Categories
Uncategorized

Προαισθήματα…: για το Occupy και τους αγώνες χωρίς αιτήματα – Q. Libet

Προαισθήματα…

Οι επερχόμενες καταλήψεις θα ξεφυτρώνουν παντού χωρίς αρχή και τέλος, και χωρίς τα μέσα να διαλυθούν. Όταν συμβεί αυτό, θα είμαστε επιτέλους έτοιμοι να τις εγκαταλείψουμε.

Όταν γράφαμε τα παραπάνω τον Δεκέμβρη του 2008 στην πόλη της Νέας Υόρκης, μετά την κατάληψη ενός πανεπιστημιακού κτιρίου στη Union Square, αντιμετωπιστήκαμε σαν ιδεαλιστές νεαροί, μηδενιστές αναρχικοί, ακόμη και φασίστες παρακρατικοί. Ποιά είναι τα αιτήματά σας; ρωτούσαν. Και τί προτείνετε; αναρωτιόντουσαν. Να καταλάβουμε τα πάντα; ξύνιζαν.

Αλίμονο. Τα προαισθήματά μας έχουν ξεπεραστεί.

Ήταν απλά θέμα χρόνου. Με το πρώτο ξέσπασμα της κρίσης το φθινόπωρο του 2008, τα αποτελέσματά της ήταν διάχυτα, με τα άτομα σ’ ολόκληρη τη χώρα να τα νιώθουν ταυτόχρονα αλλά όχι από κοινού. Οι φοιτητές, που έχουν τόσο τον χρόνο να δράσουν και να σκεφτούν ελεύθεροι απ’ την προστατική της εργασίας, ήταν φυσικά οι πρώτοι που αντέδρασαν. Με την εξέγερση στην Ελλάδα να κοχλάζει, και μια κρίση νομιμοποίησης της αμερικανικής οικονομίας μπροστά τους, καταλήψεις χωρίς αιτήματα εξαπλώθηκαν από την Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια, εμπλέκοντας χιλιάδες. Τα αιτήματα είναι άνευ νοήματος, όταν κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει, κι έτσι το μόνο πραγματικό αίτημα ήταν η ίδια η κατάληψη. Ανώριμο ίσως, όχι όμως και ανόητο. Με τις κατασχέσεις να αυξάνονται γεωμετρικά, και την ανεργία να εκτοξεύεται στα ύψη, η κατάληψη του χώρου και των μέσων διαβίωσης είναι η πιο αυτονόητη δράση. Στις πιο απολίτικες απ’ τις Δυτικές δημοκρατίες, πρέπει να δημιουργήσει κανείς πρώτα τους χώρους απ’ όπου θα προκύψει η πολιτική.

Αλλά οι φοιτητές από μόνοι τους δεν είναι τίποτα. Πόσο μάλλον οι αριστεροί ριζοσπάστες απ’ αυτούς.

Πάντοτε με το ένα πόδι στην εργασία και το άλλο έξω απ’ αυτήν, οι φοιτητές μπορούν να εκφράσουν τη δυσφορία γι’ αυτό που έρχεται, κι όχι γι αυτό που έχει ήδη έρθει. Εδώ προκύπτει και το θεωρητικό πλεονέκτημα του τρέχοντος κύματος καταλήψεων, που παίρνει ως σημείο αφετηρίας του όχι το λεηλατημένος μέλλον, αλλά το διαλυμένο παρόν. Από δω, δε χρειάζεται κανείς πλέον να “πείσει” τους άλλους για το τί “μπορεί να συμβεί”. Είναι μάλλον το ίδιο το παρόν που γκρεμίζεται κάτω απ’ τα πόδια όλων. Και μόνον όσοι ζουν σε ουρανοξύστες μπορούν να αποφύγουν τα πρώτα γκρεμοτσακίσματα.

Το Occupy Wall Street και οι επακόλουθοι πολλαπλασιασμοί του ακολουθούν την τροχιά των αμερικανικών κοινωνικών αγώνων που ξεκίνησαν απ’ τις εργατικές ταραχές μετά τον εμφύλιο πόλεμο και συνέχισαν μέχρι τις πιο πρόσφατες αναζωπυρώσεις των διαδηλώσεων της αντιπαγκοσμιοποίησης των αρχών της δεύτερης χιλιετηρίδας. Τί είναι αυτή η τροχιά; Με απλά λόγια, στο ξεκίνημα της νεοϊδρυθείσας δημοκρατίας της Αμερικής, οι εργαζόμενοι πληθυσμοί διεκδικούσαν λιγότερες ώρες εργασίας και καλύτερο μισθό, με ανεξάρτητη δική τους εκπροσώπηση και συλλογικά δικαιώματα διαπραγμάτευσης. Αυτά τα συγκεκριμένα αιτήματα, που ορισμένες φορές αναμείχθηκαν και ορισμένες βρέθηκαν σε σύγκρουση με τα αιτήματα για τη ψήφο των γυναικών και τα πολιτικά δικαιώματα, υποστηρίχθηκαν από μαζικά κύματα βίας: απεργίες, καθηστικές διαμαρτυρίες, οδομαχίες, ταραχές, λεηλασίες, εμπρησμούς. Ενώ απαιτούσαν συγκεκριμένες εγγυήσεις για τη ζωή τους με τα λόγια τους, με τα έργα τους δεν απαιτούσαν τίποτα απολύτως απ’ τα κατεστραμμένα εργοστάσια και τραίνα που άφηναν πίσω τους.

Ο μέσος αμερικάνος πολίτης, το 99%, απ’ την ανασυγκρότηση στον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αναβαπτίστηκε στο αίμα και ευλογήθηκε με μια πληθώρα υλικών κερδών. Η ενασχόληση των πολιτών με την πολιτική υποχώρησε μπρος στην απόλαυση των νέων εμπορευμάτων που βρέθηκε στο προσκήνιο. Με μια σχετική ειρήνη που κερδήθηκε για τους λευκούς εργαζομένους, η σφαίρα της πολιτικής άνοιξε για το άλλο κομμάτι του 99%, για τον μαύρο πληθυσμό. Ο αργόσυρτος μεταπολεμικός αγώνας για πολιτικά δικαιώματα εξερράγη στη δεκαετία του ’60, με όχι μόνο αιτήματα για ίση μεταχείριση και σεβασμό, αλλά επίσης αιτήματα για ένταξη στα υλικά κέρδη που είχε προσωρινά διασφαλίσει για τον εαυτό του ο λευκός εργαζόμενος πληθυσμός. Αυτά τα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα διατυπώθηκαν στην Ουάσιγκτον και τη Σέλμα, ήταν μόνο το προσκήνιο μιας κολοσσιαίας βουβής οργής που μαινόταν στο φόντο, γκρεμίζοντας τις γεμάτες εμπόρευμα βιτρίνες του Νιούαρκ, του Ντητρόιτ, του Λος Άντζελες, του Ώκλαντ, του Σικάγο, και σχεδόν κάθε μητροπολιτικής γειτονιάς στην Αμερική. Η αυτοκαταστροφή των δικών τους γειτονιών ήταν το σημάδι ότι δεν είχαν “τίποτα να χάσουν”, μια πολιτική θέση που δεν μπορεί παρά να κερδίζει.

Καθώς το κίνημα για ισότητα και πολιτικά δικαιώματα κορυφώθηκε, η νεολαία και τα αντιπολεμικά κινήματα των μέσων του ’60 και των αρχών του ’70 κέρδισαν έδαφος. Κάνοντας δικό τους το φυσικό μήνυμα των φυλετικών ταραχών -ότι δεν υπάρχει νίκη χωρίς αγώνα- οι νέοι ριζοσπάστες ανέμειξαν παλιές εργατικές τακτικές με τις στρατηγικές των πολιτικών δικαιωμάτων, παράγοντας μια ιδεολογία που υποστήριξε το δικαίωμά τους να γευτούν τους καρπούς της αμερικανικής κοινωνίας. Τα πάντα μπορούσαν να αρπαχθούν, τα πάντα θα ‘πρεπε να ήταν δικά μας. Η ιδιαιτερότητα των πολιτικών κινημάτων την περίοδο αυτήν ήταν στη φύση των γενικών αιτημάτων τους: ελευθερία, ισότητα, ειρήνη, τα πάντα.

Όμως ο αγώνας για ένα ολικό αίτημα έσπασε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν η κρίση στην αμερικανική οικονομία οδήγησε σε μια νέα ταξική επίθεση σ’ αυτούς που κάνουν τη χώρα να κινείται. Αυτή η επίθεση είναι σε εξέλιξη. Δε χρειάζεται πλέον να δοθεί τίποτα σ’ αυτούς που απαιτούν, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις δε δεσμεύονται πια απ’ τους υπαλλήλους τους και τους πολίτες τους. Αυτή η νέα σχέση μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνομένων, μεταξύ ιδιοκτητών και εργατών, ονομάστηκε λιτότητα. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, όσα κερδήθηκαν τον προγούμενο αιώνα σιγά-σιγά υποχώρησαν. Οι πραγματικοί μισθοί καθηλώθηκαν ενώ οι τιμές αυξήθηκαν, η εισοδηματική ανισότητα τινάχθηκε στα ύψη ενώ η ανεργία κορυφώθηκε, αφάνταστος πλούτος παράχθηκε ενώ απίστευτα λίγοι τον ιδιοποιήθηκαν – το αμερικανικό όνειρο αγορασμένος με κακή πίστωση, πληρωμένο με πανήψυλο επιτόκιο, μόλις μαλάκωσε με ένα εισιτήριο για τον κινηματογράφο. Τί μπορεί να διεκδικήσει πια κανείς όταν δεν υπάρχει τίποτα να του δώσουν.

Το να ΜΗΝ έχει κανείς αιτήματα, δεν είναι κάποια έλλειψη αλλά μια αντιφατική επιβεβαίωση της εξουσίας του όσο και της αδυναμίας του. Πολύ αδύναμος ακόμα και για να αποπειραθεί να πάρει κάτι απ’ αυτούς που κυριαρχούν την εργατική ζωή, και ταυτόχρονα πολύ ισχυρός για να προσπαθήσει και να καταφέρει μια άμεση οικειοποίηση της ψυχής του, του χρόνου του και της δραστηριότητάς του μακρυά από την εκπροσώπηση. Ένας αγώνας χωρίς αιτήματα φανερώνει τη συνολικότητα των εχθρών εναντίον των οποίων μάχεται κανείς και την ενότητα όσων τους αντιμάχονται. Ένας τέτοιος αγώνας “δε διεκδικεί κανένα συγκεκριμένο δικαίωμα επειδή τα βάσανα που υποφέρει δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο κακό αλλά ένα κακό γενικό”. Αυτό το “γενικό κακό” είναι η απρόσωπη δομή της εκμετάλλευσης που βρίσκεται στην καρδιά του οικονομικού μας συστήματος – η εκβιαστική πώληση του χρόνου και της δραστηριότητας μιας ολόκληρης ζωής ενός σε έναν άλλον με αντάλλαγμα έναν μισθό – κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί από καμμιά συγκεκριμένη αλλαγή, παρά μόνο από μια συνολική.

Ωστόσο, ο αγώνας χωρίς αιτήματα δεν είναι “ριζοσπαστικός” επειδή δεν έχει αιτήματα, όπως και ο αγώνας για καλύτερους μισθούς δεν είναι “ρεφορμιστικός” επειδή έχει αιτήματα. Πιο σημαντικό από τα αιτήματα που εγείρονται εναντίον της εξουσίας είναι οι απαιτητικές υπευθυνότητες που φέρει η ίδια η κατάσταση. Η ιδιαιτερότητα της τρέχουσας στιγμής είναι η σαφής αναγνώριση απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους, δημόσια, μαζί, δυνατά, αόριστα, της δικής τους κατάστασης στην κατάσταση των άλλων. Οι μορφές αυτής της συνάντησης, αν και θεαματικές, δεν είναι τίποτα συγκρινόμενες με τα περιεχόμενά τους.  Τα ζητήματα της εργασίας, του χρήματος, της κοινότητας, της οικογένειας, του φύλου, του χρώματος, του χρόνου, της τάξης, της εκπαίδευσης, της υγείας, των μέσων, της εκπροσώπησης, της τιμωρίας και της πίστης δεν έχουν πια ατομικές απαντήσεις. Το να σκεφτούμε πάνω σ’ ένα απ’ αυτά σημαίνει να σκεφτούμε πάνω σ’ όλα τους, και το να σκεφτούμε πραγματικά πάνω σ’ όλα αυτά απαιτεί μια κατάληψη δίχως τέλος. Οι καταλήψεις χωρίς τέλος είναι απεριόριστες κι ελεύθερες, όχι απλά επειδή βρίσκονται παντού και διαρκούν επ’ αόριστον, αλλά επειδή δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ αυτές που να τις καθορίζει εκτός απ’ αυτές τις ίδιες. Το  ξεπέρασμα των καταλήψεων είναι η πρακτική πραγματοποίηση μιας τέτοιας ελευθερίας, ένα καθήκον που δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί ιστορικά.

Προσοχή: υπάρχει μια λογική εδώ, λόγω των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρες χάρις στην τρέχουσα έλλειψη κατάλληλων εννοιών για να την αντιληφθούμε. Η κύρια προϋπόθεση του 99% συνθέτει τέλεια την οικουμενική κενότητα του σύγχρονου αμερικάνου, εκφράζοντας πλήρως ολόκληρη την ύπαρξή του χωρίς συσχέτιση με μια καθορισμένη ποιότητα. Η αλήθεια των καταλήψεων δεν έγκειται μόνο στην ουσία τους, αλλά και στα υποκείμενά τους. Η ελάχιστη προϋπόθεση της κατάληψης εντοπίζει τα υποκείμενα του συλλογισμού σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Όσο δένονται μεταξύ τους μέσω υλικών σχέσεων αλληλεξάρτησης, καταλήγει τελικά κανείς πως ούτε καν η επανάσταση δεν είναι αδύνατη.

Η νέα εποχή είναι βαθιά επαναστατική, και το ξέρει. Σε κάθε επίπεδο της σύγχρονης κοινωνίας, κανείς δεν μπορεί και κανείς δε θέλει να συνεχίσει όπως πριν. Κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί ειρηνικά την πορεία των πραγμάτων από τα κορυφαία κλιμάκια πλέον, καθώς ανακαλύπτουν ότι οι πρώτοι καρποί της κρίσης της οικονομίας δεν είναι μονο ώριμοι, αλλά έχουν στην πραγματικότητα αρχίσει να σαπίζουν. Στη βάση, κανείς δε θέλει να αποδεχθεί τί συμβαίνει γύρω του, και το αίτημα για ζωή έχει γίνει πλέον το επαναστατικό πρόγραμμα. Το μυστικό όλων των “άγριων” και “ακατανόητων” αρνήσεων που κοροϊδεύουν την παλιά τάξη είναι η αποφασιστικότητα να γράψουμε τη δική μας ιστορία.

Το Occupy Wall Street είναι η πρώτη μεγάλη αμερικανική απάντηση στην οικονομική κρίση του 2008. Αλλά η οικονομική κρίση του 2008 είναι η πρώτη μεγάλη συνέπεια της αποτυχημένης απάντησης στην κρίση της δεκαετίας του 1970. Στην πραγματικότητα, η καθυστερημένη ταξική σύγκρουση των τελευταίων τριών δεκαετιών, στις οποίες οι Αμερικανοί καλή τη πίστει χάρισαν στις επιχειρήσεις και στην κυβέρνηση μια ολόκληρη γενιά προκειμένου να διορθώσουν το πρόβλημα, και τώρα γύρισαν για να πάρουν εκδίκηση. Ο χρόνος της αναμονής τελείωσε. Η εποχή της λιτότητας έχει φτάσει τα όριά της. Το να καταλάβουμε τα πάντα χωρίς αιτήματα δεν είναι παρά το πρώτο βρεφικό βήμα στα γιγαντιαία παπούτσια του νέου αμερικανικού προλεταριάτου.

Q. Libet
20 Οκτώβρη 2011

πηγή: http://juralib.noblogs.org/2011/10/29/premonitions-sur-les-occupations-aux-etats-unis/

*~*~*

Δείτε ακόμα (αγγλικά):

We Demand Nothing – Johann Kaspar

Preoccupied: The Logic of Occupation – Q. Libet

Categories
Filippo Argenti

Νύχτες της Οργής: ταραχές στα γαλλικά προάστεια του 2005 – Filippo Argenti

Ν ύ χ τ ε ς   τ η ς   Ο ρ γ ή ς

για τις ταραχές στα γαλλικά προάστεια του 2005


Πρωτότυπος τίτλος: Le notti della collera: Sulle recenti sommosse di Francia ~ Filippo Argenti

Για την μετάφραση χρησιμοποιήθηκε κυρίως η αγγλική της Barbara Stefanelli: Nights of Rage: On the recent revolts in France (link)

Είναι κάτι που χτυπά και ξαναχτυπά αδημονώντας την πόρτα μας. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει ν’ ανοίξουμε… Πολλοί κρύβονται σιωπηλοί, κι όχι μόνο οι δειλοί, αλλά κι εκείνοι που είναι πολύ ήσυχοι ή πολύ απασχολημένοι. Δεν επιθυμούν μπλεξίματα. Κι όμως εμπλέκονται καθώς η βοή τους συνεπαίρνει όλο και περισσότερο, κι οι ωτασπίδες τους είναι άχρηστες. Ακόμα κι αν ο λόγος αποτυγχάνει παταγωδώς, ο λόγος που κληρονομήθηκε απ’ τον παλιό κόσμο, με τις παλιές θυσίες του, τις παλιές απεικονίσεις και τον εξωραϊσμό μιας εποχής που πέρασε. Τίποτα δεν είναι όπως ήταν πριν. Οι παλιές λέξεις γκρεμίζονται η μια πάνω στην άλλη γιατί δεν έχουν πουθενά να κρατηθούν, προβάλουν ύψη που κανένα αστείο, καμμιά ειρωνία και καμμιά σοφία δεν μπορούν να αγγίξουν. Η εποχή της μπουρζουαζίας φτάνει στο τέλος της και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τί θα ‘ρθει. Πολλοί έχουν ένα σκοτεινό προαίσθημα και περιθωριοποιούνται. Όμως κι οι μάζες έχουν επίσης μια σκοτεινή διαίσθηση αλλλά είναι ανίκανες να εκφραστούν και καταπιέζονται. Το Παλιό και το Νέο, η αδιάλυτη αντίθεση μεταξύ αυτού που ήταν κι αυτού που θα είναι, δεν μονομαχούν μ’ ευγένεια, αλλά ρίχνονται στην μεταξύ τους μάχη οπλισμένα ως τα δόντια. Μια παλίρροια τραντάζει τη γη. Δεν είναι απλά οικονομικά: δεν είναι απλά το θέμα του να βρούμε να φάμε, να πιούμε και να κάνουμε λεφτά. Δεν είναι απλά ένα θέμα του πως θα κατανέμεται ο πλούτος, ποιοί θα εργάζονται και πώς θα τους εκμεταλλεύονται. Όχι, αυτό που παίζεται εδώ είναι κάτι άλλο: είναι τα πάντα. – Kurt Tucholsky, Weltbόhne, March 11 1920.

Πρόλογος του συγγραφέα

Αυτό το βιβλιαράκι είναι μια μικρή συνεισφορά στην κατανόηση των πρόσφατων (2005) ταραχών στη Γαλλία. Περιττό να το πούμε, δεν αποτελεί μια κοινωνιολογική ή, με μια πιο εξειδικευμένη έννοια, θεωρητική ματιά. Οι εξεγέρσεις μπορούν να κατανοηθούν μόνον απ’ αυτούς που μοιράζονται τις ίδιες ανάγκες με τους εξεγερμένους, δηλαδή μ’ αυτούς που νιώθουν ότι αποτελούν μέρος της εξέγερσης. Μετά από ένα σύντομο χρονολόγιο, στις σελίδες που ακολουθούν τίθεται το ερώτημα του πώς τα γεγονότα του Νοέμβρη στη Γαλλία μας αφορούν όλους, κι επιχειρείται να δωθεί μια πιθανή απάντηση.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ορισμένα σημεία σ’ αυτή τη σύντομη εισαγωγή.

Αν ρίξουμε μια ματιά στις διάφορες επαναστατικές θεωρίες που κυκλοφορούν στη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, θα δούμε ότι αυτού του είδους οι εξεγέρσεις δεν ήταν καθόλου απρόβλεπτες ούτε απρόσμενες. Κάποιοι σύντροφοι μίλησαν για εμφύλιο πόλεμο, για εκρήξεις που δύσκολα θα συμπίπτουν με τους χώρους όπου το κεφάλαιο συγκεντρώνει κι ελέγχει τους εκμεταλλευόμενους, για την ολοκληρωτική έκθεσή τους στο εμπόρευμα. Όχι τυχαία, οι θέσεις των τελών του 19ου αιώνα για τους βαρβάρους, την κατάρρευση κάθε κοινού λόγου μεταξύ των εκμεταλλευομένων, την αμφισημία της έννοιας του μηδενισμού κλπ, αναθεωρήθηκαν. Ορισμένες έννοιες εκφράζουν, ακόμα και με εμβρυακό και συγκεχυμένο τρόπο, ανάγκες που ξεπερνούν το άτομο. Μ’ αυτήν την έννοια, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ των εξεγέρσεων αυτών και της επαναστατικής θεωρίας. Είναι ένα είδος διαλόγου εξ αποστάσεως. Σύμφωνα με γάλλους συντρόφους, κάθε απόπειρα άμεσης συνάντησης ως τα τώρα έχει αποτύχει, ενώ η κοινή εχθρότητα προς την αστυνομία ή μια πρακτική αλληλεγγύη προς τους συλληφθέντες δεν είναι αρκετή. Προφανώς, αυτές οι ταραχές αποτελούν καθ΄ εαυτόν θεωρητικές προτάσεις, ένα είδος κριτικής στον κόσμο. Όμως, τί μας λένε; Ασφαλώς όχι ότι οι εξεγερμένοι θέλουν να διαχειριστούν αυτόν τον κόσμο, να πάρουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την τεχνολογία, από τα κάτω. Δεν πρόκειται για το συλλογικό εργατικό (και με τις δυο έννοιες) υποκείμενο, ούτε για τους διανοητικούς εργάτες των φιλοζαπατιστικών διαδηλώσεων για μια δημοκρατική Ευρώπη. Οι φλόγες στη Γαλλία έχουν καταστρέψει κάθε δημοκρατική ψευδαίσθηση ενσωμάτωσης των φτωχών στην κοινωνία του κεφαλαίου.

Ο Walter Benjamin έθετε το ερώτημα πώς στα 1830 οι εξεγερμένοι του Παρισιού πυροβολούσαν αυθόρμητα στα ρολόγια της πόλης, ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη και χωρίς κάποιον συντονισμό γι’ αυτήν τους τη δράση. Από μεριάς μας, δεν μπορούμε παρά να διερωτηθούμε γιατί η άγρια νεολαία του σήμερα βάζει φωτιά στ’ αμάξια. Στην πραγματικότητα, τί αντιπροσωπεύει το αυτοκίνητο στη σύγχρονη κοινωνία; Ας αφήσουμε το ερώτημα ανοιχτό.

Καθώς η επιδίωξη παραγωγής μιας σπουδαίας επαναστατικής ανάλυσης που θα εξηγεί τα πάντα και την οποία οι προλετάριοι δε θα μένει παρά να την εφαρμόσουν έχει πια εξαφανιστεί, είναι καιρός η επαναστατική δραστηριότητα η ίδια να ειδωθεί μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αντί να φέρνουμε τα πανώ και τις σημαίες στο σημείο που ξεσπά η πρώτη φωτιά και στήνεται το πρώτο οδόφραγμα, μπορούμε πλέον να στήσουμε οδοφράγματα ή να ξεκινήσουμε φωτιές αλλού, με σκοπό να επεκτείνουμε την εξέγερση, κι όχι να την κατευθύνουμε πολιτικά. Στην πραγματικότητα, ο καημός όσων απ’ την μεριά των εξεγερμένων παραπονιούνται για την έλλειψη κάποιου πολιτικού προγράμματος καταντά αξιοθρήνητος.

Να επεκτείνουμε την εξέγερση ωστόσο, δε σημαίνει να θέτουμε τον εαυτό μας στο επίπεδο των υπαρχουσών πρακτικών ώστε απλά να τις πολλαπλασιάσουμε (καίγονται αμάξια; ας πάμε να κάψουμε κι εμείς περισσότερα τότε!), αλλά στην ανίχνευση του τί πρέπει να χτυπηθεί και πώς, προκειμένου να ξεδιπλωθεί στην ολότητά του ο χαρακτήρας της εξέγερσης.

Την ίδια στιγμή, κάθε σκέψη για ανάδειξη των οργισμένων νεολαίων των προαστείων στο νέο επαναστατικό υποκείμενο θα ήταν εξίσου αξιοκαταφρόνητη. Θα ήταν υπέροχο αν οι φοιτητές στον αγώνα τους ενάντια στην επισφάλεια είχαν πάρει τη σκυτάλη απ’ τους εξεγερμένους του Νοέμβρη. Δεν είναι ακριβώς έτσι όμως. Ακόμη κι αν υπήρχαν αρκετά συνθήματα για απελευθέρωση των (κυρίως ανήλικων) προφυλακισμένων του Νοέμβρη στις διαδηλώσεις και τις συνελεύσεις του Μάρτη και του Απρίλη, οι πραγματικές συναντήσεις των δυο μερών υπήρξαν ελάχιστες. Κι εκεί εμφανίστηκαν αρκετά προβλήματα. Στη διαδήλωση της 23ης Μαρτίου στο Παρίσι, για παράδειγμα, μερικές εκατοντάδες νέοι απ’ τα προάστεια επιτέθηκαν σε φοιτητές, και τους ψείρισαν τα πορτοφόλια και τα κινητά τους τηλέφωνα, χτυπώντας και βρίζοντάς τους. Επιπλέον, χτύπησαν και κόσμο που έτρεχε να διαφύγει τη σύλληψη απ’ την αστυνομία, εν τω μέσω συγκρούσεων και αστυνομικών επιθέσεων. Αυτά τα γεγονότα δεν μπορούν να αποσιωπούνται. Εδαφικές ταυτότητες, προσκόλληση σε εμπορεύματα, περιφρόνηση για τους “προνομιούχους” φοιτητές κλπ, είναι όψεις των προβλημάτων που οι νέες κοινωνικές συγκρούσεις θα φέρουν εντός τους ως κληρονομιά μιας σάπιας κοινωνίας. Καμμιά εξεγερσιακή ιδεολογία δεν μπορεί να τις σβήσει ως δια μαγείας.

Προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ των ταραχών του Νοέμβρη και του κινήματος που κατέκλυσε τη Γαλλία ενάντια στο CPE (συμβόλαιο πρώτης εργασίας, για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την εντονότερη εκμετάλλευση της φοιτητικής και νεανικής εργασίας), είναι ανάγκη να μελετήσουμε τις μνήμες, τις μαρτυρίες, τα κείμενα. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφασίσαμε να ετοιμάσουμε δυο ξεχωριστές εκδόσεις. Αν επιθυμούμε ν’ αποφύγουμε τις δημοσιογραφικές απλουστεύσεις και την αμφίσημη ρητορική, πρέπει να συλλάβουμε το ζωντανό στοιχείο των εμπειριών του αγώνα.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια κοινοτυπία: η έκφραση “νέοι των προαστείων” δεν σημαίνει ένα πράγμα. Πρώτον, γιατό τα Παρισινά προάστεια έχουν μόνα τους πάνω από 9 εκατομμύρια κατοίκους (και την μέρα που θα εξεγερθούν όλοι αυτοί, θα ναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία), κι έπειτα γιατί τα cités (πολύ αδρά: τεράστια οικιστικά συγκροτήματα που προορίζονταν για φθηνές εργατικές κατοικίες, και πλέον σχηματίζουν ολόκληρες πόλεις, με τις πλατείες και τις αυλές τους), που βρίσκονται εντός των ορίων των μεγαλουπόλεων συμμετείχαν επίσης στις ταραχές.

Πολλοί “νέοι των προαστείων” φοιτούν στις πόλεις (είτε στα Lycées, τα γαλλικά γυμνάσια-λύκεια, είτε στα πανεπιστήμια, στα οποία φοιτούν περισσότεροι οι Γάλλοι, απ’ ό,τι οι Ιταλοί). Με την έννοια αυτή, ένας μεγάλος αριθμός νέων και όχι και τόσο νέων, που συμμετέιχαν στις διαδηλώσεις, τα μπλόκα και τις συγκορύσεις τον Μάρτη και τον Απρίλη ήταν οι ίδιοι άνθρωποι μ’ αυτούς που πυρπολούσαν τις γαλλικές νύχτες το προηγούμενο Φθινόπωρο. Σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς, οι εξεγερμένοι του Νοέμβρη έφταναν τους 50.000, ενώ το “κίνημα ενάντια στο CPE” μετρούσε πάνω από ένα εκατομμύριο συμμετέχοντες. Πολλοί “προαστειακοί νεολαίοι” είχαν στην πραγματικότητα μια φιλήσυχη στάση, ενώ αρκετοί “πιο προνομιούχοι” έδρασαν καταλυτικά στο ανέβασμα του πήχη της σύγκρουσης. Οι στατιστικές που εξηγούν τις εξεγέρσεις βάσει του εισοδήματος γίνονται πλέον πιστευτές μόνο από κοινωνιολόγους. Σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις (την Rennes για παράδειγμα) η συνάντηση μεταξύ φοιτητών και των λεγόμενων casseurs (κυριολεκτικά “σπάστες”) ήταν πολύ αποτελεσματική από στρατηγικής άποψης, κάτι που προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στον Σαρκοζύ και στα επιτελεία του. Στο Παρίσι πάλι, αρκετά λιγότερο. Προφανώς υπάρχουν ακριβείς λόγοι γι΄ αυτό. Για πολλούς “προαστειακούς νέους” είναι καταρχήν δύσκολο να προσεγγίσουν τις διαδηλώσεις στο κέντρο: αν δεν τους σταματήσουν ήδη πριν επιβιβαστούν στα τραίνα, ενώ ακόμα κι αν τα καταφέρουν, τα γαλλικά ΜΑΤ θα τους την πέσουν μόλις βγουν απ’ τον σταθμό. Αν παρολαυτά μπορέσουν να προσεγγίσουν, η περιφρούρηση των συνδικάτων θα τους κρατήσει έξω απ’ το κυρίως σώμα της πορείας, κάτι που μερικοί φοιτητές ακόμα επικροτούν. Είναι λάδι στη φωτιά. Επιπλέον, οι νεότεροι απ’ αυτούς, που δεν είναι τόσο έμπειροι σε ζητήματα άμεσης μάχης με την αστυνομία, εύκολα απομονώνονται απ’ την πορεία μεταξύ λεηλασιών και φωτιών, και κατά συνέπεια συλλαμβάνονται. Φυσικά, αυτό δε δικαιολογεί ένα αδιάκριτο μίσος προς τους άλλους διαδηλωτές, αλλά είναι ενδεικτικό των διαφορετικών κοινωνικών συνθηκών και τρόπων ζωής. Αυτοί που έχουν γευτεί τους ασφυκτικούς ελέγχους των ειδικών αστυνομικών μονάδων, που συχνά οδηγούν σε άγριους ξυλοδαρμούς στους δρόμους ή στα αστυνομικά τμήματα, το βρίσκουν ακατανόητο να βλέπουν πορείες να προχωρούν με αστυνομική συνοδεία σ’ όλο το μήκος τους.

Μ’ άλλα λόγια, χωρίς να πέφτουμε σε υπεραπλουστεύσεις και κρατώντας στο μυαλό ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, μπορούμε να πούμε ότι προς το παρόν στη Γαλλία, ορισμένοι άγριοι νεολαίοι είναι στην πράξη ολομόναχοι σ’ έναν πρωτοφανή αγώνα (απ’ τον Νοέμβρη, παράλληλα με τις ταραχές, εκτυλίχθηκαν μια σειρά από βίαιες ληστείες, όπου παρέες νεολαίων επιτίθενται σε φορτηγάκια σεκιουριτάδων με μπαστούνια του μπέιζμπολ κλπ). Για τους επαναστάτες που ανοιχτά στέκονται με την μεριά της εξέγερσης, ενάντια στην μεριά του Κράτους, δεν είναι τόσο εύκολο να συμβαδίζουν πάντοτε με την κατάσταση, ακόμα κι όταν αφορά ένα αγωνιστικό κίνημα που αποδεικνύεται τόσο ριζοσπαστικό.

Ένα παράδειγμα θα το ξεκαθαρίσει αυτό. Στην αρχή, ο αγώνας είχε επικεντρωθεί στο CPE, αλλά σύντομα απέκτησε συνείδηση του ότι η επισφάλεια δεν εξαρτάται από ένα συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αλλά αντίθετα, αυτό είναι μάλλον το προϊόν ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος, που δεν μπορεί απλά να δεχτεί μερικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμα κι αν το κίνημα κέρδιζε ως προς τον συγκεκριμένο στόχο του (όπως ξέρουμε η κυβέρνηση τελικά απέσυρε το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο), γνώριζε ότι ακόμη βρισκόταν καθηλωμένο στην άμυνα. Το να κάνει ένα βήμα παραπέρα δεν ήταν τόσο εύκολο. Το κύριο σύνθημα του κινήματος, που προτάθηκε στην αρχή δειλά, κι έπειτα σχεδόν επίσημα (δηλαδή με ψηφίσματα φοιτητικών συνελεύσεων) ήτανε: να μπλοκάρουμε τα πάντα. Κι αυτό ήταν. Σταθμοί, δρόμοι, πανεπιστήμια, συγκοινωνίες κι αυτοκινητόδρομοι: η κυκλοφορία ανθρώπων κι εμπορευμάτων διακόπηκε σε μγάλο βαθμό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα λαϊκής συναίνεσης. Ακόμα κι όσοι δεν ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν με την αστυνομία, βρήκαν έναν οικείο τρόπο δράσης στα οδοφράγματα, χάρη στην ευχάριστη πολυμορφία των δράσεων που χαρακτηρίζει όλα τα πραγματικά κινήματα. Οι πιο άγριοι, ωστόσο, αυτοί των οποίων η καθημερινή ύπαρξη είναι μια ισόβια ποινή μεταξύ αστυνομικών κυνηγιών και κελλιών κρατητηρίων, μεταξύ τσιμεντένιων κτιρίων κι εμπορικού κέντρου, γι’ αυτούς το θέμα δεν ήταν απλώς να τα μπλοκάρουν όλα, αλλά να τα γαμήσουν όλα! (tout niquer). Η επαναστατική ρητορεία, λειψή από θάρρος και οργανωτικές ικανότητες, στην πράξη τους άφησε μόνους τους. Έπρεπε να είχαμε πολύ περισσότερες εμπειρίες, πολύ περισσότερες φωτιές και λεηλασίες. Όμως ο δρόμος είναι ανοιχτός.

Το βιβλιαράκι αυτό, καθώς και το επόμενο (“Ημέρες της Άρνησης”) είναι μια μικρή συνεισφορά στη διάδοση, τη συζήτηση και την εμπέδωση αυτών των εμπειριών στην Ιταλία. Αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία είναι ένα είδος αμονιού πάνω στο οποίο θα πρέπει να σφυρηλατήσουμε τις ιδέες και τις πρακτικές μας, νυχτερινές ή ημερίσιες.

Μάιος 2006


Νύχτες της Οργής

Πρώτη Νύχτα: 27-28 Οκτώβρη: Δυο έφηβοι, ο Ziad, 17 ετών κι ο Bouna, 15, πεθαίνουν από ηλεκτροπληξία προσπαθώντας να κρυφτούν σ’ έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας από την αστυνομία, στο Clichy-sous-Bois του Seine-Saint-Denise. Ένας άλλος νέος, ο Metin, τραυματίζεται σοβαρά. Στην αρχή, η αστυνομία, ο έπαρχος και το υπουργείο εσωτερικών αρνήθηκαν το ενδεχόμενο αστυνομικής καταδίωξης. Μια επόμενη επίσημη ανακοίνωση, δημοσιευμένη λίγο αργότερα αναφέρει πως οι νεαροί έγιναν αντιληπτοί από αστυνομικούς ενώ -πιθανότατα- προσπαθούσαν να κλέψουν κάτι, και τρομαγμένοι τράπηκαν σε φυγή. Η εκδοχή δεν επιβεβαιώνεται απ’ το τρίτο αγόρι που επιβίωσε, το οποίο σύμφωνα με τους ανακριτές “δε θυμάται τίποτα”. Ο τοπικός εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι οι νεαροί “δεν ήταν εγκληματίες”, καθώς τα αστυνομικά μητρώα τους ήταν καθαρά. Αργότερα θα επιβεβαιώσει ότι έτρεχαν να ξεφύγουν από μια τυπική εξακρίβωση στοιχείων, και κατά συνέπεια δε διέπρατταν κάποια ληστεία. Η φυγή τους, που συμπεριλάμβανε κι άλλα παιδιά, οφειλόταν στο γεγονός ότι κάποιοι απ’ αυτούς δεν είχαν ταυτότητες, περιλαμβανομένου του Metin (ο οποίος περίμενε να αποκτήσει νόμιμα έγγραφα). Καθώς τα νέα διαδίδονταν, “ανεξέλεγκτες συμμορίες δεκάδων νέων” (σύμφωνα με τη διατύπωση των επικεφαλής της πυροσβεστικής υπηρεσίας) βγάλαν στον δρόμο την οργή τους. Κυνήγησαν πυροσβέστες που είχαν έρθει να περισυλλέξουν τα σώματα των παιδιών, με πέτρες. Κατέστρεψαν μερικές στάσεις λεωφορείων, πυρπολήσαν 23 αμάξια (κυρίως αστυνομικά και δημοτικά οχήματα), κάδους, επιτέθηκαν σ’ ένα πολυκατάστημα, σ’ ένα σχολείο, ένα ταχυδρομείο και στο δημαρχείο της πόλης. 300 αστυνομικοί θα προσπαθήσουν να καταστείλουν την οργή των νέων για αρκετές ώρες.

Δεύτερη Νύχτα: 28-29 Οκτώβρη: Γύρω στους 400 νέους επιτίθενται σε αστυνομικούς με μολότωφ και πέτρες στο Chêne Pointu (τη γειτονιά όπου ζούσαν οι Ziad και Bouna). Ρίχνονται μερικές σφαίρες εναντίον κλούβας των CRS (γαλλικά ΜΑΤ). Στη διάρκεια της νύχτας, πάνω από δέκα αστυνομικοί και δημοσιογράφοι τραυματίζονται και γύρω στα τριάντα οχήματα και αρκετοί κάδοι καίγονται.. 19 άνθρωποι προσήχθησαν, 14 απ’ τους οποίους προφυλακίστηκαν. Η ένωση αστυνομικών ζήτησε περισσότερες εξουσίες, με το πρόσχημα των ριπών κατά αστυνομικών.

Ο Σαρκοζύ ανήγγειλε ότι όλα τα αστυνομικά οχήματα θα εξοπλιστούν με κάμερες.

Τρίτη Νύχτα: 29-30 Οκτώβρη: Το Σάββατο 29 Οκτωβρίου 29.500 κάτοικοι του Clichy-sous-Bois οργάνωσαν σιωπηλή πορεία διαμαρτυρίας εις μνήμην των δυο εφήβων, Μερικοί διαδηλωτές φορούν λευκά φανελάκια με γραμμένα τα ονόματα των δυο νεκρών και τις λέξεις “νεκροί για το τίποτα”. Την νύχτα, κάδοι και οχήματα πυρπολούνται αλλά δε σημειώνονται οδομαχίες με την αστυνομία. Προσαγάγονται μια δωδεκάδα νεαροί με σφυριά και μπιτόνια με βενζίνη πάνω τους.

Τέταρτη Νύχτα: 30-31 Οκτώβρη: Επίθεση με πέτρες και μικροαντικείμενα εναντίον αστυνομικών στην περιοχή Forestière. Τα CRS ρίχνουν δακρυγόνο μέσα σε τζαμί ενώ μια ομάδα γυναικών προσεύχονται. Καθώς βγαίνουν απ’ το τζαμί, κακοποιούνται απ’ τους αστυνομικούς: “Πηγαίνετε σπίτια σας πουτάνες να μαζέψετε τα παιδιά σας”. Ένας μουσουλμάνος κάτοικος του Clichy λέει: “αν αυτό είχε συμβεί σε συναγωγή, θα είχε γίνει σκάνδαλο”. Ως αποτέλεσμα των οδομαχιών, 6 αστυνομικοί τραυματίζονται και 11 άνθρωποι προσάγονται.

Πέμπτη Νύχτα: 1-2 Νοέμβρη: Στις 31 Οκτώβρη οι γονείς των δυο νεκρών παιδιών αρνήθηκαν να δουν τον υπουργό εσωτερικών Σαρκοζύ, ο οποίος είχε προηγουμένως χαρακτηρίσει τους νέους των προαστείων “απόβλητα” (racaille). Την ίδια μέρα τρεις νέοι (ένας Γάλλος, ένας Μαροκκινός χωρίς χαρτιά κι ένας πρόσφυγας απ’ την Ακτή Ελεφαντοστού), που είχαν προσαχθεί τις προηγούμενες μέρες στο Clichy-sous-Bois, καταδικάζονται σε 2 μήνες φυλάκισης και 8 αναστολής, με κατηγορίες για αντίσταση κατά της αρχής. Ακόμη 5 νέοι περιμένουν να δικαστούν. “Μας ρίχνετε στα κελλιά χωρίς καν αποδείξεις”, φωνάζουν μόλις ακούν τις ποινές τους. Ομάδες ενηλίκων οργανώνουν συγκεντρώσεις έντονα ισλαμικού χαρακτήρα (σύμφωνα με τη Le Monde) για δημιουργία κοινωνικών ομάδων στήριξης, προκειμένου να “αποφευχθούν μελλοντικά βίαια έκτροπα”. Οι εξεγερμένοι δεν έχουν καμμιά πρόθεση να ακολουθήσουν τις συμβουλές τους, και τους κοροιδεύουν επιτιθέμενοι μέσα απ’ τις γραμμές τους στην αστυνομία με πέτρες και μολότωφ. Πολύ περισσότερα αμάξια και κάδοι πυρπολούνται, ενώ μόλις καταφτάνουν η πυροσβεστική και οι αστυνομικές δυνάμεις, καλωσορίζονται από ενέδρες από τους διπλανούς παράδρομους και κοινόχρηστους χώρους. Οι αστυνομικοί απαντούν με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες. Το αμαξοστάσιο της μητροπολιτικής αστυνομίας στο Montfermeil, κοντά στο Clichy-sous-Bois, πυρπολείται ενώ φωτιές ανάβουν σε διάφορα σημεία της περιοχής τυλίγοντας πάνω από 100 οχήματα.

Έκτη Νύχτα: 2-3 Νοέμβρη: Η εξέγερση εξαπλώνεται σ’ ολη τη Γαλλία. 228 αμάξια πυρπολούνται σ’ όλη τη χώρα, τα περισσότερα απ’ τα οποία στο Seine-Saint-Denis όπου καίγονται και τα περισσότερα περιπολικά και πυροσβεστικά οχήματα. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, κάτι τέτοιο δεν είναι παρά αποτέλεσμα μιας “τυπικής μέρας μητροπολιτικής βίας”. Σε άλλους νομούς που αγκαλιάζονται απ’ την εξέγερση, οι άμεσες αντιπαραθέσεις με την αστυνομία είναι εξαιρετικά σπάνιες. Η στρατηγική των εξεγερμένων, στην πραγματικότητα, συνίσταται στον σχηματισμό μικρών ομάδων που κινούνται γρήγορα κι ανάβουν φωτιές σε διαφορετικά σημεία, αποφεύγοντας την πρόσωπο με πρόσωπο μάχη με την αστυνομία.

Ο υπουργός εσωτερικών Σαρκοζύ δηλώνει: “Δε θα είμαστε ελαστικοί μ’ αυτούς που δε σέβονται τον νόμο, προκειμένου να στηρίξουμε όλους τους υπόλοιπους” (εφ. Le Parisien)

Έβδομη Νύχτα: 2-3 Νοέμβρη: Σχεδόν 400 οχήματα πυρπολούνται σ’ ολη τη Γαλλία. Στα προάστεια του Παρισιού εκτός απ’ τους εμπρησμούς οχημάτων διαδραματίζονται και συγκρούσεις με την αστυνομία καθώς και επιθέσεις σε ένα αστυνομικό τμήμα, ένα πολυκατάστημα κι ένα εμπορικό κέντρο. Μερικά οχήματα πυρπολούνται έξω απ’ το μέγαρο της περιφέρειας στο Bobigny. Σε άλλους νομούς (Hauts-de-Seine και Aulnay-sous-Bois, και οι δυο στα βόρεια) γίνονται επιθέσεις με μολότωφ σε αστυνομικά τμήματα. Τρεις δημοσιογράφεις του France 2, καναλιού της κρατικής τηλεόρασης, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το φλεγόμενο βανάκι τους μπροστά σε δεκάδες εξεγερμένους: σύντομα μένει μόνο ο αποτεφρωμένος σκελετός του. Μερικοί αστυνομικοί τραυματίζονται, ενώ ένας πυροσβέστης υποφέρει εγκαύματα δευτέρου βαθμού, καθώς τον βρίσκει στο πρόσωπο ένα μπουκάλι μολότωφ. Ένα εκθετήριο της Renault, μερικά σχολεία και μια τράπεζα (στο Sevran) πυρπολούνται επίσης. Πυροβολισμοί εναντίον των CRS και αστυνομικών στην La Courneuve και στο Seine-Saint-Denis. Επιπλέον, στη La Courneuve ρίχνονται μολότωφ εναντίον των γραφείων της Eurocopter, ενώ στο Clichy-sous-Bois γίνεται επίθεση σ’ έναν πυροσβεστικό σταθμό. Μια τοπική σιδηροδρομική γραμμή (Rer) διακόπτεται λόγω των συνεχών επιθέσεων με πέτρες εναντίον των σειρμών.

Ο Σαρκοζύ δηλώνει πως “αυτή η βία δεν είναι καθόλου αυθόρμητη”, αλλά αντίθετα “ειναι τέλεια σχεδιασμένη. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε ποιός κρύβεται από πίσω”.

Όγδοη Νύχτα: 4-5 Νοέμβρη: Περίπου 900 οχήματα πυρπολούνται σ’ ολη τη Γαλλία, 519 εκ των οποίων στο Ile-de-France (τον νομό του Παρισιού) και 250 μόνο στο δημοτικό διαμέρισμα του Seine-Saint-Denis. Πέντε αστυνομικοί τραυματίζονται από πέτρες και μικροαντικείμενα. Επτά οχήματα καίγονται στο κέντρο του Παρισιού. Παρολαυτά, άμεσες αντιπαραθέσεις με την αστυνομία απουσιάζουν εξ ολοκλήρου. Η εφ. Nouvel Observateur γράφει ότι εξαιτίας των αστυνομικών επιθέσεων και συλλήψεων των προηγουμένων ημερών, τα “αποβράσματα” επέλεξαν να δράσουν έξω απ’ το παραδοσιακό έδαφός τους. Η ίδια εφημερίδα επιβεβαιώνει πως οι στόχοι αντιπροσωπεύουν κυρίως σύμβολα της εξουσίας, μαζί με ορισμένους ιδιωτικών συμφερόντων. Στην πραγματικότητα πολλά δημόσια κτίρια πλήττονται, ειδικά σχολεία, δημοτικά γραφεία και αστυνομικά τμήματα (σε ορισμένες περιοχές με μολότωφ). Στην Val d’Oise, όπου 105 αμάξια πυρπολούνται, λεηλατείται επίσης ένα σουπερμάρκετ. Στο Seine-Saint-Denis λεηλατείται ένα μεγάλο κατάστημα αθλητικών ρούχων. Μια πυρκαγιά ξεσπά σε αποθήκη χαλιών στο Aulnay-sous-Bois. Αποθήκες εμπορευμάτων πυρπολούνται σε διάφορες περιοχές. Μερικές μολότωφ ρίχνονται στο δικαστήριο του Bobigny. Πυροβολισμοί εναντίον οχημάτων των CRS ρίχνονται στο Neuilly-sur-Marne. Ο κομμουνιστής δήμαρχος του Stains βλέπει το αυτοκίνητό του να πυρπολείται ενώ προσπαθεί να μιλήσει με μια ομάδα νέων. Επίσης, πολλά λεωφορεία καίγονται: στην Trappes (Yvelines) 27 λεωφορεία καταστρέφονται από μια φωτιά στο αμαξοστάσιο. Την ίδια νύχτα γύρω στα 250 άτομα προσάγονται απ’ την αστυνομία σ’ όλη τη χώρα. Στο Sevran μια γυναίκα με αναπηρία θα τραυματιστεί καθώς το λεωφορείο που επέβαινε δέχεται επίθεση.

Ο έπαρχος Cordet δηλώνει: “οι μεγάλες συμμορίες τώρα εξαφανίζονται καθώς η βία γίνεται το παιχνίδι ενός απίστευτου αριθμού μικρών ομάδων που κινούνται ταχύτατα”. Ο υπ. Εσωτερικών Σαρκοζύ δηλώνει ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να υιοθετήσει μια σκληρή στάση. Η Marine Le Pen, κόρη του Jean Marie Le Pen και αντιπρόεδρος του νεοφασιστικού κόμματός του, του Front National (Eθνικό Μέτωπο), ζητά απ’ την κυβέρνηση να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Philippe De Villiers ζητά απ’ τον πρωθυπουργό να “ενισχύσει την αντίδραση της κυβέρνησης προς ό,τι φαίνεται να συνιστά εθνοτικό εμφύλιο πόλεμο”.

Ένατη Νύχτα: 5-6 Νοέμβρη: 754 οχήματα πυρπολούνται στη διάρκεια της νύχτας και 203 άνθρωποι προσάγονται, σ’ ολη τη Γαλλία. Κατά το απόγευμα, ένας μεγάλος αριθμός οχημάτων πυρπολούνται σε υπόγειο χώρο στάθμευσης στο Bobigny: πολλά απ’ αυτά ανήκουν στο δικαστήριο που βρίσκεται δίπλα. Ένα αμαξοστάσιο λεωφορίων παίρνει φωτιά στην Aisne: δυο οχήματα καταστρέφονται εντελώς και δυο ακόμα υφίστανται εκτεταμένες ζημιές. Διάφορες επιθέσεις εναντίον αντιπροσωπειών της Renault. Μολότωφ εναντίον αστυνομικού τμήματος στο Παρίσι (Place des fêtes, XIXe arrondissement). Λεηλατείται κι έπειτα πυρπολείται ένα δικαστήριο του Ile-de-France, ενώ ζημιές και φωτιές καταγράφονται σε πολλά σχολεία. Πυρκαγιά σε αποθήκη υφαντών στο Aubervilliers. Φωτιά σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων και σε σουπερμάρκετ στο Montreuil. Φωτιά σ’ ένα νηπιαγωγείο στην La Courneuve. Άγνωστοι σταματούν λεωφορείο και το πυρπολούν αφού πρώτα αφήσουν όλους τους επιβάτες να κατεβούν, στο Seine-Maritime. Μερικές εκατοντάδες κάτοικοι οργανώνουν διαδηλώσεις “ενάντια στη βία”.

Στη διάρκεια της νύχτας, η περιοχή του Παρισιού ελέγχεται από ελικόπτερο με κάμερα νυχτερινής λήψης, ενώ 2.300 αστυνομικοί επιπλέον κινητοποιούνται. Ο εισαγγελέας του Παρισιού Ives Bot δηλώνει στο Europe 1 ότι “υπάρχει οργανωμένο σχέδιο βίας”. Ο Romano Prodi ισχυρίζεται ότι παρεμφερείς εκρήξεις βίας θα συμβούν σύντομα και στην Ιταλία.

Δέκατη Νύχτα: 6-7 Νοέμβρη: 1.2995 οχήματα πυρπολούνται, 741 εκ των οποίων στο Ile-de-France, ενώ η αστυνομία πραγματοποιεί 312 προσαγωγές. Αντικείμενα (πέτρες, τροχοί ποδηλάτων, συρτάρια κλπ) πετάγονται προς την αστυνομία από πολυκατοικίες στην Yvelines. Γίνεται μια προσπάθεια να πυρποληθούν οι δημοτικές πετρελαιαποθήκες. Η πρόσοψη ενός McDonalds σπάζεται από αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε ως πολιορκητικός κριός στο Corbeil-Essone, ενώ στη συνέχεια το κατάστημα πυρπολείται. Στο Grigny, νότια του Παρισιού, γύρω στους 200 ταραχοποιούς αντιπαρατίθενται με την αστυνομία ενώ γίνεται χρήση αεροβόλων πιστολιών εναντίον των αστυνομικών, τραυματίζοντας δεκάδες απ’ αυτούς, 2 εκ των οποίων σοβαρά. Στο Evreux της Νορμανδίας, γύρω στα 60 οχήματα πυρπολούνται την νύχτα, καθώς κι ένα εμπορικό, ένα ταχυδρομείο, το δημαρχείο και δυο σχολεία. Αρκετοί αστυνομικοί τραυματίζονται σε ενέδρες. Στο Noisy-le-Grand (Seine-Saint-Denis) ένα σχολικό συγκρότημα και πολλά αυτοκίνητα γίνονται στόχος εμπρηστών. Σαμποτάζ και πυκαγιές καταγράφονται σε μονάδες παραγωγής ενέργειας της EDF στο Grand Vallauris (στην περιφέρεια των Alpes Maritimes). Στο Aubervilliers επίθεση δέχεται ένας Κορεάτης δημοσιογράφος της TV KBS. 13 οχήματα πυρπολούνται στο τρίτο, όγδο, ένατο και εικοστό διαμέρισμα του Παρισιού. 30 άνθρωποι προσάγονται, 11 απ’ τους οποίους πιάνονται “επ’ αυτοφόρω κατά την κατασκευή εμπρηστικών μηχανισμών”. Φωτιές εμφανίζονται και σε περιοχές της Γαλλίας που ως τώρα θεωρούνταν σχετικά ήσυχες (Βρετάνη, Αλσατία, Λορραίνη, Ωβέρνη, Λιμουζίν και Κυανή Ακτή): πρόκειται κυρίως για εμπρησμούς οχημάτος από μολότωφ, με δράστες μικρές παρέες που δρουν την νύχτα παρά την παρουσία πολυάριθμων ελικοπτέρων. Σε διάφορες περιοχές στόχος γίνονται τα αμαξοστάσια των λεωφορείων. Ακόμα κι αν μια άμεση αντιπαράθεση με την αστυνομία αποφεύγεται, αστυνομικές δυνάμεις γίνονται συχνά στόχος ενέδρας καθώς διέρχονται προς τους τόπους των συμβάντων. Στην περιοχή του Λίγηρα, καταγράφονται επίσης επιθέσεις με μολότωφ σε αστυνομικούς και πυροσβέστες. Δυο αστυνομικοί τραυματίζονται μετά από έκρηξη σε κάδο σκουπιδιών μέσα στον οποίο είχαν τοποθετηθεί γκαζάκια, στην Γκρενομπλ. Γύρω στις 150 μολότωφ ανακαλύπτονται σε μια άδεια αποθήκη στο Evry.

Ενδέκατη Νύχτα: 7-8 Νοέμβρη: Η εξέγερση φτάνει στο αποκορύφωμά της: 1.408 οχήματα πυρπολούνται, ενώ 395 άνθρωποι προσάγονται απ’ την αστυνομία (83 συνολικά έχουν συλληφθεί απ’ το ξεκίνημα των ταραχών), κι ένας μεγάλος αριθμός από αστυνομικούς τραυματίζονται. “Πρόκειται για ένα καινοφανές είδος αντάρτικου πόλης, που κινείται ταχύτατα και στο διάβα του πυρπολεί, καταστρέφει, επιτίθεται, αποφεύγει την κατά πρόσωπο αντιπαράθεση με την αστυνομία και επιστρατεύει κάθε σύγχρονο μέσο επικοινωνίας” (εφ. Libération). Οι πρώτες μάχες εκτυλίσσονται στην “καυτή ζώνη” της Τουλούζ, όπου οι ταραχοποιοί έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομία. Μια μολότωφ ρίχνεται στο εκλογικό γραφείο του βουλευτή Pierre Lellouche στο Παρίσι. Μεγάλος αριθμός οχημάτων πυρπολούνται στη Rouen όπου ένα αμάξι σπάζεται και χρησιμοποιείται ως πολιορκητικός κριός απέναντι σ’ ένα αστυνομικό τμήμα. Η ίδια τακτική επαναλαμβάνεται εναντίον αστυνομικού τμήματος του Περπινιάν. Ένα νηπιαγωγείο στο Saint-Etienne τυλίγεται στις φλόγες, ενώ οι δημόσιες συγκοινωνίες διακόπτονται εξ αιτίας των συνεχών επιθέσεων. Καθώς πέφτει η νύχτα, οι φωτιές τυλίγουν κι έναν τηλεοπτικό σταθμό στην Asnièressur-Seine (Haute-de-Seine) αφήνοντας πίσω μόνο στάχτες. Φωτιές και στη Λυόν (όπου πριν την εξέγερση είχαν προηγηθεί τρεις νύχτες ταραχών μετά τον ξυλοδαρμό ενός νεαρού Άραβα απ’ την αστυνομία), στη Λιλ, την Ορλεάνη, την Νίκαια, το Μπορντώ, το Στρασβούργο κ.α. Ένα παιδί 13 μηνών τραυματίζεται στο κεφάλι στην Colombes μετά από μια επίθεση σε λεωφορείο. Στο Rosny-sous-Bois ένα κέντρο νεότητας δέχεται επίθεση. Στo Aubervilliers, επίθεση δέχεται μια αντιπροσωπεία μοτοσυκλετών. Στο Saint-Maurice ένα νηπιαγωγείο, ένα υποθηκοφυλακείο στην Trappes, μια φαρμακαποθήκη στο Sur. Μολότωφ ρίχνονται σε μια εκκλησία στη Sète, χωρίς να προκληθούν σοβαρές ζημιές. Ένας 61χρονος πεθαίνει μετά από χτυπήματα που δέχτηκε στην προσπάθειά του να διασφαλίσει το αυτοκίνητό του.

Η Γαλλική Επιτροπή Ισλαμικών Οργανώσεων εκδίδει “Φετφά” που καταδικάζει όσους δρουν βίαια. Ο δήμαρχος του Raincy (Seine-Saint-Denis) οργανώνει πολιτοφυλακές (…“αγανακτισμένων”) κατοίκων προκειμένου να περιπολούν την πόλη. Ο υπουργός δικαιοσύνης Pascal Clement δηλώνει: “Επρόκειτο για μητροπολιτική βία μέχρι το περασμένο σαββατοκύριακο. Πλέον, έχουμε να κάνουμε με έναν πραγματικό ξεσηκωμό”. Το υπουργείο εσωτερικών ανακοινώνει ότι οι δήμαρχοι σε συνεργασία με τους κατά τόπους εισαγγελείς θα μπορούν να επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας, κι ότι ένας νόμος έκτακτης ανάγκης που είχε εφαρμοστεί στην Αλγερία στις 3 Απρίλη 1955 (όταν η χώρα αυτή ήταν γαλλική αποικία) θα ξανατίθετο σε ισχύ. Ο Σαρκοζύ αναγγέλει τη χρήση μαζικών επιτόπιων ερευνών που θα διεξαχθούν οπουδήποτε υπάρχειι υποψία ότι θα μπορούσαν να βρεθούν όπλα. Ο De Villiers δηλώνει πως θα ‘πρεπε να παρέμβει ο στρατός, κι ότι όλοι οι μετανάστες θα ήταν καλό να συλληφθούν. Εντωμεταξύ, τρεις bloggers συλλαμβάνονται (δυο απ’ το Παρίσι, κι ένας ανήλικος απ’ το Aix-en-Provence), κατηγορούμενοι για προτροπή σε επιθέσεις κατά της αστυνομίας, μέσω του διαδικτύου.

Δωδέκατη Νύχτα: 8-9 Νοέμβρη: 1.173 αμάξια πυρπολούνται, 12 αστυνομικοί τραυματίες και 330 προσαγωγές, σε 226 γαλλικές πόλεις που αγκαλιάζει η αναταραχή. Και πάλι είναι τα δημόσια κτίρια, τα σχολεία και τα λεωφορεία οι πρώτοι στόχοι της φωτιάς. Δυο ιταλοί δημοσιογράφοι δέχονται επίθεση στο Clichy-sous-Bois. Ταραξίες σταματούν ένα λεωφορείο στην Τουλούζη, αφήνουν όλους τους επιβάτες να κατεβούν και το πυρπολούν. Από δημοσίευμα εφημερίδας διαδίδεται ότι ένα αγόρι έχει τραυματιστεί σοβαρά στο χέρι προσπαθώντας να πετάξει πίσω ένα δακρυγόνο. Οι ταραχές ελαχιστοποιήθηκαν στο Παρίσι, αν και συνεχίστηκαν στην επαρχία. Ισλαμικές οργανώσεις διακηρύσσουν ξανά την απέχθειά τους για τη βία. Σε ορισμένες περιοχές απαγορεύεται η πώληση πετρελαίου και γκαζακιών σε ανήλικους. Ένα λεωφορείο εκρήγνυεται στο Μπορντώ μετά από επίθεση με μολότωφ. Στη Λυόν, οι νυχτερινές συγκοινωνίες διακόπτονται μετά από επανειλημμένες επιθέσεις με μολότωφ, ενώ εννέα λεωφορία καταστρέφονται ενώ ήταν σταθμευμένα. Ένας 53χρονος τραυματίζεται από αντικείμενο που του ρίχνουν από κτίριο. Ο Michel Gaudin, γενικός διευθυντής της εθνικής αστυνομίας δηλώνει πως “οι ταραχοποιοί εμφορούνται από μια πραγματική λύσσα ενάντια σε κάθε θεσμό”.

Μικρά επεισόδια αντάρτικου πόλεως συμβαίνουν στις Βρυξέλλες (όπου πυρπολούνται αρκετά οχήματα) και στο Λουξεμβούργο. Την ίδια νύχτα τρία οχήματα πυρπολούνται και μια αντιπροσωπεία καταστρέφεται στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας (Ιταλία), όπου μερικά αυτοκίνητα είχαν ήδη πυρποληθεί τις προηγούμενες μέρες.

Δέκατη τρίτη Νύχτα: 9-10 Νοέμβρη: Απαντώντας σε κοινοβουλευτική ερώτηση, ο Σαρκοζύ ζητά απ’ όλους τους εισαγγελείς της χώρας “κάθε ξένος, αδιάφορο αν είναι νόμιμα ή παράνομα στη χώρα, που καταδικάστηκε για τις ταραχές να απελαθεί, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν νόμιμη άδεια παραμονής. Όταν κάποιος απολαμβάνει την τιμή μιας άδειας παραμονής, το ελάχιστο που μπορεί να κάνει είναι να μη συλληφθεί για πρόκληση μητροπολιτικής βίας”. Την ίδια μέρα ανακοινώνεται ένα νομοσχέδιο που επιβάλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία απ’ τις 9 Νοέμβρη 2005, σύμφωνα με το οποίο:

  1. Απαγορεύεται η κυκλοφορία ανθρώπων κι οχημάτων σε συγκεκριμένους χώρους και ώρες.
  2. Ορίζονται ζώνες ασφαλείας εντός των οποίων επιβάλλονται συγκεκριμένοι κανόνες.
  3. Απαγορεύεται η διαμονή σε συγκεκριμένα κτίρια
  4. Κατ’ οίκον περιορισμός για συγκεκριμένα άτομα
  5. Εξουσιοδότηση των αρχών για έρευνες μέρα ή νύχτα.
  6. Έλεγχος του τύπου, των ραδιοσταθμών, θεατρικών/κινηματογραφικών έργων κλπ.
  7. Παράδοση στα αστ. τμήματα κάθε είδους οπλισμού

Το ίδιο απόγευμα, ο υπ. εσωτερικών Σαρκοζύ στέλνει ένα τηλεγράφημα στους εισαγγελείς ζητώντας τους την απέλαση κάθε ξένου υπηκόου που έχει συλληφθεί στη διάρκεια των επεισοδίων, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν άδειες διαμονής. 120 νέοι υπάγονται στο μέτρο αυτό, σχεδόν όλοι τους με νόμιμα χαρτιά. Ορισμένες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι Πράσινοι, καταδικάζουν ομόφωνα αυτό το είδος διπλής καταδίκης (απέλασης των ξένων υπηκόων εξ αιτίας άσχετων ποινών). Το υπουργείο εσωτερικών απαντά ότι δεν πρόκειται για διπλή καταδίκη, αλλά για απλή απέλαση, που δεν περιλαμβάνει την καταδίκη των συλληφθέντων σε όποια ποινή (!). Το 1994 που είχε τεθεί για πρώτη φορά το θέμα, το ανώτατο δικαστήριο, κι έπειτα το κυβερνητικό συμβούλιο αρνήθηκαν τη λήψη του μέτρου αυτού, που είχε προτείνει ο προηγούμενος υπουργός εσωτερικών Pasqua εναντίον δυο Αλγερινών που συμμετείχαν σε ταραχές στη Λυόν. Παράλληλα, το υπ. Εσωτερικών κινητοποιεί 11.500 αστυνομικούς (1.000 περισσότερους απ’ την προηγούμενη νύχτα).

Ως αποτέλεσμα, οι επιθέσεις μειώνονται σημαντικά: μόνο 617 αμάξια πυρπολούνται και 280 άνθρωποι προσάγονται (1,830 έχουν συνολικά συλληφθεί απ’ το ξεκίνημα των ταραχών, ενώ περίπου 100 έχουν δικαστεί με συνοπτικές διαδικασίες). Φωτιές σε σχολεία στη La Courneuve και στη Villeneuve-d’Ascq (στα βόρεια). Δυο μαγαζιά λεηλατούνται κι έπειτα πυρπολούνται στην Arras, όπου φωτιά μπαίνει επίσης σ’ ένα εμπορικό κέντρο κι ένα κέντρο αναψυχής. Στην Grasse, επίθεση δέχονται τα γραφεία της τοπικής εφημερίδας, ενώ στη Λυόν ομάδα Ρώσσων δημοσιογράφων θα προπηλακιστούν, ενώ η νυχτερινές συγκοινωνίες είναι ακόμα σταματημένες, εξ αιτίας μιας εμπρηστικής επίθεσης το περασμένο βράδυ. Το ίδιο ισχύει και γι αρκετές άλλες πόλεις, όπως η Γκρενόμπλ. Στα προάστεια της Τουλούζης, γίνεται επίθεση σε αστυνομική περίπολο με μολότωφ και πέτρες. Στη Λιλ, το δημαρχείο δέχεται επίθεση. Στην Μασσαλία, μια απόπειρα λεηλασίας εμπορικού κέντρου αποτυγχάνει.

Ο Ράππερ Magyd Cherfi κατακρίνει τους εξεγερμένους ως “απελπισμένους νέους που δεν πιστεύουν σε τίποτα”

17 αμάξια πυρπολούνται σε διάφορες πόλεις του Βελγίου. 11 ακόμη στη Γερμανία, κυρίως στο Βερολίνο και την Κολονία, ενώ μολότωφ ρίχνονται σ’ ένα σχολείο στο Altenbourg. Εμπρησμοί οχημάτων και στη Λισσαβώνα.

Στο Μόντρεαλ του Καναδά, δεκάδες αναρχικών διαδηλώνουν έξω απ’ το γαλλικό προξενείο σε αλληλεγγύη με τους Γάλλους εμπρηστές.

Δέκατη τέταρτη Νύχτα: 10-11 Νοέμβρη: εισαγγελική έρευνα για “απόπειρα φόνου” για το περιστατικό με τις ριπές από αεροβόλα κατά αστυνομικών στο Grigny. Αρχίζουν οι μαζικές δικαστικές διαδικασίες για τους συλληφθέντες. 9.482 αμάξια έχουν πυρποληθεί σε 152 διαφορετικές πόλεις, ενώ με τους 203 της τελευταίας βραδιάς, οι συλληφθέντες ανάγονται σε 2.033, απ’ το ξεκίνημα των ταραχών. Στη Sens, ένας αστυνομικός κι ένας πυροσβέστης τραυματίζονται μετά από ενέδρα με πέτρες. Ένα αστυνομικό τμήμα, τρία σχολεία κι ένα δημοτικό κτίριο γίνονται στόχος εμπρηστικών επιθέσεων. Μόλις 6 περιφέρειες εφαρμόζουν στην πράξη την απαγόρευση κυκλοφορίας. Λιγοστά συμβάντα στο Παρίσι. Η διακοπή των νυχτερινών συγκοινωνιών ανανεώνεται στη Λυόν μέχρι την Κυριακή. Η εισαγγελεία απαγορεύει την πώληση και την μεταφορά δοχείων με βενζίνη στο Μπορντώ. Ανάλογα μέτρα λαμβάνονται στο Loiret (Ορλεάνη) και στην Μασσαλία. Η Μασσαλία μαζί με την Τουλούζη, τη Λιλ και το Στρασβούργο πρωταγωνιστούν σε συμβάντα. Η γαλλική εθνική αστυνομία απαγορεύει κάθε δημόσια συνάθροιση στο Παρίσι απ’ τις 10:00 του Σαββάτου 10 Νοέμβρη, μέχρι τις 22:00 της Κυριακής, από φόβο για πρόκληση επεισοδίων στο κέντρο της πόλης, το σαββατοκύριακο.

Ταραχές ξεσπούν στα προάστεια των Βρυξελλών και άλλων βελγικών πόλεων, όπου επαναλαμβάνεται η τακτική της αποφυγής άμεσης αντιπαράθεσης με την αστυνομία.

Περίπου 400 αναρχικοί διαδηλώνουν προς το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας (Ελλάδα) σε αλληλεγγύη με τους εξεγερμένους των γαλλικών προαστείων: τα τζάμια του κτιρίου σπάζονται και γράφονται συνθήματα στο εξωτερικό του κτιρίου, όπως «σπέρνεις στρατούς, θερίζεις εμφυλίους». Το ίδιο σκηνικό και στη Θεσσαλονίκη, όπου μοιράστηκαν φυλλάδια που υπερασπίζονταν ότι “το δίκαιο το έχουν οι εξεγερμένοι”.

Δέκατη πέμπτη Νύχτα: 12-13 Νοέμβρη:

Ποσοτική μείωση των επεισοδίων, με 463 πυρπολυμένα οχήματα (111 εκ των οποίων στο Ile-de-France) και 201 προσαγωγές απ’ την αστυνομία. Εμπρησμοί αστυνομικών οχημάτων σταθμευμένων στα δικαστήρια του Μπορντώ. Σύλληψη ενός αστυνομικού κι έρευνα εναντίον τεσσάρων άλλων για κατάχρηση εξουσίας και ξυλοδαρμό εναντίον ενός κατοίκου της La Courneuve. 8 αστυνομικοί συνολικά ερευνώνται μετά από βίντεο του καναλιού France 2. Εντωμεταξύ, στις 10 Νοέμβρη ένας ακόμη άνθρωπος (ο τέταρτος) συλλαμβάνεται για “πρόκληση σε βία” μέσω διαδικτύου: αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης από ένα ως επτά έτη. Απαγορεύεται η μεταφορά ή πώληση βενζίνης σε δοχεία και στο Παρίσι.

Την Πέμπτη, ο Jean-Marie Le Pen, πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου, ευχαριστεί ειρωνικά τον πρωθυπουργό Villepin και τον υπουργό εσωτερικών Σαρκοζύ για την υιοθέτηση των ίδιων προταγμάτων και μέτρων που πρότεινε ο ίδιος. Σε συνέντευξή του σε μια τηλεοπτική εκπομπή του καναλιού France 2, ο Σαρκοζύ δηλώνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δεινοπαθούντων νέων των προαστείων και των “αποβρασμάτων” που ευθύνονται για τα επεισόδια. Επίσης, δήλωσε πως “τα παιδιά των Αφρικανών μεταναστών προκαλούν πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ ότι αυτά των Σουηδών, Δανών ή Ούγγρων μεταναστών, επειδή η κουλτούρα, οι κοινωνικές καταβολές και η πολυγαμία δημιουργούν περισσότερες δυσκολίες”.

6 οχήματα πυρπολούνται στο Βέλγιο, μαζί με απόπειρες πυρπόλησεις σχολείων κι άλλες πράξεις που πέρασαν ως “απομονωμένα περιστατικά”.

Δέκατη έκτη Νύχτα: 12-13 Νοέμβρη: 502 εμπρησμοί οχημάτων (86 εκ των οποίων στο Ile-de-France) και 206 προσαγωγές (2.440 συνολικά, απ’ το ξεκίνημα των ταραχών). Ο αριθμός των εμπρηστικών επιθέσεων μειώνεται ραγδαία καθώς όλο και λιγότερες πόλεις φιλοξενούν πια περισσότερα από πέντε ή έξι χτυπήματα. Οι τελευταίες αναζωπυρώσεις είναι στη Λιλ, τη Λυόν, το Στρασβούργο και την Τουλούζη. Στο Saint-Quentin (Aisne) ένας αστυνομικός τραυματίζεται σοβαρά (εγκαύματα δευτέρου βαθμού) μετά από την έκρηξη εμπρηστικού μηχανισμού που είχε τοποθετηθεί στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. Το αυτοκίνητο θα καταστραφεί. Έξι μολότωφ ρίχνονται στο αστυνομικό τμήμα του Maison-Alfort (Val-de-Marne). Δυο εμπρηστικά κοκτέιλ ρίχνονται σ’ ένα τζαμί στο Carpentras (Vaucluse). Δυο μαγαζιά πυρπολούνται στην Yvelines κι ένα νηπιαγωγείο στο Seine-et-Marne. Μια απόπειρα εμπρησμού ενός σχολείου στο Servan αποτυγχάνει την τελευταία στιγμή από ελικόπτερο της αστυνομίας, κι εννέα άνθρωποι συλλαμβάνονται. Στην Amiens (Somme), όπου έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας, ορισμένοι σταθμοί ηλ. ενέργειας της EDF σαμποτάρονται και τελικά περιορισμένες οδομαχίες με την αστυνομία λαμβάνουν χώρα. Η πυροσβεστική γίνεται δεκτή με εκατοντάδες πέτρες στην Αλσατία, όπου οι νεαροί ταραξίες εξαφανίζονται μέχρι να καταφτάσει η αστυνομία. Το απόγευμα δεκάδες νέων συγκρούονται με την αστυνομία στο κέντρο της Λυόν (Πλατεία Bellecour): σπάζονται μερικά καταστήματα, ενώ συλλαμβάνονται 11 άνθρωποι. Στο Ousse-des-Bois (Pau) ένα πολυτελές εστιατόρειο γίνεται στόχος επίθεσης, λεηλατείται και πυρπολείται. Τυπικά, μόλις πλησιάζει η πυροσβεστική καλωσορίζεται με πλήθος πετρών. Στην Angoulême τρεις άνθρωποι αποπειρώνται να βάλουν φωτιά στον σταθμό της EDF. Οι αστυνομικοί που τους καταδιώκουν δέχονται πέτρες από ταράτσες γειτονικών κτιρίων. Στη Λυόν, ένα μηχανάκι ανατινάσσεται δίπλα σε ΑΤΜ προκαλώντας ζημιές στο μηχάνημα.

Έκτη νύχτα ταραχών στο Βέλγιο: 15 οχήματα πυρπολούνται, 8 απ’ τα οποία στις Βρυξέλλες, ενώ στο σύνολο φτάνουν τα 60 απ’ το ξεκίνημα των ταραχών. Η αστυνομία επαναλαμβάνει ότι πρόκειται για μεμονωμένα γεγονότα. Το απόγευμα και στη διάρκεια της νύχτας, δεκαριά κάδοι καίγονται στην Μπολόνια (Ιταλία) ενώ συνθήματα γράφονται στους τοίχους όπως “Μετά το Παρίσι, η Μπολόνια” και “Η εξέγερση είναι αναγκαιότητα, αλληλεγγύη στους σπάστες του Παρισιού”. Δράσεις αλληλεγγύης στους γάλλους εξεγερμένους συμβαίνουν επίσης στην Κωνταντινούπολη όπου μια διαδήλωση υποστήριξης του “νόμιμου αγώνα” των κατοίκων των γαλλικών προαστείων οργανώνεται απ’ την Ομοσπονδία για τα βασικά δικαιώματα έξω απ’ το γαλλικό προξενείο. Έξω απ’ το γαλλικό προξενείο της Βαρκελώνης, 5 άνθρωποι θα συλληφθούν μετά την πορεία προς αυτό, χωρίς να έχει συμβεί κάποιο επεισόδιο. Κατηγορούνται για “διατάραξη της κοινής ησυχίας” και “αντίσταση κατά της αρχής”. Σύμφωνα με σχόλιο ενός απ’ τους διαδηλωτές στο Indymedia: “όλα αυτά επειδή εκφράσαμε την αλληλεγγύη μας με ειρηνικό τρόπο. Φαίνεται πως η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ισχύει και για το πεζοδρόμιο έξω απ’ το γαλλικό προξενείο”.

Δέκατη έβδομη Νύχτα: 13-14 Νοέμβρη: Η “ομαλότητα” αποκαθίσταται αργά αλλά σταθερά: μόλις 374 οχήματα καμμένα (76 στο Ile-de-France) και 212 προσαγωγές. Το απόγευμα ο Σαρκοζύ, που επιβεβαίωσε ότι για όλους τους ξένους (με νόμιμα χαρτιά ή άνευ) που συμμετέχουν στις ταραχές υπάρχει η απέλαση, κατευθύνεται προς τα Ηλύσια Πεδία: γίνεται δεκτός από διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Θα καυχηθεί: “υπήρχαν μεταξύ τους πολλοί που χειροκροτούσαν”. 12.000 αστυνομικοί αναπτύσσονται την νύχτα σ’ ολη τη Γαλλία. Στη La Courneuve ένας αστυνομικός τραυματίζεται από πιάτο που του έριξαν μπαλκόνι κτιρίου. Ένα σχολείο πυρπολείται κι ένα αμάξι χρησιμοποιείται ως πολιορκητικός κριός εναντίον ενός κέντρου αναψυχής για ηλικιωμένους στο Carpentras (Vaucluse). Πολλαπλές φωτιές στα προάστεια της Τουλούζης, καθώς και μια λεηλασία μαγαζιού με ηλεκτρονικά και της αποθήκης του. Απαγόρευση συναθροίσεων και στη Λυόν. Ένα τζαμί γίνεται στόχος επίθεσης με μολότωφ, που όμως δεν εκρήγνυται. Περιορισμένες αλλά βίαιες συγκρούσεις στην Τουλούζη και στο Στρασβούργο. Κανένα επεισόδιο στο Παρίσι, όπου έχουν αναπτυχθεί 3.000 αστυνομικοί. Απαγόρευση συνάθροισης σε τριάντα ακόμη πόλεις.

Έβδομη νύχτα ταραχών στο Βέλγιο: δεκάδες αυτοκίνητα πυρπολούνται. Στις Βρυξέλλες, αρκετοί δρόμοι γύρω από το κέντρο έχουν αποκλειστεί μετά το ξέσπασμα συγκρούσεων με την αστυνομία, ενώ σχηματίζονται πρόχειρα οδοφράγματα με φλεγόμενους κάδους και σκουπίδια. Δεκάδες άνθρωποι προσάγονται, ενώ σπάζονται ορισμένα περιπολικά. 90 οχήματα είχαν συνολικά πυρποληθεί στο Βέλγιο τις προηγούμενες επτά μέρες. Οι βελγικές αρχές εξακολουθούν να δηλώνουν ότι πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά. Μερικά αυτοκίνητα πυρπολούνται στο Ρόττερνταμ (Ολλανδία). Γύρω στους 100 αναρχικούς διαδηλώνουν έξω απ’ τη γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα, σε αλληλεγγύη με τους γάλλους ταραχοποιούς, ενώ στόχος γίνονται αντιπροσωπείες οχημάτων (Mercedes και Citroen) το ίδιο βράδυ.

Δέκατη όγδοη Νύχτα: 14-15 Νοέμβρη: ο αριθμός των επιθέσεων συνεχίζει να μειώνεται: 271 πυρπολυμένα οχήματα, 62 απ’ τα οποία στο Ile-de-France, και 112 προσαγωγές. 5 αστυνομικοί τραυματίες, δυο απ’ τους οποίους χάρη στην ίδια, διαδεδομένη πρακτική: ρίψη μολότωφ σε κάδους, -καθώς προελαύνει η αστυνομία- μέσα στους οποίους έχουν νωρίτερα αφεθεί γκαζάκια, τα οποία εκρήγνυνται. Ένα φλεγόμενο όχημα οδηγήθηκε προς νηπιαγωγείο στην Τουλούζη, προκαλώντας ζημιές σε μέρος του κτιρίου. Στη Λυόν, γύρω στα 15 αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν, καθώς κι ένα σχολείο, ενώ ένα άλλο δέχθηκε επίθεση από αυτοκίνητο, χρησιμοποιημένο ως πολιορκητικό κριό. Ανάλογα περιστατικά συνέβησαν και στο Στρασβούργο.

Η Γαλλική κυβέρνηση αποφασίζει να παρατείνει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης γι ακόμα τρεις μήνες. Στις 12:39 στα δελτία ειδήσεων ανακοινώνονται 8 ταυτόχρονες αστυνομικές επιχειρήσεις σε διάφορα προάστεια, με σκοπό να βρεθούν και να δικαστούν “οι πρωταίτιοι της βίας”. Ως αποτέλεσμα 503 άνθρωποι συλλαμβάνονται (107 ανήλικοι και 486 ενήλικες). Απ’ το ξεκίνημα των ταραχών, 2.652 άνθρωποι έχουν συλληφθεί, 375 έχουν δικαστεί με συνοπτικές διαδικασίες και 213 κρατούνται προφυλακισμένοι περιμένοντας να δικαστούν. 622 ακόμα άνθρωποι καλούνται την ίδια μέρα στα δικαστήρια, 112 απ’ τους οποίους κρατούνται. 120 ξένοι υπήκοοι, κάποιοι με νόμιμα χαρτιά, άλλοι χωρίς, κινδυνεύουν να απελαθούν. Ξεκινούν νέες εισαγγελικές έρευνες που οδηγούν σε ακόμα περισσότερες συλλήψεις. Σε μερικές περιπτώσεις, ιμάμηδες συνεισφέρουν στην ταυτοποίηση ατόμων που θεωρούνται υπεύθυνοι για τα βίαια επεισόδια.

Ακολουθούν ορισμένα μόνο παραδείγματα πεινών που επεβλήθηκαν: Στην Τουλούζη: 5 μήνες φυλάκισης για πυρπόληση κάδου, 3 μήνες για επίδειξη των οπισθίων στην αστυνομία, 2 μήνες για “προσβολή της τιμής κρατικού λειτουργού” επεβλήθηκε στον άνθρωπο που συνελήφθη μαζί μ’ αυτόν που επέδειξε τα οπίσθιά του προς τις αστυνομικές δυνάμεις. Στη Λυόν: 2 μήνες σε άνθρωπο που καθόταν στο μπαρ όπου κρύφτηκαν δυο ανήλικα ψάχνοντας καταφύγιο μετά από συγκρούσεις με την αστυνομία, 2 μήνες σε έναν νέο που καθόταν σ’ ένα παγκάκι ενώ κοντά υπήρχαν συγκρούσεις με την αστυνομία, 3 μήνες για φωτιά σ’ έναν κάδο σκουπιδιών, 2 μήνες για ρίψη πέτρας, 4 μήνες για τηλεφώνημα-φάρσα για βόμβα στο αεροδρόμιο.

Δέκατη ένατη Νύχτα: 15-16 Νοέμβρη: 215 πυρπολημένα οχήματα (60 στο Ile-de-France) και 42 προσαγωγές. Ένας αστυνομικός τραυματίας. 3 μολότωφ ρίχνονται σε τζαμί του Saint-Chamond (Λίγηρας). Κέντρο αναψυχής στο Bruges, και λίγα αμάξια στο Παρίσι παραδίδονται στις φλόγες.

Εικοστή Νύχτα: 16-17 Νοέμβρη: 163 οχήματα πυρπολούνται (27 στο Ile-de-France) ενώ 50 άνθρωποι προσάγονται απ’ την αστυνομία. Μια “σχεδόν ομαλή κατάσταση” σύμφωνα με τον Σαρκοζύ. Ένας αστυνομικός τραυματίζεται προσπαθώντας να σταματήσει μια παρέα νεών που έριξαν μπουκάλια με οξύ στο δημαρχείο του Pont-Évêque (Isère). Στην Γκρενόμπλ, πυρπολείται ένα σχολείο, και στο Chalons-en-Champagne (Marne) ένα εκπαιδευτικό κέντρο. Στην Drome ένα αυτοκίνητο χρησιμοποιείται ως πολιορκητικός κριός εναντίον αστυνομικού τμήματος και μερικές μολότωφ ρίχνονται σε μια εκκλησία. Εκθέσεις αυτοκινήτων πυρπολούνται στις περιοχές του Μάρνη και του Ροδανού. Στο Point-a-Pitre (νησί της υπερατλαντικής αποικίας της Reunion) στήνεται μια ενέδρα στην αστυνομία: αφού πυρπολούνται μερικά αυτοκίνητα, πίσω απ’ τα οποία έχει στηθεί ένα οδόφραγμα, άγνωστοι ρίχνουν πυροβολισμούς προς τους αστυνομικούς, οι οποίοι απαντούν επίσης με πυροβολισμούς (δεν υπάρχουν αναφορές για τραυματίες). Συνολικά, 126 αστυνομικοί έχουν τραυματιστεί και 2.888 άνθρωποι έχουν προσαχθεί απ’ την αστυνομία, 593 απ’ τιις προσαγωγές μετατράπηκαν σε συλλήψεις (107 ανήλικοι), ενώ αρκετοί απ’ αυτούς που προσάχθηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι έλαβαν αργότερα κλήσεις να παρουσιαστούν στο δικαστήριο. 8.973 οχήματα έχουν πυρποληθεί.

Εικοστή πρώτη Νύχτα: 17-18 Νοέμβρη: 98 πυρπολήσεις οχημάτων και 33 προσαγωγές από την άλλη μεριά, κυρίως με αφορμή παράβαση της απαγόρευσης συνάθροισης, κάποιοι απ’ τους οποίους κουβαλούσαν πάνω τους μπουκάλια. Λιγότερες από 100 επιθέσεις θεωρούνται κανονικές για τα δεδομένα της Γαλλίας (κατά μέσο όρο 90 αυτοκίνητα καίγονται κάθε βράδυ). Ο πρωθυπουργός Villepin ισχυρίζεται ότι “υπάρχει μια υπαρκτή τρομοκρατική απειλή εναντίον της Γαλλίας” και κατά συνέπεια “ο έλεγχος πρέπει να είναι μόνιμος”. Κι αυτό δεν ήταν παραμύθι.

Το ακόλουθο χρονολόγιο δε στοχεύει στο να δώσει μια αντικειμενική περιγραφή των γεγονότων που συνέβησαν στη Γαλλία στην εξέγερση των “αποβρασμάτων”, μεταξύ του τέλους του Οκτώβρη και των πρώτων εβδομάδων του Νοέμβρη 2005. Όχι μόνον επειδή οι πηγές του διαδικτύου που χρησιμοποιήθηκαν (εφημερίδες, πρακτορεία τύπου, αστυνομικές αναφορές, ιστοσελίδες και προσωπικά blogs τα οποία μερικές φορές είναι πραγματικά ανθολόγια συλλογικής μνήμης), αλλά κυρίως επειδή η έννοια ενός χρονολογίου δεν έχει να κάνει τόσο με την παρουσίαση των περασμένων γεγονότων όσο με την ανίχνευση των γραμμών που συνδέουν τα γεγονότα αυτά στο παρόν.

Ορισμένες παρόμοιες εκρήξεις οργής στα 90es:

Από τότε που καταργήθηκε η θανατική ποινή στη Γαλλία, το 1981, υπήρξαν μέχρι το 2001, 175 περιπτώσεις θανάτων άμεσα ή έμμεσα επιβεβλημένων απ’ την κρατική αστυνομία. Για μερικές απ’ αυτές τις περιπτώσεις, μια τέτοια ωμή δολοφονία πυροδότησε εκρήξεις οργής ενάντια στην καθημερινή αστυνομική κακοποίηση. Οι εκρήξεις αυτές απαγγέλονται σαν κατηγορίες ενάντια σ’ ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα.

6-9 Οκτώβρη 1990: Ο Thomas Claudio πεθαίνει όταν περιπολικό που τον καταδιώκει χτυπάει την μηχανή του. Η αστυνομία παρουσιάζει το έγκλημα ως “ατύχημα”. Βίαιες συγκρούσεις ξεσπούν εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων, καταστήματα λεηλατούνται και πυρπολούνται.

31 Αυγούστου-3 Σεπτέμβρη 1995: Συγκρούσεις νεολαίων με αστυνομικούς ξεσπούν στην Nanterre, μετά τον θάνατο ενός 25χρονου βορειοαφρικανού, όταν χτυπήθηκε καταλάθος από οικοδομικό μηχάνημα ενώ έτρεχε προς το σημείο όπου αστυνομικοί συνελάμβαναν τον αδερφό του.

25-26 Μάη 1996: Δεκάδες νέων λεηλατούν καταστήματα και πυρπολούν οχήματα στη Saint-Jean του Château-Rouge, μετά τον θάνατο ενός νέου σε τροχαίο στη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης.

Νοέμβρης 1996: Στη Rabaterie (St Pierre des Corps, Tours), ένας 23χρονος, ο Mohamed Boucetta πεθαίνει με μια σφαίρα στο κεφάλι (23 Οκτώβρη). Μετά από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, ο δολοφόνος του αφήνεται ελεύθερος χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Le Pen. Ξεσπάει εξέγερση που θα διαρκέσει 15 μέρες, με συγκρούσεις και πυρπολήσεις αυτοκινήτων, μαγαζιών και δημοσίων κτιρίων.

12-21 Δεκέμβρη 1997: Συγκρούσεις μεταξύ αστυνομικών και νεολαίας στη Dammarie-les-Lys (προάστειο του Melun, Seine-et-Marne) όπου ένα δεκαεξάχρονο αγόρι βορειοαφρικανικής καταγωγής σκοτώνεται από αστυνομικούς σε μπλόκο. Κανένας αστυνομικός δε συλλαμβάνεται μετά τον φόνο, ούτε απαγγέλονται κατηγορίες.

13-16 Δεκέμβρη 1998: Μετά τον φόνο του 17χρονου Habib από έναν μπάτσο καθώς προσπαθούσε να κλέψει ένα αμάξι, βίαιες συγκρούσεις ξεσπούν μεταξύ νεολαίων και αστυνομικών στην περιοχή Mirail της Τουλούζης. Περισσότερα από εκατό οχήματα πυρπολούνται. Τρία χρόνια αργότερα, ο δολοφόνος μπάτσος, που ως τότε κυκλοφορούσε ελεύθερος, θα καταδικαστεί σε 3 χρόνια φυλάκισης, με αναστολή.

12-22 Σεπτέμβρη 2000: Συγκρούσεις ξεσπούν ταυτόχρονα σε δυο περιοχές της Essone, στο Grande Borne του Grigny και στο Tarterets του Corbeil-Essones εναντίον της αστυνομίας, μετά τον θάνατο ενός 19χρονου αγοριού προσπαθώντας να περάσει μέσα από αστυνομικό μπλόκο, οδηγώντας κλεμμένη μοτοσυκλέτα.

4-6 Ιούλη 2001: Διάφορα επεισόδια στο Borny του Metz, μετά τον θάνατο δυο νεαρών σε τροχαίο.

13-14 Οκτώβρη 2001: Ξέσπασμα της βίας στο Thonon-les-Baines (Haute Savoie) μετά τον θάνατο από “ατύχημα” τεσσάρων ανδρών που προσπαθούσαν να αποφύγουν μια εξακρίβωση στοιχείων.

26-31 Δεκέμβρη 2001: Συγκρούσεις με την αστυνομία στο Vitry-de-Seine (Val-de-Marne) μετά τον θανάσιμο πυροβολισμό ενός νέου που αποπειράθηκε να ληστέψει μια τράπεζα στο Neuilly-sur-Marne (Seine-Saint-Denis).

3-7 Γενάρη 2002: Δεκάδες αμάξια πυρπολούνται στο Mureaux (Yvelines), μετά τον θάνατο του 17χρονου Moussa, που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από αστυνομικούς, όταν προσπάθησε να αποφύγει ένα αστυνομικό μπλόκο στον δρόμο.

25-26 Φλεβάρη 2002: Μετά τον θάνατο από overdose ενός κρατούμενου στο αστυνομικό τμήμα του Evreux, ομάδες κουκουλοφόρων επιτίθενται στο αστυνομικό τμήμα, πυρπολούν οχήματα και κατεβάζουν βιτρίνες καταστημάτων.

18-19 Οκτώβρη 2001: Μετά τον θάνατο από πνιγμό ενός 17χρονου αγοριού σε ποτάμι όπου βούτηξε οδηγώντας στην προσπάθειά του να διαφύγει τους αστυνομικούς που του την είχαν στημένη σε μια απόπειρα ληστείας, δεκάδες νέων με μπαστούνια του μπέιζμπολ επιτίθενται σε αστυνομικούς στο Hautepierre (Στρασβούργο) και πυρπολούν αμάξια. 25 οχήματα μετατρέπονται σε στάχτες, 3 πυροσβέστες τραυματίζονται, ένα σχολείο υφίσταται ζημιές από εκρηκτικό μηχανισμό, και εκτεταμένες ζημιές από πυρκαγιά σημειώθηκαν σε γραφεία του δήμου.

3 Μάρτη 2003: Διασκορπισμένες ταραχές μετά τον θάνατο ενός κλέφτη σε αστυνομική καταδίωξη.

12-14 Γενάρη 2004: Ένα 17χρονο αγόρι πεθαίνει πέφτοντας απ’ το μηχανάκι που είχε μόλις κλέψει, ενώ τον καταδίωκε η αστυνομία. Ξεσπούν συγκρούσεις μεταξύ νεολαίων και αστυνομίας, δεκάδες οχήματα πυρπολούνται. Ενώ ένα οδηγείται σαν πολιορκητικός κριός με ταχύτητα στην είσοδο του αστυνομικού τμήματος.

Στοιχεία για τις ταραχές του 2005

  1. 9.190 οχήματα καμμένα (αριθμός του γαλλικού υπ. εσωτερικών).
  2. Δεκάδες δημοσίων κτιρίων και μαγαζιών λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν. Άγνωστος αριθμών αστυνομικών τμημάτων δέχθηκαν επίθεση, επίσης μια εκκλησία, ένα τζαμί και μια συναγωγή.
  3. Πάνω από 300 πόλεις συμμετέχουν στην αναταραχή.
  4. Απαγόρευση κυκλοφορίας-συνάθροισης σε 25 νομούς.
  5. 3 νεκροί, οι Ziad και Bouna στις 27 Οκτώβρη, κι ένας 61χρονος από επίθεση κάτω απ’ το σπίτι του στις 7 Νοέμβρη.
  6. Άγνωστος αριθμός τραυματιών πολιτών.
  7. Γύρω στους 12.000 αστυνομικοί κινητοποιήθηκαν, 126 απ’ τους οποίους τραυματίστηκαν. 8 κατηγορούνται για “αποτρόπαια” κι αδικαιολόγητη βία στη διάρκεια των ταραχών.
  8. Οι ζημιές υπολογίζονται από ασφαλιστικές εταιρίες στα 200 εκατομμύρια ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσφέρει 50 εκ. ευρώ για ανακούφιση.
  9. 2.921 άνθρωποι προσήχθησαν απ’ την αστυνομία (το ένα τρίτο περίπου αυτών ανήλικοι, με τον νεαρότερο να είναι 10 ετών). 375 απ’ αυτούς καταδικάζονται χωρίς αναστολή. Οι αυτόφωρες συλλήψεις είναι εξαιρετικά σπάνιες, καθώς οι περισσότερες συλλήψεις έγιναν σε αστυνομικές “σκούπες”.
  10. Εξίσου σπάνιες είναι οι αθωώσεις όσων τελικά βαρύνονται με κατηγορίες, καθώς οι δικηγόροι υπεράσπισης ορίζονται απ’ το δικαστήριο.
  11. Άλλοι 1.540 ύποπτοι προσάγονται, ανακρίνονται και πολλοί συλλαμβάνονται τις μέρες αμέσως μετά το τέλος των ταραχών: συνολικά, περίπου 4.500 άνθρωποι εμπλέκονται στις έρευνες, περισσότεροι από το ένα τέταρτο αυτών, μετά την κατάπαυση των ταραχών.
  12. Ως τον Δεκέμβρη, 786 άνθρωποι βρίσκονται ακόμα προφυλακισμένοι, 83 απ’ τους οποίους ξένοι. Στις 4 Δεκέμβρη, ο Σαρκοζύ ανακοινώνει την απέλαση των πρώτων επτά ξένων.

Τα αποβράσματα

Δεν είναι όλες οι εξεγέρσεις απρόβλεπτες. Φυσικά δεν υπάρχει κάποια μέθοδος για να προβλέψουμε σαν Νοστράδαμοι την ακριβή στιγμή κάθε έκρηξης, αλλά το γεγονός ότι μια εξέγερση συμβαίνει δεν εκπλήσει παρά μόνο όσους έχουν ελάχιστη ιδέα για τον αφόρητο κόσμο στον οποίο είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε. Κι όμως, μόνο έκπληξη δεν είναι, καθώς γνωρίζουμε πως τέτοιες εξεγέρσεις συμβαίνουν συχνά στη Γαλλία, ξαναπιάνοντας κάθε φορά τις ίδιες πρακτικές και τελετουργίες -εκατοντάδες αμάξια καίγονται κάθε χρόνο την παραμονή της πρωτοχρονιάς.

[σημείωση του συγγραφέα: Ακολουθώντας ένα διαδεδομένο παιχνίδι, μοναδικό στην Ευρώπη, την πρωτοχρονιά του 2005, 425 οχήματα πυρπολήθηκαν στη Γαλλία, το 2004 330, το 2003 324, το 2002 379. Το Clichy-sous-Bois, το Aulnay και η La Courneuve είναι οι πόλεις που συμμετέχουν πιο πολύ σ’ αυτό το φαινόμενο. Επίσης, την πρωτοχρονιά του 2004, το μπλακ-άουτ στο Sevran επέτρεψε στους ταραχοποιούς να στήσουν μια ενέδρα στην αστυνομία, που έφαγε αμέτρητες πέτρες από ταράτσες κτιρίων. Μπορούμε να πούμε ότι η πρωτοχρονιά έχει έναν πραγματικά εορταστικό χαρακτήρα στη Γαλλία…]

Οι εξεγέρσεις είναι ένα αναπόφευκτο προϊόν του παρόντος κοινωνικού συστήματος. Κι όταν μια εξέγερση ξεσπά, δεν έχει νόημα ν’ αναρωτιέται κανείς “γιατί γίνεται αυτό”, αλλά “γιατί δε γίνεται παντού, πάντοτε;”. Όμως, κάθε φορά που ξεσπά μια εξέγερση, ο πρώτος μηχανισμός που κινητοποιείται είναι μια προσπάθεια να εγκλειστεί σε μια κατηγορία. Ποιοί είναι οι εξεγερμένοι, από που έρχονται, τί θέλουν; Ξεκινά η έρευνα για ονόματα, ταυτότητες, για τις κατάλληλες κατηγορίες: ξένοι, μετανάστες… όχι, γάλλοι, ναι γάλλοι, αλλά γάλλοι δεύτερης γενιάς, δεύτερης κατηγορίας, γιοί ή εγγονοί μεταναστών, αποκλεισμένων, απόβλητων… Απογοήτευση, μάλλον η θεωρία του ισλαμικού φονταμενταλισμού δε δουλεύει: προφανώς οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι από κείνους που πάνε στο τζαμί -στην πράξη τόσο οι εκκλήσεις όσο και οι κατάρες των ιμάμηδων αποδείχθηκαν άχρηστες. Οι δεξιές εφημερίδες (πχ η Le Figaro) επιχειρούν να στιγματίσουν τους εξεγερμένους ως “μέλη μιας παλαιστηνιακού τύπου Ιντιφάντα”, “ισλαμικά φονταμενταλιστικά στοιχεία”, “τρομοκράτες” κλπ. Αυτές οι διαστρεβλώσεις, ωστόσο, δε φαίνεται να εμπεδώνονται, καθώς ο αγώνας καταφέρνει να επιδείξει τη δική του ασίγαστη ιδιαιτερότητα.

Οι κοινωνιολογικές κατηγορίες χρησιμοποιούνται για να οριστεί, να ταυτοποιηθεί και να εγκλειστεί η εξέγερση, με λίγα λόγια, εντός σαφών εννοιολογικών ορίων. Απ’ τη στιγμή που μια ταυτότητα έχει αποδωθεί στους εξεγερμένους -με πιο συχνή τέτοια, στην περίπτωσή μας, αυτή των κοινωνικών αποβλήτων, μια νέα λέξη για το “περιθώριο” (underclass). Το φάσμα των θεωριών για την διαχείρισή της κυμαίνεται κλασσικά από την αστυνομική καταστολή και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, στην κοινωνική πρόνοια και την παρέμβαση της πολιτείας, να προτάξει, με άλλα λόγια, χείρα τιμωρίας ή οίκτου, η καταστολή και η ενσωμάτωση, το μαστίγιο και το καρότο. Όλα αυτά δείχνουν ξεκάθαρα το γεγονός ότι άν η αναταραχή κι η εξέγερση είναι άμεσες συνέπειες του συστήματος της κυριαρχίας, το μόνο τέλος που μπορεί να έχουν είναι το τέλος της κυριαρχίας, η ανατροπή της.

Ωστόσο, το να ταυτοποιηθούν τα “αποβράσματα”, να τους δωθεί ενδεχομένως ένα πιο πολιτικά ορθός ορισμός, ενέχει ορισμένες προϋποθέσεις. Για να κατηγοριοποιηθεί ένα τέτοιο φαινόμενο με σχετική συνοχή, πρέπει πρώτα απ’ όλα να οριστεί, και για να οριστεί πρέπει να απομονωθεί. Απ’ την μια, τα όρια της εξέγερσης ορθώνονται για να αναπαραστήσουν τη δράση και τις αιτίες της σαν τυχαία έκτροπα, που παρήγαγε ένα σύστημα το οποίο (παρόλη τη φτώχεια, τον πόλεμο, την μόλυνση, την ολοκληρωτική υπαγωγή στο εμπόρευμα και την καταστροφή ολόκληρου του -έμβιου και μη- κόσμου, και των ζωών όλων) πρέπει να διατηρηθεί, ίσως ακόμα και με ορισμένες κοινωνικές παροχές ταυτόχρονα με την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Όμως, όπως είναι γενικά γνωστό, αυτό που ήταν εξαίρεση γίνεται ο κανόνας, κατάσταση που συμπεριλαμβάνει τον αποκλεισμό, τη φτώχεια, την κοινωνική αποξένωση, τη γενικότερη υποτίμηση της ζωής.

Δεν πρόκειται ποτέ για μεμονωμένο φαινόμενο, είτε τοπικά ή παγκόσμια. Η φτώχεια, η ανασφάλεια της ζωής στη δυτική κοινωνία, η αστική πολεοδομία στις μητροπόλεις ολόκληρου του κόσμου (απ’ το Λος Άντζελες στην Μπογκοτά, κι απ’ το Αλγέρι στο Παρίσι), η περίφραξη των συνόρων της Ευρώπης-φρούριο, είναι μόνο ορισμένες εκδηλώσεις αυτής της δομικής περίφραξης. Το κόλπο του καρότου και του μαστιγίου, ο συνδυασμός αστυνομικής και δικονομικής καταστολής με την εξαγγελία κοινωνικών παροχών στα προάστεια, μπορεί να ξεγελάσουν μερικούς, αλλά σίγουρα όχι τους -όχι λίγους- που γεύονται την κοινωνική περιθωριοποίηση στο πετσί τους, που νιώθουν ότι νέες και μεγαλύτερες εκρήξεις συναρμολογούνται σε κάθε γωνία, και κυρίως, νιώθουν μια ακατάπαυστη θέληση για εξέγερση να πάλλεται μέσα τους. Και είναι ακριβώς αυτή η ελκυστική γοητεία της εξέγερσης που αποτελεί τον κύριο στόχο της διαδικασίας της κατηγοριοποίησής της.

Στην πραγματικότητα, η διαδικασία της κατηγοριοποίησης, πέραν του να αναπαριστά τη φαινομενικότητα της παρούσας κοινωνικής τάξης σαν να ήταν ουδέτερη, στοχεύει στον διαχωρισμό και την απομόνωση των “αποβλήτων” από όλους τους υπόλοιπους -διαχωρίζοντας ταυτόχρονα όλους αυτούς απ’ τον ίδιο τον εαυτό τους, απ’ την επιθετική δυναμική τους. Μ’ άλλα λόγια, τα απόβλητα έχουν κάποιου είδους κληρονομικού δικαιώματος στην οργή, καθώς η απόγνωση και η αίσθηση της αδικίας είναι αποκλειστικά δικά τους προβλήματα. Όμως εμείς, οι προνομιούχοι αυτής της κοινωνίας, τί θέλουμε; Εντάξει στα γκέττο των σύγχρονων πόλεων, στα banlieues (προάστεια) του Παρισιού, η ζωή είναι διαλυμένη, κενή, κυνηγημένη από κάθε μπάντα της κοινωνικής, υλικής και υπαρξιακής αλλοτρίωσης, πνιγμένη στην απόγνωση και την μεταφυσική ανία. Αλλά η δική μας ζωή; είναι πλουσιοπάροχη και γεμάτη διασκεδάσεις, προοπτικές, πάθος… Η δική μας ζωή; Με συγχωρείτε, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς.

Εκ των πραγμάτων, το επίπεδο της καταπίεσης, και ταυτόχρονα τα ρήγματα που προκαλεί η εξέγερση, αφορούν τους πάντες. Η δυιστική λογική της συμπονετικής αντιπολίτευσης, μεταφράζει την πραγματικότητα με τόσο χονδροειδή τρόπο που αδυνατεί να αντιληφθεί τη δυναμική της εξέγερσης κι αυτών που θα ΄ρθουν. Η διάκριση των νέων απ’ τα προάστεια απ’ τους υπόλοιπους, έπειτα ο διαχωρισμός των βίαιων κι αδιόρθωτων που είναι αδύνατον να πειθαρχηθούν απ’ αυτούς που πρέπει να προστατευθούν απ’ την μόλυνσή τους, δεν είναι παρά μια προσπάθεια να ξεριζωθεί η δυνατότητα εξέγερσης από τα μέσα και το περιβάλλον που χρειάζεται για να εκραγεί. Αυτή είναι η κοινή λογική πίσω από κάθε έκτακτη διαχείριση. Επιπλέον, η εμπέδωση μιας τέτοιας ιδεολογικής διαίρεσης συνθλίβει κάθε πρακτική δυνατότητα. Όπως κάθε εξέγερση, ομοίως και της Γαλλίας απευθύνεται στον καθέναν. Το ξεδίπλωμά της αναπόφευκτα επιρρεάζει τις κινήσεις μας. Τελικά, το ποιο σημαντικό δεν είναι ποιοί είναι αυτοί, αλλά μάλλον ποιοί είμαστε εμείς, και τί θέλουμε να κάνουμε. Καθώς μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης υφίσταται είτε διακυρήσσεται επίσημα είτε όχι, το πρώτο πρακτικό μάθημα αφορά την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής κατάστασης εξαίρεσης απέναντι στην έκρηξη καταστροφικών πράξεων, τη γρήγορη διάδοσή τους και την άρνηση κάθε εκπροσώπησης.

Ορισμένοι γκρινιάζουν για την υποτιθέμενη έλλειψη σαφών ταξικών στόχων κι επαναστατικής συνείδησης, απενοχοποιώντας έτσι την αποστασιοποίησή τους, αδυνατώντας να βρουν κάποια πολιτική προοπτική ή αποτέλεσμα. Ακόμα, μιλούν για φαινόμενα “βαρβάρων” χωρίς κανένα σχέδιο, ως αποτέλεσμα της “παθητικής διάλυσης της παλιάς εργατικής τάξης”. Κάποιοι άλλοι ποζάρουν ως συνειδητοποιημένοι οργανωτές της εξέγερσης (της επερχόμενης, φυσικά). Ωστόσο, αντί να ασχολούμαστε με το να δείξουμε στους ταραχοποιούς της Γαλλίας τί να κάνουν, θα ήταν προτιμότερο να δούμε τί μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτούς. Υπάρχει μια πρακτική εγρήγορση στις τακτικές της εξέγερσης των “αποβρασμάτων” που λείπει επαίσχυντα ακόμα κι απ’ τους πιο εκλεπτυσμένους “συνειδητοποιημένους” των επαναστατικών χώρων, συχνά τόσο συνειδητοποιημένων που αδυνατούν να πράξουν. Εάν οι Γάλλοι ταραχοποιοί δεν κατάφεραν να “κάνουν ένα ακόμη βήμα για να γίνουν επαναστάτες” (πιθανόν, όμως ποιοί είναι τελικά επαναστάτες σήμερα;), τουλάχιστον με τον τρόπο τους εξέθεσαν τις ενεργητικές δυνατότητές τους στην πιο σκληρή δοκιμασία. Χωρίς να περιμένουν από κανέναν να τους διδάξει “τί να κάνουμε”, κατέθεσαν έμπρακτα τη δική τους εκδοχή για το πώς να το κάνουμε. Πραγματοποίησαν την εκρηκτική οργή τους ως μια εντυπωσιακή σειρά εμπρησμών, χωρίς να τους ενεχειρίζουν σε κανέναν εκπρόσωπο. Η ζωτική δύναμη που απελευθερώθηκε μετά από μακροχρόνια καταπίεση ήταν ταυτόχρονα μια άγρια πυρομανία που αγνοούσε κάθε μορφή αντιπροσώπευσης και απολογίας.

Φαινομενολογία του οργισμένου μηδενισμού

Η οργή είναι η έκφραση της δύναμης που έχει καταπιεστεί για πολύ καιρό, δέσμια και υποδουλωμένη, οργή που εμφανίζεται ως διαπίστωση πως “είμαστε πολύ νέοι για να πεθάνουμε”. Η πρώτη εκδήλωσή της ανοίγεται στον ορίζοντα που χαρακτηρίζεται από μια ολοκληρωτική καταστροφή. Η τυφλή οργή της αιχμαλωσίας δε διακρίνει γύρω της τί θα χτυπήσει, αν θα χτυπήσει στον τοίχο ή θα σπάσει τα χέρια της, το σώμα της μετασχηματίζεται σε πολιορκητικός κριός. Τα πάντα μπορεί να καταστραφούν! Η οργή, εκδηλώνεται στον ορίζοντα του μηδενισμού. Καθώς δε δικαιούνται να επιθυμούν τίποτα για δικό τους, αυτοί οι άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας επιθυμούν αυτό το τίποτα να γίνει πραγματικά τίποτα, να εκμηδενιστεί.

Όμως ο μηδενισμός, αυτός ο ενοχλητικός καλεσμένος, εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές. Οι λιγότερο προφανείς είναι και οι πιο διαδεδομένες, κι επίσης οι πιο δημοφιλείς: είναι ο αυτονόητος μηδενισμός της εξουσιαστικής διαχείρισης της ύπαρξης, που διαβρώνει τα πάντα. Εκμηδενίζει τη ζωή και την αποξενώνει απ’ την ίδια τη δυναμική της, προκειμένου να την αναπαράγει εντός των κατεστημένων θεσμών της τάξης και της πειθαρχίας, της παραγωγής και κατανάλωσης, της παραίτησης και της κυνικής αδιαφορίας.

Το παρόν κοινωνικό σύστημα είναι τόσο μηδενιστικό όσο και οι υπήκοοί του που υποτάσσονται σ’ αυτό, αποδεχόμενοι τις διάφορες μορφές σκλαβιάς, σέρνοντας με απάθεια τα πόδια τους μέρα με την μέρα. Καθώς έχουν ενσωματώσει τα αυτονόητα της οικονομίας και τη φαντασιακή αξία των εμπορευμάτων, η ζωή τους βασίζεται στους υπολογισμούς μεταξύ κόστους και οφέλους, στον διαχωρισμό μεταξύ σκοπού και μέσων, στην εγκατάλειψη στην αθλιότητα του σήμερα και την παθητική προσμονή ενός καλύτερου αύριο. Η μηδενιστική παραγωγή της κυριαρχίας συνίσταται σε δυο συμπληρωματικές κινήσεις: απ’ την μια αποξενώνει, λεηλατεί και ξεγυμνώνει, απ’ την άλλη θαμπώνει, ξαναντύνει, και μασκαρεύει. Όμως η κενότητα στην οποία βασίζεται αυτή η διττή κίνηση και την οποία μετουσιώνει, γίνεται προφανής όταν το δεύτερο σκέλος της (η ψευδής ικανοποίηση των αυταπατών) υπολειτουργεί: όταν το σχολείο, η εργασία κι όλοι οι θεσμοί της πολιτισμένης κοινωνίας του θεάματος απαξιώνονται ως διαμορφωτές-διαχειριστές της ύπαρξης, που κατά συνέπεια, εξωθείται στην παρατεταμένη μετάσταση της αλλοτρίωσής της.

Όταν μια τέτοια μετάσταση εκδηλώνεται τυφλά, όταν έρχεται αντιμέτωπη μ’ έναν απάνθρωπο θάνατο, μπορεί να εκραγεί ως οργισμένος μηδενισμός: καθώς υποβάλλονται βίαια σε μια διάγνωση της κενότητας που περιβάλλει και διαβρώνει τις ζωές τους, αποφασίζουν ανώνυμα, σε επίπεδο προσωπικών σχέσεων, να παραδόσουν την κενότητα αυτή στο τίποτα. Ο οργισμένος μηδενισμός δε ζητά τίποτα, και διαθέτει μια διαυγή αντίληψη του ότι το μόνο που μπορεί να κάνει με όσα τον περιβάλλουν είναι να καταβροχθισθούν απ’ την κενότητά του. Η έκρηξη του οργισμένου μηδενισμού, απελευθερωτική για τα πιο άγρια πάθη, μπορεί να είναι επίσης μια άδολη χαρά γεννημένη από μια αφόρητη ναυτία για το σύνολο του υπάρχοντος κόσμου. Κι όμως είναι έτσι ακριβώς που εξελίσσεται σε μια αυθεντική καταστροφική ευφορία.

Μετά την εποχή της κυνικής αδιαφορίας, του καιροσκοπισμού και του φόβου, στην παρούσα φάση γενικευμένης προλεταριοποίησης της ζωής, τί είδους αγώνας θα μπορούσε να γίνει; Λυπούμαστε που θα απογοητεύσουμε τους ακούραστους θεματοφύλακες της προόδου, αλλά οι τρέχοντες αγώνες περιλαμβάνουν επίσης μια ολοκληρωτικά καταστροφική πλευρά. Είχε γραφτεί κάποτε: “Μηδενιστές… ακόμα ένα βήμα αν θέλετε να είστε επαναστάτες”. Το να θέλεις τα πάντα, είναι μόλις ένα βήμα απ’ το να μη θες τίποτα. Μπορούμε όμως ακόμα να πούμε: “Επαναστάτες… ακόμα ένα βήμα για να γίνεται μηδενιστές”: απαιτεί μεγάλο θάρρος να συμβαδίζει κανείς με την οργή του. Και πού θα μας πάει; Μα δεν ξέρετε; Δε θα μας πάει πουθενά, αλλά… πού νομίζετε ότι πηγαίνετε όλοι σας;

‘S’ io fossi foco arderei lo mondo’

(“Αν ήμουν φωτιά, θα έκαιγα τον κόσμο”, από σονέττο του Cecco Angiolieri, σύγχρονου του Δάντη)

Η καταστροφική ευφορία του οργισμένου μηδενισμού βρίσκει την κύρια μορφή έκφρασής της στο στοιχείο που αναπαριστά περισσότερο την οργή: τη φωτιά. Οι μολότωφ και οι εκρηκτικοί μηχανισμοί είναι σαν βέλη, με τα οποία σύμβολα και δομές της εξουσίας και του συστήματος στοχοποιούνται: αστυνομικά τμήματα, δημαρχεία, δικαστήρια, τράπεζες, εμπορικά κέντρα και καταστήματα, σχολεία και αυτοκίνητα.

Ορισμένοι απ’ τους στόχους αυτούς πληγώνουν την κοινωνική συνείδηση πολλών ανθρώπων. Γιατί να καίνε τα σχολεία, όταν αυτά θα φέρουν στους κοινωνικά αποκλεισμένους την μόρφωση και την ένταξη στην κοινωνία; Μήπως δεν ήταν η δημόσια εκπαίδευση μια σημαντική κατάκτηση για την ανθρωπότητα και την πρόοδο; Ίσως, αλλά την ίδια στιγμή, ποιός μπορεί να αρνηθεί πως τα σχολεία μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με φυλακές, όντας και τα δύο στοιχεία μιας γενικότερης κοινωνίας-φυλακής, ποιός δεν μπορεί παρά να σιωπήσει μπρος στη φαινομενική ομορφιά ενός σχολείου που καίγεται; Το εκπαιδευτικό σύστημα βασίζεται σε μια αφαίρεση του νοήματος. Με άλλα λόγια, τα σχολεία, όντως μέσα για εισαγωγή στη ζωή, ή μάλλον στην εργασία, που παρέχει τα μέσα για τη ζωή, δεν έχουν άλλο νόημα καθ’ εαυτόν, παρά το νόημα αυτού για το οποίο προετοιμάζουν. Μ’ αυτήν την έννοια, καθώς κάθε μελλοντική προοπτική καταργείται, και το μέλλον συνίσταται σ’ έναν μακρόσυρτο σκοπό μεταξύ ανίας και απόγνωσης, τα σχολεία αδειάζουν απ’ το όποιο παιδαγωγικό τους περιεχόμενο. Όταν ένα μέσο χάνει τη χρησιμότητά του, η διατήρησή του σημαίνει τη φετιχοποίησή του, και τα φετίχ παραδίδονται στην πυρά, πιθανώς, όπως στην περίπτωσή, μας από παιδιά που φωνάζουν “αυτή η νύχτα είναι δική μας”.

Οι συνειδητοποιημένοι απορούν για τα καμμένα αυτοκίνητα: “γιατί να κάψεις το αυτοκίνητο του γείτονα”, λες και ο “γείτονας” αυτόματα αντιμετωπίζει την ίδια κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τους ταραξίες. Πρώτον, τα περισσότερα απ’ τα πυρπολημένα αυτοκίνητα ανήκαν άμεσα ή έμμεσα σε θεσμούς. Δεύτερον, τα “αποβράσματα” δεν έρχονται απ’ το πουθενά, αλλά ζουν σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο, το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει μια ομοιογενή ανθρώπινη πραγματικότητα. Απ’ την μία, οι ταραχοποιοί απ’ τα προάστεια ήξεραν ότι μπορούν να βασίζονται στην υποστήριξη και την πρακτική αλληλεγγύη πολλών κατοίκων των γειτονιών τους (χωρίς την οποία δε θα ήταν εφικτό να κρατήσουν είκοσι νύχτες οι ταραχές), απ’ την άλλη φαίνεται να γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τίνος το αμάξι πυρπολούν, και σίγουρα δεν ανήκουν σε άμεσους ή έμμεσους συνεργούς των εξεγερμένων. Στα προάστεια, όπως κι οπουδήποτε αλλού, υπάρχουν ζηλωτές της τάξης και του διαλόγου, ρουφιάνοι και κερδοσκόποι, συνεργάτες της αστυνομίας και κάθε είδους καθήκι, όπως επίσης κι αυτοί που δε συμμερίζονται στην πράξη την αταλάντευτη και σαφή στάση των ταραχοποιών. Οι νέοι των προαστείων δεν ανέχονται κανενός είδους ουδετερότητας, διαλόγους ή συμβιβασμού με τους θεσμούς -κάτι το οποίο εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα προβληματικό τρόπο στο κίνημα ενάντια στο CPE τον Μάρτη και τον Απρίλη του 2006, ειδικά στο Παρίσι.

Οι γείτονες δηλαδή, δεν είναι πάντοτε φίλοι ή “συνένοχοι”. Επίσης, οι εξεγέρσεις δε διεξάγονται σ’ ένα συμβολικό επίπεδο, αλλά στο πραγματικό πεδίο της μάχης. Έτσι, οχήματα παραδίδονται στις φλόγες όχι μόνο επειδή είναι προφανώς μια ευχαρίστηση να βλέπει κανείς τις φωτιές να τα καταπίνουν, αλλά κυρίως ακολουθώντας μια στρατηγική αντίληψη επί του εδάφους, δηλαδή λόγω της θέσης τους στο πεδίο που εκτυλίσσεται ο αγώνας. Είναι μόνο σε μια τέτοια προοπτική πραγματική σύγκρουσης (κι όχι στην κοινωνιολογική μετάφραση ή την πολιτική αναπαράστασή της) που η αξία αυτής της πρακτικής μπορεί να εκτιμηθεί. Η πυρπόληση αυτοκινήτων μπορεί να γίνει ένα ιδιαίτερα παοτελεσματικό μέσο ταχύτατης δημιουργίας οδοφραγμάτων, και ταυτόχρονα είναι ένας εύχρηστος τρόπος να τραβηχθεί η αστυνομία σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου στη συνέχεια συνήθως δέχεται επίθεση με πέτρες ή μολότωφ, ενώ οι ταραχοποιοί μπορούν να σπάσουν και να διαφύγουν εύκολα για να ξαναβρεθούν σε κάποιο προσυνεννοημένο μέρος και να ξαναπιάσουν το παιχνίδι απ’ την αρχή. Αυτή η τακτική εφαρμόστηκε και στο σαμποτάζ σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας με το οποίο ξεκίνησαν μερικές απ’ τις νύχτες της οργής.

Το γεγονός ότι αυτές οι απλές παρατηρήσεις έχουν περάσει απαρατήρητες από τόσο πολλούς “ειδικούς” είναι εντυπωσιακό. Το πιο σημαντικό σημείο πάντως, είναι η σημασία που παίρνει το μητροπολιτικό πεδίο ως πεδίο μάχης για τους τρέχοντες αγώνες κι αυτούς που θα ‘ρθουν. Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην κυκλοφορία του χρήματος, της πληροφορίας, των ανθρώπων και των εμπορευμάτων, ο έλεγχος επί του εδάφους είναι μια απ’ τις σημαντικότερες λειτουργίες της εξουσίας. Για παράδειγμα, στις αστικές συγκοινωνίες που μας δολοφονούν αργά, καθημερινά, με το δηλητήριό τους στις μητροπολιτικές ζώνες, οι ελεύθεροι χώροι περιορίζονται στους αποξενωτικούς χώρους μεταβίβασης και εξυπηρέτησης. Πρόκειται για μια ασύμμετρη, απάνθρωπη και δολοφονική πραγματικότητα που εξορίσει τη ζωή, όπου το έδαφος γίνεται ολοένα και πιο άγονο και απαράβατο γι’ αυτούς που, είτε από συστηματικό αποκλεισμό, είτε από προσωπικές τους επιλογές, αδυνατούν να αναπαραχθούν ως εμπορεύματα, και κατ’ επέκταση περιθωριοποιούνται, φυλακίζονται, απελαύνονται.

Την ίδια στιγμή, το έδαφος και η μετακίνηση σ’ αυτό γίνονται στρατηγικοί παράγοντες των αγώνων, με τηην εξάπλωση πρακτικών όπως τα μπλόκα και το σαμποτάζ, η εύρεση νέων τρόπων ζωής και χρήσης του χώρου, και η καταστροφή του κάθε τί που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί. Δε γνωρίζουμε ασφαλώς αν αυτό είχαν στο μυαλό τους οι εμπρηστές αυτοκινήτων. Δε γνωρίζουμε αν υπερεκτιμούμε την οργή τους. Αυτό που είναι βέβαιο όμως είναι ότι πίσω απ’ την αρνητική, καταστροφική τους στάση ορθώνεται μια θετική στάση, που αφορά τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο σύναψης ανθρώπινων σχέσεων, που πέρα απ’ την συνεχή εφευρετικότητα λέξεων και χειρονομιών, οικοδομεί μια συνενοχή κι αλληλεγγύη στις ταραχές.

Μια θετική στάση που δε χωράει στην αναπαράσταση που προβάλλουν οι δυνάμεις του εχθρού, για τις οποίες δεν πρόκειται παρά για βάνδαλους, ανόητους και παράλογους μανιακούς. Δεν μας ενδιαφέρει να πλέξουμε ένα νεο-ρεαλιστικό εγκώμιο του περιθωρίου. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αναρωτηθούμε ξανά, αν είναι εφικτό να ζήσουμε σε χώρους μ’ έναν διαφορετικό τρόπο ούτως ώστε να συναντήσουμε νέους “συνενόχους” και νέες πιθανότητες αγώνα που θα ξεσπά ριζοσπαστικά, χαρμόσυνα κι εφευρετικά.

Μάρτης 2006

Υποθέσεις προς διερεύνηση

Ο Philippe de Villiers ζήτησε απ’ τον πρωθυπουργό Dominique de Villepin να αυξήσει τον πήχη της αντίδρασης του κράτους προς αυτό που φαίνεται να αποτελεί έναν εθνοτικό εμφύλιο πόλεμο” -Reuter, October 29 2005

Ένας δηλωμένος κι ανοιχτός εμφύλιος πόλεμος είναι καλύτερος από μια σάπια ειρήνη -M. Bakunin

Εμφύλιος Πόλεμος

Σύμφωνα με τα σύγχρονα σενάρια γενικευμένου πολέμου, τα όρια μεταξύ εσωτερικού κι εξωτερικού έχουν αρθεί, έχοντας -κατά κάποιον τρόπο- φέρει τον πόλεμο σπίτι, ένας εμφύλιος πόλεμος διεξάγεται στην πράξη.

Ο εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι λοιπόν ούτε ένας αξιολογικός χαρακτηρισμός, ούτε ένας παλιός μύθος για να δίνει κουράγιο. Αντιθέτως, είναι ένα πασιφανές γεγονός, ένα σημείο αφετηρίας. Είναι κάτι που συνήθως αποσιωπάται, στο όνομα μιας ψεύτικης ενότητας κοινών στόχων, ένα σύνθημα που χρησιμεύει σαν τονωτικό για τη δημόσια τάξη, ή, όταν εκρήγνυεται, μυστικοποιείται σαν ένα εθνικό-φυλετικό ζήτημα (“σύγκρουση πολιτισμών” όπως ονομάστηκε πρόσφατα). Όμως αυτός ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι απλά μια εσωτερική διαμάχη εντός ενός ομογενούς κοινωνικού συνόλου, ούτε μια διαμάχη μεταξύ απλά διαφορετικών ταυτοτήτων, αντίθετα, είναι η πραγματική απόδειξη του φαντασιακού χαρακτήρα κάθε ενότητας: μια μυθοπλασία πίσω απ’ την οποία η διαρκής και μονόπλευρη επίθεση του κεφαλαίου εναντίον των εκμεταλλευομένων, αποξενωμένων κι αποκλεισμένων, των κολασμένων της Γης, προσπαθεί να κρυφθεί. Το ξέσπασμα της εξέγερσης και της αναταραχής, μας γεμίζει με τη χαρά του ξεπεράσματος όχι μόνο κάθε επίπλαστης ενότητας, αλλά κι επίσης της ενότητας της επίθεσης.

Αυτοί τους οποίους η εξουσία χτυπά και κακοποιεί κάθε μέρα, και οι οποίοι μπορούν να αντιστρέψουν τους συσχετισμούς ισχύος ανά πάσα στιγμή και με κάθε μέσο, δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια εθνική κατηγορία. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ορισμένοι άνθρωποι υφίστανται αγριότερη καταπίεση, αποκλείονται από το παραμύθι του δυτικού Κράτους Πρόνοιας και εγκλείονται σε κάποιο απ’ τα αναρίθμητα γκέττο του πλανήτη. Όμως, μέχρι τώρα, καθώς η κυριαρχία επιρρεάζει τους πάντες, κάτι τέτοιο ήταν κυρίως μια διαφορά στην ένταση της γενικευμένης καταπίεσης. Τα του καίσαρος, τω καίσαρι. Η βαρβαρότητα της εκμετάλλευσης και η ανασφάλεια της ζωής δεν είναι μεμονωμένα φαινόμενα που επιρρεάζουν μόνον όσους έχουν αποκλειστεί απ’ τον οικονομικό κύκλο και την πολιτική εκπροσώπηση. Είναι αντίθετα μια οικουμενική συνθήκη που επιρρεάζει τους πάντες: η υποταγή στην οικονομική και πολιτική δικτατορία: Κατά συνέπεια, κάθε εξέγερση απελευθερώνει μια οικουμενική δυνατότητα εξέγερσης που μόνο μέσω της κολλητικής αλληλεπίδρασης μπορεί να πραγματοποιηθεί, ούτως ώστε αυτός ο εμφύλιος πόλεμος να μεταμορφωθεί σε κοινωνικό πόλεμο ενάντια στο Κεφάλαιο.

Η ουδετερότητα είναι αδύνατη μέσα στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου. Ο ισχυρισμός της ουδετερότητας δεν είναι παρά η συστοίχιση με την κατεστημένη μεριά, η συνεργασία μ’ αυτήν υπό το πρόσχημα της ανυπαρξίας άλλων επιλογών. Η ουδετερότητα δεν είναι παρά η πιο κοινότυπη δικαιολογία των “ενδιάμεσων” και η μητέρα κάθε εθελοδουλείας. Στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου κάθε ουδετερότητα είναι δυνητικά εχθρική προς τους εξεγερμένους.

~

Μια μηδενιστική φωτιά δε χαρίζεται στους εμπρηστές της. Είναι οι γειτονιές τους που καίγονται, τα αυτοκίνητα των γειτόνων και των γονιών τους, τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία των αδερφιών του που λεηλατούν. Κάνουν στάχτη οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει τη ζωή τους καλύτερη κι ευκολότερη, οτιδήποτε θα τους επέτρεπε να διασκεδάσουν λίγο, να επικοινωνήσουν, να βρουν δουλειά. –A. Glucksman, φιλόσοφος, στη Le Monde, 21 Νοέμβρη 2005

Οι πολεοδόμοι πάντα το ‘χαν λάθος: θεωρούν τα αυτοκίνητα (και τα υποπροϊόντα τους, όπως τα παπάκια) ουσιαστικά σαν μέσα μεταφοράς. Είναι η υλοποίηση μιας άποψης για την ευτυχία, αυτή που ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός προσπαθεί να επεκτείνει στο σύνολο της κοινωνίας. Τα αυτοκίνητα είναι το αποκορύφωμα της ευτυχίας της αλλοτριωμένης ύπαρξης, και ως ουσιώδη προϊόντα της καπιταλιστικής αγοράς, βρίσκονται στο επίκεντρο της ίδιας παγκόσμιας διαφήμισης. –G. Debord.

Διάχυτη εξουσία, διάχυτη επίθεση

Η εξουσία δε διαμένει σε κάποια Χειμερινά Ανάκτορα που μπορούν να καταληφθούν απ’ τους επαναστάτες, ούτε βασίζεται στα διάφορα κέντρα παραγωγής που μπορούν να καταλάβουν οι εργάτες. Δε συμπεριλαμβάνει απλώς τις πολιτικές, αστυνομικές και νομικές λειτουργίες, αλλά διαθέτει ένα τριχοειδές σύστημα σχέσεων που, μιας και επεκτείνεται στο σύνολο της κοινωνίας, διαμορφώνοντας τις ατομικές και συλλογικές πράξεις. Η εξουσία παράγει και ευνοεί την αναπαραγωγή μορφών ζωής που η διατροφή, η επικοινωνία, η κίνηση, η σκέψη κλπ προσαρμόζονται ευκολότερα στις απαιτήσεις της. Η εξουσία μοιάζει να έχει κυριαρχήσει παντού, μα για τον ίδιο είναι επίσης εκτεθειμένη παντού -προφανώς σε διαφορετικό βάθος στρατηγικής επίθεσης. Όλο αυτό δεν είναι παρά κοινοτοπίες που θα διδάσκονταν ακόμα και σε κάποιο γαλλικό κολλέγιο, όμως αν είναι έτσι, τότε δε θα ‘πρεπε να παραπονιέται κανείς στα σοβαρά για τη ζημιά που προκαλούν οι ταραχοποιοί προς “άσχετους ανθρώπους”. Είτε πρόκειται για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων που πυρπολήθηκαν απ’ τους γάλλους αυτοκινητομάχους, είτε για τους απογοητευμένους πελάτες κάποιας κατεστραμμένης τράπεζας, ή για τους αργοπορημένους οδηγούς λόγω ενός οδοφράγματς, κάθε ισχυρισμός ότι αποτελούν έναν τρίτο, άσχετο μ’ όλο αυτό, ισοδυναμεί μ’ έναν ισχυρισμό ουδετερότητας: μια υπόθεση προς κατάρριψη.

Ασφαλώς, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η καταστροφή μιας τράπεζας, μιας φυλακής ή ενός δικαστηρίου είναι κάτι διαφορετικό ποιοτικά απ’ την πυρπόληση ενός αυτοκινήτου στα προάστεια, κάτι που ισχύει αλλά μέχρι ενός σημείου. Για να το αντιληφθούμε καλύτερα, θα μπορούσε κάποιος να διεξάγει το ακόλουθο υποθετικό πείραμα. Ας πάρουμε ως δεδομένο ότι κριτήριο για την ευκρίνεια μιας πρακτικής στην εξέγερση είναι η πιθανότητα γενίκευσής της, οπότε ας υποθέσουμε ότι μια πρακτική θα ακολουθούταν παντού: για παράδειγμα, αν όλες οι τράπεζες καταστρέφονταν, σίγουρα, θα προκαλούνταν ένα χάος αλλά βέβαια θα απείχε ακόμα απ’ το να επιφέρει μια επανάσταση. Ας επαναλάβουμε το πείραμα, με όλα τα αυτοκίνητα αυτή τη φορά να καταστρέφονται. Δε θα ήταν οι συνέπειες το ίδιο, αν όχι και περισσότερο επαναστατικές; Δε θα επέφερε μια ριζική μεταμόρφωση ολόκληρης της κοινωνικής ζωής; Μια υπόθεση που δεν μπορούμε να αρνηθούμε.

~

Θέλω να πω σ’ όλα τα παιδιά που ζουν σε δύσκολες περιοχές ότι δεν έχει σημασία από που κατάγονται, όλα είναι παιδιά της (Γαλλικής) Δημοκρατίας” -J. Chirac, 14 Νοέμβρη 2005.

“Δημοκρατία είναι μια μορφή διακυβέρνησης που τίθεται πάνω απ’ το λαό, τον χειραγωγεί, τον εκπαιδεύει και τον κάνει ό,τι θέλει. Με τον στρατό της υποχρεώνει τους πιο απείθαρχους να υποταχθούν στους νόμους της. Κι όπως κάθε άλλη διακυβέρνηση, τα μόνα εμπόδια που βρίσκει είναι η αντίσταση των υπηκόων της κι ο φόβος για μια πιθανή εξέγερση” -E. Malatesta

Η ιδεολογία του νομοταγούς πολίτη

Παιδιά της Δημοκρατίας”: έτσι απευθύνθηκε ο Chirac στους κατοίκους των προαστείων προκειμένου να τους εξευμενίσει -σε μια προσπάθεια να αντισταθμιστούν οι υβριστικές προσβολές του Σαρκοζύ. Όσοι απ’ αυτούς γνωρίζουν πώς λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί, σαν χρυσοποίκιλτες πόρνες, έχουν αρκετούς λόγους να θίγονται: όπως το Κράτος ονομάζεται Πατρίδα όταν είναι έτοιμο να σκοτώσει, αποκαλεί τους υπηκόους του “πολίτες” όταν επιθυμεί τη συνενοχή τους στο νόμιμο έγκλημα.

Η ιδεολογία του πολίτη, βέβαια, έχει δεχθεί κριτική εδώ και πολύ καιρό ως ιδεολογική αντανάκλαση μιας ψευδούς ισότητας που συγκαλύπτει την κοινωνική ιεραρχία, έχει ειπωθεί ότι ο πολίτης δεν είναι παρά η αστική εκδοχή της κοινωνικής ιεραρχίας. Στην υποχώρησή της, η κατάσταση του πολίτη έχει αποκαλύψει τη γυμνή ζωή που ισχυριζόταν ότι έκρυβε. Αυτή ήταν η φρικτή διαπίστωση των δυο παγκοσμίων πολέμων του εικοστού αιώνα: πίσω απ’ τους πολίτες δεν υπήρχε παρά η αστική αντίληψη κοινωνικής ζωής, όμως βαθύτερα, κρυβόταν η γυμνή ζωή που μόλις απαλλάχθηκε απ’ το περιτύλιγμά της, έχασε κάθε αξία, κάθε δικαίωμα, κάθε σεβασμό.

Σήμερα δεν είναι καλύτερα, καθώς οικουμενικά οι πολίτες δεν είναι παρά οι καθημερινοί εκείνοι άνθρωποι που οι συμπεριφορές και τα συναισθήματά τους έχουν ενσωματώσει κάθε κυρίαρχο πρότυπο. Ένας άχρωμος, θλιβερός συμβιβασμός, βασισμένος στην αναισθησία, συγκολλημένος απ’ τον φόβο. Τα τρία συστατικά του σύγχρονου πολίτη είναι η ανικανότητα άρνησης, η αδυναμία αποτελεσματικής δράσης και η ενσωμάτωση της αδυναμίας, ενισχυμένα απ’ την ιλιγγιώδη μείξη τεχνολογικής ανάπτυξης και θεάματος που παράγουν σε πληθώρα κάθε υποκατάστατο ώστε να αποφεύγεται το πανταχού παρόν ενδεχόμενο ψυχολογικής κατάρρευσης, παραίτησης κι απόσυρσης απ’ τον κόσμο. Προκειμένου να εξακολουθεί να ισχυρίζεται κανείς ότι διάγει μια ζωή ήσυχη και “κανονική” στις παρούσες συνθήκες, οφείλει πρώτα να απολέσει την όραση και την ακοή του, κι έπειτα, καθώς τα ανησυχητικά γεγονότα εμφανίζονται παντού και δεν μπορούν πια να αγνοούνται, να εγκαταλείψει τη δυνατότητά του να αντιδρά: εξ ου και η γενικευμένη παραίτηση που αν δεν μετατρέπεται ανοιχτά σε γενική κατάθλιψη είναι γιατί υποστηρίζεται από μια εκτεταμένη χρήση του φόβου, όχι μόνο των άλλων αλλά και του φόβου για το παρόν και το μέλλον του καθενός, και απ’ τις αμέτρητες τεχνοκρατικές μεθόδους του “να ξεφεύγεις”.

Πέρα απ’ την κατάσταση του πολίτη ωστόσο, αναπτύσσονται και διαδίδονται διαφορετικές μορφές ζωής. Όσοι απ’ αυτούς διατηρούν την αίσθηση του ανικανοποίητου απ’ αυτόν τον κόσμο, και επιστρατεύουν τη δύναμη και τη φαντασία τους για να επινοήσουν μορφές αντίδρασης κι επίθεσης ενάντια στην απάνθρωπη κοινοτοπία του, αλλά και το αναγκαίο θάρρος για να τις κάνουν πράξη, τίθενται εκ των πραγμάτων εκτός της ιδιότητας του πολίτη. Διατηρούν τη ζωή τους, τη ζωτικότητα που δεν μπορεί να περιοριστεί απλά στην μια ή την άλλη μορφή επιβίωσης. Απ’ την μια, ανεπιθύμητα προϊόντα αυτής της κοινωνίας, κατακάθια, που διαρκώς επιστρέφουν για να ταράξουν τον ήσυχο ύπνο της, και την ίδια στιγμή λογικά και παθιασμένα όντα της εξέγερσης, παράνομες και βαρβαρικές μορφές ζωής που ακατάπαυστα εμποδίζουν, επιτίθενται και πυρπολούν μέχρι κάθε ίχνος της αδικίας να εκλείψει. Όχι κύριε πρόεδρε, οι εξεγερμένοι της Γαλλίας δεν είναι παιδιά της αιματοβαμμένης δημοκρατίας σας, είναι παιδιά της ίδιας λύσσας που σας περιμένει σε κάθε γωνιά του δρόμου να σας αποδώσει τον λογαριασμό.

~

Είναι ένα μέτρο ασφάλειας που πάρθηκε για να αποδώσει στην αστυνομία όποια δυνατότητα χρειαστεί προκειμένου να αποκαταστήσει οριστικά την ειρήνη” -J. Chirac

Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να περιγραφεί ως η διαδικασία ενός νόμιμου εμφυλίου πολέμου μέσω καταστάσεων εξαίρεσης. Αυτό επιτρέπει όχι μόνο τη φυσική εξόντωση πολιτικών αντιπάλων αλλά κι ολόκληρων κατηγοριών πολιτών, οι οποίες για τον οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Η συνειδητή δημιουργία μόνιμων καταστάσεων εξαίρεσης (ακόμα κι αν δε γίνεται δεδηλωμένα) έχει γίνει μια ουσιώδης πολιτική πρακτική που υιοθετούν όλα τα σύγχρονα Κράτη, ακόμη κι όσα αυτοαποκαλούνται δημοκρατικά. -G. Agamben

Κατάσταση εξαίρεσης

Η κατάσταση εξαίρεσης είναι ο κανόνας: είναι δύσκολο να βρούμε μια πιο κοινή έκφραση στη σύγχρονη θεωρητική-κριτική παραγωγή λόγου. Είναι εξίσου δύσκολο να βρούμε μια κριτική και πρακτική ανάλυση που να μπορεί να στηρίξει μια τέτοια δήλωση. Η ίδια η έννοια είναι εξαρχής αμφίσημη, καθώς φαίνεται να υπονοεί ότι, ιστορικά ή λόγικά, πίσω απ’ την κατάσταση εξαίρεσης υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει κάποιου είδους αγνής εξουσίας που θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά, χωρίς καταπίεση, βία κι αδικία. Είναι βέβαια γεγονός ότι είναι η εξουσία καθ’ εαυτόν που είναι καταπιεστική, βίαια κι άδικη. Έχοντας αποσαφηνίσει αυτό, είναι η δύναμη των γεγονότων που μας τραβά να αναζητήσουμε τί υπάρχει πίσω απ’ την κήρυξη έκτακτης ανάγκης.

Επισήμως, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η συρρίκνωση της νομιμότητας (κι επομένως όλων των δικαιωμάτων κι ελευθεριών που υποτίθεται ότι εγγυάται) προκειμένου να υπερασπιστεί η ίδια η νομιμότητα. Αυτή η διαδικασία, που είναι φαινομενικά παράδοξη, δικαιολογείται τυπικά βάσει μιας οποιασδήποτε απειλής. Το γέγονος ότι γίνεται ο κανόνας, σημαίνει ότι η κατάσταση εξαίρεσης εφαρμόζεται τόσο συχνά, ανεξάρτητα απ’ τις επίσημες διακηρύξεις: απ’ την διαχείριση της μετανάστευσης (που όχι απλά εμπεριέχει εξοντωτικούς περιορισμούς στο “δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης”, αλλά βασίζεται στην ίδια την αρχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, με τα “κέντρα κράτησης”), στην επετειακή ανακήρυξη κόκκινων ζωνών (όπου οι όποιες πολιτικές ελευθερίες πρακτικά καταργούνται), στην διόγκωση του κατασταλτικού μηχανισμού (που πλέον εισβάλει σε κάθε όψη της προσωπικής ζωής των ατόμων, παρά τις δημοκρατικές διακηρύξεις για την “προστασία της ιδιωτικής ζωής”), στην καθημερινότητα της αστυνομικής βίας (η “κακοποίηση” τείνει να είναι ευφημισμός για ό,τι συμβαίνει στους δρόμους ή σε τμήματα), και η λίστα των κανονικών καταστάσεων εξαίρεσης θα μπορούσε να συνεχίζεται για ολόκληρες σελίδες. Είναι προφανές ότι οι νεολαίοι των προαστείων γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα αυτά αποτελούν την “ομαλότητα” καθώς όχι μόνο ζουν οι ίδιοι σε μια χωροταξική κατάσταση εξαίρεσης αλλά και δέχονται την αστυνομική καταστολή σε καθημερινή βάση, σ’ όλο το φάσμα των εξευτελισμών, της κακοποίησης και της ανοιχτής βίας που συνοδεύει μια τυπική εξακρίβωση στοιχείων ή έναν έλεγχο.

Η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία δε θα ήταν τόσο σκανδαλώδης στην πραγματικότητα, αν δε στιγματιζόταν από έναν συμβολικό χαρακτήρα: η επαναφορά ενός νόμου του 1955 που εισήχθηκε στη διάρκεια της πολεμικής επέμβασης στην Αλγερία, αποκαλύπτει την οσμή της αποικιακής διαχείρισης στην εσωτερική πολιτική: με άλλα λόγια, ήταν μια επιβεβαίωση απ’ την μεριά της κυβέρνησης ότι στο εσωτερικό της χώρας διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος.

Η ομαλότητα της κατάστασης εξαίρεσης, λοιπόν, αναπόφευκτα αποκαλύπτει τη βία που το Κράτος και η νομιμότητά του βασίζονται: βία που σκοπεύει στην πάσει θυσία διασφάλιση του Κράτους (κυρίως με την μορφή του κρατικού μονοπωλίου της βίας: αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές), και βία που σκοπεύει στην εξάπλωση του Κράτους (πόλεμοι, εμπάργκο, φυλακές υψίστης ασφαλείας κλπ). Όμως αυτή η ομαλότητα δείχνει επίσης το πώς η εξουσία είναι διαρκώς σε επιφυλακή για κάποια άμεση απειλή, για τη διάδοση μιας εξεγερτικής δυναμικής που θα ήταν δύσκολο να διαχειριστεί και να καταστείλει, εάν εξαπλωνόταν αποτελεσματικά. Εξ ου και η λήψη αναρίθμητων αποτρεπτικών μέτρων, όπως η ασταμάτητη προπαγάνδα περί τρομοκρατίας, μια διαρκώς επανερχόμενη κρίση και η διάδοση της ανασφάλειας, που μεταμορφώνει τους φόβους μιας σαθρής εξουσίας σε κοινές φοβίες των υπηκόων της.

Η κατάσταση εξαίρεσης, ωστόσο, έχει μια άλλη δυναμική που σπάνια τονίζεται από τη θεωρητική κριτική. Ο Benjamin μίλησε για μια ρήξη του ιστορικού συνεχούς: ένα επαναστατικό ξέσπασμα συμπίπτει με τη διάρρηξη της ομαλότητας, και -με μια διαπίστωση ότι είναι αδύνατον να συνεχιστεί έτσι- θέτει σε κίνηση την καταστροφική του ικανότητα. Οπότε, δεν έχει νόημα να αναζητάμε το πολιτικό πρόγραμμα, τις προοπτικές ή τους στόχους της εξέγερσης. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν παρά μια αξιοθρήνητη οπισθοδρόμηση στο γνωστό “Τί να κάνουμε;”, ένα ζήτημα που μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα χαθεί τελικά στους σκουπιδοτενεκέδες της Ιστορίας. Μπορούμε απλούστερα να αναρωτηθούμε τί μπορεί ο καθένας μας να κάνει γι αυτό, κάθε τί άλλο δε θα ήταν παρά ένα placebo.

~

Θέλω να ‘μαι αποδεκτή γι’ αυτό που είμαι”-μια 26χρονη αλγερινής καταγωγής

Εργάτες προσέξτε! Μη στιγματίζετε τους αδερφούς σας, αυτούς που αποκαλούνε κλέφτες, δολοφόνους, πόρνες, επαναστάτες, φυλακισμένους, με το στίγμα της υποτίμησης. Μην τους βρίζετε, μην τους συκοφαντείτε, προστατεύστε τους από ένα τελειωτικό χτύπημα. Δε βλέπετε πώς σας αποδέχονται οι στρατιωτικοί, πώς σας καλούν για μάρτυρες οι δικαστές, πώς σας χαμογελούν οι τοκογλύφοι, πώς σας νουθετούν οι παπάδες και πως σας απειλούν οι μπάτσοι; –E. Coerderoy

Περί Ενσωμάτωσης

Δεν είναι εύκολο να παραμελεί κανείς την αιτία των ταραχών των γαλλικών banlieues: το γεγονός ότι ολόκληρη η ύπαρξή τους εξαρτάται απ’ την κοινωνική αλλοτρίωση είναι τόσο εκκωφαντικό που δεν μπορεί να λησμονηθεί. Όμως ελάχιστοι δείχνουν να κατανοούν τους λόγους αυτής της κατάστασης. Εξ ου και το αίτημα για κοινωνική ενσωμάτωση, για επαναφομοίωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μια αιτιολογική διαύγεια διαδέχεται το πολιτικό ψέμμα. Όλοι όσοι ζητούν κοινωνική ενσωμάτωση καλή τη πίστει, είναι απλά έρμαια της ψευδαίσθησης ότι η κοινωνία μπορεί να υποστεί μερικές αλλαγές, προκειμένου να μη χρειαστεί ν’ αλλάξουμε κοινωνία. Τουλάχιστον όσοι δεν είναι και τόσο καλόπιστοι, είναι συνήθως πιο ειλικρινείς: έχουν συνείδηση της κοινωνικής πειθάρχησης που υπονοείται σε τέτοια αιτήματα πρόνοιας.

Ενσωμάτωση σημαίνει πρώτα απ’ όλα ένταξη στην εργασία. Όμως η εργασία, στοιχείο του Κεφαλαίου και κατά συνέπεια συνώνυμη της υποταγής και της εκμετάλλευσης, διακρίνεται ολοένα και περισσότερο σε υπερειδικευμένη τεχνοκρατική εργασία και ολοένα και πιο απαξιωμένο μηχανικό-χειρωνακτικό έργο. Αυτά είναι τα δυο πρόσωπα της σύγχρονης επισφαλούς εργασίας: ο αγχώδης μάνατζερ κι ο εξαντλημένος προλετάριος. Περιττό να πούμε ποιό ποιό από τα δύο προορίζεται για τους νέους των προαστείων, άλλωστε αποδεικνύεται απ’ το γεγονός ότι η ελάχιστη ηλικία για να πάει κάποιος βοηθός σε τεχνικές εργασίες είναι σύμφωνα με έναν νέο νόμο του πρωθυπουργού De Villepin τα 14 έτη, όταν η υποχρεωτική εκπαίδευση απ’ το 1959 κρατάει ως τα 16. Την ίδια στιγμή, το σύμφωνο πρώτης εργασίας (CPE), νομιμοποιεί την άμισθη εργασία για τα δυο πρώτα χρόνια απ’ την πρόσληψη.

Τελικά, λίγοι αντιλαμβάνονται ότι είναι το Κεφάλαιο (κι άρα η εργασία η ίδια) που έχει δημιουργήσει την κατάσταση απ’ την οποία τώρα πρέπει να ξεφύγει: κατά την ιμπεριαλιστική επέκτασή του πρωτοεφάρμοσε τις σκληρές συνθήκες που ανάγκασαν εκατομμύρια ανθρώπων να μεταναστεύσουν, καθώς τότε ήταν σε θέση να διαχειριστεί την εισαγωγή και την εκμετάλλευση της υποτιμημένης εργασίας τους στις βιομηχανικές ζώνες (μεταξύ άλλων -την ίδια περίοδο- δημιουργώντας, μέσω των τοπικών δημοτικών συμβουλίων, τις τεράστιες εργατουπόλεις στη θέση των παλιών γειτονιών που υπήρξαν δίκτυα εργατικής αλληλεγγύης). Μετά το δεύτερο μισό των ’70es, οπότε κι έλαβε χώρα η λεγόμενη βιομηχανική αναδιάρθρωση, δηλαδή η μετανάστευση των επενδύσεων προς μέρη του πλανήτη όπου η εργασία ήταν ακόμα φθηνότερη, ο πλεονασματικός πληθυσμός των προαστείων εγκαταλήφθηκε στις συνθήκες ζωής που υφίστανται και σήμερα, δημιουργώντας τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν μια έκρηξη του οργισμένου μηδενισμού. Θα δώσει το Κεφάλαιο τη δική του λύση στο πρόβλημα που έχει δημιουργήσει το ίδιο; Θα γίνουμε ξανά μάρτυρες της πιο ανισόρροπης διαλεκτικής μεταξύ Κεφαλαίου κι εργασίας;

Όσον αφορά την εκπαίδευση, τη συμπληρωματική μορφή της ενσωμάτωσης, τα σημαντικά έχουν ειπωθεί ήδη: καθήκον της δεν είναι παρά η προετοιμασία για την εργασία. Αφαιρουμένης -εκ των πραγμάτων- αυτής της λειτουργίας, δεν είναι παρά μια άχρηστη εξάσκηση -στην καλύτερη- και ένας μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου -στη χειρότερη, κάτι που έγινε φανερό απ’ την θεσμοθέτηση των ZEP (Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας) το 1981, που σήμερα περιλαμβάνουν 20% των μαθητών όλης της χώρας. Εν συντομία, κάθε αίτημα για ενσωμάτωση δεν είναι παρά μια απεγνωσμένη απόπειρα αναβίωσης του κοινωνικού πτώματος με περισσότερη φορμόλη.

Οι αντιφάσεις που περιέχει η λογική της ενσωμάτωσης αφορούν επίσης τους ταραχοποιούς, τουλάχιστον ένα μέρος τους, αυτούς που διεκδικούν το να μιλούν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. Απ’ τη στιγμή που η εξέγερση έχει γίνει δεκτή με μεγάλη χαρά, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε αν το ξέσπασμά της αντιπροσωπεύει μια θέληση καταστροφής του συστήματος (όπως, σύμφωνα με την ανάλυση των καταστασιακών, συνέβη στην εξέγερση του Watts), ή απλά των ανισοτήτων του, των οποίων ο δομικός χαρακτήρας δεν γίνεται αντιληπτός. Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο, πάντως, καθιστά την πρώτη υπόθεση εξαιρετικά πιθανή: το γεγονός ότι η νεολαία των banlieues θα μπορούσε κάλλιστα να επιβιώνει με άλλα μέσα, π.χ. μέσω του εμπορίου ναρκωτικών και της παράνομης οικονομίας. Ένα απ’ τα καθήκοντα της θεωρητικής κριτικής, ωστόσο, είναι ακριβώς να δείξει ότι μια γενική “ενσωμάτωση” είναι αδύνατη, κι ως εκ τούτου κάθε αίτημα πολιτικών προοπτικών που προέκυψε απ’ το ρήγμα που άνοιξε η εξέγερση, είναι μη-ρεαλιστικό. Με δυο λέξεις, να αρνηθεί τον μονόδρομο της κοινωνικής ενσωμάτωσης ως πανάκεια για την αναπόφευκτη αποσύνθεση του κοινωνικού συστήματος. Όπως είναι αρκετά γνωστό, η δημιουργία του νέου, μπορεί να έρθει μόνο απ’ τον θάνατο του παλιού.

Απρίλης 2006


~

Σχετικές δημοσιεύσεις:

Κοινωνικός πόλεμος στη Γαλλία, 2005-6 – Ναδίρ

Από ένα δείπνο στάχτης στη χόβολη του σατέν – Les amis de Nemesis

Μετά τις ταραχές στα παρισινά προάστεια – Mouvement Communiste

Μια κριτική στα μπάχαλα των γαλλικών προαστείων, 2005 – Troploin

“Mise en point: Η Ελλάδα, η Γαλλία και ο Κομμουνισμός” – Comité invisible

Villiers-le-Bel: Η δίκη μιας εξέγερσης 21/6/2010 – Alessi Dell’ Umbria

Στις εξεγέρσεις των γαλλικών προαστίων θα επιστρέψουμε ξανά στο μέλλον.

Categories
Uncategorized

Για την αλβανική εξέγερση του 1997

Σχετικά με μια εν πολλοίς άγνωστη εξέγερση στην Αλβανία, πο πυροδοτήθηκε από τα μέτρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στη διάρκεια της οποίας το κράτος έχασε κάθε έλεγχο.

Η εξέγερση που έφερε την Αλβανία στο χείλος μιας επανάστασης το 1997 ήταν ενάντια σε κάθε προγνωστικό – Οι Αλβανοί, λεγόταν, είχαν εγκαταλείψει τους σταλινικούς τυράννους τους, και πλέον θα μπορούσαν να ενταχθούν στην απόλαυση της καπιταλιστικής ελευθερίας.

Η πραγματική εικόνα ήταν αρκετά διαφορετική: εκατομμύρια χαμένων θέσεων εργασίας, περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις, σχεδόν καταρρέουσες δημόσιες υποδομές, ήταν το αποτέλεσμα των σχεδίων για άνοιγμα της χώρας στις επενδύσεις της Δύσης.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η πίεση του ΔΝΤ που οδήγησε το κράτος να καταργήσει κάθε εγγύηση για τις τραπεζικές καταθέσεις, να “απελευθερώσει” τον τραπεζικό και οικονομικό τομέα επιτρέποντας την ανάδυση “πυραμιδών” που προσέφεραν νόμιμα μηνιαίους τόκους μέχρι και 100%. Πολλοί άνθρωποι κατέθεσαν τις οικονομίες της ζωής τους σε αυτά τα διεφθαρμένα σχήματα, με αποτέλεσμα την λεηλασία 2 δισ. δολαρίων (80% του ΑΕΠ) από τα αφεντικά που, για να χειροτερέψουν ακόμα την κατάσταση, επιχείρησαν να “επενδύσουν” αυτό το κλεμμένο χρήμα στις μπίζνες τους, προκαλώντας δηλαδή τους ανθρώπους να εργαστούν με αντάλλαγμα τα χρήματα που τους είχαν κλέψει!

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων αντιμετώπισε άγρια αντίσταση από τον βαριά οπλισμένο πληθυσμό. Οπλοστάσια δέχθηκαν επίθεση, λεηλατήθηκαν και τα όπλα μοιράστηκαν μεταξύ του κόσμου. Κρατούμενοι βοηθήθηκαν να αποδράσουν και απελευθερώθηκαν μαζικά. Κομματικά γραφεία πυρπολήθηκαν. Αστυνομικά τμήματα και δικαστήρια ισοπεδώθηκαν. Πράκτορες της Shik (μυστική αστυνομία) εκτελέστηκαν επι τόπου. Τράπεζες λεηλατήθηκαν. Το προεδρικό παλάτι κατελήφθηκε. Η εξέγερση απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα και σύντομα κάλυψε ολόκληρη την Αλβανία, εκτός από κομμάτια της πρωτεύουσας, των Τιράνων, τα οποία έλεγχε η Shik. Δυο διαφορετικές Αλβανίες.

Οι κρατικοί θεσμοί είχαν κυριολεκτικά καταλυθεί για μια περίοδο μερικών ημερών εμπόλεμης κατάστασης (με περίπου 100 νεκρούς), ενώ η αστυνομία ήταν άφαντη από παντού. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα πρώτο βήμα, μια κατάσταση στην οποία αναπτυσσόταν μια δυαδική εξουσία, με ολόκληρες πόλεις να οργανώνουν δομές αυτο-άμυνας (συχνά με λιποτάκτες του στρατού που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ενεργοί στην εξέγερση) ενώ τοπικά αυτοοργανωμένες μορφές αυτόνομων συμβουλίων άνθισαν σε όλη τη χώρα, φροντίζοντας τις προμήθειες και την κυκλοφορία των αναγκαίων – αποφάσεις λαμβάνοντας σε τεράστιες λαϊκές μαζώξεις.

Αυτή η κατάσταση απείλησε την Ευρωπαϊκή Ένωση που ανησύχησε για τυχόν μετάδοση της εξέγερσης στην Ελλάδα και την Μακεδονία. Μια πολυεθνική δύναμη στάλθηκε προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη – η έλευσή της υποστηρήχθηκε πλήρως από τα αριστερά κόμματα που έσπευδαν να εξασφαλίσουν μια θέση σε μια “κυβέρνηση εθνικής ενότητας” υπό τον Σαλί Μπερίσσα (που μόλις πρόσφατα είχε βγει ζωντανός από μια εναντίον του επίθεση με δυναμίτη) και σταδιακά το κράτος ξαναστήθηκε στα πόδια του. Έχει σημασία να παρατηρήσουμε πάντως, ότι ένα κράτος μπορεί να διαλυθεί μέσα σε μερικές μέρες.

Πηγή: Άρθρο της Anarchist Federation

Categories
Uncategorized

Όσον αφορά τους Βαρβάρους – Bleu Marin

Όσον αφορά τους Βαρβάρους | Bleu Marin

Πρώτη έκδοση: Bleu Marin, Anti-copyright, Αύγουστος 2002

Μετάφραση από τα ιταλικά στα αγγλικά: Diavolo in Corpo

Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο φανζίν Killing King Abacus

Μετάφραση στα ελληνικά: Bezmotivnik, Σαλονίκη, Γενάρης 2008

«Αν δε γνωρίζω μια γλώσσα, είμαι ένας βάρβαρος γι αυτόν που την μιλάει, κι αυτός που την μιλάει θα είναι ένας βάρβαρος για μένα». Παύλος, Πρώτη επιστολή προς Κορινθίους

«Ο Πολιτισμός έρχεται στο τέλος του, όταν οι βάρβαροι πληθαίνουν» – Karl Krauss

Στην καρδιά της πόλης

Η ιστορία ενός πολιτισμού είναι ταυτόχρονα η ιστορία του μετασχηματισμού της γλώσσας του. Μια κοινωνία αναπτύσσεται γύρω από τη γνώση της, η οποία αρθρώνεται μέσα στην γλώσσα, η οποία με τη σειρά της καθιστά συνεκτική την ίδια τη σκέψη. Οι άνθρωποι δρουν βάσει των επιθυμιών τους, επιθυμούν βάσει της γνώσης τους, γνωρίζουν βάσει της σκέψης τους, και σκέφτονται βάσει της γλώσσας τους. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της τελευταίας είναι ταυτόχρονα η συνθήκη και το αποτέλεσμα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η κυρίαρχη γλώσσα μιας εποχής είναι λοιπόν πάντοτε η γλώσσα αυτών που κυριαρχούν κοινωνικά την εποχή αυτή. Αν υπάρχει κάποια ιδέα που να εκφράζει ξεκάθαρα τη σχέση μεταξύ της γλώσσας και της κοινωνίας είναι αυτή του βάρβαρου. Για τους έλληνες ο βάρβαρος ήταν ο ξένος. Την ίδια στιγμή ήταν επίσης ο κατώτερος, καθώς οποιοσδήποτε δεν μπορούσε να χειριστεί τη γλώσσα της Πόλεως, προσδιοριζόταν αρνητικά. Η προέλευση της λέξης έχει να κάνει με την έλλειψη του Λόγου, της συνομιλίας. Αν αναλογιστούμε πως ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τον άνθρωπο ως ένα «πολιτικό ον» και ως ένα «ζώο προικισμένο με τον Λόγο»,ακολούθως, ταυτίζοντας την γλώσσα με την πολιτική, ο βάρβαρος εξορίζεται όχι μόνον από την πόλη, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη κοινότητα. Ο βάρβαρος είναι ένας μη-άνθρωπος, ένα τέρας.

Ο Λόγος επί το έργον

Ο λόγος δεν είναι απλά η συνομιλία ή η γλώσσα, αλλά είναι επίσης η επιστήμη, οι νόμοι, η λογική, η τάξη (τόσο με την έννοια μιας ρυθμιστικής αρχής όσο και της κατάστασης που συνδέει και εκφράζει την πολυπλοκότητα που αποτελεί την πραγματικότητα). Όλες αυτές οι σημασίες συνυπάρχουν ταυτόχρονα στη λέξη Λόγος, η οποία είναι προφανώς αμετάφραστη (στα αγγλικά ένας όρος που πλησιάζει τον λόγο είναι ίσως το expression=έκφραση). Έχοντας απλά όλα αυτά κατά νου, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον αριστοτελικό ορισμό του ανθρώπου, καθώς και τη φύση του αντιθέτου του, του βάρβαρου. Η πρώτη εμφάνιση της λέξης λόγος καταγράφεται στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου (4ος με 5ο αιώνα π.χ.) όπου ορισμένα σημεία, υποδεικνύουν ταυτόχρονα μια κοσμική αρχή, την απόλυτη τάξη της πραγματικότητας με όλες τις πολύπλοκες εκφράσεις της, την ανθρώπινη κατανόηση της τάξη αυτής και την καθεαυτή αντίληψη του Ηράκλειτου. Ήδη στα αποσπάσματα αυτά, το στοιχείο όπου εντοπίζεται η κοινότητα μεταξύ των ανθρώπων συνίσταται στον λόγο.

Από την εποχή των ομηρικών επών, ο κοινός τόπος είναι η συνέλευση όπου οι πολεμιστές μοιράζονταν τόσο τα συλλογικά αγαθά, αποκτημένα μέσα σε λεηλασίες και πολέμους, όσο και το διάλογο. Αυτή η σχέση μεταξύ του κέντρου και του στοιχείου κοινότητας μεταφέρθηκε στην Αγορά, δηλαδή στην πλατεία της πόλης, τον χώρο των πολιτικών αποφάσεων. Οι κατηγορίες του δημοσίου διαλόγου, δείχνουν ακριβώς την πράξη της καθέλκυσης των λέξεων (κατά-) μέσα στη συνέλευση (αγορά) όπου θα υποβληθούν στη γενική κρίση. Ο βάρβαρος είναι λοιπόν αυτός που στέκεται εκτός των κατηγοριών, αυτός που μη έχοντας πρόσβαση στην αγορά, είναι αποκλεισμένος από τη δημόσια ζωή. Ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τραυλός για τη γλώσσα της πόλης, μένει να ενωθεί με τον εξωτερικό εχθρό. Η γυναίκα και ο σκλάβος, αυτοί που αποκλείστηκαν από το διάλογο (διάλογος δηλαδή τάξη, λόγος και νόμοι), αυτοί οι υπήκοοι της εσωτερικής αποικίας, αναπαριστούν δυο κατώτατα σκαλιά στην κλίμακα που καταλήγει στη χειρότερη βαναυσότητα που υπάρχει και αντιπροσωπεύεται από τον βάρβαρο, τον κατώτερο, τον εχθρό.

Η εξουσία των συνελεύσεων ανήκει σ αυτούς που γνωρίζουν την τέχνη της ρητορικής, τις τεχνικές για να καρπώνονται οι ίδιοι τις χάρες της πανίσχυρης θεάς Πειθούς. Όσο περισσότερο έχει κανείς τον χρόνο για να κερδίσει την εύνοιά της, τόσο περισσότερο μπορεί να εξασκήσει τη δύναμή της, επιβάλλοντας τον λόγο του ως κοινό λόγο, εκμηδενίζοντας τους υπόλοιπους λόγους ως ιδιωτικούς. «Η δύναμη των λόγων στο πνεύμα εκείνου που πείθει είναι σαν αυτή του αφέντη πάνω στον δούλο, με τη διαφορά ότι το πνεύμα υποπίπτει στη δουλεία όχι με την ισχύ αλλά με την μυστηριώδη πίεση που ασκείται στη συγκατάβασή του» έγραφε ο Πλάτων στον «Φίληβο», σκιαγραφώντας επιδέξια την κυρίαρχη δύναμη της γλώσσας. Όμως είναι σημαντικό, όχι μόνο να αναγνωρίζουμε ότι στην πολιτική ο διάλογος είναι ένα όπλο πολέμου, αλλά επίσης να ερευνούμε τη σχέση που συνδέει το όπλο αυτό με όλα τα υπόλοιπα. Μόνο ένας που έχει στην κατοχή του σκλάβους που εργάζονται γι αυτόν μπορεί να σκλαβώσει άλλους με τα λόγια του. Η δραστηριότητα των υποκειμένων έχει ήδη εξειδικευτεί από τη στιγμή που ένας ιεραρχικός και ανώτερος ρόλος αποδόθηκε στον κόσμο. Η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εν τω μεταξύ μετασχηματίζει τη δραστηριότητα των σκλάβων σε συσσώρευση αντικειμένων (κι έπειτα χρήματος και μηχανών) για τον αφέντη, ενδυναμώνοντας τον λόγο του τελευταίου. «Αυτή είναι η μοίρα της λογικής της γλώσσας, όταν η λέξη είναι όλο το νόημα, το κυρίαρχο νόημα δε χάνει στιγμή προκειμένου να οικειοποιηθεί όλες τις λέξεις» (G. Cesarano). Όμως η «μυστηριώδης πίεση» που εξασκείται στη συγκατάβαση του σκλάβου δε θα ήταν αρκετή αν η γλώσσα του σώματος δεν υποβαθμιζόταν στην εθιστική ορθολογικότητα της εργασίας. Είναι μέσα από την παραγωγή εργασίας που η οικονομία παρήγαγε τη δική της γλώσσα. Έτσι, καταλαβαίνει κανείς καλύτερα γιατί ο έλεγχος της γλώσσας των εκμεταλλευομένων ήταν πάντοτε μια προτεραιότητα των εκμεταλλευτών. Προκειμένου να διαμορφώσει αρχικά τη λογική του διαλόγου, κάθε εξουσία (εις βάρος της βαρβαρικής λογικής του σώματος) οφείλει να δώσει στους ανίσχυρους μια ολοένα και μειούμενη λογική. Το «Εγώ» που μιλάει είναι μια φιγούρα που αναπαριστά το σώμα του υποκειμένου (η σωματική πραγματικότητα είναι η πρώτη εργατική δύναμη) όπως το κράτος, ο φορέας του δημοσίου διαλόγου, αναπαριστά το σύνολο της κοινωνίας. Όσο αυξάνεται ο εσωτερικός διάλογος του υποκειμένου –η συνείδησή του– προσαρμόζεται στην κυρίαρχη γλώσσα, αυξάνεται η συγκατάβασή του, εξασφαλίζεται η υποταγή του. Με την έννοια αυτή, το κεφάλαιο, η νεκρή εργασία μιας ζωής περιορισμένης στην επιβίωση, είναι ο ίδιος ο «διάλογος», «η οργάνωση των μη-πραγματικών νοημάτων», η μηχανική λογική, το φανταστικό παιχνίδι της αναπαράστασης (G. Cesarano). Είναι αυτό που φέρνει τη γλώσσα που σβήνει τα πάθη να συνομιλήσει με τα πάθη.

Μια πτήση προς τα πίσω

Όμως ας επιστρέψουμε στους βαρβάρους που μας εξιστορούν τον πολιτισμό, αυτό το πεδίο του λόγου και της πολιτικής, καλύτερα απ’ τον καθένα. Αν η αποδοχή της σύλληψης του βάρβαρου φέρει μέσα της μια έννοια ιδεολογίας της προόδου (ο βάρβαρος είναι το αντίθετο της λογικής, επιστημονικής και δημοκρατικής κοινωνίας, είναι ένα τερατούργημα, μια σιωπηλή απειλή, ανορθολογική βία, προκατάληψη, πισωγύρισμα κλπ) υπάρχει μια ολόκληρη πνευματική παράδοση για την οποία οι βάρβαροι είναι πιο σπουδαία όντα από τους πολιτισμένους καθώς είναι πιο κοντά στη φύση. Από τον Πολύβιο στον Cioran, μέσω του Τάκιτου και του Giuccardini, του Μακιαβέλι και του Μοντεσκιέ, του Ρουσσώ και του Leopardi μπορεί κανείς να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι η παρόρμηση, αποσταγμένη περίτεχνα από τη φύση, είναι που ωθεί τον άνθρωπο προς τη γενναία δράση, ενώ η λογική, το προϊόν του πολιτισμού, τους κάνει υπολογιστές, κλεισμένους στον εαυτό τους, αιώνιους απορημένους. Ο Leopardi είπε ότι ένας λαός που θα αποτελούνταν μόνο από φιλοσόφους θα ήταν ο πιο δειλός και ανίκανος απ’ όλους, επειδή ακριβώς θα ήταν ο πιο πολιτισμένος. Η πτώση της Ρώμης και η «ελληνιστική παρακμή» χρησιμοποιούνται από τον Μοντεσκιέ σαν παραδείγματα γι αυτό το σκεπτικό. Από τους Γερμανούς του Τάκιτου και τους σύγχρονους Ούννους του Cioran, το συνδετικό νήμα αυτής της παράδοσης είναι η σύνδεση μεταξύ της κατάφασης του σώματος, της εύνοιας της φαντασίας, της γενναίας αρετής και της επιθυμίας για δράση. Πολύ συχνά, όταν έχουμε να κάνουμε με αυτή τη σύλληψη της ιστορίας, ο χρόνος του πολιτισμού επαναλαμβάνεται με έναν κυκλικό τρόπο, λόγω μιας υπερβολής (κι όχι μιας έλλειψης) πολιτισμού, γεννιούνται οι βάρβαροι, αυτή η καταιγίδα που στέλνει τον πολιτισμό στα σκουπίδια, κι ο χρόνος ξεκινά πάλι απ’ την αρχή.

Η ανάπτυξη ενός πολιτισμού μπορεί να συγκριθεί με αυτήν ενός ζωντανού οργανισμού, όπου η παιδική ηλικία ακολουθείται από την ωριμότητα κι έπειτα τα γηρατειά και το θάνατο, στάδια που χαρακτηρίζονται από μια διαφορετική ζωτικότητα των παθών και της ευελιξίας. Η γλώσσα η ίδια αποτελεί μάρτυρα των διαφόρων σταδίων της ζωτικότητας μιας κουλτούρας (δεν είναι τυχαίο που γίνεται λόγος για βαρβαρισμούς της γλώσσας).

Αν η κριτική της προοδευτικής αντίληψης του πολιτισμού έχει οδηγηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από μια αντιδραστική κοσμοθεωρία (όπως για παράδειγμα οι Spengler και Schmitt), με μια πλειονότητα από βιολογικές και ιεραρχικές μεταφορές για έναν αγώνα για επιβίωση, οι επιθέσεις στην ιδεολογία της προόδου στο όνομα ενός άλλου διαφωτισμού δεν είναι ολότελα απούσες (για παράδειγμα στον Sorel και στον Adorno), ή παρμένες κατευθείαν από τους έλληνες όπως στον ίδιο τον Leopardi, στον Holderlin, στον Burkhardt και στον Νίτσε. Ή ακόμα, ιδωμένες μέσα από μια καλλιτεχνική τεχνογνωσία που καταστράφηκε κάτω από το βάρος της μηχανοποιημένης εργασίας (όπως για παράδειγμα στον William Morris).

Μηδενισμός ή βαρβαρότητα: ο δαίμονας της αναλογίας

Η περίπτωση του Leopardi είναι εξαιρετικής σημασίας. Σ αυτόν βρίσκουμε μια ελληνο-γεννή θέαση της ιστορίας (τα πάντα επαναλαμβάνονται, αν και δε γνωρίζουμε με σιγουριά σε ποιο σημείο της επανάληψης βρισκόμαστε), ένα έργο αποκάλυψης – υλιστικά αλλά όχι διαλεκτικά – των κυρίαρχων πολιτικών και θρησκευτικών ψεμάτων (με τον δικό του τρόπο, αν θέλετε, αλήθειας) και μια ριζοσπαστική κατάφαση στη ζωτική παρόρμηση την οποία έχει συντρίψει η σύγχρονη επιστήμη μαζί με τις άλλες εκδηλώσεις της υπολογιστικής λογικής. Η έννοια του βαρβάρου γίνεται δεκτή με αμφιθυμία. Δηλώνει πως ο πολιτισμός θα βρισκόταν στο ψηλότερο στάδιο της ανάπτυξής του (καθώς δεν είναι ο ύπνος, αλλά μάλλον η απολυταρχική αγρύπνια της λογικής που γεννά τέρατα), ότι η ζωτικότητα και η φυσική δύναμη που δεν έχει διαβρωθεί από τον μακάβριο εκλεπτυσμό του πολιτισμένου, είναι τελικά δεκτικές στο θαυμαστό και στο ενάρετο. Η αντίληψή του για τη βαρβαρότητα, ανάγεται στην νιτσεϊκή σύλληψη του μηδενισμού, που καταδεικνύει ταυτόχρονα έναν εχθρό και μια αναγκαιότητα, τυπική χριστιανική απογοήτευση μπροστά στην αντιπαράθεση μεταξύ της ζωής και του τραγικού, και του δημιουργού εκ του μηδενός, των κατεστημένων αξιών. Αυτά τα μυστικά παιχνιδίσματα του δαίμονα των αναλογιών δε θα ‘πρεπε να μας εκπλήσσουν. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι τόσο ο μηδενισμός όσο και η βαρβαρότητα είναι δυο λέξεις που συχνά εναλλάσσονται τόσο στα στόματα των συντηρητικών όσο και των επαναστατών. Πόσες φορές άραγε το κράτος και το κεφάλαιο περιγράφηκαν ως μηδενιστικά; Και μήπως δεν μπορούν αυτά, τα δυο τέρατα των απαγορεύσεων, να αρνηθούν όλες τις αξίες; Υποταγή, ανταγωνισμός, ρεαλιστική παραίτηση, ιδιόρρυθμη μοιρολατρία, μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι αξίες; Με τον ίδιο τρόπο, αυτό που περνιέται για βαρβαρότητα δεν είναι μόνο η φρενήρης καθημερινότητα του πολιτισμού αυτού, η αναστροφή των ονείρων της, εγκλωβισμένων σε ψυχοφάρμακα και ηλεκτρονικά ναρκωτικά. Από την άλλη, τι υπάρχει πέρα από τον σημερινό πολιτισμό της εξουσίας και της αγοράς; Η βαρβαρότητα είναι, πολύ συχνά, κάτι με το οποίο δεν είμαστε εξοικειωμένοι, και γι αυτόν το λόγο φαίνεται εχθρικό προς εμάς.

Γύρω από τέσσερις γωνίες

Ίσως η αμφιλεγόμενη έννοια του βαρβάρου είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, πρώτα απ’ όλα αν θέλει κανείς να διατηρήσει αυτή την ενστικτώδη ευαισθησία απέναντι στην κοινωνική αναταραχή που φλέγεται κάτω από τις δικαστικές, γραφειοκρατικές κι εμπορικές αρχές μιας εποχής, δηλαδή αν θέλει κανείς να κατανοήσει ποιες είναι οι δυνάμεις που ασκούνται στο πεδίο.

Αν ο βάρβαρος είναι ένα ον στερημένο από Λόγο, είναι η φύση του Λόγου που πρέπει να αποσαφηνίσει τι σημαίνει η έλλειψή της. Για τον Λόγο, η καταπιεστική αρχή και η ανθρώπινη δυνατότητα μπερδεύονται, γίνονται ταυτόχρονα λογική, διάλογος, νόμος και κοινότητα. Η κριτική της προοδευτικής ιδεολογίας δεν μπορεί να συνίσταται σε μια κοινότυπη αντιστροφή των αξιών (για την οποία όλα όσα μοιάζουν να αντιτίθενται στον πολιτισμό γίνονται μια θετική θέση) μιας και το μόνο που κάνουμε έτσι είναι να μετατοπίζουμε το πρόβλημα στην προσέγγιση των υπόλοιπων όψεών του.

Είναι πιο αποτελεσματικό να γνωρίζουμε πώς να ξεχωρίζουμε αυτό που είναι υπερ-πολιτισμένο από αυτό που είναι απο-πολιτισμένο. Υπερ-πολιτισμός είναι η συμπλήρωση (με τη διπλή έννοια της πραγμάτωσης και της κατάληξης) του πολιτισμού, η ολοκληρωτική ανάδειξη της τεχνικής εξουσίας του. Η «βαρβαρότητα» ενός κόσμου που περνάει από το κυνήγι των «διασκεδάσεων» στο τρέξιμο πίσω από τις μάζες, από τις οικιακές συσκευές στην καταστροφή. Ο απο-πολιτισμός αντίθετα, είναι όλη εκείνη η υλική και πνευματική αυτονομία που μπορούν να πραγματώσουν τα άτομα δραπετεύοντας από αυτήν την ρομποτ-ο-ποιημένη κοινωνία: μια αναρχία των παθών που γκρεμίζει την εξημέρωση. Το ότι ένα ποτάμι είναι ελεύθερο από τσιμεντένια φράγματα και μόνον, δε σημαίνει ότι δε θα αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από τυχόν βράχους που θα βρεθούν στο δρόμο του, οδηγώντας τα νερά του σε ρεύματα που δεν είναι τα δικά του. Όμως δε θα γίνει ποτέ του μια τεχνητή λιμνούλα. Για να γυρίσουμε πάλι στο Λόγο, η σιωπή εκείνου που δεν έχει πια λόγια γιατί η ηλεκτρονική αλλοτρίωση του τα έχει στερήσει είναι υπερ-πολιτισμός. Όταν όμως νιώθει κανείς έναν πλούτο μέσα του που δεν μπορεί να παγιδευτεί σε λέξεις είναι από-πολιτισμός. Η διαταραχή ενός που δεν μπορεί να δεχτεί πια εντολές είναι από-πολιτισμός. Η διαταραχή που επιβαρύνει αυτόν που τις διεξάγει με τόσο ζήλο είναι υπερ-πολιτισμός. Είναι σαν δυο αντίρροποι δρόμοι για να διασχίσει κανείς την μιζέρια, δυο διαφορετικές μορφές της Ύβρης, κατά τους αρχαίους έλληνες. Μια κοινωνία ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα, από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την έπαρση, την τρομερή υποτίμηση απέναντί της.

Ο υπερ-πολιτισμός, τον οποίον ο πολιτισμός αποκαλεί βαρβαρότητα με σκοπό να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είναι την ίδια στιγμή μια ριζική απομάκρυνση από τη φύση και το βάλτωμα μιας ορθολογικότητας που προβάλλεται μόνο για να δημιουργήσει ολοένα και πιο ξέφρενη παράνοια. Ο Λόγος στην υπηρεσία της εξουσίας σημαίνει την σύμπτωση της λογικής και των νόμων, κατά συνέπεια καθορίζει την υποταγή ως λογική. Ο διάλογος έχει επεκτείνει την θανάσιμη ανάσα του σε οτιδήποτε δεν μιλάει τη γλώσσα του. Έχει λειάνει τις αντιθέσεις, ώστε να επιστρέψει τελικά στον μονόλογο, μόνο με την τρομερή σιωπή των τεχνικών.

Η «απόλυτη πειθώ» της τεχνολογική γλώσσας δεν είναι τίποτα παραπάνω από το επίπεδο προσγείωσης μιας κουλτούρας που έχει εξορίσει για πάντα τους δικούς της βαρβάρους, καθιστώντας έτσι τον καθένα έναν βάρβαρο για τον άλλον. Οι κάτοχοι της τεχνικής γνώσης, απαραίτητοι στην εξουσιαστική διαχείριση της κοινωνίας, αναζητούν τις στρατηγικές για να οχυρωθούν όλο και περισσότερο απέναντι στις μάζες των «νομάδων», των ξένων εντός κι εκτός τειχών, που υποφέρουν την νέα γλώσσα τους χωρίς να την καταλαβαίνουν. Ο διάλογος έχει κερδίσει, μιας και όλοι παραμένουν σιωπηλοί, ή απλώς επαναλαμβάνουν τις 100 λέξεις που γνωρίζουν, ανάμεσα στις οποίες πιο συχνά απαντούν οι: τέλειο, σούπερ, μηδέν και φοβερό. Μέσα από τα λογότυπα της αγοράς και της στιγμιαίας απόλαυσης, ο πολιτισμένος συνθηκολογεί εις βάρος των τεράτων που πολιορκούν την πόλη, απευθύνοντάς τους εκκλήσεις για ειρήνη και παροχή εκπαίδευσης. Όμως η Πόλις έχει κομματιαστεί, και η Πειθώ έχει έναν άσσο στο μανίκι της.

Όπως ακριβώς η τεχνο-γραφειοκρατία μειώνει την ολότητα της κοινωνικής ζωής σε διεκδικήσεις προς την οικονομική και κυβερνητική ανόργανη δομή, ορίζοντας οτιδήποτε μπαίνει στο διάβα της ως βάρβαρο, με τον ίδιο τρόπο αποσπασματικές και μηχανικές αιτιολογήσεις από κοινού με τους τεχνολογικούς περιορισμούς εκμηδενίζουν τις ανεξημέρωτες παρορμήσεις και φωνές που ακόμα κατοικούν την κοινωνική ζωή, όπως οι βάρβαροι. Και πρόκειται στ αλήθεια για βαρβάρους, που δεν βλέπουν την ώρα να λευτερωθούν. Καμία επίκληση στην ηρεμία δεν τους καθηλώνει πια.

Εκεί όπου δεν υπάρχει κοινή γλώσσα, δεν υπάρχει κοινότητα, όπως και, αντιστρόφως, όταν εξαφανίζεται το κοινό έδαφος, δεν μπορεί πια να υπάρξει γλώσσα. Η πιο σημαντική και η πιο εξόφθαλμη συνέπεια μιας τέτοιας συνθήκης, είναι η αδυναμία επίτευξης μιας συμφωνίας. Ο Αφέντης Διάλογος δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτος. Μια σύγκρουση χωρίς πρωτόκολλα ή κανόνες γίνεται μονόδρομος, και το πλαίσιο που θα πάρει είναι αυτό του εμφυλίου πολέμου.

Εμφύλιος Πόλεμος

Το μόνο πράγμα που έχει ο πολιτισμένος να αντιπροτείνει στον πόλεμο είναι η ιδεολογία του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης των συγκρούσεων. Όμως προκειμένου να συμμετάσχει κανείς σε έναν διάλογο, έχει ανάγκη από κοινές αξίες, όπως ακριβώς για να έχει κανείς κοινές αξίες με κάποιον άλλον πρέπει να μοιράζονται και μια σειρά από χώρους και πρακτικές. Ποια είναι όμως η ηθική σήμερα, αν κάποιος κοιτάξει πέρα από εκεί που γεννιέται και πεθαίνει ο κοινωνικός ιστός, πέρα από την λεγόμενη πολιτική; Μιλούν για υποτιθέμενες παγκόσμιες αξίες την ίδια ακριβώς στιγμή της εξαφάνισής τους.

Τα ανθρώπινα και αστικά δικαιώματα που στόχευαν να κατευνάσουν ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να κατευνάσουν πια κανέναν. Η ιδεολογία των δυο μπλοκ που ανταγωνίζονται για τον παγκόσμιο έλεγχο και τις ελπίδες των υποκειμένων έχει καταρρεύσει μαζί με αυτήν του να ανήκεις σε μια εργατική τάξη ικανή να πάρει την εξουσία («κοινωνικά» αν όχι πολιτικά) και να αναδιοργανώσει τον κόσμο. Οι βεβαιότητες για το μέλλον που προσέφερε η επιστήμη δεν μπορούν πια να ζεσταίνουν τις άτολμες καρδιές που άφησε ορφανές η θρησκεία. Όλα αυτά τελειώσανε.

Παραμένει η εκμετάλλευση, αλλά η «κοινότητα» που δημιουργείται με σκοπό να συσπειρώσει τους εκμεταλλευόμενος –ή έστω τις εικόνες τους- εκρήγνυται. Η παραγωγή, χάρη στην ηλεκτρονική τεχνολογία, εξατομικεύεται σε δομές ολοένα και πιο περιφερειακές και απλώνεται στο πεδίο, με τον ίδιο τρόπο που οι ταυτότητες των μισθωτών εργαζομένων εξατομικεύονται, προσδένονται στην ανταγωνιστικότητα και στην περηφάνια για κείνο το εξαφανισμένο πλέον ταλέντο, του «μάστορα».

Η μνήμη εξαϋλώνεται μπροστά στο διαρκές παρόν που κατασκευάζεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (μόνο ότι υπάρχει στις ειδήσεις μετράει, τα υπόλοιπα απλά δεν υπάρχουν). Η ανθρώπινη επικοινωνία, με την έννοια της κοινής δέσμευσης, περιορίζεται κατά συνέπεια στην αναπαραγωγή της φτώχιας που ονομάζεται κουλτούρα, και καθημερινά ρηχαίνει. Η τεχνολογία, αφομοιώνοντας την επιστημονική αμφισβήτηση προς όφελός της, καθιστά την προγραμματική αβεβαιότητα την ίδια την νέα ιδεολογία –ικανή να δικαιολογήσει κάθε μανία ελέγχου στον πλανήτη και στα είδη του. «Για όσο κρατήσει», αυτό είναι το μότο των ισχυρών. Και η ύπαρξη των εκμεταλλευομένων είναι περισσότερο κάτι που υπομένει κανείς παρά κάτι που πραγματικά ζει. Από το σχολείο στη δουλειά, από την οικογένεια στο εμπορικό κέντρο, μόνο μια ικανότητα απαιτείται: αυτή του να προσαρμόζεσαι. Πρόκειται περί εμφυλίου πολέμου: μια συμβίωση χωρίς κοινές αξίες, χωρίς ασφάλεια για το μέλλον, με τρόπο που να ενοποιεί τα απομονωμένα άτομα μέσα στον ίδιο το διαχωρισμό τους.

Και φυσικά και υπάρχει πόλεμος, δεν είναι ανάγκη να κηρυχθεί –όπως δείχνει η πρόσφατη στρατιωτική παρέμβαση στα Βαλκάνια- προκειμένου να τονιστεί η διάκριση μεταξύ «καιρών ειρήνης» και «καιρών πολέμου» με τυπικές χειρονομίες. Ο διαρκής πόλεμος φέρνει νέες κοινωνικές σχέσεις σε διεθνές επίπεδο, όπως η παλιά διπλωματία της κυριαρχίας των κυβερνήσεων επέκτεινε τα σύνορα και τις συμφωνίες μεταξύ του κράτους και των αντιπροσώπων των εκμεταλλευομένων του πέρα από αυτό. Οι συγκρούσεις δεν διεξάγονται πλέον ανάμεσα σε εθνικές ολιγαρχίες, αλλά ανάμεσα σε οικονομικές ή μαφιόζικες ομάδες (δυο θεμελιώδεις μορφές συσσώρευσης χρήματος που συχνά εναλλάσσονται μεταξύ τους) που ξεπερνούν τα σύνορα και τα κρατικά μορφώματα και για τις οποίες η βίαια εξατομίκευση των κοινωνιών παρέχει άφθονη και ευμετάβλητη εργασία. Επιχειρηματίας ή γκάνγκστερ, αυτοί είναι οι δυο τρόποι οργάνωσης σε οικονομικά συμφέροντα, η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση ο δρόμος για τον πλουτισμό είναι πιο αποδοτικός και πιο σύντομος.

Όμως αυτή η διαμάχη που δεν μπορεί πια να σπρωχτεί στο μέλλον, διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία και τα υποκείμενά της. Η σύγκρουση ακονίζεται ανάμεσα στην κατεστημένη τάξη –την τελειοποιημένη γκιλοτίνα του πολιτισμού- και την βάναυση κατάρρευση των σχέσεων υπό το βάρος των περιορισμών. Ταυτόχρονα, η ένταση ανάμεσα στην αυθόρμητη δραστηριότητα του ανθρώπινου οργανισμού και την κυριαρχία του εξωτερικού αισθητηριακού χαρακτήρα της μηχανοποιημένης σύγχρονης δραστηριότητας επιδεινώνεται. Η αυθαίρετη οργάνωση του λόγου εμπλέκεται σε μια μάχη άνευ προηγουμένου με τις πιο βαθιές παρορμήσεις του υποκειμένου. Το τέλμα που τα λογότυπα τείνουν να ανακτήσουν, οι εικόνες με τις οποίες ο Freud συμβόλιζε την εκπολιτιστική δράση του Εγώ του υποσυνείδητου, αποκαλύπτεται στον μεγαλύτερο και πιο ομιχλώδη βαθμό από ποτέ. Ο ταξικός αγώνας επεκτείνεται σε τρομαχτικά νέα πεδία.

Είναι ένα ζήτημα έντασης, είναι προφανές. Δεν είναι πάντοτε ομοιόμορφο όμως. Εδώ ο εμφύλιος πόλεμος κοχλάζει, αλλού ξεσπά σαν ηφαίστειο. Αυτό το αλλού όμως είναι δίπλα μας. Όπως για παράδειγμα στην πρώην Γουγκοσλαβία.

Οι εθνικισμοί, και οι εθνικές και θρησκευτικές διεκδικήσεις είναι η εξουσιαστική και ιεραρχική απάντηση στην κατάρρευση των αξιών, το αποτέλεσμα της παρακμής των παλιών κοινοτικών δυνάμεων. Οι κάθε είδους αυταρχισμοί, είναι πρώτα απ’ όλα κοινοτικές ιδεολογίες, που προσπαθούν να αποκαταστήσουν την χαμένη ταυτότητα του λόγου (της γλώσσας, των νόμων, της τάξης) ενώ ο κοινός τόπος συρρικνώνεται. Έχουν να κάνουν με την υπερ-πολιτισμένη αντίδραση στην εικονική κοινότητα που βρίσκεται παντού, υποκαθιστώντας την πραγματική αμοιβαιότητα μεταξύ των υποκειμένων. Τα εργαλεία του πολιτισμού –η τεχνολογική «ευημερία», ο δημοκρατικός διάλογος, η κοινοβουλευτική νομιμότητα, ο ανθρωπιστικός κι εμπορευματικός κοσμοπολιτισμός- είναι παντελώς ανίκανα απέναντί τους, καθώς είναι μέρος του ίδιου προβλήματος.

Να καταστρέψουμε τα πάντα για να ξαναφτιάξουμε τα πάντα

Ο καπιταλισμός, στην ιστορική ανάπτυξή του, ενοποίησε τους εκμεταλλευόμενους μέσα από την εργασία και την αλλοτρίωσή τους, ορίζοντάς τους ως μια προγραμματισμένη τάξη, προγραμματισμένη πολιτικά και κοινωνικά. Οι αγώνες των μη-προνομιούχων βρέθηκαν να συνδέονται (μέσα από τους χώρους, τα όργανα, την ταξική συνείδησή τους) με την παλιά δομή του κεφαλαίου. Η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι «μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα επειδή μπορούν να ξαναφτιάξουν τα πάντα» ανταποκρινόταν σ αυτή την ορισμένη δυνατότητα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας χωρίς τη λειτουργία των αφεντικών. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον να διεισδύσουμε στο ποιες ιδεολογίες (ντετερμινισμός, παραγωγικισμός, ρεφορμισμός, επιστημονισμός κλπ) παρήγαγαν αυτήν τη συνθήκη, ούτε σε ποιες μορφές αυτό-οργάνωσης των εκμεταλλευομένων (εργατικά συμβούλια, αγροτικές κολλεκτίβες κλπ) είχε ήδη ζωογονηθεί. Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι ένα ολόκληρο σχέδιο χειραφέτησης, τόσο στις γραφειοκρατικές και εξουσιαστικές διαστρεβλώσεις του όσο και στην ελευθεριακή αυθεντία του, βασίστηκε στη συνθήκη αυτή. Κι αυτό είναι ένα μέρος του οράματος της μελλοντικής κοινωνίας, και των μεθόδων αγώνα (συνδικαλιστική δράση, γενικές απεργίες ως προϋπόθεση της εξέγερσης, το ένοπλο κόμμα κλπ) για την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σήμερα, όλα αυτά έχουν τελειώσει, το ίδιο και οι ψευδαισθήσεις τους.

Το πρόβλημα, όπως είθισται να λέγεται, είναι σύνθετο. Δέχεται επίθεση και από τις δυο πλευρές του κοινωνικού οδοφράγματος: από την πλευρά του κεφαλαίου που επεκτείνεται σε κάθε κοινωνική σχέση και τείνει να αξιολογήσει ολόκληρη την καθημερινή ζωή των εκμεταλλευομένων, κι από την μεριά των επικίνδυνων τάξεων που δεν έχουν πλέον πολιτικά ή συνδικαλιστικά προγράμματα. Σχετικά με αυτές τις πρώτες σκέψεις, θα αρκούσε να πούμε ότι οι τόποι παραγωγής δεν περιέχουν πλέον κάποια αντίσταση στο κεφάλαιο, το οποίο γίνεται άμεσα κοινωνικό. Αν αυτό καθιστά την καθημερινή ζωή το κατ’ εξοχή πεδίο του κοινωνικού πολέμου, και κατά συνέπεια μπορεί να αυξήσει τη γνώση ότι καμιά από αυτές τις κοινωνικές σχέσεις δεν αξίζει διάσωσης, η άμεση συνέπεια είναι η εξαφάνιση της πρακτικής ενοποίησης-τα λογότυπα της τάξης-κάτω από τα πόδια των εκμεταλλευομένων. Που να βρούμε κι από πού να ξεκινήσουμε μια τέτοια αλλαγή; Θα παίξουν άραγε οι απομονωμένες ταραχές το ρόλο που έπαιζαν οι παλιές άγριες απεργίες, οπουδήποτε η τραυματισμένη ζωή εκρήγνυται; Όμως, πως μπορούν οι εξεγέρσεις να συνδιαλέγονται από απόσταση, ώστε να κλέβουν πίσω όσο περισσότερο χρόνο και χώρο μπορούν, όταν η αναπόφευκτη θεσμοποίηση τις περιμένει στη γωνιά;

Χωρίς άμεσες σχέσεις δεν υπάρχει επικοινωνία, χωρίς επικοινωνία δεν υπάρχει κοινωνικό όνειρο. Με την έννοια αυτή, υπάρχουν όλο και περισσότεροι βάρβαροι στον κόσμο.

Όμως μόνο μ αυτή την έννοια. Η αυθεντική κοινότητα βασίζεται στην αυτονομία των υποκειμένων, στην κοινότητα της διαφοράς, όπου ο καθένας θέλει να γνωρίζει τις σκέψεις του άλλου ως σκέψεις διαφορετικές από τις δικές του. Είναι το συναίσθημα ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος παγκόσμιος λόγος, που ωθεί τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν, να πλουτίσουν με το παιχνίδι της οικειότητας και την οξύνοια της γλώσσας τους. Μια γλώσσα νεκρώνεται όταν οι σκέψεις, τώρα πια όλες απελπιστικά όμοιες, δεν αξίζουν πια να επικοινωνηθούν, όταν χάνουν τα όνειρα που έθρεφαν την ποίησή τους. Μόνο μια διαφορετική και μοναδική ζωή δίνει πνοή σε διαφορετικές σκέψη.

Στις απολίτιστες καρδιές και μυαλά

Η ζωτικότητα βρίσκεται σήμερα εκεί που οι συνθήκες του πολιτισμού βραχυκυκλώνονται. Οι «βάρβαροι» του τεχνοκρατικού λόγου καταστρέφουν τις μεγάλες ψευδαισθήσεις, τις διαχρονικές δυνάμεις της σύγχυσης, επιτιθέμενοι στην ίδια την πηγή της ζωής. Όμως οι ψευδαισθήσεις που ωθούν στα ξεσπάσματα του πάθους γεννιούνται σε μεγάλο βαθμό εκεί όπου οι άνθρωποι διατηρούν το ένστικτο της αγέλης, που το μοναχικό πλήθος έχει τροποποιήσει. Για το λόγο αυτό, ο εθνικισμός κι ο αυταρχισμός προσφέρουν δυο ψευδείς λύσεις παίρνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια από το χέρι, με μια μείξη εξαγνιστικών ιδανικών, τελετουργικών επανάκαμψης και χιλιαστικών προσμονών. Τι υπάρχει στη σημασία των εθνικών και θρησκευτικών συγκρούσεων που δημιουργεί τεχνητούς εχθρούς απομονώνοντας καθ αυτόν τον τρόπο κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην κατεστημένη τάξη; Η διαφορετικότητα του μετανάστη, εκείνου που ανήκει σε μια άλλη εθνικότητα, είναι ορατή και κατανοητή, αντίθετα με τη διαφορετικότητα των εκμεταλλευόμενων, οι οποίοι δεν έχουν έθνος. Στα υπερσύγχρονα φρούριά όπου βρίσκονται κλεισμένοι, μιλάνε μία και μόνη εσπεράντο (παγκόσμια γλώσσα): αυτή της αγοράς. Εν τούτοις, αναζωπυρώνεται ο παλιός ζήλος της πίστης. Αν είναι απαραίτητο, η νέα προπαγάνδα θα υψώσει ακόμα και τα παλιά πατριωτικά και θεϊκά λάβαρα για να συνεχίσει τον μονόλογό της, εξολοθρεύοντας τους απείθαρχους και πολυπληθείς εκμεταλλευομένους. Στο όνομα του πολιτισμού φυσικά. Όμως οι ψευδαισθήσεις είναι πάντοτε προ των πυλών των βαρβάρων, αυτών που πιο άγρια απ’ όλους μετασχηματίζουν τη βία με την οποία αποκλείστηκαν.

Ολοένα και περισσότερα, από μια τέτοια συνθήκη εμφυλίου πολέμου –που δεν είναι τόσο εκείνο το «όλοι εναντίον όλων» όσο ένα «όλοι εναντίον ενός αμετάβλητο κι ενιαίου όλου»- υπάρχουν μόνο δυο πιθανές διέξοδοι: είτε οι εθνικοί και μαφιόζικοι πόλεμοι, είτε η κοινωνική θύελλα του ταξικού πολέμου. Το εθνικιστικό ή θρησκευτικό ψέμα, σε κάποιες περιοχές επιμελώς προκατασκευασμένο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι μόνο το τελευταίο χαρτί που μπορεί να παίξει η κυριαρχία εν όψει του κινδύνου που αποτελεί γι αυτήν μια γενικευμένη εξέγερση. Στην πραγματικότητα, αντίθετα με το ντετερμινιστικό παραμύθι του «τέλους της ιστορίας», ή με ολόκληρο τον ρεφορμισμό των επαναστατών που συμβαδίζουν με την εποχή τους, η δυνατότητες για μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση δεν περιμένουν γι αφορμές για να ξεσπάσουν. Τα πρόσφατα παραδείγματα, ακόμα και δυο μέτρα απ’ την πόρτα μας, δε λείπουν.

Μπροστά στο αίσθημα αποκλεισμού που βιώνουν πολλά υποκείμενα βαδίζοντας προς μια εμπορευματική τυποποίηση που ωθεί τον καθένα να ονειρεύεται το ίδιο -κενό ζωής- όνειρο, ο ανθρωπιστικός κοσμοπολιτισμός είναι τόσο ψεύτικος όσο και η «διαφορετικότητα» -ιεραρχική και διαταξική- της νέας δεξιάς. Οι πραγματικές διαφορές βρίσκουν την κατάφασή τους (πολύ πέρα από τους πολιτιστικούς και γλωσσικούς περιορισμούς) μόνο στο ελεύθερο και αμοιβαίο παιχνίδι της ιδιομορφίας. Η αυθεντική ισότητα (αντίθετα με την νομική) είναι το μοίρασμα αυτών που έχουμε κοινά: του γεγονότος ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί. Μια κοινότητα μοναδικών υποκειμένων χωρίς κράτος ή τάξεις, χωρίς χρήμα: αυτή είναι η ουτοπία των απολίτιστων καρδιών και μυαλών. Μια ουτοπία που, όπως κάθε κατάκτηση του φανταστικού, θα γεννηθεί μόνο μέσα από την καταστροφή και τη βρωμιά.

Ο άνεμος που λιώνει τους πάγους

Να ξαναπάρουμε την εκδοχή που θέλει τους Βάρβαρους, ως τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονται πιο κοντά στον κομμουνισμό σήμερα, δε θα τιμούσε την ισχυρή διαίσθηση που είχαν οι αναρχικοί όπως ο Coeurderoy και ο Dejaque τον προπερασμένο αιώνα, θα ήταν βασικά ένας εφησυχασμός, μια επιστροφή στην ιδεολογία της προόδου. Ο πολιτισμός είναι σάπιος, το ξεπέρασμά του έτοιμο να εκκολαφθεί – ένας τέτοιος ντετερμινισμός θα μας έκανε να πάρουμε τη σπίθα για πυρκαγιά, χωρίς όμως να γίνουμε πιο αποφασισμένοι. Ίσως όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν είμαστε υπέρμαχοι μιας διεύρυνσης της δημοκρατίας, ούτε των νομοθετικών και ρεφορμιστικών διεκδικήσεων, αυτό είναι σίγουρο. Προσβλέπουμε στην ελεύθερη συμφωνία της άναρχης κίνησης των κοινωνικών δυνάμεων, στις βαρβαρικές επιθέσεις ενάντια σε κάθε εξημέρωση. Και ακόμα. Μήπως δεν είμαστε τελικά, οι τελευταίοι των πολιτισμένων ανθρώπων, με τις αξίες μας, διαφορετικές, ατομικές, αλλά πάντοτε αξίες; Δεν είναι η αναζήτηση επικίνδυνων αρετών, για μας, η πηγή του θαυμαστού;

Είναι άχρηστο να κρύβουμε από τον εαυτό μας ότι οι κοινωνικές εκρήξεις φοβίζουν τους πάντες, ακόμα και τους ανατρεπτικούς. Φοβίζουν ακόμα κι εμάς. Πρώτα απ’ όλα, όταν δεν υπάρχουν οι προσδοκίες για μια διαφορετική ζωή, όταν οι λαϊκές εξεγέρσεις αναμειγνύονται με τους χειρότερους ψευδο-κοινοτικές ιδεολογίες, ή με τα αποσυνδεδεμένα ξεσπάσματα μιας καταρρέουσας κοινωνίας. Η flip-side (κάτω πλευρά των παλιών δίσκων) του υπολογιστικού λόγου, βρίσκεται στα συλλογικά όνειρα που στην πραγματικότητα οι λυτρωτικοί μύθοι της αυτοθυσίας και αυτοκαταστροφής κρατούν συγκαλυμμένα. Η «απελευθέρωση των ηθών» αφού κατάφερε να εκμοντερνίσει την ηθική, επαφίεται πλέον άμεσα στην τεχνολογία, αυτήν την εξουσία ορισμού του καλού και του κακού, ελέγχου της συνείδησης.

Όλα αυτά, δεν μας κάνουν σίγουρα να θρηνούμε τα παλιά πολιτικά προγράμματα και τους ορθοπεδικούς του πολιτισμού τους, που φιλοδοξούν να αποφύγουν τη βία με έναν και μόνο τρόπο: τη θεσμοποίησή της. Αυτό όμως δε συνεπάγεται πως μπορούμε να στηριχτούμε σε απόκρυφες βεβαιότητες αναγέννησης. Δεν μπορούμε να κάνουμε σημαία μας την παρακμή. Το Κεφάλαιο -και όχι οι επαναστάτες- έχει καταλύσει κάθε σύμβαση, οδηγώντας κάθε σπουδαία απελευθερωτική δυνατότητα και κάθε αξιοθρήνητη συγκεντρωτική ψευδαίσθηση στον ίδιο τάφο. Όπως λέει και η τρομοκρατία της προόδου, ότι έγινε, έγινε -δε γυρίζει πίσω. Όμως ακόμα και να γυρίζαμε πίσω, δια μέσου της απονεκρωμένης πορείας της ανόητης παραγωγής εμπορευμάτων και της εξάρτησης από αυτά, θα ήταν απαραίτητο να βρούμε το σωστό μονοπάτι. Κι έπειτα τι;

Αυτό που λείπει σήμερα, είναι ικανοί σχεδιασμοί, ιδέες και μέθοδοι, για τις νέες συνθήκες της σύγκρουσης. Ίσως όμως πάνω απ’ όλα, λείπει εκείνη η αίσθηση της περιφρόνησης, που είναι ηθική ποιότητα και όνειρο μαζί, το μεγάλο πάθος για τον ελεύθερο διάλογο και την αποφασιστική δράση.

Εάν από την μια πλευρά, δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι η Ιστορία (ή η Άγρια Φύση) δρα υπέρ της, από την άλλη δεν γίνεται ορατό στον ορίζοντα παρά το κοινωνικό πάγωμα που διαπερνά ο πανίσχυρος άνεμος που λιώνει τους πάγους.

Ένας ψίθυρος από μακριά

Το 1870, εν όψει της εισβολής της Πρωσίας του Βίσμαρκ στη Γαλλία, η Ιστορία έμοιαζε να βρίσκεται σε μια διχάλα, και το επαναστατικό κίνημα ήταν εξίσου διχασμένο. Ο Μαρξ κι αυτοί που μοιράζονταν την ανάλυσή του, έβλεπαν στην νίκη των πρώσων, την επιβεβαίωση της ενίσχυσης του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού στην Ευρώπη, και κατά συνέπεια, χάρη στους χρησμούς της διαλεκτικής, τη σταθεροποίηση των ιστορικών συνθηκών για την αναπόφευκτη γέννηση του κομμουνισμού, για την οποία έλειπαν μονάχα οι λαβίδες: ένα ενοποιημένο και πειθαρχημένο προλεταριάτο. Ο Μπακούνιν και οι άλλοι ελευθεριακοί, έβλεπαν στον μιλιταρισμό και στο βισμαρκιανό γραφειοκρατικό καθεστώς τον προάγγελο δεκάδων αντιδραστικών κινήσεων στην Ευρώπη, καθώς η Γαλλία, τους φαινόταν, σύμφωνα με την παράδοσή της, ως ο τόπος γέννησης κάθε επαναστατική ελπίδας. Για τους πιο διορατικούς, η υπεράσπιση της Γαλλίας δε σήμαινε συνεργασία με το κράτος και με τη γαλλική μπουρζουαζία ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, αλλά μετασχηματισμός της στρατιωτικής σύγκρουσης σε κοινωνική εξέγερση, περνώντας από την ένοπλη προλεταριακή αυτοάμυνα στη δημιουργία και την ομοσπονδιοποίηση των επαναστατικών Κομμούνων. Ο Μπακούνιν, αμέσως μετά από μια εξεγερτική απόπειρα στη Λυών, έγραψε μια από τις καλύτερες αναλύσεις του σχετικά με την καταστροφική κατάσταση του εμφυλίου πολέμου, επικεντρώνοντας στην ανάγκη για μια επαναστατικά συνεπή, λαϊκή αναρχία παρά στην ιακωβινική τρομοκρατία των πολιτικών διαταγμάτων και της διοικητικής δομής. Γι αυτόν, ήταν ένα ζήτημα «αποδέσμευσης των αρνητικών παθών»

Όμως δεν είναι αυτή η ιστορία, και οι διδαχές της για την οποία θέλουμε να μιλήσουμε. (Το να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο τον αυθορμητισμό των μαζών των νέων ανθρώπων στην εποχή της πληροφορικής θα βοηθούσε πάντως). Το μόνο που φτάνει στην μνήμη μας από τις μέρες εκείνες είναι ένας ψίθυρος. Ο ίδιος που οδήγησε τον Bakunin να γράψει πως το γαλλικό προλεταριάτο θα μπορούσε να βασιστεί μονάχα σε μια απελπισμένη δύναμη: στον δαίμονα εαυτό (diavolo in corpo). Λίγους μήνες αργότερα, παρά τις προβλέψεις του ίδιου ρώσου επαναστάτη, ο δαίμονας έβγαινε στα οδοφράγματα του Παρισιού.

Ο εμφύλιος πόλεμος, οι «βάρβαροι», αυτή η θεαματική αντιπαράθεση με την οποία όλα τα αφεντικά αυτού του κόσμου και οι υπηρέτες τους πάντα δικαιολογούσαν τον εαυτό τους, αυτός ο εκβιασμός που έχει βραχυκυκλώσει την αποφασιστικότητα των αποκλεισμένων, γίνεται ολοένα και περισσότερο η συνθήκη κάτω από το βάρος της οποίας ξεκινάμε. Η ομοσπονδία των επαναστατικών Κομμούνων μοιάζει να αποτραβιέται ιστορικά, όμως τα «αρνητικά πάθη» μένουν μαζί μας χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόταγμα οργάνωσης του ξεσπάσματος. Ο δαίμων δεν επιδέχεται προγραμματισμούς, πολύ περισσότερο σήμερα…

[Το κείμενο παραπάνω τυπώθηκε σε 700 αντίτυπα τα οποία μοιράστηκαν χέρι με χέρι, μέσω του δικτύου διανομής του εντύπου “Ασύμμετρη Απειλή”, ενώ τουλάχιστον τα μισά αφέθηκαν σε καρτοτηλέφωνα, παγκάκια, και διάφορα ενδιαφέροντα σημεία της πόλης.]