμε ποτέ αυταπάτες ότι, όταν η οργή του κόσμου ξεχειλίσει, θα μπορούσαμε να την κατευθύνουμε. Παρά τους αγώνες που έχουμε δώσει όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν μπορέσαμε να πετύχουμε τέτοιες μαζικές αντιδράσεις. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουν οι δρόμοι. Η κραυγή που ακούγεται είναι για τα 18 χρόνια βίας, καταπίεσης, εκμετάλλευσης, εξευτελισμού. Αυτές οι μέρες είναι και δικές μας. Αυτές οι μέρες είναι για τους εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες, δολοφονημένους στα σύνορα, στα τμήματα, στους χώρους εργασίας. Είναι για τους δολοφονημένους από μπάτσους ή αγανακτισμένους πολίτες. Είναι για τους δολοφονημένους επειδή πέρασαν τα σύνορα, επειδή δούλευαν σαν σκυλιά, επειδή δεν σκύψανε το κεφάλι, για το τίποτα. Είναι για τον Γκραμόζ Παλούσι, τον Λουάν Μπερντελίμα, τον Εντισόν Γιάχαϊ, τον Τόνι Ονόυχα, τον Αμπντουρακίμ Ιντρίζ, τον Μοντασέρ Μοχάμεντ Ασράφ και τόσους άλλους που δεν ξεχάσαμε. Αυτές οι μέρες είναι για την καθημερινή αστυνομική βία που έχει μείνει αναπάντητη, ατιμώρητη. Είναι για τον εξευτελισμό στα σύνορα, στα κέντρα αλλοδαπών που συνεχίζεται ακόμα. Είναι για τις κατάφωρες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, για τους μετανάστες και πρόσφυγες που είναι άδικα στις φυλακές, για τη δικαιοσύνη που μας στερήθηκε. Ακόμα και τώρα, στις μέρες και νύχτες του ξεσηκωμού, οι μετανάστες πληρώνουν βαρύ τίμημα με επιθέσεις ακροδεξιών και μπάτσων, με απελάσεις και ποινές φυλάκισης που τα δικαστήρια μοιράζουν με χριστιανική αγάπη σε εμάς τους άπιστους. Αυτές οι μέρες είναι για την εκμετάλλευση που συνεχίζεται αμείωτη για 18 χρόνια. Είναι για τους αγώνες που δεν ξεχάστηκαν στους κάμπους στο Βόλο, στα ολυμπιακά έργα, στην Αμαλιάδα. Είναι για τον ιδρώτα και το αίμα των γονιών μας, για τη μαύρη εργασία, τα ατελείωτα ωράρια. Είναι για τα παράβολα, τα πρόστιμα, τα ένσημα που πληρώνουμε και δεν θα μας αναγνωριστούν ποτέ. Είναι για τα χαρτιά που θα κυνηγάμε μια ζωή σαν να είναι λαχείο. Αυτές οι μέρες είναι για το τίμημα που πληρώνουμε απλά για να υπάρχουμε, να αναπνέουμε. Είναι για όσες φορές σφίξαμε τα δόντια, για τις προσβολές που ανεχτήκαμε, τις ήττες που χρεωθήκαμε. Είναι για όσες φορές δεν αντιδράσαμε, ενώ είχαμε όλους τους λόγους του κόσμου. Είναι για όσες φορές αντιδράσαμε και ήμασταν μόνοι, γιατί ο θάνατος και η οργή μας δεν χώραγε σε σχήματα, δεν έφερνε ψήφους, δεν πουλούσε στα δελτία των 8. Αυτές οι μέρες είναι όλων των περιθωριακών, των αποκλεισμένων, των ανθρώπων με τα δύσκολα ονόματα και τις άγνωστες ιστορίες. Είναι για όσους πεθαίνουν καθημερινά στο Αιγαίο και στον Έβρο, για όσους δολοφονούνται στα σύνορα ή στην Πέτρου Ράλλη, είναι των τσιγγάνων στο Ζεφύρι, των ναρκομανών στα Εξάρχεια. Αυτές οι μέρες είναι των παιδιών της Μεσολογγίου, των ανένταχτων, των ανεξέλεγκτων μαθητών. Χάρη στον Αλέξη αυτές οι μέρες είναι όλων μας.“[14]

Μέσα απ’ αυτές τις κουβέντες, δημοσιευμένες στην Ευρώπη, το ιστορικό κέντρο της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ο αγώνας των προλεταρίων στην Ελλάδα, διακηρύσσει το διεθνισμό του προλεταριάτου ως τάξη. Η αντίθεση μεταξύ του παρόντος και του μελλοντικού κόσμου δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφής, μεταξύ του κόσμου του κεφαλαίου και του ρατσισμού, των πολέμων, της σκλαβιάς και των σφαγών και μιας κοινωνίας απηλλαγμένης απ’ την απανθρωπιά, που μπορεί να πετύχει το προλεταριάτο και ο επαναστατικός αγώνας του.

Είναι αλήθεια ότι, όπως συχνά στο παρελθόν, το κίνημα ξεκίνησε από συγκεκριμένα κομμάτια του προλεταριάτου. Όπως μαρτυρούν οι διαδηλωτές, όταν τα πράγματα πήραν μια ριζοσπαστική τροχιά μετά τη δολοφονία, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κυρίως με νεολαίους, σχεδόν παιδιά (αυτό το γεγονός υπήρξε επίσης στη Γαλλία, στις προαστειακές ταραχές και τον αγώνα κατά του CPE). Φυσικά, όπως πάντα, οι πρωταγωνιστές το βλέπουν αυτό σαν πρόβλημα, αλλά η συνέχεια και η γενίκευση (συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής) του αγώνα τελικά το ξεπερνούν. Τέτοια επανοικειοποίηση του εαυτού του ως τάξη από το προλεταριάτο, παρήγαγε μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή προκηρύξεων μεταξύ γενεών. Δίνουμε έμφαση εδώ σε μερικά στοιχεία αυτών, ιδιαίτερα σε μια βαθιάς και δημιουργικής κριτικής του κομφορμισμού των ενηλίκων -δηλαδή των γονέων τους- από μερικά “παιδιά”. Ακολουθεί το γράμμα μερικών συμμαθητών του Αλέξη, που κυκλοφόρησαν στην κηδεία του:

ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ!
ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ
Δεν είμαστε τρομοκράτες, «κουκουλοφόροι», «γνωστοί-άγνωστοι»,
ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ!
Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι….
Κάνουμε όνειρα – μη σκοτώνετε τα όνειρά μας!
Έχουμε ορμή – μη σταματάτε την ορμή μας.
ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ!
Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς.
Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα»,
παχύνατε, καραφλιάσατε,

ΞΕΧΑΣΑΤΕ!
Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε,
Περιμέναμε να ενδιαφερθείτε,
να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους.
ΜΑΤΑΙΑ!
Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι,
έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε
τη μέρα που θα πεθάνετε.
Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε, δεν δημιουργείτε!
Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε.
ΥΛΗ ΠΑΝΤΟΥ – ΑΓΑΠΗ ΠΟΥΘΕΝΑ – ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥΘΕΝΑ
Που είναι οι γονείς; Που είναι οι καλλιτέχνες;
Γιατί δε βγαίνουν έξω να μας προστατέψουν;
ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ! ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Υ.Γ.: Μη μας ρίχνετε άλλα δακρυγόνα
ΕΜΕΙΣ κλαίμε κι από μόνοι μας…

Το γράμμα κυκλοφόρησε αρκετά, στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και προφανώς αρκετοί δεν μπορούσαν να απαξιώσουν τους συγγραφείς του, αλλά υπήρξε επίσης κι ένας αριθμός απαντήσεων που συμφωνούσαν με όλη τους την καρδιά, καλώντας όλους τους προλεταρίους να μπουν στη μάχη, κι αυτό θέλουμε να το κρατήσουμε. [15]

Φυσικά, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ορισμένα κομμάτια του προλεταριάτου δεν κατάφεραν να δράσουν, κολλημένα μπροστά απ’ τις τηλεοράσεις τους και καταπίνοντας αμάσητα τα ιδεολογικά δηλητήρια που παράγουν “φιλήσυχους πολίτες”. Θα υπάρχουν πάντοτε προλετάριοι που θα προδίδουν την τάξη τους, και θα δρουν ως σιωπηλοί συνένοχοι της ίδιας της καταπίεσής τους, όπως τονίζουν και στο γράμμα τους τα “παιδιά”. Δεν ήταν άλλωστε οι αστοί που βγήκαν να καταστείλουν και να δολοφονήσουν τους αγωνιζόμενους προλεταρίους. Οι αστοί τα είχαν χαμένα απ’ το φόβο τους. Η ταξική κυριαρχία βασίζεται στην ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να στρατολογεί μέρος των προλεταρίων προκειμένου να καταπιέζουν τους υπόλοιπους.

Στην Ελλάδα, όπως είδαμε, οι πρωταγωνιστές όχι μόνο κατήγγειλαν διεθνώς τους φιλήσυχους πολίτες, αλλά επίσης τον καθένα που παραμένει “ουδέτερος”, ή που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις φιλειρηνικές διαδηλώσεις που οργάνωσε η αριστερά και τα συνδικάτα.

Το εξεγερσιακό πάρτυ το παρακολουθούν χωρίς να συμμετέχουν, αλλά μέχρι στιγμής και χωρίς να καλούν την αστυνομία να το διαλύσει, οι ιδιοκτήτες του εμπορεύματος εργατική-δύναμη που το είχαν επενδύσει στο χρηματιστήριο της κοινωνικής ασφάλειας και της προσδοκίας εξόδου των απογόνων τους από την μισθωτή σχέση. Με την αντικατάσταση της κοινωνικής ασφάλειας από την αστυνομική ασφάλεια και την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της ταξικής κινητικότητας, πολλοί/ες εργαζόμενοι/ες σπρώχνονται σε μια (σημαντική κοινωνικά) ηθική δικαιολόγηση του νεοαλαιίστικου ξεσπάσματος υπό το βάρος του καταρρέοντος σύμπαντος της μικροαστικής ιδεολογίας και της κρατικής ύβρεως, χωρίς ακόμα να στρατεύονται ενεργά στην επίθεση εναντίον αυτού του δολοφονικού κόσμου. Επιμένουν να σέρνουν το κουφάρι τους σε τριμηνιαίες λιτανείες των εργατοπατέρων και να υπερασπίζονται μια θλιβερή συντεχνιακή ηττοπάθεια απέναντι στην ορμητική ταξική επιθετικότητα που ξεπροβάλλει. Αυτοί οι δυο κόσμοι συναντήθηκαν την Δεύτερα 08/12 στον δρόμο και λαμπάδιασε όλη η χώρα. Ο κόσμος της συντεχνιακής ηττοπάθειας κατέβηκε στον δρόμο για να υπερασπιστεί το δημοκρατικό δικαίωμα των διαχωρισμένων ρόλων του πολίτη, του εργάτη, του καταναλωτή να διαμαρτύρονται χωρίς να πυροβολούνται. Δίπλα αλλά τόσο μακριά από την ψευδό-κοινότητα των ατομικοτήτων, ο κόσμος της ταξικής επιθετικότητας κατέβηκε στο πεζοδρόμιο με την μορφή οργανωμένων «συμμοριών» που σπάνε, καίνε, λεηλατούν και ξηλώνουν οδοστρώματα για να πετροβολήσουν τους δολοφόνους. Ό πρώτος κόσμος, (όπως τουλάχιστον εκφράζεται από την πολιτική των εργατοπατέρων) τρόμαξε τόσο από την παρουσία του δεύτερου, που την Τετάρτη 10/12 προσπάθησε να διαδηλώσει χωρίς την ενοχλητική παρουσία των «μιασμάτων». Το δίλημμα πάντως για το πώς κατεβαίνουμε στον δρόμο έχει τεθεί: Ή με την δημοκρατική καβάτζα του πολίτη ή με την συγκρουσιακή αλληλεγγύη της παρέας, του επιθετικού μπλοκ, της πορείας που υπερασπίζεται την ύπαρξη του καθενός με «ντου» και οδοφράγματα.” [16]

Μεγάλο μέρος του κινηματικού λόγου καταγγέλλει, δίκαια και επιθετικά, όλους αυτούς που, παρόλο που σοκαρίστηκαν με τη δολοφονία του Αλέξη και διαδήλωσαν ειρηνικά στους δρόμους, υποκύπτουν ολικά στην κυρίαρχη ιδεολογία και συνεργάζονται με την κυρίαρχη τάξη σε καθημερινή βάση.

Τα κομμάτια του προλεταριάτου με τις πιο σίγουρες δουλειές, και τα οποία συχνά απολαμβάνουν μια υψηλή συνδικαλιστική προστασία, είναι συχνά τα πιο συντηρητικά. Σε μεγάλο μέρος, αποτελούν, με τις ιδέες και τις αυταπάτες τους, ένα εμπόδιο για την προλεταριακή αλληλεγγύη και μαχητικότητα. Πέρα απ’ αυτούς που στην πραγματικότητα απολαμβάνουν μια “προνομιούχο” θέση μέσα στον παραγωγικό ιστό, ο μέσος φιλήσυχος πολίτης είναι θέση-κλειδί της αντεπανάστασης. Τα αριστερά αστικά κόμματα παίζουν καίριο ρόλο στην κατασκευή της ιδεολογίας του. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, αυτά τα κόμματα είναι βαθιά ριζωμένα στους παραπάνω τομείς και συχνά παίρνουν διακριτή θέση ενάντια στον κομμουνιστικό αγώνα. Η κατάληψη του κτιρίου της ΓΣΕΕ από την Γενική Συνέλευση Εξεγερμένων Εργατών αποτέλεσε μια εξαιρετική πράξη αποκήρυξης της χειραγώγησης αυτού του αριστερού αντεπαναστατικού ρόλου των συνδικάτων. Πέρα από την απλή κατάληψη του κτιρίου, είχε υψηλή συμβολική αξία για τον αγώνα ενάντια στο συνδικαλιστικό γραφειοκρατικό σύμπλεγμα, όπως τονίζεται στην παρακάτω προκήρυξη:

Να στηλιτεύσουμε και να αποκαλύψουμε το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στην υπονόμευση της εξέγερσης και όχι μόνο. Η γσεε και όλος ο συνδικαλιστικός μηχανισμός, που τη στηρίζει, δεκαετίες τώρα, υπονομεύουν αγώνες, παζαρεύουν την εργατική μας δύναμη για ψίχουλα, διαιωνίζοντας το καθεστώς της εκμετάλλευσης και της μισθωτής σκλαβιάς. Ενδεικτική είναι η στάση τους την προηγούμενη Τετάρτη που ακυρώνοντας την προγραμματισμένη απεργιακή πορεία περιορίστηκε στην οργάνωση μιας σύντομης συγκέντρωσης στο Σύνταγμα φροντίζοντας παράλληλα να διώξει τον κόσμο άρον-άρον από την πλατεία μην τυχόν μολυνθούν οι συγκεντρωμένοι από τον ιό της εξέγερσης.” [17]

Ωστόσο, στη διάρκεια αυτής της θαρραλέας άμεσης δράσης, δυο κλασσικές τάσεις ήρθαν αντιμέτωπες όπως παντού και πάντοτε: απ’ την μια υπήρχε η αριστερή της σοσιαλδημοκρατίας που απλώς κριτικάρει την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, κι απ’ την άλλη αυτοί που επιμένουν να φτάσουν στη ρίζα του προβλήματος, ενώ ασκούν κριτική σε ολόκληρη τη λειτουργία των συνδικάτων, ως οργανικά στοιχεία της καπιταλιστικής κυριαρχίας:

Από το ξεκίνημα ήδη ήταν φανερό ότι υπήρχαν δυο τάσεις στο εσωτερικό της κατάληψης -άσχετα του πόσο καθαρά αρθρώνονταν: μια εργατίστικη, που ήθελε να χρησιμοποιήσει την κατάληψη ως ένα σύμβολο για να ασκήσει κριτική στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να προάγει την ιδέα ενός ανεξάρτητου από πολιτικές επιρροές συνδικαλισμού βάσης, και μιας προλεταριακής, που ήθελε να επιτεθεί σε έναν ακόμη θεσμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, κριτικάροντας τον συνδικαλισμό και χρησιμοποιώντας το μέρος για τη δημιουργία μιας ακόμη κοινότητας αγώνα στα πλαίσια της γενικής αναταραχής” [18]

Προφανώς, οι συνδικαλιστές και τα SS τους δεν μπορούσαν να επιτρέψουν μια τέτοια προσβολή από το επαναστατημένο προλεταριάτο. Την ίδια μέρα, προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τον χώρο με τη βία. Προκειμένου να το πετύχουν επιστράτευσαν πάνω από 50 τραμπούκους που προσπάθησαν να πετάξουν έξω τους καταληψίες, όμως οι τελευταίοι αντιστάθηκαν και χάρη στους καταληψίες της ΑΣΟΕΕ (το πανεπιστήμιο οικονομικών της Αθήνας), κατάφεραν να ακυρώσουν την έξωση. Ούτως ώστε να υπερασπιστούν την κατάληψη, μετά από καλέσματα μαζεύτηκαν μέσα σε λίγες ώρες πάνω από 800 άτομα.

Παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι δυνάμεις του εχθρού ήταν πετυχημένες, κι αυτό καθώς από τα μεγάλα πλήθη προλεταρίων που μάχονταν στους δρόμους εκείνες τις μέρες, ήταν λίγοι αυτοί που είχαν καθαρά ξεκόψει από τη συνδικαλιστική χειραγώγηση. Οι πολλοί εργάτες της βαριάς βιομηχανίας ήταν μάλλον θεατές παρά πρωταγωνιστές, αποτυγχάνοντας να πάρουν στα χέρια τους τον αγώνα των συντρόφων τους που βρίσκονταν στην πρωτοπορεία και τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους. το γεγονός αυτό αναδεικνύει έναν σημαντικό περιορισμό του αγώνα. Ωστόσο, όσο η κρίση βαθαίνει, ακόμα και η εργασιακή σταθερότητα, που είναι τόσο κεντρικής σημασίας στη διασφάλιση του κομφορμισμού, αρχίζει να τρίζει. Τότε, οι προλετάριοι των μεγάλων εταιριών καταλήγουν να διαρρηγνύουν τα δεσμά της συνδικαλιστικής χειραγώγησης (κι εξίσου της σοσιαλδημοκρατίας εν γένει) και μπορούν να παίξουν έναν βασικό ρόλο στον αγώνα. Παρεπιμπτόντως, μας φαίνεται σκόπιμο να κάνουμε μια σύγκριση με την προλεταριακή εξέγερση στην Αργεντινή το 2001/2, όταν η κρίση έφτασε σε τέτοια επίπεδα που ακόμα κι αυτά τα κομμάτια βγήκαν στους δρόμους, κάτι που γενικά δεν έγινε στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός δεν έχει εξαπολύσει ακόμα στην Ευρώπη μια τέτοια καταμέτωπη επίθεση σ’ αυτούς τους τομείς, οι οποίοι για την ώρα καθιστούν τα Κράτη (και ειδικά τα συνδικάτα τους) ικανά να συνεχίσουν να κρατούν διαιρεμένο το προλεταριάτο. Παρά τα όσα είναι γνωστά σήμερα ως “κρίση”, η καπιταλιστική καταστροφή στην Ευρώπη, χτύπησε πρωταρχικά τα πιο αδύναμα στρώματα του προλεταριάτου (τους νέους, μετανάστες, μετανάστες χωρίς χαρτιά, και περιθωριοποιημένους-επισφαλείς ανθρώπους). Κατά συνέπεια, αυτοί αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος όλων των κύριων αγώνων σ’ αυτήν την ήπειρο. Αυτό ενδεχομένως είναι ένας λόγος για την διαφορά στα χαρακτηριστικά του αγώνα στην Αργεντινή. Στην Ελλάδα, κρίνοντας από το ξέσπασμα και το εξεγερσιακό μοτίβο, το κίνημα φαίνεται να βγάζει όλες του τις δυνάμεις στην πρώτη γραμμή. Στην Αργεντινή, το κίνημα κράτησε πολύ περισσότερο, αλλά παρέμεινε και πολύ ισχυρότερη η μόλυνσή του απ’ όλες τις πολιτικές αυταπάτες (κοινοβουλευτισμός, κλασσικός ρεφορμισμός, αργεντινές σημαίες κλπ) και πάνω απ’ όλα απ’ τις διαχειριστικές τακτικές (αυτοδιαχείριση, παραγωγικές κοπερατίβες απ’ τους ανέργους κλπ). Αυτές οι αδυναμίες ήταν ο κύριος εσωτερικός παράγοντας ρευστοποίησης του κινήματος. Στην Ελλάδα, η ιδεολογία που πλασάρει ο Negri (ή ο Holloway) ή ακόμα ο πιο μοδάτος Comandante Marcos, που θέλουν να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να θέτουμε ζήτημα εξουσίας, ελάχιστα επιρρεάζουν το κίνημα. Εδώ, το κίνημα απέστειλε ανοιχτή πρόκληση στην άρχουσα τάξη (στο στυλ της Αργεντινής “Que se vayan todos!=Να φύγουν όλοι!). Κατέφασκε θαρραλέα στους εξεγερσιακούς του στόχους και έχασε το παιχνίδι τελικά μόνο από την απομόνωσή του, με άλλα λόγια, από το γεγονός ότι χωρίς το προλεταριάτο άλλων χωρών να μπει στον αγώνα (τουλάχιστον των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών), δε θα μπορούσε τίποτα να πάει πολύ παραπέρα.

Κι εδώ επίσης τα πρωτοπόρα τμήματά του επέδειξαν ιδιαίτερη διαύγεια: “Ξέρουμε πως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε στρατηγικά. Στην εποχή της αυτοκρατορίας  ξέρουμε πως η συνθήκη για μια νικηφόρα εξέγερση είναι το γεγονός ότι εξαπλώνεται, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια είδαμε και μάθαμε: Οι σύνοδοι κορυφής, τα φοιτητικά και οι εξεγερση στα γκέτο της Γαλλίας, το Νο-Tav κίνημα στην Ιταλία, η κομμούνα της Οαχάκα, η επιθετική υπεράσπιση της κατάληψης Ungdomshuset στην Κοπενγχάγη, οι συγκρούσεις ενάντια στο εθνικό συνέδριο των δημοκρατικών στις Η.Π.Α. και η λίστα συνεχίζεται. Γεννημένοι μέσα στην καταστροφή, είμαστε τα παιδιά κάθε κρίσης: πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, οικολογικής. Ξέρουμε πως αυτός ο κόσμος είναι ένα αδιέξοδο. Θα πρέπει να είσαι τρελλός για να κρατιέσαι από τα ερείπιά του. Θα πρέπει να είσαι σοφός αν αυτοοργανώνεσαι.”

Τα καλέσματα απ’ την Ελλάδα εξαπλώθηκαν εγείροντας αλληλεγγύη με την προλεταριακή εξέγερση στην Ελλάδα, στα πέρατα του κόσμου: “Τα γεγονότα που ξέσπασαν αμέσως μετά τη δολοφονία, ξεσήκωσαν ένα κύμα διεθνούς κινητοποίησης στη μνήμη του Αλέξανδρου και σε αλληλεγγύη με τους εξεγερμένους που μάχονται στους δρόμους εμπνέοντας την αντεπίθεση στον ολοκληρωτισμό της δημοκρατίας. Συγκεντρώσεις, πορείες, συμβολικές επιθέσεις σε ελληνικά προξενεία έχουν πραγματοποιηθεί σε πόλεις της Κύπρου, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Μ. Βρετανίας, στην Ιρλανδία, την Ελβετία, την Κροατία, την Αυστραλία, την Σλοβακία, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, το Βέλγιο, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Πολωνία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, την Αργεντινή, τη Χιλή και αλλού.” [20]

Σημειώθηκαν πολύ περισσότερες δηλώσεις και δράσεις αλληλεγγύης απ’ ότι για άλλες περιπτώσεις εξέγερσης τα τελευταία χρόνια. Ελπίζουμε αυτό να είναι ένα σημάδι του ότι όσο υπνωτισμένο και να είναι το προλεταριάτο, η σύγχρονη καταστροφική κατάσταση της αστικής κοινωνίας και η επίθεση των προλεταρίων στην Ελλάδα υπήρξαν ένα ζωτικό ταρακούνημα που ξεκινά να το ξυπνά (όπως πολύ καλά καταλαβαίνει η μπουρζουαζία). Έχουμε φτάσει προς το τέλος της ταξικής ασυνειδησίας, σε ένα σημείο που κανείς δε θα μπορεί να μένει πια αδιάφορος απέναντι στην καθημερινή καταστροφή και σ’ αυτόν τον πολύτιμο αγώνα ενάντια στο σύστημα;

Φυσικά, αυτές οι διεθνείς άμεσες δράσεις πρέπει να εκληφθούν ως πρότυπα και να αντιπαρατεθούν στις αστικές αριστερές καρικατούρες αλληλεγγύης (που στην πραγματικότητα προσπαθούν να μιμηθούν και να αποτρέψουν την αυθεντική αλληλεγγύη) που ενθαρρύουν φιλειρηνικές διαδηλώσεις, συλλογές υπογραφών, ακίνδυνα χάπενινγκς, ή ανθρωπιστικού/φιλανθρωπικού ύφους εκστρατείες.

Είναι αναγκαιότητα να υπενθυμίσουμε ότι μια πραγματική, ισχυρή και οργανωμένη ταξική αλληλεγγύη ακόμα δεν υπάρχει, κι ότι μπορούμε να κάνουμε εμείς, οι προλετάριοι απ’ τα διάφορα μέρη του κόσμου για να υποστηρίξουμε ένα τόσο εξαιρετικό κίνημα όπως αυτό, είναι ακόμα εντελώς ανεπαρκές.

Μια απ’ τις μεγαλύτερες δυσκολίες για το προλεταριάτο παντού στον κόσμο είναι το “Τί να κάνουμε;” για να βγάλουμε τους αιχμαλωτισμένους συντρόφους μας απ’ τα χέρια της καταστολής μετά από κάθε μικρή αντιπαράθεση ή μεγάλη μάχη. Στον παρόντα διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, είναι προφανές ότι το προλεταριάτο είναι στ’ αλήθεια ανίκανο να αναλάβει αυτήν την αναγκαιότητα σε ταξική βάση. Η αδυναμία του να επιβάλλει την απελευθέρωση των φυλακισμένων συντρόφων μέσα από άμεσες δράσεις και ανοιχτή αντιπαράθεση είναι ένα στοιχείο διαρκούς εκβιασμού, το οποίο η δημοκρατία και τα όργανά της πάντα ρίχνουν στο παιχνίδι ώστε να μας γονατίσουν, να μας καταστήσουν απομονωμένα άτομα απέναντι στο κράτος, εξατομικευμένους πολίτες ενάντια σ’ ένα ολόκληρο νομικό σύστημα, στο οποίο δεν υπάρχει καμιά άλλη “υπεράσπιση” από την ατομική εναπόθεση στους νόμους, και η “αλληλεγγύη” περιορίζεται στην αποστολή υλικής βοήθειας για να αντέξει κανείς στη φυλακή, στη δίκη και να πληρώσει τον δικηγόρο… Αυτή η πονηρή συζήτηση στο πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια επιτακτική κατάσταση δεν πρέπει να μας θαμπώνει απ’ το γεγονός ότι η μπουρζουαζία εξασκεί τη δικτατορία της όχι μόνο όταν φυλακίζει συντρόφους αλλά επίσης όταν επιβάλει με τη βία της τους νόμους και μας καθηλώνει σε μια αμυντική νομικίστικη στάση. Τα δικαιώματα του πολίτη, που τόσο πολύ διαφημίζονται απ’ τους εχθρούς μας, πάντοτε περιλαμβάνουν αυτό το στοιχείο κρατικού τρόμου που χρησιμοποιείται προκειμένου να αντιπαρατίθεται με βία στην οργάνωση του προλεταριάτου.

Όμως, όπως ήδη αναπτύξαμε, όσο σημαντική και εμψυχωτική κι αν είναι η άμεση δράση του διεθνούς προλεταριάτου σε αλληλεγγύη με τον αγώνα του προλεταριάτου σε μια περιοχή, η αυθεντική αλληλεγγύη είναι η ένταση του αγώνα ενάντια στην αστική τάξη οπουδήποτε βρισκόμαστε. Η ύστατη έκφραση αλληλεγγύης θα είναι όταν το προλεταριάτο απ’ όλα τα μέρη της γης, θα βγει ταυτόχρονα στους δρόμους και θα αντιμετωπίσει τον έναν και κοινό εχθρό. Μόνο τότε η κοινωνική επανάσταση θα είναι εφικτή, όπως εκφράζεται από πολλές διεθνιστικές ομάδες.

“Σύντροφοι, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα των αδερφών μας στην Ελλάδα που φτύνουν κάθε δημοκρατική απόπειρα αφομοίωσης. Ας πάψουμε να πιστεύουμε στα ψέμματα με τα οποία μας ξεγελάνε. Όλοι οι πολιτικοί, της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης, αριστεροί ή δεξιοί, οι δυνάμεις καταστολής, οι δημοσιογράφει και όσοι μιλάνε εκ μέρους του κεφαλαίου… Όλοι τους είναι τα πρόσωπα του καπιταλιστικού κτήνους: εργαλεία, ανταλλακτικά, ψευτο-αντιπολιτεύσεις με σκοπό να μας τσακίσουν. Είναι ολόκληρος ο κόσμος που θέλουμε ν’ αλλαξουμε συθέμελα, και γι αυτό δεν μπορούμε να βασιστούμε παρά μόνο στους εαυτούς μας, καθώς οργανωνόμαστε έξω κι ενάντια στα όργανα του κράτους (κόμματα, συνδικάτα, ΜΚΟ κλπ), σπάζοντας τις διαιρέσεις που θέλουν να μας επιβάλλουν (νέα γενιά vs μεγάλων, εργάτες vs φοιτητών, μετανάστες vs ντόπιων κλπ)” [21]

Από το Ροζάριο της Αργεντινής επιβεβαιώνεται η ίδια θέση, που συνίσταται στο να βάζουμε μπροστά την πραγματική αλληλεγγύη στον αγώνα παντού ενάντια στον καπιταλισμό, στο να αντιμετωπίζουμε την “δική μας” αστική τάξη:

Γιατί να αντιδράσουμε ενόψει αυτών των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα τόσα χιλιόμετρα μακριά απ’ το μέρος που ζούμε; Επειδή, εκμεταλλευόμενοι και καταπιεσμένοι, δεν έχουμε πατρίδα: ο πατριωτισμός εξυπηρετεί την άρχουσα τάξη προκειμένου να κρύψει τον κοινωνικό ανταγωνισμό στον οποίον ζούμε, είναι το άλλοθι για να διαχωρίζονται οι κυριαρχούμενοι, ώστε να μην έχουν ταξική συνείδηση. Επειδή ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε αυτοί που θα διαταράσσουν αυτήν την αβίωτη ζωή, υποστηρίζουμε τους ανθρώπους που εξαπλώνουν την εξέγερση στην Ελλάδα ενώ καταφάσκουν στη ζωή, καταστρέφουν ό,τι τους καταστρέφει (κι ό,τι μας καταστρέφει κι εμάς τους ίδιους), επανακτώντας το ψωμί που παράγουν τ’ αδέρφια μας, καταλαμβάνοντας πανεπιστήμια για να βρεθούν μαζί, αντιμετωπίζοντας την αστυνομία, διεκδικώντας τους δρόμους, δρώντας έξω κι ενάντια σε κόμματα και συνδικάτα, δείχνοντάς μας ότι η πραγματική οργάνωση είναι αυτή που προκύπτει αυθόρμητα από τα κάτω: “Εργάτες, άνεργοι, φοιτητές, κουκουλοφόροι” είναι κατηγορίες που χρησιμοποιούν τα αστικά μίντια για να απομονώσουν και να διαχωρίσουν. Εμείς λέμε: “είμαστε όλοι προλετάριοι! ας πολεμήσουμε λοιπόν κι ας οργανωθούμε ενάντια στη “δική μας” μπουρζουαζία, στη “δική μας” χώρα…” [22]

Κι ακόμα, απ’ τη Τσεχία (τον μικρό βούρκο ταξικής ειρήνης όπως σύντροφοι περιγράφουν τη “δική τους” χώρα), καλούν για αλληλεγγύη και προλεταριακή δράση: “Η οικονομία βρίσκετε σε κρίση; Ας την αποτελειώσουμε! Κάτω η κοινωνική ειρήνη! Μία Ελλάδα δεν είναι αρκετή! Αργά ή γρήγορα το κεφάλαιο θα μας αφήσει χωρίς αποθέματα. Θα υποφέρουμε και ίσως πεθάνουμε, εάν συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε δουλικά τη μισθωτή εργασία και το χρήμα ως απαραίτητα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Αλλά σίγουρα θα υπάρξουν προλετάριοι, που θα αρνηθούν τη λογική της ανταλλακτικής αξίας και θα εισβάλλουν στα σούπερ μάρκετ και θα απαλλοτριώσουν αυτά που χρειάζονται. Το ταξικό κίνημα στην Ελλάδα θα ξεσπάσει ξανά με ακόμα μεγαλύτερη ανατρεπτική δύναμη και αυτή τη φορά δε θα είναι μόνο του. Και δε θα είναι μόνο οι προλετάριοι στην Κίνα, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο ή τη Βολιβία που θα ξεσηκωθούν. Ακόμα και εδώ, βιτρίνες καταστημάτων θα γίνουν θρύψαλα. Θα λεηλατήσουμε καταστήματα και πολυτελείς αστικές επαύλεις. Μαζικές απεργίες εκτός κι ενάντια στα συνδικάτα, θα ανατρέψουν ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία. Το κράτος με την αστυνομία και το στρατό του, όπως πάντοτε, θα υπερασπιστεί την αστική τάξη και περιουσία και θα ασκήσει τον τρόμο ενάντια στους προλετάριους, που ποτέ δε θα επιλύσουν τίποτα, εάν δεν κάνουν τη δική τους επανάσταση. Στο μεταξύ, όλη η υποστήριξή μας, η συμπάθεια, οι σκέψεις μας ανήκουν στους προλετάριους στην Ελλάδα, που αγωνίζονται ή είναι φυλακισμένοι. Επιθυμούμε να τους βοηθήσουμε εξαπλώνοντας τον αγώνα στη Δημοκρατία της Τσεχίας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλουμε να μοιραστούμε και να επεκτείνουμε τις εμπειρίες τους ώστε να επανατοποθετήσουμε έναν παγκόσμιο επαναστατικό ξεσηκωμό στον ρου της Ιστορίας…” [23]

Η αδυναμία της ταξικής συνείδησης στο προλεταριάτο στην Ευρώπη και παγκόσμια διαρκώς ρίχνει το βάρος της στους ώμους μας, εμποδίζοντας ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα προλεταριακής βίας που είναι τόσο κρίσιμης σημασίας στον μετασχηματισμό μιας εξεγερτικής ταραχής σε μια διεθνή κοινωνική επανάσταση. Προφανώς, χωρίς αυτην τη γενίκευση, όπως οι σύντροφοί μας από την ΑΣΟΕΕ έγραφαν (βλ. την προαναφερθείσα προκήρυξή τους), υπάρχει ένα σημείο, μέτα το οποίο, εξ αιτίας του συσχετισμού δυνάμεων, η ορμή θα χαθεί. Είναι μια θλιβερή σκέψη, ωστόσο πραγματιστική, ότι αργά ή γρήγορα και παρά τις προσπάθειές μας να διατηρήσουμε και να εξαπλώσουμε το κίνημα, τα πράγματα θα επιστρέψουν στην κανονικότητα. Είναι μεγάλης σημασίας, καθώς ένας απ’ τους παράγοντες που βάζουν τρικλοποδιά στο κίνημα είναι η ιδέα ότι “η εξέγερση πρέπει πάσει θυσία να κρατηθεί όσο γίνεται περισσότερο”. Πράγματι, διαβάσαμε προκηρύξεις στο διαδίκτυο που εμφορούνταν απ’ αυτό το σκεπτικό.

Ο διεθνισμός του προλεταριάτου ακόμα είναι περιορισμένος σε τέτοιες μικρές ενέργειες, ζωτικές και υποδειγματικές, όπως διεξάγονται από μια μικρή μειοψηφία ομάδων που σε διάφορες χώρες βγαίνουν στο δρόμο στέλνοντας την υποστήριξή τους στην εξέγερση στην Ελλάδα, επιτιθέμενες σε συμβολικούς στόχους, που αντιπροσωπεύουν το Κράτος, μοιράζοντας φυλλάδια, προκηρύξεις και καλέσματα στήριξης του αγώνα στους υπνωτισμένους προλετάριους που σε άλλες χώρες “παρακολοθούν” το τί (ισχυρίζονται οι εχθροί μας ότι) συμβαίνει στην Ελλάδα” μέσω των διαστρεβλωμένων κι ευνουχισμένων εικόνων της TV. Κατά τρόπο τραγικό, υπνωτικά κι άλλα ιδεολογικά χάπια είναι ακόμα αποτελεσματικά και εμποδίζουν την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Πράγματι, αυτή τη φορά, πολύ περισσότερα συνέβησαν απ’ ότι σε κάθε άλλη προλεταριακή εξέγερση όπως αυτές που συνέβησαν στο Ιράκ, την Αλγερία και την Αργεντινή. Υπήρχε επίσης μια αίσθηση αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο που δημιούργησε μια ατμόσφαιρα αντίθετη με αυτές μιας συνήθως θαμμένης παγκόσμιας ταξικής σύγκρουσης. Στις συζητήσεις των αγωνιστών, στις συνελεύσεις, στις προκηρύξεις, στα μπαρ, στο διαδίκτυο… μπορούμε να δούμε ότι ένας μεγάλος αριθμός προλεταρίων, που μόλις μερικά χρόνια νωρίτερα ναρκώνονταν με ανόητες ιδεολογίες και πασιφισμούς, ταυτίστηκε κάπως με αυτήν την σπουδαία βίαιη έκφραση της τάξης μας. Ακόμη όμως κι αν ένιωθε κανείς μια εμβρυακής μορφής επανεμφάνιση αυτής της αίσθησης του ανήκειν στην ίδια τάξη που αντιτίθεται στον κόσμο του κεφαλαίου, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε μια διεθνής επέκταση της προλεταριακής εξέγερσης.

Αυτή η αδυναμία επέκταση δεν οφείλεται σε έλλειψη διεθνισμού μεταξύ του προλεταριάτου στην Ελλάδα. Αντιθέτως, είναι τα χαμηλά διεθνιστικά αντανακλαστικά του προλεταριάτου άλλων χωρών που θέτουν τα αντικειμενικά όρια της Ελληνικής εξέγερσης. Στην ελλάδα το προλεταριάτο έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να σπάσει την απομόνωσή του, και οι δράσεις του ήταν διεθνιστικές στον πυρήνα τους. Έφεραν φως σε όλους τους προλετάριους αδερφούς κι αδερφές μας που στις δράσεις τους μπορούσαν να αναγνωρίζουν τις δικές τους δυνατότητες, το μεγαλείο της επανάστασης που εξήγγελαν. Επίσης, όχι μόνο με δράσεις και με κείμενα, το προλεταριάτο στην Ελλάδα, κάλεσε τα αδέρφια του να ενωθούν στην μάχη, αλλά εν τω μέσω του αγώνα του εξέφρασε καθαρά, μέσα από συγκεκριμένες πράξεις, τη διεθνιστική αλληλεγγύη του με το προλεταριάτο άλλων χωρών, καθώς και με τους ξένους προλετάριους που αγωνίζονταν στην Ελλάδα. Πραγματικά, υπήρξαν φυλλάδια και δράσεις στην Ελλάδα ενάντια στην τρομοκρατική καταστολή, που διεξάγουν στις μέρες μας το Κράτος του Ισραήλ και οι ΗΠΑ, εις βάρος του προλεταριάτου της Λωρίδας της Γάζας. Αυτό δείχνει ότι ενάντια στην διεθνή κρατική τρομοκρατία δεν υπάρχει άλλη αλληλεγγύη παρά μέσα από τη χρήση βίας και άμεσης δράσης.

Σχετικά μ’ αυτό, θέλουμε να τονίσουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Στη διάρκεια της εξέγερσης στην Ελλάδα, προλετάριοι έμαθαν ότι οι ΗΠΑ εφοδιάζουν τους εγκληματίες του Εβραϊκού Κράτους με στρατιωτικό εξοπλισμό μέσω του λιμανιού του Αστακού, και πάλεψαν για να εμποδίσουν την διακίνηση. Ακολουθεί η αναφορά από το περιοδικό “Voices of Resistance from Occupied London”:

Αναφορές από καθεστωτικά μίντια αποκαλύπτουν ότι το αμερικανικό ναυτικό θα επιχειρήσει να στείλει 325 60μετρα κοντέινερ πυρομαχικών (πάνω από 3.000 τόνοι) από τον ιδιωτικό ελληνικό λιμένα του Αστακού στο Ισραήλ, σε μια επείγουσα διακίνηση όπλων για να βοηθήσει τα κατοχικά στρατεύματα στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Παλαιστηνιακού λαού στη Γάζα. Πληροφορίες σχετικά με την άφιξη του φορτίου είναι ασαφείς: πιθανές ημερομηνίες θεωρούνται οι 15, 25 και 31 Γενάρη (…) ομάδες και άτομα (…) οργανώνουν μια πανεθνική κινητοποίηση/αποκλεισμό του λιμανιού του Αστακού: η “αντιεξουσιαστική κίνηση”, η “αντιπολεμική διεθνής” και η τοπική συνέλευση ατόμων και ομάδων Αστακού έχουν ήδη βγάλει σχετικά καλέσματα για συγκέντρωση στο λιμάνι του Αστακού την Πέμπτη 15/1“. [25]

Μερικές ημέρες αργότερα, το κράτος των ΗΠΑ ενημέρωσε τους ισραηλινούς συμμάχους τους ότι η αποστολή ακυρώθηκε, για άγνωστο λόγο. Αλλά με τους αγωνιζόμενους προλεταρίους στην Ελλάδα, την Παλαιστίνη και τον κόσμο, γνωρίζουμε ότι οι εχθροί μας θα προτιμούσαν την ακύρωση της αποστολής (και μάλλον την οργάνωσή της με άλλο τρόπο) παρά να το συνεχίσει έχοντας αντιμέτωπη τη διεθνή προλεταριακή αλληλεγγύη, γιατί έτσι θα προκαλούσε μια ξεκάθαρη βία τάξης-εναντίον-τάξης σε διεθνή κλίμακα. Είναι αυτό που φοβούνται παραπάνω απ’ το κάθε τί: το γεγονός ότι η ένταση του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου είναι το μόνο που μπορεί να σταματήσει τους πολέμους, την καταπίεση και τις κρατικές σφαγές, σπεύδοντας να γελοιοποιήσουν κάθε πασιφιστική διαμαρτυρία.

Υπάρχει όμως ένα τελευταίο ερώτημα: Τί απέμεινε από την εξέγερση στην Ελλάδα; Ας αναφερθούμε ξανά στη διαύγεια των πρωταγωνιστών της τάξης μας: “Τα πάντα ξεκινούν και ωριμάζουν στη βία – αλλά τίποτα δε σταματά εκεί. Η καταστροφική βία που εξαπολύθηκε στα γεγονότα του Δεκέμβρη και προκάλεσε το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής κανονικότητας στο κέντρο της μητρόπολης, ήταν μια συνθήκη αναγκαία αλλά όχι επαρκής για τη μετουσίωση της εξέγερσης σε μια απόπειρα κοινωνικής χειραφέτησης. Η αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ανέφικτη χωρίς την παράλυση της οικονομίας – δηλαδή χωρίς τη διατάραξη της λειτουργίας των κέντρων παραγωγής και διανομής, μέσω του σαμποτάζ, των καταλήψεων, των απεργιών. Η έλλειψη θετικής, δημιουργικής πρότασης για μια διαφορετική μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων υπήρξε – μέχρι στιγμής – κάτι παραπάνω από εμφανής. Παρόλα αυτά, η εξέγερση του Δεκέμβρη πρέπει να γίνει κατανοητή στο ιστορικό πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας αναζωπύρωσης της ταξικής πάλης που εξελίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο.”

Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο (Φλεβάρης 2009), ο αγώνας του προλεταριάτου στην Ελλάδα συνεχίζεται, αν και με πολύ πιο περιορισμένο τρόπο. Μετά από ένα κύμα μπλόκων σε δρόμους κι εθνικές οδούς του αγροτικού κυρίος προλεταριάτου, μια σειρά από καταλήψεις και συνελεύσεις συνεχίζονται, δομές και ομαδοποιήσεις που εμπλουτίστηκαν στα γεγονότα και παίρνουν μαθήματα απ’ αυτά, δίνοντας οδηγίες για την επόμενη έκρηξη, που είναι εξ’ ίσου σίγουρη όσο και η αναπόφευκτη καταστροφή του κεφαλαίου. Τίποτα δε θα ναι πια το ίδιο, ούτε στην Ελλάδα ούτε αλλού. Οι σύντροφοι που βρέθηκαν στους δρόμους της Ελλάδας έχουν ένα μάθημα να πάρουν και να περάσουν σε όλους τους μαχητές που κινητοποιούνται στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ας είναι αυτή μας η συμβολή προς μια τέτοια κατεύθυνση!

Το προλεταριάτο στην Ελλάδα έδειξε στο παγκόσμιο προλεταριάτο τον ουσιαστικό δρόμο που πρέπει να πάρει

life

Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς

1. Αυτό το κείμενο γράφτηκε αρχικά στα ισπανικά τον Φλεβάρη του 2009 και δημοσιεύτηκε στην επιθεώρησή μας “Comunismo” No 59 τον Μάη 2009, καθώς και στα γαλλικά στο “Communisme” Νο 61 (Ιούνης 2009) υπό τον τίτλο: Τί συμβαίνει στην Ελλάδα;

2. Από το κείμενο “Ελλάδα: κάλεσμα για μια νέα διεθνή” που διανεμήθηκε στην Ελλάδα στη διάρκεια του κινήματος του Δεκέμβρη

3. Απόσπασμα από το φυλλάδιο “Τίποτε δεν τέλειωσε – είμαστε μόνο στην αρχή”  που βρέθηκε δημοσιευμένο στο Indymedia UK και έδειχνε έναν μεγάλο βαθμό αυθορμητισμού και αθωότητας όσον αφορά τους στόχους του κινήματος που σχολιάζουμε στη συνέχεια.

4. “Καταστρέφουμε το παρόν γιατί ερχόμαστε απ’ το μέλλον“: Προκήρυξη από “Προλετάριους απ’ την κατειλημένη ΑΣΟΕΕ“, ήδη δημοσιευμένη στο προηγούμενο τεύχος της αγγλικής επιθεώρησής μας “Communism” No 14 (1/09)

5. Όπως παραπάνω

6. Όπ. π.

7. Απόσπασμα από το “Ελλάδα: Κάλεσμα για μια Νέα Διεθνή” που αναφέραμε παραπάνω.

8. Από το “Καταστρέφουμε το Παρόν γιατί ερχόμαστε από το Μέλλον” που αναφέραμε ήδη.

9. “Εμείς, οι κρατούμενοι στα κολαστήρια που κατ’ ευφημισμό καλούνται φυλακές του ελληνικού κράτους, κουρασμένοι από τις ψεύτικες υποσχέσεις όλων των Υπουργών Δικαιοσύνης, τα τελευταία 10 χρόνια για καλυτέρευση των συνθηκών κράτησης και βελτίωση των ΠΚ και ΚΠΔ, αποφασίσαμε να κινηθούμε δυναμικά ώστε να επιβάλλουμε πλέον τις δίκαιες διεκδικήσεις μας. (Στμ. αναλυτικά

τα αιτήματα υπάρχουν σε διάφορες ιστοσελίδες, όπως εδώ)

10. Σε κάθε επέτειο της “πτώσης της δικτατορίας”, οργανώνονται διαδηλώσεις, αλλά αυτή τη χρονιά, χάρη στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων, αυτές ήταν πιο έντονες και διαδηλώναν την αλληλεγγύη των έξω με τους μέσα, οι οποίοι κλιμακώναν τον αγώνα τους.

11. Από το φυλλάδιο “Η Δημοκρατία τους Σκοτώνει…” της Κατάληψης Πολυτεχνείου στην Αθήνα, Παρασκευή, 12 Δεκέμβρη 2008.

12. Από το φυλλάδιο “Τίποτε δεν τέλειωσε – είμαστε μόνο στην αρχή” που αναφέραμε παραπάνω.

13. Η χειρότερη μορφή ρατσισμού είναι αυτή που υπάρχει στην ουσία όλων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, που αξιολογεί την εργατική δύναμη ενός ντόπιου και λευκού εργάτη ως πιο ακριβή απ’ αυτήν ενός μαύρου και/ή ξένου, και το χειρότερο είναι όταν κανείς προσποιείται πως

αυτό δεν υφίσταται κι ότι μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί παρά να είναι μέρος από ένα “αντιρατσιστικό” ιδεολογικό κύρηγμα.

14. Αυτή η προκήρυξη μοιράστηκε στις 15 Δεκέμβρη 2008 από το Στέκι Αλβανών Μεταναστών στην Αθήνα.

15. Βλ. “Ένα ανοιχτό γράμμα στους μαθητές”  με υπογραφή “Προλετάριοι” που έχει δημοσιευθεί στην αγγλική επιθεώρηση “Communism” No 14 (Γενάρης 2009). Ρdf εδώ.

16. Από το “Καταστρέφουμε το Παρόν γιατί ερχόμαστε από το Μέλλον” που αναφέραμε ήδη.

17. Από την Προκήρυξη της Γενικής Συνέλευσης Εξεγερμένων Εργατών, στην Αθήνα.

18. Από το “A detailed updated summary of the recent events in At

hens, from the perspective of some proletarian participants” στην ιστοσελίδα libcom.org

19. Απόσπασμα από το “Ελλάδα: Κάλεσμα για μια Νέα Διεθνή” που αναφέραμε παραπάνω.

20. Από το φυλλάδιο “Η Δημοκρατία τους Σκοτώνει…

21. Aπόσπασμα μεταφρασμένο από το κάλεσμα της Αστουριανής Επιτροπής Αλληλεγγύης με τους αγώνες στην Ελλάδα (solidariosg(at)gmail.com) σε μετάφραση της ICG.

22. To κάλεσμα που αναπαράγεται εδώ μετεφρασμένο έχει τίτλο “Θα φωτίσουμε τα σκοτάδια!” (μετάφραση της ICG από τα ισπανικά) με υπογραφή Anarquistas de Rosario, Argentina (www.anarquistasrosario.cjb.netanarquistasrosario@yahoo.com.ar).

23. Από φυλλάδιο της ομάδας Ταξικός Πόλεμος (Trídní válka στα τσεχικά): “Προκήρυξη αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους στην Ελλάδα” (ελλ. μετάφραση).

24. Πρόκειται για μια εντελώς αφηρημένη εκδοχή της “εξεγερσιακής” ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία το πάν είναι η εξέγερση. Αυτή η αρκετά μοδάτη τάση υποσκάπτει ουσιαστικά την ουσία της προλεταριακής εξέγερσης, καθώς την ταυτίζει με κάθε μορφή άμεσης δράσης. Το να προπαγανδίζει κανείς την “εξέγερση” χωρίς το κρίσιμο ποιοτικό άλμα της καταστροφής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης ισοδυναμεί με το να αρνείται στην ουσία την αναγκαιότητα μιας προλεταριακής επανάστασης, κι έτσι το μόνο που προκύπτει είναι χάσιμο ενέργειας. Η “εξεγερσιακή” ιδεολογία στέκεται ως εμπόδιο στο δρόμο της κοινωνικής επανάστασης, που αξιώνει τη ρευστοποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας και την επιβολή, μέσω της επαναστατικής βίας, μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Ακριβέστερα, η προλεταριακή εξέγερση είναι το αναγκαίο ποιοτικό άλμα με όρους συγκέντρωσης, οργάνωσης και επικέντρωσης της προλεταριακής δύναμης ενάντια στην αστική εξουσία που θα μετασχηματίσει μια γενικευμένη ταραχή σε μια κοινωνική επανάσταση. Κατά συνέπεια, οι πολλοί αυτοτιτλοφορούμενοι “εξεγερσιακοί” που κάνουν μια αδιάκριτη χρήση της λέξης “εξέγερση” δε δρουν ουσιαστικά για το σκοπό της πραγματικής εξέγερσης.

25. Για το θέμα αυτό, βλ. το πλήρες άρθρο στα αγγλικά, στο http://www.occupiedlondon.org/blog/ και συγκεκριμένα εδώ κι εδώ

26. Από το “Καταστρέφουμε το Παρόν γιατί ερχόμαστε από το Μέλλον

Categories
Uncategorized

Η επανάσταση και το κόμμα του ένοπλου – Δεκεμβριστές

το κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ από το athens.indymedia.org (όπου μπορεί να βρεθεί και σε pdf) ως μικρή ανταπόκριση στην επιτακτική -πλέον, έστω- ανάγκη να διαβαστούν και να κυκλοφορήσουν, παρά τον πανικό πληροφοριών των ημερών, οι ιδέες που αναπτύσσει συγκροτημένα, με ψυχραιμία και οξύνοια.

ΠΡΟΣΟΧΗ!  ΨΑΧΝΟΥΝ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ


Η επανάσταση και το κόμμα του ένοπλου

Η επανάσταση σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι η καταστροφή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, και, μέσα από αυτήν, η καταστροφή όλων των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η επανάσταση είναι τα κομμουνιστικά μέτρα που αυτή (θα) λαμβάνει αναγκαστικά κατά την εξέλιξη της: η κατάργηση της ιδιοκτησίας, η κατάργηση κάθε είδους ανταλλακτικής αξίας και κάθε είδους μετρησιμότητας, η κατάργηση του καταμερισμού εργασίας, της διαίρεσης του χρόνου σε παραγωγικό και «ελεύθερο», η κατάργηση όλων των καπιταλιστικών λειτουργιών και διαχωρισμών του χώρου. Τα κομμουνιστικά μέτρα είναι η δημιουργία άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, η κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και το «συλλογικό» συμφέρον, δηλαδή η κατάργηση των ίδιων των συμφερόντων –ατομικού και «συλλογικού»– που μέσα στο κεφάλαιο αντιπαρατίθενται μεν, αλληλοϋποστηριζόμενα όμως ως προς τη συνέχιση της διακριτής τους ύπαρξης.

Καθώς (θα) εξελίσσεται η επανάσταση και μέσα από τα μέτρα που (θα) λαμβάνει, (θα) αποσυντίθενται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και οι τάξεις που αυτές συνεπάγονται: η καπιταλιστική τάξη και το προλεταριάτο. Η επανάσταση θα καταστρέφει και το κεφάλαιο θα αμύνεται και θα προσπαθεί να αναστρέψει αυτή την καταστροφική πορεία, αλλάζοντας μορφές και φυσικά καταφεύγοντας στην άσκηση της βίας που διαθέτει. Η δράση της επανάστασης, δηλαδή τα μέτρα που θα λαμβάνει κατά την εξέλιξή της, δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε βίαιη αντιπαράθεση με το κράτος. Αν η επανάσταση δεν καταπνιγεί στις πρώτες «ξεκάθαρες» αντιπαραθέσεις με το κράτος και κατορθώσει να επεκταθεί γρήγορα, τότε θα αναλάβει δράση η αντεπανάστασή της, που πάντα αναπτύσσεται ταυτόχρονα μ’ αυτήν, και συγκρουόμενη με την επανάσταση θα προσπαθεί να την αναχαιτίσει. Η αντεπανάσταση, που θα παρουσιάζεται σαν επανάσταση, θα φτάσει, αν χρειαστεί, στο σημείο να ανεμίσει κόκκινες ή κοκκινόμαυρες σημαίες και να προσπαθήσει να επιβάλει μια νέα μορφή της σχέσης κεφάλαιο (έναν άλλο εφικτό κόσμο), φυσικά με τη βία. Η βίαιη (αναπόφευκτα και ένοπλη) αντιπαράθεση της επανάστασης με το κράτος και την αντεπανάσταση θα μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν η επανάσταση  διαχυθεί παντού και μόνο αν ταυτιστεί απόλυτα με την επιβίωση των ατόμων και των νέων σχέσεων μεταξύ τους.

Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, για να απογυμνωθεί η επανάσταση από το περιεχόμενό της ως άμεση λήψη κομμουνιστικών μέτρων και να ακυρωθεί η αναγκαιότητα της διάχυσης αυτών των πρακτικών της, σήμερα παρουσιάζεται ως επαναστατική πρακτική η διαχωρισμένη ένοπλη δράση κάποιων ειδικών κομάντο. Η θεαματική πρακτική που παρουσιάζει την επανάσταση ως «ανάληψη των όπλων από τους συνειδητοποιημένους» στην πραγματικότητα είναι η ένοπλη έκφραση της αντεπανάστασης, μια από τις μορφές της αντιεξέγερσης σήμερα στην Ελλάδα και διεθνώς.

Η επανάσταση είναι μια διαδικασία που θα διαλύσει τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, ωστόσο θα αναδυθεί μέσα από αυτές. Η επανάσταση είναι μια διαδικασία η οποία δεν είναι εξαρχής απαλλαγμένη από κάθε είδους διαμεσολάβηση. Επειδή η επαναστατική διαδικασία θα είναι η κατάργηση κάθε διαμεσολάβησης και η επικράτηση των άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, η αντεπανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική διαμεσολάβηση, καθώς αυτή είναι η γλώσσα έκφρασης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το «ένοπλο» είναι μια ειδική μορφή πολιτικής πρωτοπορίας. Η διαφορά του με τις υπόλοιπες είναι ότι, επειδή επιτίθεται στρατιωτικά στους «κακούς» (προς το παρόν τουλάχιστον), μπορεί να παρουσιάζει πως κάνει κάτι που σε καμία περίπτωση δεν κάνει: ότι επιτίθεται στις σχέσεις που ορίζουν το ρόλο κάθε λειτουργού του κεφαλαίου αλλά και του ίδιου του κράτους. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου δηλώνει ότι είναι εχθρικό προς όλες τις πρωτοπορίες, ένα μέρος του πείθεται πως το κόμμα του ένοπλου είναι διαφορετικό ποιοτικά από τις άλλες μορφές πολιτικής πρωτοπορίας.

Το ένοπλο ως πολιτική διαμεσολάβηση

Κάθε πολιτική διαμεσολάβηση έχει αντίθετα συμφέροντα από την επανάσταση. Με όλες τις πρακτικές του, τα χτυπήματα και το λόγο του, το κόμμα του ένοπλου επιδιώκει να παίξει έναν πολιτικό ρόλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η πολιτική δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνδιαλλαγή με το κράτος, το οποίο είναι ο βασικός μηχανισμός αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Κάθε πολιτική οργάνωση, ανεξάρτητα με τον τρόπο που χρησιμοποιεί για να διαμεσολαβεί τις σχέσεις ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους αλλά και την ίδια τη σχέση της εκμετάλλευσης, ουσιαστικά διεκδικεί για τον εαυτό της τη διαχείριση της συνέχισης της ύπαρξης της τάξης των εκμεταλλευόμενων.

Οι παλαιότερες αριστερές ένοπλες πολιτικές οργανώσεις της Ελλάδας ήταν σαφείς ως προς τον πολιτικό τους ρόλο. Προωθούσαν μέσα από την καταδικαστική δράση τους για μια συγκεκριμένη πολιτική, μια άλλη, εναλλακτική πολιτική: προωθούσαν τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους ή ενός συστήματος αυτοδιαχείρισης της παραγωγής, δηλαδή ενός συστήματος αυτοεκμετάλλευσης. Αυτός ήταν ο τρόπος να διαμεσολαβείται πολιτικά το περιεχόμενο της επανάστασης της προηγούμενης ιστορικής περιόδου.

Σήμερα οι περισσότερες από τις ένοπλες πολιτικές οργανώσεις εμφανίζονται ως μηδενιστικές και αντικοινωνικές. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι επειδή οι σύγχρονες εξεγέρσεις είναι όντως μηδενιστικές. Είναι μηδενιστικές επειδή δεν διεκδικούν ούτε επιμέρους βελτιώσεις ούτε αναμόρφωση του συστήματος (ο τρόπος λειτουργίας του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ψευδαισθήσεις ότι οποιαδήποτε λεκτική παραχώρηση θα υλοποιηθεί). Είναι μηδενιστικές επειδή οι εκμεταλλευόμενοι, στρεφόμενοι εναντίον του κεφαλαίου, στρέφονται άμεσα εναντίον του συνόλου της σημερινής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας τους της ύπαρξης ως τάξης του κεφαλαίου, καθώς όλα τα αναχώματα μεταξύ των αντιτιθέμενων τάξεων έχουν διαβρωθεί σήμερα στον σύγχρονο καπιταλισμό, αφήνοντας την καταστολή σαν μοναδικό αποφασιστικό επιχείρημα του κεφαλαίου. Οι σύγχρονες εξεγέρσεις προεικονίζουν την καταστροφή όλων των λειτουργιών της καπιταλιστικής κοινωνίας, την πλήρη διάρρηξη όλων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τη δημιουργία νέων άμεσων σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ατόμων. Αυτές οι νέες σχέσεις είναι η πλήρης άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι ο εκμηδενισμός (η εξάλειψη) της καπιταλιστικής κοινωνίας, η καταστροφή της. Ο μη διεκδικητικός χαρακτήρας του Δεκέμβρη, δηλαδή το μηδενιστικό του περιεχόμενο, προεικονίζει το μηδενισμό της επανάστασης.

Ο μηδενισμός του κόμματος του ένοπλου που εκφράζεται μέσα σε κάποιες από τις πρακτικές του είναι καρικατούρα: η δήθεν «επιλογή της πρωτοπορίας» να επιτεθεί σε όλους (υπονοούν επιθέσεις ακόμη και στο «μη συνειδητοποιημένο» κομμάτι των εκμεταλλευόμενων) και το αυτάρεσκο «πάθος για την καταστροφή των πάντων»  δεν έχει τίποτα να κάνει με την αναγκαιότητα του ξεπεράσματος του κεφαλαίου και τη δημιουργία νέων σχέσεων. Το σύγχρονο κόμμα του ένοπλου πλασάρεται ως «μηδενιστικό» και, ορίζοντας το μηδενισμό ως «ανομία» ή «βανδαλισμό» ή «χουλιγκανισμό», χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της αντεπανάστασης και του κράτους, προσπαθεί να αδειάσει το μηδενισμό της εξέγερσης από το επαναστατικό περιεχόμενό του.

Οι πρακτικές και η ιδεολογία του κόμματος του ένοπλου

Το κόμμα του ένοπλου, αλλά και όσοι πείθονται από αυτό, απαντούν στην κριτική που λέει ότι η πρακτική του δεν είναι τίποτε άλλο από μια πολιτική διαμεσολάβηση όπως ακριβώς και αυτή των υπόλοιπων κομμάτων, με δύο επιχειρήματα: α) ότι λειτουργούν ως προτροπή, ότι δηλαδή αν και οι υπόλοιποι εκμεταλλευόμενοι ακολουθήσουν τη δική τους πρακτική τότε και με αυτόν τον τρόπο θα γίνει η επανάσταση και β) ότι αποδυναμώνουν το κράτος και εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς τρόμου για τους μπάτσους και τους αστούς, προετοιμάζοντας έτσι την επανάσταση. Για να κριθούν αυτές οι θέσεις, όπως και κάθε κατεύθυνση που επιχειρεί να δώσει οποιοσδήποτε παρουσιάζεται ως «επαναστατική πρωτοπορία» (ένας όρος ενδογενώς αντιφατικός), πρέπει να αποσαφηνιστεί τι θα συμβεί αν τελικά οι εκμεταλλευόμενοι ακολουθήσουν την «πρωτοπορία» και να εξεταστεί αν όντως πλήττεται το κράτος όταν φοβούνται οι μπάτσοι.

Τι σημαίνει σήμερα να πάρει ο κόσμος τα όπλα και τι θα συμβεί αν όντως πάρει τα όπλα, αν δηλαδή όντως ακολουθήσει τις προτροπές των κειμένων της «πρωτοπορίας»; Παραδοσιακά, σύμφωνα με το κόμμα του ένοπλου, υπάρχουν δύο τρόποι να ξεκινήσει η επανάσταση παίρνοντας τα όπλα: να δημιουργηθεί ένα ισχυρό αντάρτικο πόλης ή να δημιουργηθεί ένας «επαναστατικός στρατός». Το σύγχρονο εγχώριο κόμμα προωθεί το αντάρτικο πόλης. Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι το αντάρτικο πόλης που κατορθώνει να γενικευθεί μπορεί να οδηγήσει μόνο στη δημιουργία στρατιωτικής οργάνωσης. Η ύπαρξη και μόνο ενός στρατού (ανεξάρτητα από την αρχική μορφή του) είναι αντεπαναστατική. Ο στρατός είναι ιεραρχία, πειθαρχία, διαμεσολάβηση, ανεξάρτητα από το αν ονομάζεται επαναστατικός. Ο στρατός δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ένα μηχανισμό που έχει στόχο να καταλάβει την εξουσία. Η επανάσταση όμως δεν μπορεί να είναι η κατάληψη της εξουσίας από τους εκμεταλλευόμενους και η διαχείριση της παραγωγής με τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους ή εναλλακτικών θεσμών αυτοεκμετάλλευσης: όλες οι ιστορικές επαναστάσεις με αυτό το περιεχόμενο απέτυχαν. Τα αντάρτικα με τέτοιες διακηρυγμένες προθέσεις, όταν φτάνουν στην κεντρική εξουσία (π.χ. Νεπάλ), απλώς εγκαθιδρύουν νέες δομές εξουσίας για τη διάσωση ενός καπιταλιστικού καθεστώτος που βρίσκεται σε μεγάλη κρίση. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δημιουργηθεί σήμερα «επαναστατικός στρατός», πράγμα που προεικονίζεται στο περιεχόμενο των εξεγέρσεων που πραγματικά αμφισβητούν τον σύγχρονο κόσμο. Οι εξεγέρσεις αυτές είναι ήδη η διάχυση της σύγκρουσης μέσα στο χωροχρονικό πλαίσιό τους. Η επανάσταση είναι αναγκαστικά η διάχυση της σύγκρουσης παντού, γιατί η υπεροπλία του κράτους είναι τέτοια που ο περιορισμός της επανάστασης σε υπεράσπιση στρατιωτικών μετώπων θα ήταν το τέλος της. Το μόνο που θα πετύχαινε η στρατηγική της στρατιωτικής αντιπαράθεσης που προωθεί το κόμμα του ένοπλου, θα ήταν να οδηγήσει σε μια άμεση και απόλυτη ήττα, σε ένα λουτρό αίματος.

Αυτό το πρακτικό αδιέξοδο οδηγεί στη σκέψη ότι ο στόχος της προτροπής είναι άλλος. Ο στόχος είναι να στραφεί στη διαχωρισμένη πρακτική του ένοπλου ο κόσμος που είναι ήδη εξοικειωμένος με τις πρακτικές βίας του δρόμου. Καθώς το αδιέξοδο της ζωής βιώνεται ατομικά από όλο και περισσότερους (κάτι που δεν είναι παρά μια όψη του αδιεξόδου μπροστά στο οποίο βρίσκεται η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων) και καθώς οι πρακτικές του δρόμου αντιμετωπίζονται από τα κράτη παγκοσμίως όλο και πιο σκληρά με τη μετατροπή της αστυνομίας σε εσωτερικό στρατό κατοχής (προληπτικές συλλήψεις, αύρες, τέιζερ, πλαστικές σφαίρες, πραγματικά πυρά), η ένοπλη δράση παρουσιάζεται μέσα από τις πρακτικές του κόμματος του ένοπλου ως μια υποτιθέμενη διέξοδος. Η διέξοδος αυτή προτείνεται σε όσους δεν χωράνε στις άλλες πολιτικές μορφές του κινήματος που δημιουργήθηκαν ή ενδυναμώθηκαν μέσα στην εξέγερση του Δεκέμβρη αλλά πέρα απ’ αυτήν ή και εναντίον της. Σε όσους δεν χωράνε στα πάρκα, στις δεκάδες συνελεύσεις, στις «πρωτοβουλίες πολιτών» για τα τοπικά ζητήματα ή/και στα συνδικάτα βάσης, προτείνεται η λύση ενός απελπισμένου μοναχικού πολέμου εδώ και τώρα.

Το σύγχρονο κόμμα του ένοπλου δομεί την ιδεολογία του εκσυγχρονίζοντας την ιδεολογία της θυσίας του αγωνιστή που έχει κληρονομηθεί από τη σταλινική αριστερά. Η ιδεολογία του, που συμπυκνώνεται στο ότι επαναστάτες είναι αυτοί που τολμούν να «ξεκινήσουν την επανάσταση μόνοι τους παίρνοντας τα όπλα» –αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες της απόφασης αυτής ακόμη και για τους ίδιους– στην ουσία βασίζεται στον πλήρη ενστερνισμό του πιο σημαντικού όρου του καπιταλιστικού ονείρου: στην ατομική αξία, δηλαδή στην απόδοση της επιτυχίας ή της αποτυχίας στην προσωπική θέληση, απόφαση και προσπάθεια. Η πιο απλοϊκή μορφή αυτής της ιδεολογίας είναι το ηρωικό καουμποϊλίκι: το μόνο που χρειάζεται είναι να είσαι τολμηρός και να τραβάς πιο γρήγορα τη σκανδάλη. Το κόμμα του ένοπλου συνειδητά αγνοεί τις κοινωνικές σχέσεις που ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Αγνοεί ότι η κοινωνία αυτή είναι ταξική και ότι η αντιφατική σχέση των τάξεων είναι η μόνη δυνατή πηγή της επανάστασης. Γι’ αυτόν το λόγο φετιχοποιεί τα όπλα και μετατρέπει την επανάσταση σε μια καρικατούρα: την ένοπλη σύγκρουση. Στην ουσία, το κόμμα του ένοπλου συμμετέχει σ’ ένα στημένο παιχνίδι με νικητή αναγκαστικά το κράτος. Η συμμετοχή σ’ αυτό το παιχνίδι προσφέρει τη δυνατότητα στο κράτος να ξεμπερδέψει άμεσα με ένα κομμάτι των εκμεταλλευόμενων που ολοφάνερα δεν μπορεί να διαχειριστεί αλλιώς.

Το επόμενο λογικό βήμα στη σκέψη, είναι να τεθεί σε κριτική κατά πόσον οι ένοπλες πρακτικές ελάχιστων –οι οποίες κανένας δεν γνωρίζει ποιες ακριβώς είναι, αλλά όλοι γνωρίζουν μόνο ό,τι παρουσιάζει η αστυνομίαόντως πλήττουν το κράτος και το κεφάλαιο. Το ότι φοβούνται οι μπάτσοι ως άτομα (κάτι που όντως ισχύει σε κάποιο βαθμό) δεν έχει καμία σχέση με την εξέλιξη της κατασταλτικής στρατηγικής του κράτους. Θα ήταν μεγάλη αφέλεια αν πίστευε κάποιος ότι το κράτος πρόκειται να αλλάξει στρατηγική γι’ αυτόν το λόγο. Ο φόβος των μπάτσων, όπως και ο θάνατός τους, είναι μέσα στον προϋπολογισμό. Το κράτος δεν αντιμετωπίζει τους μπάτσους ως ανθρώπους αλλά ως όργανα, ως στρατιώτες, και δεν πρόκειται φυσικά να μειώσει την καταστολή, η οποία αποτελεί σήμερα την πιο σημαντική έκφανση της διαχείρισης της αναπαραγωγής των εκμεταλλευόμενων. Υπάρχουν και οι απόψεις που εκφράζονται από φράξιες του κόμματος του ένοπλου ή/και υποστηρικτές του κόμματος αυτού, οι οποίες επιδιώκουν την αύξηση της καταστολής. Αυτές οι απόψεις θεωρούν ότι με ένα μηχανιστικό τρόπο η αύξηση της καταστολής και των θυμάτων της θα επιφέρει αναγκαστικά την επανάσταση. Η επιδίωξη αύξησης της καταστολής υπονοεί ότι η δημοκρατία είναι ακαταμάχητη, γιατί ως δημοκρατία μπερδεύει τους υπηκόους και καλό θα ήταν να γίνει αυτό που «πραγματικά» είναι: δικτατορία. Έτσι θα έμπαιναν ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές και θα εξέλιπε η ολέθρια εξαπάτηση της συνείδησης – από μια δημοκρατία στην οποία οι θιασώτες του ένοπλου θεμελιωδώς πιστεύουν.  Πιστεύουν στην «πραγματική» δημοκρατία, «πραγματική» ελευθερία, «πραγματική» κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή σε αξίες που είναι «καλές», αλλά το καθεστώς τις χρησιμοποιεί βρωμίζοντάς τες, επειδή ακριβώς δεν αναγνωρίζουν τα ταξικά θεμέλια της κοινωνίας, την αντιφατική σχέση κεφαλαίου-προλεταριάτου και την ιστορία της.

Ένας ακόμη τρόπος να αποτιμηθεί η πρακτική του κόμματος του ένοπλου είναι να αποσαφηνιστούν τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής ιστορικά. Η ιστορία απαρέγκλιτα δείχνει ότι η «επανάσταση του όπλου» είναι το όπλο της αντεπανάστασης και μάλιστα το πιο ισχυρό της όπλο, ακριβώς γιατί παρουσιάζεται πιο πειστικά από όλα τα υπόλοιπα ως επανάσταση. Τα ιστορικά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η πρακτική του ένοπλου ταυτίζεται με τα συμφέροντα του κράτους σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά και ειδικά στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά και δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να τα αναπαράγει εδώ. Είναι σίγουρο πάντως ότι το να πιστεύει κανείς πως το κράτος δεν κατασκευάζει ή δεν εκμεταλλεύεται γεγονότα, σήμερα πια που τεράστιες κρατικές συνωμοσίες αποκαλύπτονται, αποτελεί ανοησία.

Η σημερινή κατάσταση

Ταυτόχρονα με την εξέλιξη ενός κινήματος εξελίσσεται και η επεξεργασία της στρατηγικής του κεφαλαίου και του κράτους εναντίον του. Αυτό που επαναλαμβάνεται στην ιστορία είναι ότι το κόμμα του ένοπλου εμφανίζεται κατά την υποχώρηση ενός κινήματος αναγγέλλοντας την έναρξη της αντεπίθεσης του κράτους ή/και μετά το τέλος του κινήματος για να ακυρώσει το περιεχόμενο του κινήματος. Όταν ο κόσμος είναι στο δρόμο και η βία του κινήματος είναι διάχυτη και κοινωνικοποιημένη, το κόμμα του ένοπλου δεν μπορεί να παίξει κανένα ρόλο. Στην εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν οι εξεγερμένοι έκαναν επιθέσεις στους μπάτσους με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κανένα κόμμα δεν μπορούσε να διεκδικήσει την πρωτοπορία και να υποδείξει μια διαχωρισμένη πρακτική ως πιο «αναβαθμισμένη» από την υπάρχουσα εξεγερσιακή πρακτική ή ως πιο «επαναστατική». Όταν ένα κίνημα τελειώνει, το κεφάλαιο και το κράτος αντεπιτίθενται με μεγάλη σφοδρότητα χρησιμοποιώντας πέρα από την καταστολή και κάθε είδους διαμεσολάβηση. Αντικειμενικά λοιπόν, το κράτος και το κόμμα του ένοπλου έχουν κοινό συμφέρον τον περιορισμό του διάχυτου κοινωνικού κινήματος της εξέγερσης.

Σήμερα, στην Ελλάδα του Δεκέμβρη 2009, δηλαδή στη μετεξεγερσιακή Ελλάδα, βιώνουμε την ανάπτυξη της τρομοκρατικής στρατηγικής του κράτους, που φυσικά έχει ως πρώτο μέλημά του να καταστείλει το κίνημα, να καθυστερήσει την εξέγερση και αν είναι δυνατό να την αποτρέψει εντελώς. Προσπαθεί μανιασμένα να πείσει τους εκμεταλλευόμενους ότι οι εξεγέρσεις αναγκαστικά οδηγούν στην «ανάπτυξη της τρομοκρατίας», δηλαδή ότι η μόνη συνέχεια του κινήματος είναι αναγκαστικά το ένοπλο. Η στρατηγική του κράτους ξεκίνησε μέσα στην εξέγερση, όταν ξαμόλησε τους παρακρατικούς και τους ντυμένους με πολιτικά μπάτσους από τις 9 Δεκέμβρη σε πολλές πόλεις στην Ελλάδα. Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής ήταν απόλυτη όσο η εξέγερση ήταν στη δυνατή, ανοδική της φάση. Στη συνέχεια το παρακράτος πυροβόλησε έναν μαθητή στις 17 Δεκέμβρη όταν η κάμψη της εξέγερσης ήταν ήδη ορατή. Όταν η εξέγερση του Δεκέμβρη είχε ήδη τελειώσει, στις 23 Δεκέμβρη, το κόμμα του ένοπλου ανέλαβε δράση: πυροβόλησε μέσα από το Πολυτεχνείο. Ο τόπος και ο χρόνος που επιλέγεται για κάθε χτύπημα είναι πολύ σημαντικός και σίγουρα ο τόπος και αυτή η χρονική στιγμή ορίζουν την αντικειμενική ταύτιση συμφερόντων του κράτους και του κόμματος του ένοπλου. Στη συνέχεια, πυροβολώντας αβέρτα και ρίχνοντας χειροβομβίδες, πάντα σύμφωνα με την αστυνομία, το κόμμα του ένοπλου όρισε τα Εξάρχεια ως το πεδίο της καταστολής και της γκετοποίησης του κινήματος στις 5 Γενάρη.

Με τη στρατηγική του μέχρι σήμερα το κράτος δείχνει ότι αποτιμά τον Δεκέμβρη με έναν συγκεκριμένο τρόπο: δεν έχει ακόμη αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το θάνατο μπάτσων –τον ένα θάνατο μπάτσου μετά την εξέγερση δεν τον χρησιμοποίησαν–, κρατάει αυτό το χαρτί για τη συνέχεια και το αναγγέλλει μέσα από τις εφημερίδες του. Αν οι υπήκοοι δεν συμμορφωθούν, δηλαδή δεν φοβηθούν αρκετά από την τρομοκρατία και τα πρώτα στη λίστα ιδανικά (για πολλούς λόγους) θύματά της, τους μπάτσους, και συνεχίσουν να εξεγείρονται, το κράτος δεν θα διστάσει να πραγματοποιήσει τις αναγγελίες που κάνει μέσα από τα μμε ακόμα και να προχωρήσει σε πραγματικά τυφλά χτυπήματα εναντίον των ίδιων των υπηκόοων του. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τους εκατοντάδες υπηκόους του που αποδεδειγμένα σφαγίασε στα τυφλά το ιταλικό κράτος στην Πιάτσα Φοντάνα, στο σταθμό της Μπολόνια και στο τρένο Ιτάλικους, με μοναδικό στόχο να εξυπηρετήσει τη στρατηγική της καταστολής ενός εκτεταμένου κινήματος και να εξωθήσει ένα δυναμικό κομμάτι του στη διαχωρισμένη ένοπλη βία.

Έχει καμία σημασία ποιος κρύβεται πίσω από τα ένοπλα χτυπήματα;

Οι σημερινές πρακτικές του κόμματος του ένοπλου, όπως αναπτύχθηκαν τους τελευταίους μήνες, προσπαθούν με άγαρμπο τρόπο να αφαιρέσουν το περιεχόμενο της κριτικής που έκανε η εξέγερση του Δεκέμβρη στην καπιταλιστική κοινωνία. Με την προπαγάνδα που ακολουθεί τις εκατοντάδες σφαίρες που (πάντα σύμφωνα με την αστυνομία) ρίχνουν, με τις χειροβομβίδες και τις βόμβες, προσπαθούν να συνδέσουν την κοινωνική πρακτική της βίας στο δρόμο και της κοινωνικής βίας χαμηλής έντασης (με υλικά που μπορεί να προμηθευτεί ο καθένας) με τη βία του ειδικού κομάντο, του επαγγελματία. Το κόμμα του ένοπλου προσπαθεί, «επιτιθέμενο» κυριολεκτικά και στην κουτσή Μαρία, να γελοιοποιήσει τη ρήξη που προκάλεσε με το να μη διεκδικήσει τίποτα από αυτό τον κόσμο η εξέγερση του Δεκέμβρη, δασκαλεύοντας τον κόσμο της εξέγερσης (γιατί σ’ αυτόν απευθύνονται τα κείμενα του κόμματος αυτού) να μη συμμετέχει στους καθημερινούς αγώνες, να μη σκέφτεται (αλλά να αισθάνεται!), να μην κάνει καταλήψεις (!), και προσπαθεί εναγωνίως να τον πείσει ότι η επανάσταση είναι ζήτημα «δημιουργίας επαναστατικών συνειδήσεων». Στα δύο τελευταία (πολύ διαφορετικά από όλα τα προηγούμενα) κείμενα της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς» στοχοποιείται ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος και αναπαράγεται πλήρως η λογική του κράτους που θέλει να παρουσιάσει ότι ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος, το φοιτητικό κίνημα και η εξέγερση του Δεκέμβρη είναι η δεξαμενή για το «νέο» κόμμα του ένοπλου. Τι σχέση έχει όμως ο Δεκέμβρης και οι πρακτικές που ανέδειξε με όλα αυτά; Τι σχέση μπορεί να έχουν οι πρακτικές με τις μολότοφ, τις πέτρες, τις γλάστρες από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, ακόμη και τα γκαζάκια, με τις σκοτεινές διαδρομές των όπλων και τις πρωτοπορίες; Πώς μπορούν να συνδεθούν οι άμεσες συντροφικές σχέσεις μεταξύ των εξεγερμένων που εκφράζονταν μέσα στις πρακτικές τους με την οργάνωση μιας στρατιωτικού τύπου ένοπλης ομάδας; Ο διακηρυγμένος αυτάρεσκος «μηδενισμός» κάποιων σημερινών ένοπλων παρουσιάζει ωμά την επανάσταση ως σύγκρουση των «επαναστατών» (της πρωτοπορίας που υποκαθιστά κάθε κίνημα) με το κράτος. Στο ντέρμπι «επαναστατών»-κράτους το κίνημα οφείλει να βγάλει το σκασμό, να σταματήσει τις «αδελφίστικες» κινηματικές δράσεις και να πάρει θέση θεατή για να μετράει το σκορ. Βέβαια αν αποφασίσει να βάλει κάποια στιγμή το χεράκι του για να σκοράρουν οι «δικοί μας», ακόμα καλύτερα. Ο Δεκέμβρης του 2008 δεν έχει καμία σχέση με τον Δεκέμβρη της ΟΠΛΑ, όσο κι αν προσπαθεί το κράτος και το κόμμα του ένοπλου να μας πείσουν για το αντίθετο.

Δεν έχει καμιά απολύτως σημασία αν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους στις ένοπλες ενέργειες των τελευταίων δέκα μηνών δεν είναι ρουφιάνοι, πράκτορες ή/και μπάτσοι. Ούτως ή άλλως, άτομα και ομάδες που δεν σχετίζονται έστω έμμεσα με τη μαφία ή το κράτος είναι πολύ δύσκολο να προμηθευτούν ανεξέλεγκτα οπλισμό και να κινούνται χωρίς να γίνονται ορατοί από το κράτος. Αυτούς που είναι ορατοί (όπως για παράδειγμα η υποτιθέμενη «αόρατη επιτροπή» στη Γαλλία) το κράτος ή τους συλλαμβάνει ή τους διαβρώνει. Καμία ουσιαστική διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ της δράσης μιας ομάδας της οποίας τις κινήσεις γνωρίζει το κράτος και συνεπώς μπορεί να την αφήνει να δρα ή να την εμποδίζει ανάλογα με τα συμφέροντά του, και της δράσης μιας τρομοκρατικής ομάδας πρακτόρων (ας μην ξεχνάμε ότι ένας αποδεδειγμένα ρουφιάνος του ελληνικού κινήματος είναι ο πρώην βομβιστής αλλά πάντα ΚΥΠατζής, ο Ντάνος Κρυστάλλης).

Εκείνο που έχει σημασία είναι η στρατηγική του κράτους, που είναι η ώθηση ενός κομματιού του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου προς το κόμμα του ένοπλου. Από τη μία πλευρά η κατασταλτική στρατηγική του κράτους (η κατοχή των Εξαρχείων και οι προαναγγελθείσες συλλήψεις στην πορεία της 17 Νοέμβρη, δηλαδή η αρχή της πραγματικής καταστολής) και το αδιεξοδο που προκαλείται στην αναπαραγωγή της κοινωνίας συνολικά και από την άλλη η φανατική ανάδειξη κάθε ενέργειας και του λόγου του κόμματος του ένοπλου από το κράτος και τα μμε, αποτελούν το περίγραμμα του σχεδίου περιθωριοποίησης του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου στο μαντρί των «παρακολουθούμενων επίδοξων τρομοκρατών». Το κράτος γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να αποσοβήσει μια νέα εξέγερση και προσπαθεί αναγκαστικά να καθυστερήσει και να δυσκολέψει το αρχικό στάδιο της εκδήλωσής της με την τρομοκρατία που έχει εξαπολύσει. Το κράτος αναγκάζεται να κάνει χονδροειδείς αφαιρέσεις καθώς βρίσκεται σε κατάσταση προληπτικής άμυνας και ασχολείται τόσο πολύ με το «χώρο» εξαιτίας της εντελώς μηχανιστικής λογικής του. Σύμφωνα με τη λογική του κράτους, αν δεν υπήρχε η αντίδραση της νύχτας του Σαββάτου 6 Δεκέμβρη είναι πιθανό να μην υπήρχε εξέγερση. Άρα, αν περιοριστεί ο «χώρος» στα πολύ στενά πλαίσια του κόμματος του ένοπλου, που σημαίνει παρακολουθήσεις, περιστολή κάθε ελευθερίας κίνησης εκατοντάδων ανθρώπων, πολλές προληπτικές συλλήψεις/προφυλακίσεις, είναι πιθανό να μην μπορεί να ξεκινήσει κάτι αντίστοιχο εύκολα στο μέλλον: κούνια που τους κούναγε. Αν όμως από τη μία πλευρά η αναγκαστικά χονδροειδής λογική του κράτους αποδειχθεί άχρηστη την κρίσιμη ώρα της εξέγερσης, από την άλλη πλευρά, η ιδεολογική αγκύλωση κομματιού του «χώρου» στην ένοπλη έκφανση της αντεπανάστασης είναι δυστυχώς πιθανό να παίξει ρόλο στην ίδια την εξέλιξη της εξέγερσης.

Κάποιοι που βλέπουν το μέλλον μέσα στην εξέγερση του Δεκέμβρη

Categories
Melancholic Troglodytes

Πακιστάν: Μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα;

Πακιστάν: Μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα; -Μελαγχολικοί Τρωγλοδύτες

Η υψηλότερη προσπάθεια ηρωισμού για την οποία είναι ακόμα ικανή η παλιά κοινωνία είναι αυτή του εθνικού πολέμου, κι αυτή ακόμα αποδεικνύεται πλέον πως δεν είναι παρά μια χίμαιρα, που σκοπεύει να υποσκάψει την πάλη των τάξεων, και τίθεται στο περιθώριο με το που η ταξική σύγκρουση ξεσπάει σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο“. -Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία.

Η “παρανομοποίηση” της οικονομίας

Για να χει νόημα μια ανάλυση του Πακιστάν, “πρέπει να αντιμετωπίζει το Πακιστάν και το ελεγχόμενο από τους Ταλιμπάν κομμάτι του Αφγανιστάν ως μια οικονομική ζώνη” (B. Raman). Διαφορετικά, δε θα μπορούσε να καταλάβει κανείς πώς μια οικονομία σε βαθιά κρίση, στερημένη από πιστωτικά δάνεια και με μια γιγαντωνόμενη εργατική σύγκρουση δεν συρρικνώνεται.

Υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια από την προηγούμενη κυβέρνηση του Nawaz Sharif να μεταφέρει όλη τη σχετιζόμενη με την ηρωίνη υποδομή στο έδαφος υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν, μια διαδικασία που επιταχύνθηκε από την τωρινή κυβέρνηση του Perviz Musharraf. Αξιοσημείωτο είναι ότι, “ενώ η καλλιέργια οπίου στο Αφγανιστάν είναι εν πολλοίς στα χέρια των αφγανών αγροτών, ολόκληρη η επεξεργασία του στην περιοχή των Ταλιμπάν είναι ιδιοκτησίας πακιστανών βαρόνων των ναρκωτικών, που απολαμβάνουν της προστασίας του πακιστανικού στρατού και των μυστικών υπηρεσιών (όπως παραπάνω). Τα δισεκατομμύρια που αποφέρει κάθε χρόνο το εμπόριο ναρκωτικών συν μια αύξηση της εισφοράς φόρων γύρω στο 20% είναι που έχουν προφυλάξει την οικονομία αυτή από μια κατάρρευση.

Η επιστροφή της μούμιας

Μετά από πολύ καιρό, η ταξική σύγκρουση πήρε τα πάνω της στη δεκαετία του ’90 και κατέληξε σε “στασιμοπληθωρισμό” (stagflation). Η μετανάστευση πακιστανών προλεταρίων στην μέση ανατολή (και τα ωφέλη της) κάμφθηκε εξαιτίας του πολέμου του κόλπου και της παγκόσμιας ύφεσης. Συγκρούσεις, απεργίες, ταραχές απαντήθηκαν με μια πρωτοφανούς σκληρότητας λήψη μέτρων με υπόδειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το ζήτημα της παιδικής εργασίας έπαιξε έναν κύριο ρόλο στις εξελίξεις αυτές. Γύρω στα 6 εκατομμύρια παιδιά είναι αναγκασμένα να δουλεύουν στο Πακιστάν, και υπάρχουν περίπου 20 εκατομμύρια εργάζονται μέσω εργολαβιών σε ένα καθεστώς σχεδόν απαγωγής (bonded workers). Και για να κρατήσουν ακόμα κι αυτή την άθλια απασχόληση είναι αναγκασμένοι να δωροδοκούν τακτικά την αστυνομία. 50.000 παιδιά, ακόμα και 5 χρονών, εργάζονται στα εργοστάσια κατασκευής μπαλών ποδοσφαίρου, ράβοντας το σκληρό δέρμα με τα χέρια τους. Ένας μαχητικός εργάτης που οργάνωσε με επιτυχία μια απεργία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, και για την κατάργηση των εργολαβιών και της παιδικής εργασίας δολοφονήθηκε το 1995 ως αντίποινα. Δυο χρόνια αργότερα, γύρω στους 20.000 εργάτες στα χαλιά της Λαχώρης κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας αυξήσεις μισθών, καταβολή συντάξεων, και το τέλος της παιδικής εργασίας.

Το 1997 το Πακιστάν είδε μια άνοδο της σύγκρουσης στον τραπεζικό τομέα, όπου εκατοντάδες μαχητικών εργαζομένων απολύθηκαν σιωπηλά, ως ένα μέσο να διασπαστεί η οργάνωσή τους ενώ ποινές επιβλήθηκαν στις απεργίες. Οι συχνές οδηγίες του ΔΝΤ για την επιβολή ενός γενικού φόρου 15% στα εισαγόμενα και τα κατεργασμένα τρόφιμα, το αέριο και το πετρέλαιο, φαίνονται εξίσου δυσάρεστα όσο και μη-λειτουργικά, καθώς “το σύστημα συλλογής φόρων υποφέρει ακόμα από ευρύτατη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα” (Financial Times, 2/Σεπ/1999). Προκειμένου να ξεφύγει απ’ αυτή τη δύσκολη ατζέντα, η πακιστανική αστική τάξη ξεκίνησε μια επίθεση στους εργάτες στον ηλεκτρισμό και την ύδρευση, με περικοπές και “ιδιωτικοποιήσεις”. Για παράδειγμα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση “μετέθεσε” 30-35.000 χαμηλόβαθμους αξιωματούχους και 250 αξιωματικούς του πακιστανικού στρατού στην Αρχή Ανάπτυξης του Νερού και του Ρεύματος” (Green Left Weekly, 27/Γεν/1999). Οι “ιδιωτικοποιήσεις” συνάντησαν αντίσταση από τους εργαζόμενους στην Τράπεζα Habib μέσω μιας επιτυχημένης απεργίας τριών εβδομάδων, και από τους σιδηροδρομικούς που οργάνωσαν μια πανεθνική εκστρατεία που περιελάμβανε μαζικές διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις και απεργίες πείνας. Οι γυναίκες έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις εκστρατίες ενάντια στην εισαγωγή παιδικών τροφών ως υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος και στις εταιρίες καπνού που στοχεύουν τις χώρες του “τρίτου κόσμου”. Το κράτος αντεπιτέθηκε ενισχύοντας την επιβολή του ισλαμικού ηθικισμού. “Ανά πάσα στιγμή εκατοντάδες γυναικών φυλακίζονταν με πρόσχημα την Zina, έναν νόμο που απαγορεύει τις εξωγαμιαίες επαφές… Η Zina επίσης αναφέρεται στο βιασμό. Για τον νόμο αυτόν… πρέπει να κατατεθούν ειδικές αποδείξεις για έναν βιασμό στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η κατάθεση της ίδιας ή άλλης γυναίκας. Για να καταγγείλει έναν βιασμό, μια γυναίκα πρέπει να παραδεχτεί ότι κάποιου τύπου εξωγαμιαία επαφή έλαβε χώρα. Κατά συνέπεια, το θύμα ενός βιασμού μπορεί άνετα να τιμωρηθεί σε μια δίκη στην οποία δεν της δόθηκε καν το δικαίωμα να καταθέσει” (Διεθνής Αμνηστεία). Στην πραγματικότητα, γύρω στο 15% των γυναικών που καταγγέλουν μια υπόθεση βιασμού κατηγορούνται και φυλακίζονται οι ίδιες! Εδώ το κράτος, η ισλαμική δικαιοσύνη και οι βιαστές σχηματίζουν ένα ενιαίο τρομοκρατικό μέτωπο ενάντια στις γυναίκες (και ιδίως τις προλετάριες) προκειμένου να αποδυναμώσουν ολόκληρο το κίνημα.

Ο εθνικισμός ως ρευστοποίηση

Εδώ και δεκαετίες ολόκληρες η διαίρεση των προλεταρίων σε ινδουιστές ή μουσουλμάνους, ινδούς ή πακιστανού και πιο πρόσφατα η διχοτόμηση του ίδιου του Πακιστάν σε Ανατολικό (Μπαγκλαντές) και δυτικό (Πακιστάν), βοήθησε τους αστούς στη στρατηγική τους: “διαίρει και βασίλευε”. Για παράδειγμα, η υποβαθμισμένη θέση των γραφειοκρατών και των στρατιωτικών της Βεγγάλης ήταν “μια κατευθυντήρια δύναμη πίσω απ’ τον βεγγαλέζικο εθνικισμό στο Πακιστάν που οδήγησε τελικά στην απελευθέρωση (sic) του Μπαγκλαντές” (Hamza Alavi). Μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε το σταδιακό ξεπέρασμα τέτοιων ταυτοτήτων καθώς το προλεταριάτου της υποηπείρου αυτής δημιουργεί συνειδητά οριζόντιους δεσμούς ανεξαρτήτως υπηκοότητας, εθνικότητας και θρησκευτικής ταυτότητας. Ένας βασικός παράγοντας ήταν ότι μιας και πλέον τόσο το Πακιστάν όσο και η Ινδία διαθέτουν εξίσου πυρηνικά όπλα, μια συνοριακή διαμάχη στο Κασμίρ θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμοιβαία εξόντωση. Το Πακιστάν είναι μια από τις λιγοστές κοινωνίες όπου συνυπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι απόσπασης υπεραξίας: Η άτυπη μορφή που είναι μια επιστροφή όλων εκείνων των μεθόδων που εξαφανίστηκαν από αλλού ως υπερβολικά απαρχαιωμένη για την καπιταλιστική ανάπτυξη (πχ. η παιδική και η εργολαβική εργασία στο βαθμό καθαρής σκλαβιάς), η τυπική μορφή απόσπασης υπεραξίας (που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του Πακιστάν) και η πραγματική μέθοδος απόσπασης υπεραξίας (που έχει εφαρμοστεί κυρίως στην πυρηνική βιομηχανία και σε άλλους ανεπτυγμένους τομείς της οικονομίας). Αυτή η τελευταία τάση δεν καθορίζει απλά το βαθμό της εκμετάλλευσης στο υπόλοιπο της κοινωνίας, αλλά επίσης απορροφά επιθετικά υπεραξία από τους κατώτερους κλάδους.

Η ιστορία της πυρηνικής ανάπτυξης της Ινδίας και του Πακιστάν δείχνει πώς κάθε μεγάλη καπιταλιστική δύναμη είναι εμπλεγμένη στην εξοπλιστική κούρσα της υποηπείρου. Όσον αφορά την Ινδία, ο πρόεδρος Άιζενχάουερ, της προσέφερε ατομική τεχνολογία στα 1953 “για κοινωνική χρήση”. Τρία χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ προμήθευσαν την Ινδία με βαρύ ύδωρ, που χρησιμεύει στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας. Το 1959 οι ΗΠΑ εκπαιδεύσαν ινδούς επιστήμονες στην κατεργασία του, και μια δεκαετία αργότερα η Γαλλία συμφώνησε να βοηθήσει την Ινδία να αναπτύξει πυρηνικούς αντιδραστήρες. Η ΕΣΣΔ έγινε ο κύριος προμηθευτής βαρέου ύδατος το 1976 και ένα χρόνο αργότερα η Ινδία ανέπτυξε υπερυπολογιστές ικανούς για τη δοκιμή πυρηνικών εκκρήξεων. Το 1998 η Ινδία διεξήγαγε πέντε υπόγειες πυρηνικές δομικές, ανακηρύσσοντας τον εαυτό της “πυρηνική δύναμη” (Νew York Times, 28/Μαι/1998).

Το Πακιστάν ξεκίνησε το πρόγραμμά του λίγο αργότερα, αντανακλώντας τη λιγότερο “ανεπτυγμένη” οικονομία του. Το 1972, μετά τον τρίτο πόλεμό του με την Ινδία, ξεκινά τα προγράμματα με τη βοήθεια του Καναδικού “ιμπεριαλισμού”. Πέντε χρόνια αργότερα, η Βρετανία του πουλάει 30 υψηλής συχνότητας μετατροπείς για τον έλεγχο φυγόκεντρων ταχυτήτων. Το 1981 η αμερικανική κυβέρνηση Ρήγκαν ξεκινά μια “γενναιόδωρη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια εξαιτίας της πακιστανικής αρωγής στους αφγανούς αντάρτες που μάχονται τους Σοβιετικούς” (οπ.π). Δυο χρόνια αργότερα, η Κίνα προμηθεύει στο Πακιστάν σχέδια για κατασκευή βομβών. Το πακιστάν ανακυρήσσεται πυρηνική δύναμη την ίδια χρονιά με την Ινδία, το 1998. Κοιτάζοντας το ιστορικά, φαίνεται πως η αμερικανική, βρετανική και καναδική άρχουσα τάξη προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή τους τόσο στην Ινδία όσο και στο Πακιστάν, ενώ η Ρωσσία και η Γαλλία συγκεντρώθηκαν περισσότερο στην Ινδία, και η Κίνα προτίμησε το Πακιστάν. Περιμένουμε πως αυτές οι αντιπαλότητες θα οξυνθούν.

Μπαγκλαντές: η άλλη όψη του νομίσματος

Αν το Αφγανιστάν θα πρεπε να γίνεται αντιληπτό ως μια ζώνη ενσωματωμένη οικονομικά στο Πακιστάν, τότε το Μπαγκλαντές και το Πακιστάν θα πρεπε να τα βλέπουμε ως μια ενιαία πολιτική ζώνη. Γιατί οτιδήποτε συμβαίνει στην μία κοινωνία, έχει ένα άμεσο πολιτικό αντίκτυπο στην άλλη. Ας ρίξουμε λοιπόν μια κοντινή ματιά στο Μπαγκλαντές.

Οι φυσικές καταστροφές (πχ. πλημμύρες) κατηγορούνται συνήθως ως για την οικονομική δυσφορία του Μπαγκλαντές. Όμως στα 90es έλαβε χώρα μια μαζική αναβάθμιση της ταξικής σύγκρουσης στη χώρα αυτή. Το 1990 βίαιες ταραχές ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Ντάκκα (International Communist Group, Communism, no 12). Δυο χρόνια αργότερα χιλιάδες απεργοί προλετάριοι καταστάλθηκαν βίαια στην Ντάκκα, κι ένα χρόνο αργότερα οι εργάτες της υφαντουργίας μπήκαν στο στόχαστρο. Την ίδια χρονια, έκλεισαν τέσσερα πανεπιστήμια, καθώς περιγράφονταν από τις αρχές ως “κέντρα συνωμοσίας και τρομοκρατίας” (οπ.π). Το 1994 παρά τις προσπάθειες των συνδικάτων να σαμποτάρουν τον αγώνα των λιμενεργατών στο λιμάνι του Chittagong, κάθε αποβίβαση/κάθε εκφόρτωση μπλοκαρίστηκε αποτελεσματικά. Σοδιές πυρπολήθηκαν ως διαμαρτυρία ενάντια στις περικοπές μισθών την ίδια χρονιά. Το 1995 οι εργάτες στην υφαντουργία μπλόκαραν πολλούς δρόμους και σιδηροδρόμους ως διαμαρτυρία ενάντια στις συνθήκες εργασίας τους. Το πακιστανικό και ινδικό προλεταριάτο παρακολούθησαν αυτά τα γεγονότα με ενδιαφέρον, αλλά απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε, χωρίς ενεργό συμμετοχή.

Ο Βοναπάρτης ξανάρχεται: άφεση αμαρτιών!

Ο Στρατηγός Perviz Musharraf προήχθη σε Πρόεδρο της Επιτροπής Μελών στις αρχές του Οκτώβρη 1999 από την πολιτική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Nawaz Sharif. Μόλις μια βδομάδα αργότερα οργάνωσε πραξικόπημα ενάντια στο αφεντικό του. Ορίστε ευγνωμοσύνη!

Οι λόγοι για το πραξικόπημα είναι πολυάριθμοι αλλά οι κυριότεροι απ’΄αυτούς είναι οι εξής: Οι προλεταριακές απεργίες των βαμβακοκαλλιεργητών σε όλη τη χώρα, μπλοκάροντας τους δρόμους και οργανώνοντας μαζικές διαδηλώσεις (το βαμβάκι αποτελεί το 70% των συνολικών “νόμιμων” εξαγωγών), η απόπειρα της κυβέρνησης να εισάγει έναν δυσάρεστο φόρο κάμφθηκε από την επιτυχημένη αντίσταση των μικρεμπόρων, η αισθητική αντίληψη του Sharif για την κατασκευή παντού αυτοκινητοδρόμων γκρεμίζοντας πολυάριθμα ιστορικά κτήρια είχε δημιουργήσει μια έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ του αστικού πληθυσμού, τα σχέδια του ΔΝΤ για “ιδιωτικοποίηση” δεν μπορούσαν να προχωρήσουν δεδομένης της σθεναρής αντίστασης ιδιαίτερα των σιδηροδρομικών, των εργαζομένων στις τηλεπικοινωνίες και στον ηλεκτρισμό, η προσπάθεια του Sharif για απεμπλοκή του Πακιστάν απ’ το Αφγανιστάν κατηγορώντας το Αφγανιστάν για τρομοκρατικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό των πακιστανικών συνόρων δεν άρεσε και πολύ στο εσωτερικό των “υπηρεσιών πληροφοριών” και των σχετικών “υπηρεσιών”, και τέλος: έχοντας αντιληφθεί ότι ο Στρατηγός ήταν τόσο φιλόδοξος όσο και αδίστακτος, η κυβέρνηση προσπάθησε -εις μάτην- να τον ξεφορτωθεί μόλις μια βδομάδα μετά την προαγωγή του. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το πραξικόπημα ήταν  αναπόφευτκο.

Σήμερα (2001), ο Στρατηγός δείχνει πιο σίγουρος απ’ ότι ο προκάτοχός του. Οι διαδηλώσεις στο Πακιστάν έχουν περιοριστεί, προς το παρόν, στις εθνικές μειονότητες. Οι ΗΠΑ τον χρειάζονται, τουλάχιστον προς το παρόν. Το ΔΝΤ έχει γίνει πολύ πιο γενναιόδωρο, παραχωρώντας μακροχρόνια άτοκα δάνεια, μέχρι ενός σημείου. Και, το πακιστανικό προλεταριάτου, σε αντίθεση με τους αφγανούς προλετάριους στο εσωτερικό του Πακιστάν, φαίνεται ως τώρα σχετικά σιωπηλό. Και ο Στρατηγός προσπαθεί προσεκτικά να μην αποξενωθεί από τους πλούσιους γαιοκτήμονες που φορολογήθηκαν βαριά από την κυβέρνηση τους Bhutto (παρά το γεγονός ότι και η ίδια η Bhutto προερχόταν απ’ αυτό το περιβάλλον!). Εν κατακλείδι, ο πόλεμος που διεξάγεται εδώ είναι λιγότερο προβλέψιμος απ’ αυτόν του Κοσσυφοπεδίου ή του Κόλπου. Αν τα πράγματα δεν παν σύμφωνα με το σενάριο, ποιος ξέρει, τα πάντα μπορεί να συμβούν!

(Afghan Series, Number 4)

8.11.2001

Για επικοινωνία με τους συγγραφείς (στα αγγλικά): Melancholic Troglodytes, Box no. 44, 136-138 Kingsland High Street, London E8 2NS, United Kingdom

Email: meltrogs1(παπάκι)hotmail.com

Σημειώσεις της μετάφρασης: Για μια καλύτερη κατανόηση μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στους παρακάτω χάρτες σχετικού ενδιαφέροντος: Η Παράνοια του Πακιστάν από τη Repubblica, με σημείωση “σε περίπτωση ινδικής εισβολής, οι πακιστανικές δυνάμεις θα μπορούν να υπαναχωρήσουν στο δύσβατο ορεινό έδαφος προς τα αφγανικά σύνορα”. Χάρτης του Πακιστάν όπου εμφανίζονται τα πυρηνικά εργοστάσια και οι περιοχές υπό ομοσπονδιακό φυλεκτικό έλεγχο. Χάρτης του Κασμίρ.

 

Categories
Melancholic Troglodytes

Αφγανιστάν: μια οπιούχα κοινωνική ιστορία

Αφγανιστάν: μια οπιούχα κοινωνική ιστορία

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν ιστορία ενός πράγματος, αυτό θα ήταν η τέχνη του να κάνεις το δύσκολο όταν το κεφάλαιο προσπαθεί να σε ρίξει: Ένας πληθυσμός κατά κύριο λόγο αγροτών και βιοτεχνών μικροϊδιοκτητών που περιγελά τις χαρές της μισθωτής σκλαβιάς. Επιδρομές και βομβαρδισμοί εξωτερικών εχθρών (ενίοτε με την αρωγή της αφγανικής κυβέρνησης) που αποτυγχάνουν να πατάξουν το λαθρεμπόριο που διεξάγεται απ’ τους ανθρώπους των βουνών. Εμφύλιοι πόλεμοι και ο περιορισμένος φυσικός πλούτος της σοδειάς καθιστούν την (μη σχετική με ναρκωτικά) βιομηχανική γεωργεία αδύνατη. Συμμορίες των βουνών που συλλέγουν φόρους από όλες τις πλευρές σε αντάλλαγμα για την προστασία τους, κάνουν τους φοροεισπράκτορες του κράτους να πρασινίζουν από ζήλεια. Λεπτομερείς σχεδιασμοί κοινωνικής μηχανικής για τη διαίρεση της χώρας σε βόρεια (πετρέλαιο, αέριο και ορυκτά) και νότια (φθηνή εργασία) ζώνη επιρροής, πατούν στο έδαφος εθνικών/φυλετικών/θρησκευτικών διαφορών. Παρόμοια με τα κολομβιανά Communeros (κοινά αγροκτήματα), τα Minga (γιορτές της γης όπου οι αγρότες καλλιεργούσαν όλοι τα κτήματα όλων), και τη Ρωσσική Ομπσίνα (αγροτική κοινότητα/κομμούνα), τα αυτόνομα από άποψη επάρκειας τοπικά αφγανικά Τζίργκα (πλέον στερημέν από κάθε συλλογική κοινοτική δομή) αποδεικνύονται ως ένα εξαιρετικό ανάχωμα στην “πρόοδο”. Η δύναμή τους είναι αντιστρόφως ανάλογη της ισχύος της κεντρικής κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, η μικρή υπεραξία που είναι σε θέση να εξασφαλίζει το κράτος κάνει την κατάκτηση της εξουσίας μια πύρρειο νίκη. Το κεφάλαιο σχεδον τα χει παρατήσει με τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών κυριαρχίας στο Αφγανιστάν, ενώ αντίθετα προσπαθεί να διεισδύσει στις “κοινοτικές” παραδόσεις.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν ιστορία ενός πράγματος, αυτό θα ήταν το αντεπαναστατικό ξεπούλημα που έγινε γνωστό ως “Κογκρέσσο των Λαών της Ανατολής” (Σεπτέμβρης 1920, Μπακού). Μέσω του Κογκρέσσου αυτού, η υπαγωγή των συμφερόντων του προλεταριάτου στο μπολσεβικικό-καπιταλιστικό κράτος εξασφαλίστηκε. Στην ουσία, το συνέδριο αυτό σκόπευε να εξασφαλίσει υποστήριξη (διατροφική καθώς και στρατιωτική), μεταξύ του προλεταριάτου της εποχής, για το πατρικό ρωσσικό κράτος. Οι μπολσεβίκοι επέδειξαν αβυσσαλέο οππορτουνισμό στη διάρκεια του Κογκρέσσου, καλώντας σε μια Ιερή Τζιχάντ για τη σωτηρία της ΕΣΣΔ, ενώ αποδέχθηκαν το Κοράνι ως πολιτική πλατφόρμα. Η Σάρια (ο ισλαμικός νόμος) πιστοποιήθηκε ως υποστηρικτικός της κοινοκτημοσύνης της γης και η Ουάκφα (κουλτούρα της φιλανθρωπίας/δωρεάς, στην καλύτερη ένας διαταξικός μηχανισμός αναδιανομής πλούτου μεταξύ της ισλαμικής “εκκλησίας” και του κράτους) χαιρετίστηκε ως μια αυθεντική κατάκτηση για τους φτωχούς. Οι λιγοστοί διαφωνούντες αυτής της πολιτικής ταξικής συνεργασίας πολέμησαν για μια μάχη ήδη χαμένη. Ο Narbutabekov αποχώρησε αποκαλώντας τους Λένιν, Τρότσκυ, Ζηνόβιεβ και Ράντεκ ανόητους, και ο John Reed άσκησε κριτική στην μπολσεβικική δημαγωγία. Όμως η στάση του Μ. Ν. Roy μάλλον ήταν η πιο διαυγής. Είδε το συνέδριο ως αυτό που ήταν και πολύ απλά αρνήθηκε να συμμετάσχει.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν ιστορία ενός πράγματος, θα ήταν η ιστορία της διάκρισης του Ιμπν-Χαλντούν μεταξύ της Ασαμπίγια (η παραδοσιακή αλληλεγγύη των φυλών) και της Ούμμα (η πλαστή ισλαμική ιδεατή κοινότητα). Σταδιακά, ένα κύμα μουσουλμάνων αγροτών ενσωματωνόταν στα αστικά κέντρα της εξουσίας, που είχε στο μεταξύ γίνει “αδύναμη” λόγω διαφθοράς, στατικότητας και της απώλειας του παλιού πολεμικού πνεύματος. Καθώς ο κρατικός πλούτος χωρίστηκε μεταξύ των νικητών, οι αφέντες των πόλεων μπήκαν σ έναν νέο κύκλο παρακμής μέχρι που με τη σειρά τους ανατράπηκαν από το επόμενο κύμα πουριτανών “αδιάφθορων”. Μέχρι να φανεί στον ορίζοντα μια νίκη επί ενός κοινού εχθρού (της ΕΣΣΔ είτε της αριστοκρατίας της Καμπούλ), όλες οι φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές επιπλοκές αναδύονται στην επιφάνεια. Επικρατεί ένας κατακερματισμός και επανεγκαθιδρύεται η ισορροπία. Οι ταλιμπάν είναι σήμερα (2001) ακριβώς σ’ αυτή τη φάση αποσύνθεσης.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν η ιστορία ενός πράγματος, αυτό θα ήταν το όνειρο του Σουλτάν Γκαλίεβ, ενός μουσουλμάνου Τάταρου που ενώθηκε με τους μπολσεβίκους τον Νοέμβρη του 1917, και δούλεψε στην “Λαϊκή Επιτροπή για τις Εθνικότητες” του Στάλιν. Για τον Γκαλίεβ, οι “μουσουλμανικές κοινωνίες” ήταν συλλογικά καταπιεσμένες (με την εξαίρεση ελάχιστων μεγαλοϊδιοκτητών και κάποιων αστικών στοιχείων). Κατά συνέπεια, οραματίστηκε μια μικροαστική ηγεσία για το νέο Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα του. Πίστευε ότι η έμφαση της Κομιντέρν στη Δύση ως ατμομηχανή της παγκόσμιας επανάστασης ήταν λανθασμένη. Αργότερα προωθούσε μια Αποικιακή Κομμουνιστική Διεθνή για τις μη-βιομηχανοποιημένες χώρες σε αντιπαράθεση τόσο με τη “Δύση” όσο και με το ρωσσικό σωβινισμό. Πολλοί από τους σημερινούς Μοτζαχεντίν δεν είναι παρά πιο αντιδραστικές εκδοχές του Σουλτάν Γκαλίεβ. Από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι έπαψαν να τον χρησιμοποιούν ενάντια στον Κόλτζακ, οι ανορθόδοξες απόψεις του έγιναν ενοχλητικές. Δολοφονήθηκε στα 1940 πιθανότατα με εντολή του Στάλιν.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν η ιστορία ενός πράγματος, θα ήταν το γεγονός ότι στα 1980 οι αφγανοί μουλλάδες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να έρθουν σε μια συνθηκολόγηση με την άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ (στην πραγματικότητα πολλοί απ’ αυτούς το έκαναν!). Όσο κι αν αρκετοί πίστευαν στον “αντι-αποικιακό” αγώνα, η πλοκή του έφερε τρία άμεσα αποτελέσματα: Καταρχήν, ο πόλεμος κατέστρεψε τους τεχνίτες, τους υφαντουργούς, τους βοσκούς και τους αγρότες. Η παραδοσιακή βάση της ισχύος των μουλλάδων συρρικνωνόταν και πεταγόταν στο περιθώριο. Νέες κοινωνικές συμμαχίες έπρεπε να σχηματιστούν για να εξασφαλίσουν τα ταξικά προνόμια των μουλλάδων. Επίσης, το αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα παρείχε την τέλεια κάλυψη για την ρευστοποίηση των ανταγωνιστών. Το ιερατείο των σούφι (γερουσία) με την μασωνική ιεραρχία του, καθοδήγησης και μέσα από “χάρες” μεταξύ πιστών, γαιοκτημόνων, προεστών χωριών, και κυβερνητικών στελεχών αποτέλεσαν τα σιωπηλά θύματα διαφόρων κυμάτων ισλαμικής ενσωμάτωσης. Η αριστοκρατία Παστούν, άρχισε να χάνει την ηγεμονία τους προς την νέα ελίτ “πνευματικών ισλαμιστών, μουλλάδων, και μικρο-πολέμαρχων του Αφγανιστάν”, και στα 1990 αυτή η ομάδα με τη σειρά της περιθωρειοποιήθηκε από τους (κυρίως Παστούν) νεο-φονταμενταλιστές διανοούμενους μεταξύ των μεταναστών στο Πακιστάν. Το κίνημα των Ταλιμπάν, σηματοδοτούσε την νίκη του άξονα ΗΠΑ-Πακιστάν -μέσω των μεταναστών-, επί του άξονα ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας -εκφρασμένου μέσω των αστών ισλαμιστών διανοουμένων. Η πρόσφατη δολοφονία του Αχμάντ Σαχ Μασούντ συμπληρώνει αυτή την φάση. Τέλος, η αντι-αποικιακή τζιχάντ κατάφερε να αποφύγει το ρίσκο μιας αγροτικής μεταρρύθμισης και να αποπροσανατολίσει την προλεταριακή δυσαρέσκεια προς πιο ασφαλείς εναλλακτικές. Το ιερατείο βγήκε από την νίκη επί της ΕΣΣΔ ενισχυμένο και πιο ικανό να επιβάλει τη σύγχυση επί των προλεταριακών/αγροτικών διεκδικήσεων.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν είναι η ιστορία ενός πράγματος, αυτό είναι η προτίμηση του κεφαλαίου στα ναρκοπέδια για τη περίφραξη παρά στο πιο παραδοσιακό συρματόπλεγμα (20/25 αφγανοί σκοτώνονται/τραυματίζονται καθημερινά περνώντας από ναρκοπέδια). Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μέσης Ανατολής χρησιμοποίησαν τον τεράστιο πλούτο τους για μια ταχύτατη αστικοποίηση. Σύντομα μηχανεύτηκαν δυο τρόπους καπιταλιστικής κυριαρχίας: μια τυπική κυριαρχία στις αγροτικές περιοχές και μια πραγματική κυριαρχία στις πόλεις. Στερημένο από εύκολα “πετρο-δολλάρια” και αντιμέτωπο με μια πιο σκληρή αντίσταση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, το αφγανικό κράτος μπόρεσε να διαχειριστεί μια επισφαλή τυπική κυριαρχία σε ορισμένες αστικές ζώνες, ενώ οι μη προσβάσιμες αγροτικές περιοχές συντηρούν “προ-καπιταλιστικές” κοινωνικές σχέσεις. Ο πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ οδήγησε σε μια νέα επιχειρηματική ελιτ στην επαρχία, που κατά ειρωνικό τρόπο είναι πιο “προχωρημένη” απ’ την ανταγωνιστική της των πόλεων (Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα). Αυτή η “Γερουσία των βουνών” είναι χωμένη μέσα στο διεθνές κύκλωμα του κεφαλαίου που σχετίζεται με τη διανομή των όπλων, των εφοδίων, της ανθρωπιστικής βοήθειας και των ναρκωτικών. Επιπλέον, σε περιόδους ειρήνης, η προσοχή τους είναι στραμένη στην κερδοσκοπία του real estate (παρόμοιες δραστηριότητες με των πολέμαρχων κατά την ανοικοδόμηση της Βηρυττού).

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν είναι ένα και μόνο πράγμα, αυτό είναι συνδυαζόμενα μοντέλα πολεμικών επιχειρήσεων: φυλετικός πόλεμος, Τζιχάντ και μοντέρνος πόλεμος (και τώρα πια μετα-μοντέρνος πόλεμος;). Ο φυλετικός πόλεμος σηματοδοτείται από μια ενότητα (εκ των πραγμάτων ιεραρχική συνήθως), που κατευθύνεται ενάντια στον κρατικό σχηματισμό (την πολιτική κοινωνία). Οι στρατιώτες παρουσιάζονται και παρελαύνουν, αναμετρήσεις και υποχωρήσεις διεξάγονται μέσα σε κάποια όρια, τις περισσότερες φορές η μάχη αποφεύγεται εξ ολοκλήρου, ενώ αν δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, τότε διεξάγεται σ ένα συγκεκριμένο χρόνο και με τις ελάχιστες απώλειες. Η Τζιχάντ από την άλλη, είναι η έκφραση μιας αστικής κοινωνίας (καλυμένης πίσω από μια κίβδηλη θρησκευτική ενότητα) σε αναζήτηση πολιτικής εξουσίας. Η Ασαμπίγια (η φυλετική αλληλεγύη) σπάει για το συμφέρον της Ούμμα (Ιδεατή ψευτο-κοινότητα όλου του Ισλάμ). Οι φυλετικές εμμονές με τη συμμετρία και την ισορροπία δυνάμεων δεν ισχύουν πια. Η Σάρια και η πειθαρχία επιβάλλονται μέσω της Τζιχάντ. Στον μοντέρνο πόλεμο, η αστική κοινωνία καταπιέζεται προσωινά (πχ η AFL-CIO αποφάσισε να αναβάλει τις διαδηλώσεις της στις ΗΠΑ, ενώ ο Bush επιτέθηκε στις ΜΚΟ χαρακτηρίζοντάς τες μέτωπα τρομοκρατών), για χάρη μιας ολοκληρωτικής κινητοποίησης της πολιτικής κοινωνίας. Ο ολικός πόλεμος δεν αναγνωρίζει σύνορα, είτε στον χώρο, είτε στο χρόνο, είτε μεταξύ ομάδων του πληθυσμού. Το Αφγανιστάν έχει αποδειχτεί να είναι καταβόθρα τέτοιων επαγγελματικών, πειθαρχημένων στρατών, όπως θα μπορούσαν να διαβεβαιώσουν το ρωσσικό και το βρετανικό κράτος. Οι στρατηγοί του πενταγώνουν το γνωρίζουν αυτό, κι αυτός είναι ο λόγος που πιέζουν προς ένα νέο μοντέλο πολέμου: το μετα-μοντέρνο, συνδυάζοντας μεθόδους αστυνόμευσης και επιδρομές κομάντο με υψηλής τεχνολογίας συστήματα πληροφοριών και δημόσιες σχέσεις. Το σύγχρονο πρόσωπο του αμερικανικού στρατού βρήκε την αιχμή του ενάντια στους ταλιμπάν, ενώ οι οπιούχεχς παρενέργειές του κατευθύνονταν εναντίον όλων μας σε έναν κυβερνο-πόλεμο που περιλάμβανε τα πιο σύγχρονα εργαλεία προπαγάνδας.

(Afghan Series, Number 1)

20.9.2001

Μελαγχολικοί Τρωγλοδύτες

πηγή: Revolt Against An Age Of Plenty

***

Βλ. ακόμα:

Πακιστάν: Μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα; – Melancholic Troglodytes

Η Κρίση του Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός του αστικού δικαίου – Melancholic Troglodytes

Categories
Karl Marx

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

[…]

Ο εργάτης, όσο περισσότερα αγαθά παράγει, τόσο φθηνότερο εμπόρευμα γίνεται. Η υποτίμηση του ανθρώπινου κόσμου αυξάνεται σε άμεση αναλογία με την αύξηση της αξίας του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα, παράγει επίσης τον εαυτό της και τους εργάτες σαν ένα εμπόρευμα. Και γίνεται αυτό στην ίδια αναλογία που παράγει εμπορεύματα γενικά.

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, αντιστρατεύεται την εργασία σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι εργασία που ενσωματώθηκε κι απέκτησε υλική μορφή σ’ ένα αντικείμενο, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγμάτωση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, η πραγμάτωση αυτή της εργασίας, εμφανίζεται σαν απώλεια της πραγματικότητας του εργάτη, η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια και υποδούλωση προς το αντικείμενο και η ιδιοποίηση σαν αποξένωση, σαν αλλοτρίωση.

Εμφανίζεται τόσο πολύ η πραγμάτωση της εργασίας σαν απώλεια της πραγματικότητας που ο εργάτης χάνει την πραγματικότητά του ως το σημείο να πεθαίνει από την πείνα. Εμφαβίζεται τόσο πολύ η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια του αντικειμένου, που ο εργάτης απογυμνώνεται ληστρικά από τ’ αντικείμενα που χρειάζεται περισσότερο όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και για τη δουλειά του. Η εργασία η ίδια γίνεται με τεράστια προσπάθεια και με σπασμωδικές διακοπές. Εμφανίζεται τόσο πολύ η ιδιοποίηση του αντικειμένου σαν αποξένωση, που όσο περισσότερα αντικείμενα παράγει ο εργάτης τόσο λιγότερα μπορεί να κατακτήσει και τόσο περισσότερο πέφτει κάτω από την κυριαρχία του προϊόντος του, του κεφαλαίου.

Όλες αυτές οι συνέπειες περιέχονται σ’ αυτό το χαρακτηριστικό, ότι η σχέση του εργάτη προς το προϊόν της εργασίας του είναι σχέση προς ένα ξένο αντικείμενο. Γιατί είναι φανερό ότι, σύμφωνα μ’ αυτή την τοποθέτηση, όσο περισσότερο ο εργάτης, πιέζει τον εαυτό του στη δουλειά, όσο πιο ισχυρός γίνεται ο ξένος αντικειμενικά κόσμος που φέρνει σε ύπαρξη υπεράνω και ενάντια στον εαυτό του, τόσο πιο φτωχός γίνεται ο ίδιος και ο εσωτερικός του κόσμος και τόσο λιγότερο ανήκει στον εαυτό του. Το ίδιο συμβαίνει με τη θρησκεία. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό, τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του. Ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο, αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικείμενο. Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η δραστηριότητά του, τόσο λιγότερα αντικείμενα κατορθώνει να έχει στην κατοχή του. Όποιο κι αν είναι το προϊόν της εργασίας του, ο εργάτης δεν υπάρχει σ’ αυτό. Έτσι όσο μεγαλύτερο είναι το προϊόν αυτό, τόσο λιγότερο ο εργάτης είναι ο εαυτός του. Η εξωτερίκευση του εργάτη στο προϊόν που παράγει σημαίνει όχι μόνο ότι η εργασία του γίνεται ένα αντικείμενο, μια εξωτερική ύπαρξη, αλλά ότι υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και ξένα προς αυτόν, και αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν μια αυτόνομη δύναμη, σημαίνει ότι η ζωή με την οποία προίκισε το αντικείμενο τον αντιμετωπίζει σαν εχθρικό και ξένο.

Ας κοιτάξουμε τώρα από πιο κοντά την αντικειμενοποίηση, την παραγωγή του εργάτη, την αποξένωση, την απώλεια του αντικειμένου του προϊόντος του.

Ο εργάτης δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα χωρίς τη φύση, χωρίς τον αισθητό εξωτερικό κόσμο. Είναι η ύλη μέσα στην οποία πραγματώνεται η εργασία του, μέσα στην οποία δραστηριοποιείται και από την οποία και με τα μέσα της οποίας παράγει.

Αλλά όπως ακριβώς η φύση παρέχει στην εργασία τα μέσα της ζωής, με την έννοια ότι η εργασία δε μπορεί αν ζήσει χωρίς αντικείμενα πάνω στα οποία να λειτουργήσει, έτσι παρέχει τα μέσα ζωής με τη στενή έννοια της φυσικής διαβίωσης του εργάτη. Όσο περισσότερο ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσμο, την αισθητή φύση μέσα από την εργασία του, τόσο περισσότερο αποστερεί τον εαυτό του από τα μέσα της ζωής από δυο απόψεις: πρώτο, ο αισθητός εξωτερικός κόσμος γίνεται όλο και λιγότερο ένα αντικείμενο που ανήκει στην εργασία του, ένα μέσο ζωής της εργασίας του, και δεύτερο, γίνεται όλο και λιγότερο μέσο ζωής με την άμεση έννοια, ένα μέσο για τη φυσική επιβίωση του εργάτη.

Οπότε, και κατά τη μία άποψη και κατά την άλλη, ο εργάτης γίνεται σκλάβος του αντικειμένου του, πρώτο γιατί δέχεται ένα αντικείμενο εργασίας, δηλαδή δέχεται εργασία και δεύτερο γιατί δέχεται μέσα διαβίωση. Πρώτο, δηλαδή, ότι μπορεί να υπάρξει σαν εργάτης και δεύτερο ότι μπορεί να υπάρξει σαν φυσικό υποκείμενο. Η κατάληξη αυτής της υποδούλωσης είναι ότι μόνο σαν εργάτης μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του σαν φυσικό υποκείμενο και μόνο σαν φυσικό υποκείμενο μπορεί να είναι εργάτης.

(Η αλλοτρίωση του εργάτη μέσα στο αντικείμενό του εκφράζεται σύμφωνα με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας με τον ακόλουθο τρόπο: όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο πρέπει να καταναλώνει, όσο περισσότερες αξίες δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει ο ίδιος την αξία του, όσο περισσότερο τελειοποιείται το προϊόν του, τόσο περισσότερο παραμορφώνεται ο εργάτης. Όσο πιο πολιτισμένο το προϊόν του, τόσο πιο βάρβαρος ο εργάτης, όσο πιο ισχυρή η εργασία, τόσο πιο ανίσχυρος ο εργάτης, όσο πιο βελτιωμένη η εργασία, τόσο πιο άβουλος και περισσότερο υπόδουλος στη φύση γίνεται ο εργάτης).

Η πολιτική οιικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή. Η εργασία, σίγουρα, παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές ν αντικαθιστούν χειρονακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλειάς και άλλους να τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυϊα αλλά επίσης και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες.

 

Σημείωση: Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το θεμελιώδες έργο του νεαρού Μαρξ Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εδώ από τις εκδόσεις Γλάρος, ενώ έχει μεταφραστεί κι εκδοθεί κι από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη.

Categories
Melancholic Troglodytes

Η Κρίση του Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός του αστικού δικαίου

Η Κρίση του Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός του αστικού δικαίου


Μελαγχολικοί Τρωγλοδύτες

“Ένα ξεπέρασμα των ηθικών φετιχισμών μπορεί να εκπληρωθεί πρακτικά ταυτόχρονα με το ξεπέρασμα του εμπορευματικού και του νομικού φετιχισμού” – Pashukanis, Marxism & Law, 1929.

Η σφαγή της 11ης Σεπτέμβρη, ο “Πόλεμος” του Αφγανιστάν και η φαινομενικά αναπόφευκτη οικονομική ύφεση έχουν καταλυτικό ρόλο σε διάφορες δυναμικές σχέσεις που ήδη ωθούσαν το κεφάλαιο προς μια  “αλλαγή παραδείγματος”. Παρακάτω θα αναλύσουμε μέρος της επίδρασής τους στο προλεταριάτο της Βρετανίας και της Ευρώπης (σχετικά με την Μέση Ανατολή και τις ΗΠΑ θα αναφερθούμε σε μελλοντικά κείμενα).

Νόμος και Δικαιοσύνη

Ως προλετάριοι άθεοι ίσως να νιώθουμε συχνά μια απόγνωση μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ο αστικός θρησκευτικός κρετινισμός προσβάλει την νοημοσύνη μας και χρησιμοποιεί κάθε κόλπο του εμπορίου προκειμένου να αναβάλει μια αταξική παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα. Για παράδειγμα, όλη αυτή η κουβέντα περί “εκδίκησης” και “τιμωρίας”, που εκπηγάζει από τον Λευκό Οίκο, ίσως μας φαίνεται πολύ περίεργη. Ενόψει αυτής, φαίνεται ότι ο πολιτικός διάλογος έχει καταληφθεί από “Φονταμενταλιστές” με μια δίψα για θάνατο και αίμα. Ο “θεός τιμωρός” της παλαιάς διαθήκης έχει συμμαχήσει προσωρινά με τον “θεό της αγάπης” της καινής διαθήκης, προκειμένου να εξαπολύσουν μια σταυροφορία ενάντια στον κορανικό “θεό του μίσους”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο εγγύς μέλλον, όλο και κάποια χολυγουντιανή υπερπαραγωγή θα απεικονίσει τον ανταγωνισμό ακριβώς με αυτούς τους όρους. Μια πιο προσεχτική εξέταση του θέματος, ωστόσο, θα προέτεινε ένα πιο εξεζητημένο μοντέλο που δημιουργείται με την εγκληματοποίηση νέων τομέων προλεταριακής δραστηριότητας και μίνι-ηθικών σταυροφοριών που εξαπολύονται προκειμένου να δημιουργηθεί μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, διαποτισμένη με μια αίσθηση φόβου και παράνοιας.

Η κατάτμηση της έννοιας της δικαιοσύνης από τον Paul Lafargue σε ιστορικούς χρόνους, είναι ένα καλό εφαλτήριο. Στον προ-καπιταλιστικό κόσμο, το δίκαιο της άσκησης αντιποίνων κυριαρχούσε απόλυτα. Στην Έξοδο (ΧΧΙ, 23, 25) τίθεται χαρακτηριστικά: “Ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”… Ο Lafargue υποστηρίζει πως μόνο αυτό “θα μπορούσε να ικανοποιήσει πλήρως το αίσθημα ισότητας των πρωτόγονων κομμουνιστκών φυλών, τα μέλη των οποίων ήταν όλα ίσα. Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που επικράτησε η ατομική ιδιοκτησία, το αίμα δεν απαιτούσε πια αίμα, το δίκιο της ανταπόδοσης μετασχηματίστηκε, και η ιδέα της δικαιοσύνης -η οποία στις απαρχές της δεν είναι παρά μια εκδήλωση του εξισωτικού πνεύματος- τείνει, υπό την επίδραση της ιδιοκτησίας, την ανάπτυξη της οποίας υποστηρίζει, να επιτρέπει τις ανισότητες αυτές που επιφυλάσσει η ιδιοκτησία μεταξύ των ανθρώπων. Ο Lafargue ονομάζει αυτή την νέα έννοια δικαίου, κατανεμητική δικαιοσύνη.

Ίσως πλησιάζουμε λοιπόν σε μια περίοδο που η κατανεμητική δικαιοσύνη χάνει την ηγεμονία της και ίσως χρειάζεται να ενισχυεί από μια “μεταμοντέρνα” εκδοχή της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Αυτός ο υβριδισμός θα παρέχει στο κράτος περισσότερη ευελιξία να διαχειριστεί την προλεταριακή απειθαρχία. Αν είναι έτσι, αυτό θα ήταν κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής επαναπροσδιορισμού της έννοιας του πολίτη με όρους περισσότερων υποχρεώσεων και λιγότερων ουσιαστικών “δικαιωμάτων”. Σταδιακά και σε μικρά αυξητικά στάδια έχουμε γίνει όλοι υπήκοοι. Στις “παλιές καλές μέρες” της καπιταλιστικής βαρβαρότητες, ήμασταν όλοι αθώοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Ακόμα κι όταν βρισκόμασταν ένοχοι, μπορούσαμε να επικαλεστούμε ελαφρυντικά στοιχεία και να σχετικοποιήσουμε τις “αμαρτίες” μας. Σήμερα, μια διογκούμενη απολυταρχική απρόσωπη μηχανή παίρνει ως δεδομένη την ενοχή μας μέχρι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας προκειμένου να νομιμοποιήσουμε την ύπαρξή μας. Οι τεράστιες οθόνες που σχεδιάζονται για να συνδεθούν με το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου που θα χρησιμοποιεί το λονδρέζικο μετρό, είναι μια εκδήλωση αυτής της νέας φάσης του αστικού δικαίου.

Οι συμπολίτες μας που έχουν καταδικαστεί για κάτι στο παρελθόν, συνεπώς, θα είναι ενεργά στοχοποιημένοι σε δημόσιους χώρους, η “ντροπή” τους θα προβάλεται στους πάντες. Το ενσωματωμένο θεαματικό επανεισάγει το μεσαιωνικό σταμπάρισμα (πυροσφραγίδα). Αναλόγως, οι συνειδητοί “αλήτες” που βρέθηκαν σε μια αντικαπιταλιστική/αντιπολεμική πορεία του Εργατικού Κόμματος στο Brighton, περικυκλώθηκαν και “πετάχτηκαν έξω” πριν καν η πορεία ξεκινήσει. Σημειωτέον, αυτό έγινε με την ανοχή των αριστεριστών διοργανωτών. Ακόμα δε γνωρίζουμε ποιος ακριβώς ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν τον αντεπαναστατικό χειρισμό. Αν η περιφρούρηση αποτελούταν βασικά από τα ζόμπι του “Σοσιαλιστικού” “Εργατικού” Κόμματος (SWP), τότε έχουμε να κάνουμε με μια τακτική της στιγμής. Μπορούμε να εκθέσουμε τη συνεργασία του SWP με το κράτος με τον ίδιο τρόπο που η “Militant Tendency” δέχθηκε επίθεση προκειμένου να “κατονομάσει” και να “ερευνήσει” τους υπεύθυνους για τις συγκρούσεις ενάντια στα νέα φορολογικά μέτρα (anti poll tax riots). Ωστόσο, αν οι “συνεργαζόμενοι” ήταν ένας συνδυασμός γραφειοκρατών του SWP και του TUC, τότε θα πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικοί. Το TUC ίσως να μην καλεί συχνά σε γενικές απεργίες και την ανατροπή του καπιταλισμού στις μέρες μας (!) αλλά αντίθετα με τις “χάρτινες τίγρεις” του SWP αντιπροσωπεύει ακόμα μια σημαντική κοινωνική βάση. Δεν θα επιτρέψουμε στα φιλελεύθερα-προοδευτικά σκουπίδια (είτε προκειται για το SWP, το TUC, ή κάθε βδέλλα γύρω από την Naomi Klein και τον George Monbiot) να περιθωριοποιήσουν τους επαναστάτες.

Προλεταριακό δίκαιο ή Ξεπέρασμα του νόμου;

Ο Pashukanis γράφει: “Το ξεθώριασμα ορισμένων κατηγοριών του αστικού δικαίου σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσεται την αντικατάστασή τους από νέες κατηγορίες προλεταριακού δικαίου, όπως και το ξεθώριασμα κατηγοριών αξίας, κεφαλαίου, κέρδους κ.ο.κ, στην μετάβαση προς τον ανεπτυγμένο σοσιαλισμό δε σημαίνει την εμφάνιση νέων προλεταριακών κατηγοριών αξίας, κεφαλαίου κ.ο.κ.” Κι έχει δίκιο. Δεν επιθυμούμε την αντικατάσταση της αστικής δικαιοσύνης με μια προλεταριακή δικαιοσύνη, ή στον ίδιο βαθμό της αστικής ηθικής, ισότητας, δικαιωμάτων και δικαίου με τα αντίστοιχά τους της εργατικής τάξης. Ένας τέτοιος δικονομικός τρόπος να αντιμετωπίζουμε τη ζωή δεν είναι παρά ένα υποκατάστατο του θεολογικού, για τον οποίο “η ανθρώπινη δικαιοσύνη παίρνει τη θέση του δόγματος και του θεϊκού δικαίου, και το κράτος τη θέση της εκκλησίας” (Engels). Ο άγιος Αντώνιος της Rebibbia (ή αλλιώς ο Antonio Negri) μπορεί να καλωσορίζει αυτή την αλλαγή από το “μοντέλο της υπερβατικότητας” στο “μοντέλο της πανταχού παρουσίας” σαν μια νίκη του προλεταριάτου (στο “Η Αυτοκρατορία” των Negri & Hardt, 2000), εμείς ξέρουμε καλύτερα όμως!

Ο νόμος λειτουργεί σε συνάρτηση με την ηθική. Στην πραγματικότητα, το ένα είναι ο καθρέπτης του άλλου. Για όσο καιρό νομικά δημιουργείται ένας τεχνικός διαχωρισμός μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, η ηθική στην Καντιανή της έκφραση των κατηγορηματικών προστακτικών, επανασυνδέει τη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, αποσοβώντας ένα μεταξύ τους χάσμα. Ο νόμος ενισχύει αυτόν τον δυισμό γιατί προκειμένου να γίνονται αποτελεσματικές οι προστακτικές του χρειάζεται να διαχειρίζεται τους προλετάριους, τον καθέναν ξεχωριστά ως άτομο-υπήκοο. Η ηθική επιτίθεται στους προλεταρίους με το να τους ενώνει κάτω από ψεύτικα προσχήματα (πχ. ο εθνικισμός, η θρησκεία κλπ). Οι πρόσφατες ηθικές κρίσεις πανικού που εκπορεύτηκαν από την βρετανική αστική τάξη στόχευαν όλες τους υποσύνολα του προλεταριάτου. Ο πανικός του AIDS επιβάρυνε τους ομοφυλόφιλους, τις πόρνες, τους τοξικοεξαρτημένους και (στις ΗΠΑ) τους λατινόφωνους. Η καμπάνιες ενάντια στους καταυλισμούς στόχευαν του “ανέγγιχτους” της Δύσης: τους τσιγγάνους. Η καμπάνιες ενάντια στις ληστείες στο δρόμο στόχευαν τους αφρο-καραϊβικανούς προλετάριους, ενώ η υστερία για την παιδοφιλία επικεντρώθηκε στους λευκούς βρετανούς προλετάριους. Η πρόσφατη απειλή του “άνθρακα” έχει στο μάτι τους “ασιάτες” προλετάριους. Ωστόσο, το σημαντικό σχετικά με όλες αυτές τις ηθικές σταυροφορίες είναι το πόσο γρήγορα γενικεύονται προκειμένου να συμπεριλάβουν τους πάντες. Δεν πρέπει να αφήνουμε τα αφεντικά να μας στοχοποιούν έναν έναν, όπως έκαναν τόσο επιτυχημένα με τους ανθρακωρύχους, τους τυπογράφους και τους μεταλλεργάτες στα 80es.

Κατά μια έννοια, το αν οι υποχρεωτικές ταυτότητες εισηχθούν από την κυβέρνηση (στμ: στη Βρετανία μέχρι πέρισι δεν ήταν υποχρεωτικό να φέρει κάποιος δελτίο ταυτότητας πάνω του, έτσι πχ σε έναν επιτόπιο έλεγχο στο δρόμο, η αστυνομία μπορούσε να ψάξει αλλά όχι και να ρωτήσει όνομα/προσωπικά στοιχεία κλπ) ή όχι, είναι δευτερεύον. Ο πραγματικός στόχος σ’ αυτή την περίπτωση μάλλον δεν είναι η αυξανόμενη επιτήρηση (που μπορεί να επιτευχθεί ούτως ή άλλως με πολύ πιο εξεζητημένους μηχανισμούς απ’ τα απαρχαιωμένα δελτία ταυτότητας) αλλά μια υποτίμηση του προλεταριακού κοινωνικού μισθού, με την περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, και η εμπέδωση ενός κράτους φόβου/καχυποψίας. Έτσι, ξεκινόντας απ’ τους αιτούντες άσυλο θα φτάσουν γρήγορα στον καθένα μας. Η προτεινόμενη “εθελοντική” χρήση των ταυτοτήτων θα δώσει γρήγορα χώρο στην υποχρεωτική. Όταν αυτές οι επιθέσεις συνδυάζονται με νέους περιορισμούς όπως στην ελευθερία μας να κριτικάρουμε αντιδραστικούς μυστικισμούς όπως η θρησκεία, η ηλεκτρονική αδιακρισία και η περιθωριοποίηση των νομικών/δικαστικών διαδικασιών, το πλαίσιο του νέου κοινωνικού συμβολαίου γίνετια εμφανές. Περισσότερες υποχρεώσεις, λιγότερα “δικαώματα”. Στα επόμενα χρόνια, η δικαστική εξουσία ενδέχεται να γιγαντωθεί (δεδομένου του μετασχηματισμού της εθνικής κυριαρχής σε μια Ευρωπαϊκή κυριαρχία με νέους θεσμούς και όργανα) αλλά μακροπρόθεσμα είναι ο εκτελεστικός βραχίονας του κράτους που θα δει τις εξουσίες του να φτάνουν το απόλυτο.

Καθώς η σχέση μας με τον νόμο μεταμορφώνεται, χρειάζεται να επανεκτιμήσουμε τη λειτουργία των δικαστών, των δικηγόρων, του αυξανόμενου αριθμού συλλήψεων και την απάντησή μας. Οι δικηγόροι αυτοί (και μεγάλος μέρος των δικηγόρων θα προλεταριοποιείται σταδιακά) που έρχονται στο πλευρό μας δεν το κάνουν ως ειδικοί που “ξέρουν καλύτερα” αλλά ως σύντροφοι πρόθυμοι να βοηθήσουν να βγούμε απ’ τη φάκα και όπου είναι πιθανό να αντιστρέψουν τις κατηγορίες κάνοντας τη δίκη μια επίθεση στον καπιταλισμό. Εν συντομία πρέπει να απορρίψουμε τις δυο πρώτες τάσεις που αναφέρονται παρακάτω, προς χάρη μιας νέας προσέγγισής μας απέναντι στον νόμο:

Η πρώτη τάση, η “αντι-Perry Mason” [στμ: από το όνομα λογοτεχνικής δικηγόρου υπεράσπισης, που συνήθιζε να αθωώνει τους πελάτες της αποκαλύπτοντας την ενοχή κάποιου άλλου από τους χαρακτήρες του έργου] θεωρεί ότι δεν πρέπει να έχουμε καμιά συναλλαγή με τον νόμο. Κατά θλιβερή σύμπτωση, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ένα από τα μέλη της εισέρχεται στη φυλακές της αυτής μεγαλειότητας, ενώ τα υπόλοιπα φαίνεται να τα έχουν χάσει μπροστά στη δικαστική αίγλη. Έπειτα υπάρχει η τάση «Ally McBeal» [τηλεοπτική δικηγόρος στις ΗΠΑ, γνωστή μάλλον για την ασχετοσύνη της στα νομικά και τις κοντές φούστες] που βλέπουν τους εαυτούς τους ως ήρωες των δικαστηρίων, και που βραχυπρόθεσμα ίσως βοηθήσουν μερικά άτομα να τη γλυτώσουν. Ωστόσο, στην πορεία, η αστική νομιμότητα ενισχύεται, καθώς κανένα από τα πολιτικά θεμέλιά της δεν τίθεται σε αμφισβήτηση. Τελικά, η «πολύ-πολύ-έξυπνη» τάση, αντιλαμβάνεται ότι όσο συλλαμβάνονται διαδηλωτές, η εργατική τάξη υποβάλλεται στην κυριαρχία της αστικής νομιμότητας, είτε της αρέσει είτε όχι. Ωστόσο, η τάση αυτή καταλαβαίνει επίσης ότι η νομική υπεράσπιση των συντρόφων μας δεν πρέπει ΠΟΤΕ να επισκιάζει τον συνολικό αγώνα, αλλά μόνο να γίνεται μια επέκτασή του. Μέχρι τώρα, έχουμε επιτεθεί μόνο στα εκτελεστικά και νομικά όργανα του κράτους. Αν το κράτος αποφασίσει να μας διασπάσει μέσω μακροχρόνιων και ενεργοβόρων νομικών μαχών, τότε το δικαστικό σύστημα θα πρέπει επίσης να τεθεί στο στόχαστρο της οργής μας. Αυτό πρέπει να γίνει με το ξεγύμνωμα των μηχανισμών της δημοκρατικής «δικαιοσύνης» χωρίς να ρισκάρουμε συλλήψεις συντρόφων. Η προσέγγισή μας πρέπει να δείχνει την αντεργατική ταξική φύση της «Πολιτικής Μηδενικής Ανοχής», και τον τρόπο με τον οποίο αυτό που ξεκίνησε ως μια επίθεση στους μετανάστες τώρα επεκτείνεται σε ολόκληρη την τάξη. Εν συντομία, η στάση μας απέναντι στον νόμο, δεν πρέπει να είναι ούτε συμβιβαστική, ούτε αντιδραστική, αλλά δια-δραστική. Οι «κανόνες του παιχνιδιού» πρέπει να αλλάξουν, ακόμα και μέσα στα δικαστήρια.

(Afghan Series, Number 2) 18.10.01

Διεύθυνση για αλληλογραφία: Melancholic Troglodytes, c/o 56a Infoshop. 56 Crampton Street, Walworth, London SE17 3AE, United Kingdom

Email: meltrogs1(at)hotmail.com .

[σημείωση της μετάφρασης: ας έχουμε υπόψη μας ότι το κείμενο αναφέρεται στη βρετανική κοινωνική πραγματικότητα] Αντλήθηκε από το libcom.org. Βλ. ακόμα: Αφγανιστάν: μια οπιούχος κοινωνική ιστορία & Πακιστάν: μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα; επίσης από του Melancholic Troglodytes.

Categories
Socialisme ou Barbarie

Προλεταριάτο και Οργάνωση (αποσπάσματα) – Socialisme ou Barbarie

[…]

O αντιφατικός χαρακτήρας της ανάπτυξης του προλεταριάτου

Υπάρχει λοιπόν μια αυτόνομη ανάπτυξη του προλεταριάτου προς τον σοσιαλισμό, που εδράζεται στον αγώνα των εργαζομένων ενάντια στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, βρίσκει έκφραση στον σχηματισμό πολιτικών οργανώσεων, και εξελίσσεται στην επανάσταση. Όμως αυτή η ανάπτυξη δεν συμβαίνει μηχανικά, σαν ένα αυτοματοποιημένο αποτέλεσμα των αντικειμενικών συνθηκών στις οποίες ζει το προλεταριάτο, ούτε αποτελεί μια βιολογική εξέλιξη, μια αναπόφευκτη διαδικασία ωρίμανσης που εμπεριέχει την ίδια της την ανάπτυξη. Είναι μια ιστορική διαδικασία και ουσιαστικά μια διαδικασία αγώνα. Οι εργάτες δε γεννιούνται σοσιαλιστές, ούτε μεταμορφώνονται σαν από θαύμα σε τέτοιους απλά και μόνο επειδή μπαίνουν σ’ ενα εργοστάσιο. Γίνονται τέτοιοι, ή για την ακρίβεια, κάνουν τους εαυτούς τους σοσιαλιστές στη διαδρομή μέσα και έξω απ’ τον αγώνα τους ενάντια στον καπιταλισμό.

Ωστόσο, πρέπει να δούμε επακριβώς τί είναι αυτός ο αγώνας, πού διεξάγεται, και ποιος είναι ο αληθινός εχθρός. Το προλεταριάτο δεν πολεμά μοναχά τον καπιταλισμό σαν μια δύναμη έξω απ’ αυτό. Αν ήταν απλά ένα ζήτημα φυσική ισχύος των εκμεταλλευτών, του κράτους και του στρατού τους, η εκμεταλλευτική κοινωνία θα είχε καταργηθεί καιρό τώρα, καθώς δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της, πέρα από την εργασία αυτών που εκμεταλλεύεται.

Επιβιώνει μόνο επειδή ως τώρα στάθηκε επιτυχής να τους κάνει να αποδεχτούν τη θέση τους. Τα πιο αποτελεσματικά όπλα της, δεν είναι αυτά που χρησιμοποιεί συνειδητά, μα αυτά που παρέχονται αυτόματα με την αντικειμενική συνθήκη της εκμεταλλευόμενης τάξης, χάρη στον τρόπο που είναι τα πράγματα σ’ αυτήν την κοινωνία, και τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές σχέσεις οργανώνονται ούτως ώστε να αναπαράγουν διαρκώς τη βάση τους. Το προλεταριάτο όχι μόνο υφίσταται μια συστηματική κατήχηση από την αστική τάξη και τη γραφειοκρατία. Πιο γενικά, ολοκληρωτικά του στερούν μια κουλτούυρα. Του λεηλατούν το ίδιο του το παρελθόν, καθώς μπορεί να ξέρει μόνον όσα η κυρίαρχη τάξη αποφασίζει ότι θα του αποκαλύψει από την ιστορία του και τους περασμένους αγώνες του. Του κλέβουν την συνείδηση του εαυτού του ως μια παγκόσμια τάξη, ως αποτέλεσμα των τοπικών, κατοχικών και εθνικών παραγόντων απομόνωσης που γεννά η παρούσα κοινωνική δομή -αλλά και την συνείδηση της παρούσας κατάστασής του, καθώς όλα τα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης. Παρά την κατάστασή του, ως τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση, το προλεταριάτο αγωνίζεται ενάντια στους παράγοντες αυτούς. Αναπτύσσει μια συστηματική καχυποψία απέναντι στην αστική κατήχηση, και σχηματίζει μια κριτική του περιεχομένου της. Τείνει να απορροφά την κουλτούρα όσων έχουν αποκοπεί απ’ αυτό με χίλιους τρόπους και ταυτόχρονα θέτει τα θεμέλια μιας νέας κουλτούρας. Υπό μια πιο βιβλιοφαγική έννοια, αγνοεί το ίδιο του το παρελθόν, αλλά βρίσκει μπροστά του τα ουσιαστικά αποτελέσματά του, με την μορφή συνθηκών που περιβάλλουν την παρούσα δράση του.

Όμως μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στο δρόμο της ανάπτυξης του προλεταριάτου είναι η διαρκής αναγέννηση του πνεύματος και της πραγματικότητας του καπιταλισμού εντός του προλεταριάτου. Οι εργάτες δεν είναι ξένοι ως προς τον καπιταλισμό: γεννιούνται σε μια καπιταλιστική κοινωνία, εργάζονται μέσα της, συμμετέχουν σ’ αυτήν και την κάνουν να κινείται. Οι καπιταλιστικές ιδέες, οι νόρμες, οι συμπεριφορές τείνουν διαρκώς να εισβάλουν στο πνεύμα τους και όσο κρατάει αυτή η κοινωνία αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Η κατάσταση του προλεταριάτου είναι απολύτως αντιφατική, καθώς την ίδια στιγμή δίνει ζωή στα στοιχεία μιας νέας ανθρώπινης οργάνωσης και μιας νέας κουλτούρας ενώ αδυνατεί να απελευθερωθεί εντελώς από την καπιταλιστική κοινωνία στην οποία ζει. Το ισχυρότερο οχυρό της κοινωνίας αυτής βρίσκεται κυρίως εκεί που υποπτεύεται κανείς λιγότερο: είναι οι μακροχρόνιες συνήθειες, τα “αυταπόδεικτα” αξιώματα του αστικοί κοινού νου, που κανείς δεν αμφισβητεί, η αδράνεια και η συστηματική κοινωνική υπονόμευση της ανθρώπινης δραστηριότητας και δημιουργικότητας. Στη διάρκεια μιας επανάστασης, ο καπιταλισμός μπορεί να ηττηθεί στρατιωτικά, και όμως να παραμείνει νικηφόρος, εάν  προκειμένου να τον κερδίσουμε, και υπό το πρόσχημα της “αποτελεσματικότητας” ο επαναστατικός στρατός ή η παραγωγική διαδικασία, οργανώνονται σύμφωνα με την καπιταλιστική γραμμή (όπως έγινε στη Ρωσσία το 1918-21), καθώς μια τέτοια “ηθική” νίκη για την παλιά κοοινωνία θα της επιτρέψει σύντομα να την επεκττείνει σε ολική επικράτηση. Οι εργάτες μπορεί να πετύχουν την τεράστια νίκη της οικοδόμησης μιας επαναστατικής οργάνωσης που να εκφράζει τις προσδοκίες τους, και να στρέψουν άμεσα την νίκη τους σε ήττα αν πιστέψουν ότι αυτή η οργάνωση από τη στιγμή που χτίστηκε δεν μένει γι’ αυτούς παρά να της δείχνουν εμπιστοσύνη περιμένοντας να τους λύσει τα προβλήματά τους.

Ο αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στον καπιταλισμό είναι, συνεπώς, στο πιο σημαντικό μέρος του, ένας αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια στον εαυτό της, για να απελευθερωθεί από ό,τι φέρει μέσα της από την κοινωνία την οποία πολεμά. Η ιστορία του εργατικού κινήματος είναι η ιστορία της ανάπτυξης του προλεταριάτου μέσα απ’ αυτόν τον αγώνα, μια ανάπτυξη που δεν στάθηκε μια συνεχής προέλαση αλλά μια άνιση και αντιφατική διαδικασία κέρδους και απώλειας εδάφους, περιλαμβάνοντας ολόκληρες περιόδους υποχώρησης.

Ο εκφυλισμός των Εργατικών Οργανώσεων

Η εξέλιση των εργατικών οργανώσεων μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Για έναν αιώνα το προλεταριάτο όλων των χωρών έστηνε οργανώσεις για να το βοηθήσουν στον αγώνα του, και όλες αυτές οι οργανώσεις, εργατικά συνδικάτα ή πολιτικά κόμματα, τελικά εκφυλίστηκαν κι ενσωματώθηκαν στο σύστημα της εκμετάλλευσης. Υπό αυτήν την έννοια έχει ελάχιστη σημασία αν έγιναν απλά εργαλεία του κράτους και της καπιταλιστικής κοινωνίας (όπως οι ρεφορμιστικές οργανώσεις), ή αν (όπως οι σταλινικές οργανώσεις) στοχεύουν να επιφέρουν έναν μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας, συγκεντρώνοντας την οικονομική και πολιτική εξουσία στα χέρια μιας γραφειοκρατικής κάστας ενώ διατηρούν αναλλοίωτη την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Τα κύριο σημείο είναι ότι τέτοιες οργανώσεις έχουν γίνει οι ισχυρότεροι εχθροί του αρχικού τους στόχου: της χειραφέτησης του προλεταριάτου.

Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν είναι ζήτημα “λαθών” ή “ξεπουλήματος” εκ μέρους της εκάστοτε ηγεσίας. Ηγέτες που κάνουν “λάθη” ή “ξεπουλιούνται” αργά ή γρήγορα απομακρύνονται από τις οργανώσεις που ηγούνται. Όμως ο εκφυλισμός των εργατικών οργανώσεων πάει χέρι-χέρι με τη γραφειοκρατικοποίησή τους, δηλαδή: με τον σχηματισμό στο εσωτερικό τους, μιας κάστας αμετακίνητων και υπεράνω ελέγχου ηγετών. Έτσι, η πολιτική αυτών των οργανώσεων, εκφράζει τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα αυτής ακριβώς της γραφειοκρατίας. Προκειμένου να κατανοήσουμε τον εκφυλισμό των οργανώσεων αυτών, πρέπει να καταλάβουμε πώς μια γραφειοκρατία μπορεί να γεννηθεί μέσα από το εργατικό κίνημα.

Εν συντομία, η γραφειοκρατικοποίηση σήμαινε ότι η θεμελιώδης κοινωνική σχέση του σύγχρονου καπιταλισμού, η σχέση μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών, έχει αναπαραχθεί και στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, με δυο μορφές: πρώτη, μέσα στις εργατικές οργανώσεις, που έχουν ανταποκριθεί στη μεγέθυνση και την αύξουσα πολυπλοκότητα των καθηκόντων τους υιοθετώντας ένα αστικό μοντέλο οργάνωσης, με μια ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ μιας νέας ιεραρχίας ηγετών που σταθεροποιούταν, διαχωρισμένη από τις μάζες των αγωνιστών, που απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα ξεπέφτουν στο ρόλο των εκτελεστικών οργάνων. Κατά δεύτερον, μεταξύ των εργατικών οργανώσεων και του ίδιου του προλεταριάτου. Η λειτουργία που ανέλαβαν σταδιακά αυτές οι οργανώσεις ήταν να οδηγήσουν την εργατική τάξη στα δικά της, συγκεκριμένα συμφέροντα- και τις περισσότερες φορές, η εργατική τάξη ήταν σύμφωνη να βασιστεί στις οργανώσεις αυτές και να ακολουθήσει τις υποδείξεις τους. Έτσι οδηγηθήκαμε σ’ αυτό που ήταν ακριβώς η άρνηση της ουσίας του σοσιαλιστικού κινήματος, κατ’ όνομα, η ιδέα της αυτονομίας του προλεταριάτου.

Η εξέλιξη αυτή έχει μια παράλληλή της στην σχετική εξέλιξη της επαναστατικής θεωρίας και ιδεολογίας, που έγινε εφικτή χάρη στον εξαρχής αντιφατικό χαρακτήρα του ίδιου του μαρξισμού. Με μια έννοια, τίποτα απ’ όσα γράφονται εδώ για την εργατική διεύθυνση και την αυτονομία του προλεταριάτου δεν είναι νέο. Όλα πάνε πίσω στη ρήση του Μαρξ: “Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο της ίδιας της τάξης”. Με άλλα λόγια, η χειραφέτηση θα επέλθει μόνο όσο οι εργάτες οι ίδιοι επιλέγουν τα μέσα και τους σκοπούς του αγώνα τους. Αυτή η επιμονή της αυτονομίας έγκειται στο να συμβαδίζει κανείς με τις πιο βαθιές και τις πιο θετικές όψεις του έργου του Μαρξ: η κεντρική σημασία που απέδιδε στην ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, η ριζοσπαστική κριτική της αστικής ιδεολογίας σε κάθε της όψη κι ακόμα και ως προς την παραδοσιακή αντίληψη της “θεωρίας”, και το όραμα του σοσιαλισμού ως μια νέα πραγματικότητα, τα στοιχεία για την οποία ξεκινούν να εμφανίζονται μόλις τώρα στις ζωές και τις συμπεριφορές των εργατών.

Ωστόσο, ο μαρξισμός, γεννημένος ο ίδιος μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, δεν έχει απελευθερωθεί απ’ αυτήν και ούτε θα μπορούσε να απελευθερωθεί ολοκληρωτικά απ’ την κουλτούρα στην οποία μεγάλωσε. Η θέση του, όπως και η θέση κάθε επαναστατικής ιδεολογίας και όπως η κατάσταση του προλεταριάτου μέχρι την επανάσταση, παραμένει αντιφατική. “Οι κυρίαρχες ιδέες μιας εποχής είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης” δε σημαίνει απλά ότι αυτές οι ιδέες είναι οι πιο διαδεδομένες φυσικά ή οι πιο κοινά αποδεκτές. Σημαίνει επίσης ότι τείνουν να διαβρώνουν, μερικά και ασυνείρητα, ακόμα και τους ίδιους ανθρώπους που αντιτίθενται σ’ αυτές με την μεγαλύτερη βία. Στη θεωρητική σφαίρα, όχι λιγότερο απ’ ότι στην πρακτική σφαίρα, ο αγώνας του επαναστατικού κινήματος να απελευθερωθεί από τα δεσμά του καπιταλισμού είναι ένας αγώνας διαρκής.

[…]

Προλεταριάτο και Γραφειοκρατία την τρέχουσα περίοδο

Τα γεγονότα των πρόσφατων χρόνων δείχνουν ότι το προλεταριάτο αποκτά μια εμπειρια για την οποία οι γραφειοκρατικές οργανώσεις δεν στιγματίζονται απλά από τα “λάθη” ή τις “προδοσίες των ηγεσιών τους, αλλά από κάτι πολύ πιο βαθύ.

Οπουδήποτε αυτές οι οργανώσεις πήραν την εξουσία, όπως στην Ανατολική Ευρώπη, το προλεταριάτο τις αντιμετωπίζει αναγκαστικά ως καθαρά και ξάστερα, ενσαρκώσεις του συστήματος της εκμετάλλευσης. Όπου καταφέρνει να σπάσει τον γραφειοκρατικό κλοιό, ο επαναστατικός του αγώνας δεν κατευθύνεται απλά εναντίον της γραφειοκρατίας. Βάζει μπροστά στόχους που εκφράζουν με θετικούς όρους την εμπειρία της γραφειοκρατικοποίησης. Το 1953 οι εργάτες του ανατολικού Βερολίνου ζητούσαν μια κυβέρνηση “μεταλλεργατών”, ενώ αργότερα τα ουγγρικά επαναστατικά συμβούλια απαιτούσαν μια εργατική διαχείριση της παραγωγής.

Στην πλειοψηφία των Δυτικών χωρών, η στάση των εργατών απέναντι στις γραφειοκρατικές οργανώσεις, δείχνει ότι τις αντικρύζουν ως εξωτερικούς και αποκομμένους θεσμούς. Σε αντίθεση με το τί συνέβαινε στο τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, σε καμία βιομηχανοποιημένη χώρα δεν πιστεύουν πια οι εργάτες ότι το “δικό τους” κόμμα ή συνδικάτο είναι πρόθυμα ή ικανά να επιφέρουν μια ουσιαστική αλλαγή στην κατάστασή τους. Ενδεχομένως τα “υποστηρίζουν” ψηφίζοντάς τα ως το “μικρότερο κακό”, ή να τα χρησιμοποιούνε -αυτή είναι συνήθως η περίπτωση όσον αφορά τα συνδικάτα- όπως χρησιμοποιεί κανείς έναν δικηγόρο ή την πυροσβεστική υπηρεσία. Όμως σπάνια κινητοποιούνται στο κάλεσμά τους, και ποτέ δεν συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτά. Αν και τα εγγεγραμένα μέλη ενός συνδικάτου μπορεί να αυξομειώνονται, στην πραγματικότητα κανείς δεν παραβρίσκεται στις συνεδριάσεις του συνδικάτου. Τα κόμματα μπορούν να βασίζονται ολοένα και λιγότερο στην μάχιμη ενεργητικότητα των εργατών που είναι μέλη τους. Πλέον λειτουργούν κυρίως μέσω επαγγελματικών στελεχών που απαρτίζονται από “αριστερά” μέλη της μικροαστικής τάξη και της διανόησης. Στα μάτια των εργατών, αυτά τα κόμματα και τα συνδικάτα είναι μέρος της κατεστημένης τάξης -λιγότερο ή περισσότερο διεφθαρμένο από τα υπόλοιπα- αλλά βασικά το ίδιο μ’ αυτά. Όταν ξεσπούν εργατικοί αγώνες, αυτό γίνεται συνήθως έξω από τις γραφειοκρατικές οργανώσεις και ορισμένες φορές μάλιστα άμεσα εναντίον τους.

Έχουμε λοιπόν μπει σε μια νέα φάση στην ανάπτυξη του προλεταριάτου που μπορεί να χρονολογηθεί, αν θέλετε, από το 1953: Εκεί ξεκινά μια ιστορική περίοδος στην οποία το προλεταριάτο θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από τα συντρίμια των όσων δημιούργησε το 1890 και το 1917. Έτσι, όταν οι εργάτες βάλουν μπροστά τους δικούς τους στόχους και αγωνιστούν σοβαρά να τους πετύχουν, θα είναι ικανοί να το κάνουν μόνο έξω, και στις περισσότερες περιπτώσεις σε σύγκρουση με, τις γραφειοκρατικές οργανώσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τελευταίες θα εκλείψουν. Για όσο καιρό το προλεταριάτο δέχεται το σύστημα της εκμετάλλευσης, οι οργανώσεις που εκφράζουν αυτή την κατάσταση πραγμάτων θα υπάρχουν και θα συνεχίζουν να εξυπηρετούν ως όργανα ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κοινωνία. Χωρίς αυτά, η καπιταλιστική κοινωνία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Αλλά, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κάθε αγώνας θα τείνει να θέσει τους εργάτες απέναντι σ’ αυτές τις γραφειοκρατικές οργανώσεις, και αν οι αγώνες αυτοί αναπτύσσονται, νέες οργανώσεις θα αναπτυχθούν από το ίδιο το προλεταριάτο, για τομείς μισθωτών χειρωνάκτων και διανοητικών εργαζομένων που νιώθουν την ανάγκη να δρουν σε έναν δρουν με έναν συστηματικό και διαρκή τρόπο ώστε να στηρίζουν το προλεταριάτο να επιτυγχάνει τους νέους στόχους του.

[…]

απόσπασμα από το The Working Class and Organisation του Κορνήλιου Καστοριάδη (1959) για την ομάδα Socialisme ou Barbarie.

Categories
Uncategorized

Ένα πρότυπο σύγχρονου πολέμου: Μοζαμβίκη

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το κείμενο War, Globalisation and Reproduction της Silvia Federici

Το πώς ο πόλεμος, αρχικά, κι έπειτα η ανθρωπιστική βοήθεια επιστρατεύτηκαν προκειμένου να επαναποικειοποιήσουν μια χώρα, να την εντάξουν στην αγορά και να κάμψουν την αντίστασή της στην οικονομική και πολιτική εξάρτηση, φαίνεται περίτρανα στην περίπτωση της Μοζαμβίκης. Πράγματι, ο πόλεμος που διεξήγαγε η ReNaMo ή αλλιώς Εθνική Αντίσταση Μοζαμβίκης (ένα υποχείριο του κράτους του απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής και των ΗΠΑ) ενάντια στη χώρα αυτή για σχεδόν μια δεκαετία (1981-1990) περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία-κλειδιά ενός σύγχρονου πολέμου στην εποχή της παγκοσμιοποίησης:

1. Την καταστροφή της (ανα)παραγωγικής φυσικής και κοινωνικής υποδομής μιας χώρας, προκειμένου να προκληθεί μια κρίση αναπαραγωγής και να επιβληθούν οικονομικά και πολιτικά μέτρα επικυριαρχίας της. Κάτι τέτοιο πέτυχε η Renamo μέσω α) της συστηματικής χρήσης τρομοκρατίας ενάντια στον πληθυσμό (σφαγές, υποδουλώσεις, φρικιαστικοί ακρωτηριασμοί) που υποχρέωναν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη γη τους, και να μετατραπούν σε πρόσφυγες (πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου), β) την καταστροφή δρόμων, γεφυρών, νοσοκομείων, σχολείων και πάνω απ’ όλα, την καταστροφή των αγροτικών καλλιεργιών και υποδομών που παρείχαν τα βασικά μέσα ύπαρξη σε έναν πληθυσμό αγροτικό. (Η περίπτωση της Μοζαμβίκης δείχνει τη στρατηγική σημασία ενός “πολέμου χαμηλής ένατσης”, που ξεκινά με τη χρήση ναρκοπεδίων ως μέσο αποτροπής των ανθρώπων από το να πηγαίνουν στα χωράφια τους, και κατ’ επέκταση δημιουργώντας μια κατάσταση έλλειψης τροφίμων ώστε να απαιτείται εξωτερική βοήθεια).

2. Η χρήση της “ανθρωπιστικής βοήθειας” όσον αφορά τα τρόφιμα που μεταφέρθηκαν σε πρόσφυγες και θύματα της έλλειψης τροφής ώστε να εξασφαλιστεί ένας έλεγχος από την οικονομική σχέση, και να δημιουργηθεί μια μακροχρόνια εξάρτηση, και να υποβαθμιστεί η ικανότητα μιας χώρας να ελέγξει το οικονομικό και πολιτικό της μέλλον. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βοήθεια σε τρόφιμα, είναι μια τεράστια ώθηση στις αγροτοβιομηχανίες των ΗΠΑ, που κερδίζουν απ’ αυτήν τα διπλά, πρώτον καθώς ανακουφίζονται από τα τεράστια υπερσυσσωρευμένα προϊόντα τους, κι έπειτα κερδίζοντας από την εξάρτηση της βοηθούμενης χώρας στην εισαγωγή τροφίμων.

3. Η μεταφορά του κέντρου λήψης αποφάσεων από το κράτος στους διεθνείς οργανισμούς και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Τόσο ευρεία ήταν η επίθεση στην “εθνική κυριαρχία” της Μοζαμβίκης, που από τη στιγμή που αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια, υποχρεώθηκε να αποδεχτεί ότι οι ΜΚΟ θα είχαν το ελεύθερο να διευθύνουν κατά τα γούστα τους τις επιχειρήσης ανακούφισης της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να κινούνται σε οποιοδήποτε κομμάτι της χώρας και να διανέμουν τρόφιμα απευθείας στον πληθυσμό, σε οποιοδήποτε μέρος της αρεσκείας τους. Όπως έδειξε ο Joseph Hanlon στο Mozambique: Who Calls the Shots? η κυβέρνηση δυσκολευόταν να καταγγείλει τις πολιτικές των ΜΚΟ, ακόμα και στην περίπτωση ακροδεξιών ΜΚΟ όπως η World Vision που χρησιμοποίησε τις διανομές βοήθειας για πολιτική και θρησκευτική προπαγάνδα της, ή  ΜΚΟ όπως η CARE που είναι ύποπτες για συνεργασία με τη CIA.

4. H επιβολή αδιανόητων ειρηνευτικών συνθηκών, όπως η “συμφιλίωση” και το μοίρασμα της εξουσίας με την Renamo (ο πιο “ασυμφιλίωτος” εχθρός τόσο της κυβέρνησης όσο και του λαού της Μοζαμβίκης, που ευθύνεται για πολλές βαρβαρότητες και για τη σφαγή πάνω από 1.000.000 ανθρώπων) δημιουργεί τη δυναμική για σταθεροποίηση της κατάστασης αποσταθεροποίησης. Αυτή η πολιτική “συμφιλίωσης” που πλέον επιβλήθηκε κυνικά και απόλυτα, από την Αιτή μέχρι την Νότια Αφρική ως “συνθήκη ειρήνης” -το πολιτικό ισοδύναμο της πρακτικής του να χρηματοδοτεί κανείς δυο κόμματα σε σύγκρουση μεταξύ τους- είναι η πιο ενδεικτική έκφραση της σύγχρονης στρατηγικής επαναποικειοποίησης, καθώς προλέγει ότι οι λαοί του τρίτου κόσμου δε θα έχουν ποτέ το δικαίωμα στην ειρήνη και στο να διαφυλάσσουν τους εαυτούς τους από αποδεδειγμένα εχθρούς τους. Επίσης σημαίνει ότι δεν έχει η κάθε χώρα τα ίδια δικαιώματα, μιας και οι ΗΠΑ ή οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ, ούτε θα διανοούνταν ποτέ να αποδεχτεί μια τέτοια συμφωνία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ

Η περίπτωση της Μοζαμβίκης δεν είναι μοναδική. Όχι μόνο οι περισσότερες Αφρικανικές χώρες στην πράξη διευθύνονται από υπηρεσίες στηριζόμενες από τις ΗΠΑ και ΜΚΟ, η αλλεπάλληλη καταστροφή των υποδομών, η επιβολή μεταρρυθμίσεων υπέρ των αγορών, ο εξαναγκασμός σε συμφιλιώσεις με δολοφονικούς “ασυμφιλίωτους” εχθρούς, η αποσταθεροποίηση, μπορούν να βρεθούν σε διαφορετικούς βαθμούς και συνδυασμούς μεταξύ τους οπουδήποτε στην Αφρική σήμερα, σε τέτοιο βαθμό που αρκετές χώρες όπως η Αγκόλα ή το Σουδάν βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, και η ύπαρξή τους ως πολιτικές οντότητες παίζεται.

Είναι μέσα από έναν συνδυασμό οικονομικών και στρατιωτικών εχθροπραξιών που η αντίσταση των αφρικανικών λαών ενάντια στην παγκοσμιοποίηση μέχρι τώρα βρίσκεται υπό έλεγχο, με τον ίδιο τρόπο που έγινε στην Κεντρική Αμερική (Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Γουατεμάλα, Παναμάς) όπου σε όλη τη δεκαετία του 1980 οι ΗΠΑ διήυθηναν τα πράγματα παρεμβαίνονταας ανοιχτά.

Η διαφορά είναι ότι στην Αφρική, το δικαίωμα των ΗΠΑ/ΟΗΕ να στείλουν στρατεύματα , σε γενικές γραμμές δικαιολογήθηκε στο όνομα των “ειρηνευτικών αποστολών”. Η “ειρηνευτική διαδικασία” και η “ανθρωπιστική παρέμβαση” πιθανώς επειδή υπό άλλες συνθήκες, μια εισβολή από πεζοναύτες (σαν αυτές που είδαμε στον Παναμά και τη Γρενάδα) ενδέχεται να μη γινόταν αποδεκτή διεθνώς. Τέτοιες παρεμβάσεις ωστόσο, που αποτελούν το σύγχρονο πρόσωπο της αποικιοκρατίας, δεν είναι αποκλειστικότητα της Αφρικής. Αυτή η αποικιοκρατία στοχεύει στον έλεγχο της πολιτικής και των αποθεμάτων, παρά στο κέρδος σε κατοχή επί του εδάφους, ενώ με πολιτικούς όρους, είναι μια “φιλανθρωπική”, “ανθρωπιστική”, ευέλικτη αποικιοκρατία που στοχεύει στην “κυριαρχία” μάλλον παρά στην κυβέρνηση, καθώς το δεύτερο εμπεριέχει μια δέσμευση σε κάποιο θεσμικό οικοδόμημα και μια οικονομική οργάνωση, ενώ ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός των ελεύθερων επιχειρήσεων επιχειρεί να διατηρεί την ελευθερία να ορίζει πάντα ο ίδιος το θεσμικό στάτους, την μορφή της οικονομίας και τις τοποθεσίες που ταιριάζουν περισσότερο στις ανάγκες του. Ωστόσο, όμως και η αποικιοκρατία των παλιών, στρατιωτών κι εμπόρων δεν είναι κάτι ολότελα ξεπερασμένο, όπως αποδεικνύει αυτός ο γάμος ανθρωπιστικής βοήθειας και στρατιωτικής παρέμβασης που εκδηλώνεται σήμερα.

Ποιά είναι η σημασία αυτής της εκδοχής για το αντιπολεμικό κίνημα, και την αξίωση αυτού του άρθρου ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να βρίσκεται πάντα στην παγκόσμια ατζέντα;

Πρώτον, ότι μπορούμε να περιμένουμε την κατάσταση που έχει αναπτυχθεί στην Αφρική με την ανάμειξη οικονομικού και στρατιωτικού πολέμου και την αλληλουχία προσαρμογής των κοινωνικών δομών – μια συγκρουσιακή παρέμβαση να αναπαραχθεί ξανά και ξανά μέσα στα επόμενα χρόνια σε όλον τον τρίτο κόσμο. Μπορούμε επίσης να περιμένουμε να δούμε περισσότερους πολέμους να αναπτύσσονται στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, καθώς οι θεσμοί και οι δυνάμεις που ωθούν τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης βρίσκουν την κρατικοποιημένη βιομηχανία και άλλα απομεινάρια του σοσιαλισμού εξ ίσου παρεμποδιστικά για την “ελεύθερη οικονομία” όσο και ο αφρικανικός κομμουναλισμός.

Με την έννοια αυτή, ο πόλεμος του ΝΑΤΟ ενάντια στη Γιουγκοσλαβία είναι πιθανό να αποτελεί το πρώτο παράδειγμα (μετά απ’ αυτό της Βοσνίας) του τί μέλλει γεννέσθαι, καθώς το τέλος του κρατικού-σοσιαλισμού αντικαθίσταται από την απελευθέρωση των αγορών, η πορεία του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά παρέχει το αναγκαίο “πλαίσιο ασφαλείας”. Είναι τόσο στενή η σχέση μεταξύ της “ανθρωπιστικής βοήθειας” του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και την Αφρική, που οι ανθρωπιστικές ομάδες -το πεζικό της σύγχρονης πολεμικής μηχανής- μεταφέρθηκαν στο Κοσοβο από την Αφρική, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τη σχετική αξία της ζωής των αφρικανών και των ευρωπέων στα μάτια των διεθνών οργανώσεων, μετρημένων από την ποσότητα των προμηθειών που παρείχαν στους πρόσφυγες.

Θα έπρεπε επίσης να δούμε ότι η κατάσταση που είμαστε αντιμέτωπη είναι πολύ διαφορετική από τον ιμπεριαλισμό του ύστερου 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Γιατί οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εκείνων των ημερών ήταν καθηλωμένες και υπέυθυνες για συγκεκριμένα και συμφωνημένα εδαφικά, κοινωνικά και πολιτικά οικοδομήματα.  Έτσι, σ εκείνη την ιμπεριαλιστική εποχή του ποταμόπλοιου με τα μυδράλια, που θα μπορούσε να σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους από μακριά, το ποιός ήταν υπεύθυνος για σφαγές, πείνες και άλλες μορφές μαζικής εξόντωσης ήταν κάτι που πάντοτε θα μπορούσε να βρεθεί. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ήταν ο βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου που είχε προσωπικά την ευθύνη για το φόνο εκατομμυρίων ανθρώπων στο Κογκό. Αντιθέτως, σήμερα, εκατομμύρια αφρικανοί πεθαίνουν κάθε χρόνο ως συνέπεια αναλόγων επεμβάσεων, χωρίς κανείς να θεωρείται υπεύθυνος. Απ’ την άλλη, οι κοινωνικές αιτίες θανάτου στην Αφρική, γίνονται ολοένα και πιο αόρατες όμοια με το αδιόρατο χέρι της καπιταλιστικής αγοράς.

Τελικά, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να κινητοποιούμαστε απλά ενάντια στους βομβαρδισμούς, ή να απαιτούμε να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί και να ονομάζουμε αυτό το πράγμα “ειρήνη”. Γνωρίζουμε από τα μεταπολεμικά γεγονότα στο Ιράκ ότι η καταστροφή της υποδομής μιας χώρας παράγει πολύ περισσότερους θανάτους απ’ ότι οι βόμβες μόνες τους. Αυτό που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι ο θάνατος, η πείνα, η ασθένεια και η καταστροφή είναι καθημερινή πραγματικότητα για τους περισσότερους ανθρώπους του πλανήτη. Πιο σημαντικό ακόμα, οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις τέτοιου τύπου είναι το πιο διαδεδομένο πρόγραμμα στον τρίτο κόσμο σήμερα, αυτό που με όλες τις μορφές του (από την African Growth μέχρι την Opportunity Act), αντανακλα το σύγχρονο πρόσωπο του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας -τον πόλεμο. Έτσι, το πρόγραμμα του αντιπολεμικού κινήματος πρέπει να συμπεριλαμβάνει την καταστροφή της κοινωνικής υποδομής με κάθε μορφή, ανν σκοπεύουμε να δώσουμε ένα τέλος στον πόλεμο και το ιμπεριαλιστικό σχέδιο που πραγματώνει.