Categories
Uncategorized

1969-…: Στρατηγική της Έντασης στην Ιταλία

Αντιμέτωπες με μια αλματώδη άυξηση της εξουσίας της εργατικής τάξης, με απεργίες, καταλήψεις, αυτομείωση τιμών και μαζικές καταλήψεις στέγης και στεκιών, οι μυστικές υπηρεσίες έθεσαν σε κίνηση μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων με τη βοήθεια φασιστικών ομάδων. Για τις επιθέσεις κατηγορήθηκαν αναρχικοί και η αριστερά, και συνελήφθηκαν αγωνιστές εργάτες. Η μεγαλύτερη τέτοια επίθεση ήταν και η χειρότερη τρομοκρατική πράξη στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα: η βόμβα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια που σκότωσε 85 ανθρώπους.

“Ορισμένοι φασίστες των εξεταζόμενων τρομοκρατικών ομάδων εργάζονταν στους Carabinieri (ιταλική στρατιωτική αστυνομία) ενώ άλλοι είχαν επαφές με το στρατό ή την αστυνομία διασφαλίζοντας πολύτιμες και έγκαιρες πληροφορίες για την πρόοδο των ερευνών σχετικά με τις δραστηριότητές τους [1]” – από την αναφορά μιας ιταλικής κοινοβουλευτικής ερευνητικής επιτροπής.

“Οι εργατικοί αγώνες του 1968-69, το Autumno Caldo (θερμό φθινόπωρο) της Ιταλίας, υπονόμευσε βαθιά την οικονομική εξουσία της χώρας και άλλαξε τον συσχετισμό ισχύος. Μετά τους αγώνες αυτούς, ισχυροποιήθηκε η αριστερά, ενώ εξασθένησε η εξουσία… Αντικειμενικά. Η ζημιά που επέφερε η εργατική απειθαρχία ήταν σοβαρότατη.

“Ακόμα και πριν το ’69 αρκετοί μαχητικοί και αυτόνομοι αγώνες αναπτύχθηκαν, ιδιαίτερα στην Pirelli στο Μιλάνο, που δεν ελέγχονταν από τα συνδικάτα ούτε σε επίπεδο οργάνωσης, ούτε όσον αφορά το περιεχόμενο ή τα αιτήματά τους. Ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, συν λιγότερη εργασία, αυτά ήταν τα κυρίως ζητούμενα της περιόδου. Η όλη στάση του προλεταριάτου μπορεί να συνοψιστεί στο σύνθημα της εποχής: Καλύτεροι μισθοί, λιγότερη δουλειά!… Βίαιες απεργίες ξέσπασαν στην Alfa Romeo και στη Fiat. Ταραχές ξέσπασαν σε πολλές πόλεις, οι πιο σοβαρές στο Reggio Calabria όπου δεκάδες χιλιάδων ανθρώπων συγκρούστηκαν με τα στρατεύματα [2].”

Η ακροδεξιά πολιτική βία εμφανίστηκε δυναμικά κυρίως στα τέλη του 1960 και τις αρχές του ’70. Ήταν μια περίοδος φοιτητικές και νεανικής αναταραχής, με νέα κοινωνικά κινήματα, όπως της γυναικείας ή της ομοφυλοφιλικής χειραφέτησης, ευρείας κοινωνικής αναταραχής και συνδικαλιστικής μαχητικότητας σε όλη την Ιταλία. Όλα αυτά συνοδευόμενα από μια μαζική αύξηση στην εκλογική στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος – που έφτασε το ένα τρίτο όλων των ψήφων στις εκλογές του 1976. Οι νεοφασιστικές τρομοκρατικές ομάδες της περιόδου ήταν μια αντίδραση ενάντια σε όλη αυτήν την αριστερόστροφη δραστηριότητα κι επίσης ενάντια στην εμφάνιση αριστερών τρομοκρατικών ομάδων όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Οι ακροδεξιοί τρομοκράτες συχνά έβαζαν βόμβες σε δημόσιους χώρους που σκότωναν δεκάδες αθώους περαστικούς. Όλο αυτό ήταν μέρος μιας λεγόμενης “Στρατηγικής της Έντασης”, μιας εκστρατείας σχεδιασμένης να οδηγήσει σε μια κατάρρευση του νόμου και της τάξης και συνεπακόλουθα της λαϊκής εμπιστοσύνης στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ευνοώντας ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Πράγματι στα 1960-70 υπήρξαν αρκετές τέτοιες απόπειρες [3]”.

Στις 12 Δεκέμβρη 1969 ξεκινησαν οι βομβιστικές επιθέσεις, με μία βόμβα να σκάει στο Μιλάνο και άλλες τρεις στη Ρώμη. Οι βόμβες στη Ρώμη άφησαν πίσω τους 18 τραυματίες, ενώ στο Μιλάνο σκοτώθηκαν 17 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 88. Η αστυνομία ενεργώντας βάσει πληροφοριών της SID (υπηρεσία πληροφοριών) συνέλαβε δυο αναρχικούς για τη βόμβα στο Μιλάνο, τον έναν εκ των οποίων, Giuseppe Pinelli, τον “αυτοκτόνησε” αργότερα, εκπαραθυρώνοντάς τον απ’ τον έκτο όροφο του αστυνομικού τμήματος όπου ανακρινόταν – μια πράξη που έγινε διάσημη από το έργο του Dario Fo Ο Τυχαίος Θάνατος Ενός Αναρχικού. Παρά τις ολοένα και περισσότερες αποδείξεις ότι επρόκειτο για έργο φασιστών, η επίσημη γραμμή του κόμματος για χρόνια μετά ήταν πως έφταιγαν οι αναρχικοί. Αργότερα η καθεστωτική άποψη άλλαξε, και η ιδέα ότι επρόκειτο για μια συνεργασία μεταξύ αναρχικών και φασιστών φαινόταν βολική! Τελικά δικάστηκαν κάποιοι φασίστες, ορισμένοι απ’ αυτούς καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν ενώ άλλοι αθωώθηκαν, όπως και ο ένας εναπομείνας αναρχικός. Ένας από τους βομβιστές που αθωώθηκε λόγω “έλλειψεις αποδεικτικών στοιχείων” ηταν ο Guido Giannette, πράκτορας της SID. Όταν ο Giannette κρίθηκε ύποπτος, η κρατική μυστική υπηρεσία τον έστειλε στο εξωτερικό συνεχίζοντας να του πληρώνει τους μισθούς του παρά την έκδοση εντάλματος σύλληψης στο μεταξύ.

Στα 12 χρόνια μεταξύ του 1969 και του 1980, 4.298 τρομοκρατικές επιθέσεις έλαβαν χώρα. Για το 68% αυτών υπέυθυνοι ήταν οι φασίστες, όπως και για τους περισσότερους θανάτους. Το βασικό μοτίβο που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά είναι το ίδιο μ αυτό που είδαμε παραπάνω, κατηγορείται η αριστερά, επικρατεί σύγχυση, και οι υπεύθυνοι συνήθως την σκαπουλάρουν και μάλιστα με πολύ λιγότερη προσοχή των μίντια απ’ ότι οι διάσημες Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Τον Σεπτέμβρη του 1974, ο επικεφαλής της SID Vito Micelli φάνηκε να εμπλέκεται σε μια απόπειρα φασιστικού πραξικοπήματος το 1970, μετά που μια μυστική αναφορά από την ίδια την υπηρεσία του έφτασε στο γραφείου του πρωθυπουργού. Μετά απ’ αυτό, κατέφυγε σε μια αλλαγή καριέρας θέτοντας υπψηφιότητα με το MSI (φασιστικό κόμμα) με το οποίο και κέρδισε μια θέση στο κοινοβούλιο! Όλο αυτό το διάστημα, ο κρυφός νεοφασιστικός στρατός της Gladio που πήρε μπρος στο τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, αναπτυσσόταν στο παρασκήνιο.

Στα 1977, η SID ήταν τόσο μπλεγμένη σε σκάνδαλα που αντικαταστάθηκε από μια “νέα” μυστική υπηρεσία, την SISMI. Τότε συνέβη και η πιο αποτρόπαια τρομοκρατική ενέργεια στην Ευρωπαϊκή ιστορία. Στις 2 Αυγούστου 1980 μια βόμβα εξερράγη στην αναμονή της δεύτερης θέσης του σιδηροδρόμου της Μπολώνια. 85 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 200 τραυματίστηκαν. Η Μπολώνια ήταν εκλογικό προπύργιο του ΚΚΙ, και διέθετε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, που είχε βρεθεί στο στόχαστρο πολλές φορές νωρίτερα. 10 χρόνια αργότερα, ένας αριθμός αξιωματικών της SISMI κάθησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τη φρικαλεότητα αυτή, μεταξύ τους ο Γενικός Γραμματέας, ένας στρατηγός κι ένας συνταγματάρχης. Αργότερα οι ποινές τους έπεσαν. Όπως είδαμε, αυτή την ήταν η μόνη περίπτωση ακροδεξιάς τρομοκρατίας και κρατικής συνεργασίας στην Ιταλία τον καιρό αυτό, για παράδειγμα επανειλημένες φορές οι μυστικές υπηρεσίες δημιουργούσαν πλαστά ίχνη που να οδηγούν τις υποψίες μακριά από τους δράστες ακροδεξιών επιθέσεων…

Στη διάρκεια ερευνών για ένα τραπεζικό σκάνδαλο, η αστυνομία έκανε μια έρευνα στην κατοικία του Licio Gelli. Ο Gelli είχε πολεμήσει για την “Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία” του Μουσσολίνι στην Ισπανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, και όταν ο ιταλικός φασισμός κατέρρεε, κατετάγη στα ναζιστικά SS. Μετά τον πόλεμο, ο Gelli δούλεψε στις “ποντικότρυπες”: τις διόδους διαφυγής διωκώμενων ναζιστών που χρηματοδοτούσε η CIA και το Βατικανό. Αργότερα ασχολήθηκε με το εμπόριο όπλων στη Λατινική Αμερική, και λέγεται ότι ήταν ο σύνδεσμος μεταξύ της CIA και του Juan Peron, δικτάτορα της Αργεντινής. Στη διάρκεια της έρευνας, η αστυνομία βρήκε μια λίστα πάνω από 600 ονομάτων και στοιχείων που τους συνέδεαν με μια μασωνική στοά, ονόματι Προπαγάνδα-2 ή p2. Πλέον η μασωνία και κάθε άλλη μυστική κοινωνία δεσμευμένη με όρκους απαγορεύεται στην Καθολική Ιταλία, αν και κάτι τέτοιο είναι ολότελα δευτερεύουσας σημασίας για ένα μέλος της P2.

Η P2 στρατολογούσε από την “ελίτ” της Ιταλικής κοινωνίας. Περιελάμβανε στις τάξεις της 195 αξιωματικούς του στρατού, 2 ενεργούς υπουργούς, 3 πρώην υπουργούς, έναν γενικό γραμματέα κόμματος, 16 ανώτερους δικαστικούς, 426 κρατικούς λειτουργούς, 36 βουλευτές, και διάφορους ανώτερους μυστικών υπηρεσιών καθώς και τραπεζίτες και καπιταλιστές [4]. Οι δικαστικοί που ερεύνησαν την βομβιστική επίθεση της Μπολώνια βρήκαν ότι η P2 κατεύθυνε μεγάλο μέρος της φασιστικής βίας και των σχετικών συγκαλύψεων και παραποιήσεων στοιχείων. Ο Gelli ήταν ο “Μεγάλος Μαγίστρος” της στοάς (ή απλά αυτός που έκανε κουμάντο, για μας τους απλούς θνητούς), και στα 1986 δικάστηκε για τη συμμετοχή του στη βομβιστική επίθεση της Μπολώνια και αφέθηκε ελεύθερος αν και βρέθηκε ένοχος για ορισμένες κατηγορίες. Στις 4 Αυγούστου 1974, μια βόμβα σε τραίνο κοντά στην Μπολώνια σκότωσε 12 άτομα και τραυμάτισε 48. Το σχετικό δικαστήριο του 1983 ανέφερε: ”

“Κατά τη γνώμη των θυμάτων, τα κατηγορούμενα μέλη της Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) παροτρύνθηκαν, οπλίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν για να διεξάγουν την επίθεση από το μασονικό κίνημα, που εκμεταλλεύεται τον ακροδεξιό ανατρεπτισμό και την τρομοκρατία, μέσα στα πλαίσια της αποκαλούμενης “στρατηγικής της έντασης” σε μια απόπειρα να ανακόψουν την σταδιακή ροπή της χώρας προς τα αριστερά, και να θέσουν τις βάσεις για ένα μελλοντικό πραξικόπημα [5]”.

Αυτό ήταν το σχέδιο της P2, μέσω προβοκατόρικων τρομοκρατικών επιθέσεων να προάγει μια ατζέντα “νόμου και τάξης” δίνοντας το πρόσχημα για το τσάκισμα της αντίστασης και των εργατικών αγώνων, ακόμα και μέσω ενός πραξικοπήματος αν κρινόταν απαραίτητο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η P2 ήταν ένα “κράτος στην καρδιά του κράτους”, ένα πραξικόπημα δεν ήταν παρά μια λύση εσχάτης ανάγκκης και θα συνέβαινε για παράδειγμα αν το ΚΚΙ έμπαινε σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Ένα τέτοιο πραξικόπημα αναμφίβολα θα περιελάμβανε την Gladio, μια άλλη οργάνωση των σκιωδών μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας με τα ίδια μέσα και σκοπούς όπως και η P2.

H Στρατηγική της Έντασης του ιταλικού κράτους δείχνει πώς οι ελίτ που μας κυβερνούν κι εκμεταλλεύονται τον μόχθο μας δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία και την θέση τους, ακόμα και να καταφύγουν στην τρομοκρατία ενάντια στους ίδιους τους λαούς τους, μεσα σε ένα “δημοκρατικό” δυτικό κράτος. Ο κάθε άνθρωπος που επιθυμεί έναν καλύτερο κόσμο σήμερα, πρέπει να το έχει υπόψην του και να επαγρυπνά.

Υστερόγραφο: Τον Μάρτιο του 2001, ο στρατηγός Maletti, διοικητής της ιταλικής κρατικής υπηρεσίας πληροφοριών, δήλωσε στη δίκη κάποιων φασιστών για μια απ’ τις βομβιστικές επιθέσεις του 1969 ότι “η CIA, ακολουθώντας τις οδηγίες της κυβέρνησής της, επιδίωκε να δημιουργήσει έναν ιταλικό εθνικισμό ικανό να μπλοκάρει αυτό που θεωρούσε ως “παρέκκλιση προς τα αριστερά”, και για τον σκοπό αυτό πιθανό να έκανε χρήση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Θεωρώ ότι αυτό συνέβη και σε άλλες χώρες επίσης”. (από την εφημερίδα The Guardian, 26/5/2001)

Πηγή: Free Earth website, με επεξεργασία από την κοινότητα του libcom


Υποσημειώσεις:
1. Από το ‘The Darkside of Europe’ by Geoffrey Harris σσ 113.
2. ‘The Ripening of Time no.12: Italy Documents of Struggle’ σσ 11.
3. ‘The Fascist Experience in Italy’ του John Pollard σσ 132
4. Μεταξύ τους και ο Silvio Berlusconi, ο μετέπειτα ιταλός πρωθυπουργός. Ο Μπερλουσκόνι ήταν επικεφαλής του Group 17, του τομέα δημοσίων σχέσεων της P2 με τη βοήθεια της οποίας ανέβηκε στις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, ενώ οι εταιρίες του σήμερα κυριαρχούν στα ιταλικά μίντια και έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην εκλογή του σε συμμαχία με την “Εθνική Συμμαχία”, απομεινάρι του παλιού φασιστικού κόμματος. Είναι αγαπημένη η συνηθεια των ιταλικών μίντια σήμερα να συνδέουν πάντοτε τη σημερινή ριζοσπαστική αριστερά με “τα χρόνια του σιδήρου”, δηλαδή της τρομοκρατίας του ’70. Ουδέν σχόλιον.

βλ. ακόμα:

Καίγεται το Ράιχσταγκ; Το ιταλικό τμήμα της Καταστασιακής Διεθνούς για τη στρατηγική της έντασης

Η επιχείρηση Gladio και το ΝΑΤΟικό παρακράτος σε Ιταλία και Ελλάδα

Σημειώσεις για το ιταλικό κίνημα στα 70es και μια κριτική του ενόπλου

και

Giuseppe «Pino» Pinelli και Pietro Valpreda από τον αναρχικό πυρήνα “Ξανά στους δρόμους”

Categories
Uncategorized

1958-1990: H επιχείρηση Gladio, Ιταλία

Εισαγωγή:

Μετά τον ‘Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιχείρηση Gladio ήταν μέρος του σχεδίου “Stay Behind” του ΝΑΤΟ, της CIA, και της MI6 προκειμένου να “καταπολεμήσουν την κομμουνιστική/αριστερή επιρροή στην Ευρώπη”. Μικροί μυστικοί στρατοί επιχορηγούμενοι από τα κράτη τους, έκαναν χρήση προβοκατόρικων συνήθως “τυφλών” τρομοκρατικών χτυπημάτων, προκειμένου να επιρρεάσουν εκλογικά αποτελέσματα και κρατικούς σχεδιασμούς, αλλά και να δικαιολογήσουν μέτρα “ασφάλειας”. (Στην Ελλάδα, ένας τέτοιος στρατός ενταγμένος στο δίκτυο Stay Behind από το 1952 ήδη οπότε και τέθηκαν υπό ΝΑΤΟική αιγίδα επίσημα, ήταν τα ΛΟΚ του Παπάγου, για τα οποία λέγεται ότι απέκλειε “οποιονδήποτε άνδρα με απόψεις από μετριοπαθείς συντηρητικές εώς αριστερές”)Τα τελευταία χρόνια η δράση της Gladio έχει επίσημα επιβεβαιωθεί από αρκετές κυβερνήσεις και καταδικαστεί από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο (το 1990 παραδέχθηκε την ύπαρξη της οργάνωσης και έδωσε εντολή να εξιχνιαστούν οι σχετικές υποθέσεις χωρίς βέβαια να γίνει η παραμικρή κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση). Τα χτυπήματα των πρακτόρων της Gladio περιλαμβάνουν:

-Το 1969 στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνο,βόμβα σκοτώνει 16 και τραυματίζει 80. Στη δίκη που θ ακολουθήσει, ο στρατηγός Giandelo Maletti πρώην επικεφαλής της ιταλικής υπηρεσίας πληροφοριών παραδέχεται ότι η σφαγή είχε έρθει σε πέρας από πράκτορες του δικτύου stay-behind σε συνεργασία με ιταλούς ακροδεξιούς, υπό τις εντολές της CIA προκειμένου να καμφθεί η υποστήριξη που έχαιραν οι κομμουνιστές.

-2 Αυγούστου 1980: Βόμβα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια. 85 νεκροί. Αρχικά κατηγορούνται οι “Ερυθρές Ταξιαρχίες” ενώ αργότερα συλλαμβάνονται κάποιοι φασίστες. Τελικά καταδικάζονται τρεις πράκτορες του ιταλικού κράτους, μεταξύ των οποίων ο Lucio Gelli (επικεφαλής της παρακρατικής μασωνικής στοάς Ρ2).Η βόμβα είχε κατασκευαστεί στα εργαστήρια της Gladio.

-1985, στο Βέλγιο παρακρατικοί πυροβολούν πελάτες σουπερμάρκετ στην τύχη σκοτώνοντας 28. Μεταγενέστερες έρευνες σταματούν στη διασύνδεση του γεγονότος με την δράση του βελγικού δικτύου stay-behind SDRA8, της βελγικής αστυνομικής μονάδας SDRA6, της βελγικής φασιστικής οργάνωσης WNP και της υπηρεσίας του αμερικανικού πενταγώνου DIA.

Με τα λόγια του καταδικασμένου ακροδεξιού βομβιστή Vincenzo Vinciguerra που δούλευε για την Gladio: “Ο λόγος ήταν πολύ απλός. Έπρεπε ν’ αναγκαστούν αυτοί οι άνθρωποι, ο ιταλικός λαός, να στραφεί στο κράτος του για να ζητήσει μεγαλύτερη ασφάλεια. Αυτή είναι η πολιτική λογική πίσω από όλες τις σφαγές και τις βομβιστικές επιθέσεις που έμειναν ατιμώρητες, μιας και το κράτος δεν μπορεί να καταδικάσει τον εαυτό του ή να αναλάβει την ευθύνη για όσα συνέβησαν”. (από συνέντευξη στην εφημερίδα The Guardian)

Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στον μυστικό νεο-φασιστικό στρατό στην Ιταλία, που στήθηκε προκειμένου να αντισταθεί σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής, αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην ανάπτυξη της μαχητικής εργατικής τάξης.

Μετά το τέλος του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, το ιταλικό εργατικό κίνημα κέρδιζε συνεχώς δύναμη. Σε ορισμένες πόλεις, οι φασίστες εκδιώκονταν από τις δυνάμεις της Αντίστασης (όπως και πριν τον πόλεμο, συνήθως σ’ αυτές πρωταγωνιστούσαν σοσιαλιστές και αναρχικοί), και εμβρυακές μορφές εργατικών συμβουλίων έπαιρναν τον έλεγχο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ιδιαίτερα, κατάφερε να αποσπάσει μεγάλη συμπάθεια για την συμμετοχή του στο κίνημα αυτό.

Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις εισέβαλλαν στη χώρα, η καταστροφή αυτού του είδους “λαϊκής εξουσίας” ήταν το αμέσως επόμενο πράγμα στην ατζέντα τους, μετά το ξεκαθάρισμα με το καθεστώς του Μουσσολίνι. Όταν το φιλελεύθερο ιταλικό κράτος ξαναστήθηκε, μαζί του οργανώθηκαν και οι μηχανισμοί που θα διεσφάλιζαν ότι οι εργαζόμενοι δε θα ‘παιρναν την εξουσία. Σε συνδυασμό με τους προϋπάρχοντες παρακρατικούς κύκλους: το Ρ2, που ήταν βαθιά μπλεγμένο στη Στρατηγική της Έντασης το 1960-70, ενάντια στην εργατική τάξη, μέσα από την μυστική και ταυτόχρονα επίσημη οργάνωση “Gladio” (“ξίφος”).

Η Gladio ιδρύθηκε το 1958 από την S.I.F.O.R (Ιταλική μυστική υπηρεσία, αργότερα αντικαταστάθηκε καθώς υπήρχαν υποψίες για ανάμειξή της σε ένα σχέδιο πραξικοπήματος το 1964) και την CIA. Τα 15.000 μέλη της στρατολογήθηκαν από ομάδες βετεράνων φασιστών του ‘Β Π.Π. και είχαν πρόσβαση σε 151 στρατιωτικές γιάφκες. Σκοπός της Gladio ήταν (καθώς επισήμως έχει τεθεί εκτός λειτουργίας το 1990, αν και επισήμως δεν υπήρχε πριν τη χρονολογία αυτή) καθώς λέγεται, να δράσει ως ένας πυρήνας αντίστασης σε περίπτωση επίθεσης από τις χώρες του “συμφώνου της Βαρσοβίας”, σε περίπτωση “σοβιετικής κατάληψης”. Ωστόσο, το τί ενδιαφέρον θα μπορούσαν να έχουν οι Ρώσοι στην ραδιενεργή έρημο που θα χε μείνει από την Ιταλία μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο, που θα ήταν το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας σοβιετικής επίθεσης σε οποιοδήποτε κράτος του ΝΑΤΟ είναι ένα ερώτημα. Στην πραγματικότητα, μέχρι να έφταναν τα “σοβιετικά τανκς” στην Ιταλία δε θα είχε μείνει ούτε πεντάγωνο, ούτε κρεμλίνο να δίνουν εντολές.

Απόρρητα έγγραφα για τη Gladio που ήρθαν στο φώς το 1990 πάντως μιλούν για έναν διαφορετικό κίνδυνο: αυτόν της “κατάληψης από τα μέσα”: την άυξηση του ελέγχου των καθημερινών ανθρώπων πάνω στις αποφάσεις για τις ζωές τους, τη δύναμη της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με τον στρατηγό Gerardo Serravalle, διοικητή της Gladio στη δεκαετία του 1970, τα καθήκοντά του είχαν να κάνουν με:

“Τον εσωτερικό έλεγχο: δηλαδή το επίπεδο ετοιμότητας να αντιμετωπιστούν διαδηλώσεις στο δρόμο, γενικές απεργίες και κάθε εσωτερικός ξεσηκωμός”.

Ενώ ο γενικότερος ρόλος της Gladio ήταν:

“Να γεμίζει τους δρόμους, δημιουργώντας μια κατάσταση τέτοιας έντασης ώστε να απαιτείται επέμβαση του στρατού [1].

Με άλλα λόγια, να διεξάγει μια “Στρατηγική της Έντασης”, δημιουργώντας μια χαοτική κατάσταση ως ένα πρόσχημα, μια δικαιολογία για την καταστολή. Όλα αυτά έγιναν γνωστά ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων δικαστικών ερευνών με αφορμή τον θάνατο τριών αστυνομικών από παγιδευμένο αμάξι το 1972. Παλιά, σκονισμένα υπηρεσιακά αρχεία έδειξαν τελικά ότι οι βομβιστές ήταν μέλη της Gladio. Ακόμη και τα εκρηκτικά που χρησιμοποίησαν ήταν της οργάνωσης. Ένας απ’ τους βομβιστές, ο Vincenzo Vinciguerra αποκάλυψε ότι η φασιστική ομάδα που θεωρούνταν υπεύθυνη, η Ordine Nuovo (“Νέα Τάξη”) ήταν στην πραγματικότητα επινόηση των μυστικών υπηρεσιών.

Η Gladio ήταν μέρος ενός δικτύου μυστικών στρατών που απλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπό την κάλυψη του ΝΑΤΟ, ενώ θεωρείται ότι έχει συμμετάσχει ενεργά σε τρομοκρατικές ενέργεις και πραξικοπήματα στην Ελλάδα, την Τουρκία και το Βέλγιο. Ο Γερμανικός τομέας αποτελούταν από βετεράνους των Waffen S.S. που σχεδίαζαν τη δολοφονία σοσιαλδημοκρατών πολιτικών, σε περίπτωση “σοβιετικού κινδύνου”.

Σύμφωνα με τον Mike Peters, που γράφει στο Lobster τεύχος 32[2]:

“Ελάχιστοι υπήκοοι χωρών μελών του ΝΑΤΟ γνωρίζουν όλες τις παραμέτρους στις οποίες τα κράτη τους δεσμεύονται. Για παράδειγμα, τα σχέδια 10-G και 100-1 σύμφωνα με τα οποία σε “καταστάσεις έκτακτης ανάγκης” ειδικές μονάδες του αμερικάνικου στρατού νομιμοποιούνται να δράσουν προκειμένου να κατασταλεί άμεσα οποιοδήποτε κίνημα “απειλεί στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ”.

Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτή μια τέτοια κατάσταση εφαρμόστηκε προκειμένου να παρεμποδίσει μια υποχωρηση της πρωτοφανούς τότε αμερικανικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της Ιταλίας, που συμπεριλάμβανε 100 εκ. δολάρια σε “κάτω απ’΄το τραπέζι” επιδοτήσεις των δεξιών πολιτικών σχηματισμών, κι ένα τέλειο παράδειγμα εξαγωγής δημοκρατίας, κατά τις πρώτες μετά-τον-Μουσσολίνι εκλογές, οπότε και ο 6ος αμερικανικός στόλος είχε προσεγγίσει την ακτή κοντά στη Ρώμη, έτοιμος να στείλει τους πεζοναύτες σε περίπτωση που το εκλογικό σώμα δεν έπαιρνε τις πρέπουσες αποφάσεις και ψήφιζε τους κομμουνιστές.

[…]

Όπως και να χει, τα φαντάσματα του ελληνικού πραξικοπήματος του 1967 αναρριχώνται πάνω απ’ τους σκιώδεις βάλτους όπου συναντιώνται οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες και ο φασιστικός υπόκοσμος. Το πραξικόπημα αυτό υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου-πράκτορα της CIA, απολάμβανε την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ. Ελάχιστα πριν το πραξικόπημα και στη διάρκεια μιας διαφωνίας με τον έλληνα πρέσβη σχετικά με την αμερικανική πρόταση για διχοτόμηση της Κύπρου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Lyndon Johnson έστειλε το ακόλουθο μήνυμα:

“Γαμώ το κοινοβούλιο και το σύνταγμά σου. Η Αμερική είναι ένας ελέφαντας, η Κύπρος είναι μια ψείρα, η Ελλάδα μια ψείρα. Αν αυτά τα δυο φιλαράκια συνεχίσουν να ενοχλούνε τον ελέφαντα, μπορεί κάλλιστα να τα λιώσει η προβοσκίδα του, να τα ισοπεδώσει… Αν ο πρωθυπουργός σου μου κάνει κι άλλο κύρηγμα για τον δημοκρατία, το κοινοβούλιο και το σύνταγμα μπορεί κι αυτός, και το κοινοβούλιό του και το σύνταγμα να μη κρατήσουν για πολύ ακόμα [3].
Πηγή: άρθρο της Free Earth επεξεργασμένο απ’ την διαδικτυακή κοινότητα LibCom.

Σημειώσεις:
1. Πηγή: ‘The Beast Reawakens’ του Martin Lee σελίδα 206.
2. Lobster 32 σελίδα 3 (υποσημείωση)
3. Από το ‘Turning the Tide’ του Noam Chomsky

Categories
Uncategorized

Για την Εξέγερση του Brixton, 1981

Για την Εξέγερση του Brixton
Το παρακάτω άρθρο είναι ένας προσωπικός απολογισμός ενος συμμετέχοντα τόσο των γεγονότων κατά τις ταραχές ενάντια στην αστυνομία που ξέσπασαν στο Brixton τον Απρίλη του 1981, όσο και των ίδιων των ταραχών.

Πλέον, το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο των ταραχών του Brixton θα είναι γνωστό στους περισσότερους ανθρώπους. Μια λίστα αναμονής για στέγαση, που στο δήμο του Brixton φτάνει τα 18.000 άτομα. Το ένα τρίτο των σπιτιών είναι κάτω του αποδεκτού. Υψηλή ανεργία, με σχεδόν 2 στους 3 ανέργους να είναι μαύροι. Ένας υψηλός βαθμός ληστειών (στην πραγματικότητα ο υψηλότερος στο Λονδίνο, με τον δεύτερο υψηλότερο να είναι κάτω του μισού του). Κι αυτό πλάι σε μηδαμινές κοινωνικές παροχές. Όλα αυτά είναι πολύ πολύ αληθινά.

Αυτή τη φορά η φωτιά…

Η περιοχή γύρω από την Railton Road (Frontline/Mayall Road triangle) κατοικείται πρωταρχικά από μαύρους που νοικιάζουν σε οικοδομικά συγκροτήματα του δήμου, και λευκούς καταληψίες (αριστεριστές/αναρχικούς/περιθωριακούς). Τα άδεια σπίτια χρησιμοποιούνται επίσης από τους μαύρους της γειτονιάς σαν στέκια για ποτό και τζόγο, χώρους για ντίλιες αλλά και μπλουζ πάρτυ με ηχοσυστήματα που παίζουν ασταμάτητα reggae μουσική. Προς την Frontline ένα κέντρο τεχνών των μαύρων άνοιξε σε ένα άδειο κτίριο και λίγο πιο κάτω ένα παλιό νέγρικο βιβλιοπωλείο μετατράπηκε σε αναρχική κατάληψη και βιβλιοπωλείο.

Οι άνθρωποι εδώ τείνουν να ζουν από τα απομεινάρια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Για χρόνια το Triangle απασχολούσε το δημοτικό συμβούλιο με το ζήτημα της κατεδάφισής του, αλλά μόνο την τελευταία διετία έγιναν κάποιες απόπειρες για να γίνει κάτι τέτοιο. Κι όμως, το συμβούλιο ξεμένοντας συνέχεια από πόρους το άφησε να σαπίσει, κάνοντας μια σκληρή περιοχή να δείχνει ακόμα σκληρότερη. Ωστόσο, οι δρόμοι δυτικά του Frontline μοιάζουν πιο αστραφτεροί καθώς έχουν περιέλθει στην κατοχή λευκών, φιλελεύθερων επαγγελματιών και αυτοδημιούργητων, αξιοσέβαστων πια μαύρων.

Στο μήκος της Frontline αναπτύσσονται δυο ξεχωριστές κουλτούρες -η λευκή και η μαύρη- και είναι η μαύρη που κυριαρχεί στις αποδράσεις στις οποίες συμμετέχουν οι νεαροί λευκοί: Τα ναρκωτικά και η reggae. Οι μαύροι έχουν τη δική τους διάλεκτο -τα Patois- κι αυτό τους δίνει μια ανεξάρτητη πολιτιστική ταυτότητα που δεν αφομοιώνεται και δε διαλύεται εύκολα. Ίσως η πιο σχετική (όσον αφορά τις ταραχές) όψη αυτής της κουλτούρας είναι τό ότι αποτελεί μια κατά βάση κουλτούρα του δρόμου (παρά τον βρεττανικό καιρό). Καλοκαίρι ή χειμώνα, υπάρχουν συνεχώς πλήθη μαύρων που αράζουν στην Frontline, κάνοντας rap, καπνίζοντας, γελώντας, καταλαμβάνοντας εμφανώς το δικό τους δημόσιο χώρο. Αλλά είναι οι μπάτσοι αυτοί που αξιώνουν τον έλεγχο των δρόμων του Λονδίνου.

Στα δύο χρόνια που έζησα στην Frontline, παρατήρησα άπειρες φορές τους μπάτσους να προσπαθούν να φοβερίσουν την κοινότητα της Frontline με συνεχείς περιπολίες πεζές ή σε οχήματα ή λιγότερο συχνά σε άλογα. Το πιο περίεργο τέτοιο περιστατικό που έχω δεί συνέβη λίγους μήνες πριν, όταν ένας μπάτσος κυνηγούσε κάποιον καβάλα στο άλογο μέσα στο δρόμο Mayall Road. Στην πραγματικότητα, οι μπάτσοι ξέρουν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα την Frontline. Παρά τους ισχυρισμούς τους και τις περιπολίες τους, η πολιτική της αστυνομίας στην Frontline είχε να κάνει περισσότερο με τον εκτοπισμό -περιοδικές εισβολές ώστε να υπενθυμίζεται στους ντόπιους ποιός είναι το αφεντικό, και να δρα προειδοποιητικά ώστε τα πράγματα να μη ξεφύγουν απ’ τα χέρια της.

Επιχειρήσεις όπως αυτή του 1978, όταν οι SPG (Special Patrol Group units) απέκλεισαν ολόκληρη την Frontline και πραγματοποίησαν σωματικούς ελέγχους στους πάντες, προκάλεσαν οργή. Οι μαύροι, ιδιαίτερα η δεύτερη γενιά, δείχνουν μεγάλη περιφρόνηση. Έναν μήνα πριν, ένας μαυρος μοτοσυκλετιστής έσκισε μια κλήση που του έδωσε ένας μπάτσος και του την πέταξε στη μούρη, ενώ ο κόσμος είχε μαζευτεί και ζητωκραύγαζε. Οι μπάτσοι συνεχώς χρησιμοποιούν την νομοθεσία SUS για να σταματήσουν και να ψάξουν νεαρούς μαύρους. Και το κάνουνε με μίσος. Ένα ακόμα περιστατικό στην Frontline βοηθάει να καταλάβουμε την εικόνα. Δυο οχήματα συγκρούστηκαν και οι μπάτσοι που έτρεξαν στο σκηνικό αμέσως κατέβασαν τους οδηγούς και τους επιβάτες για να τους κάνουν σωματικό έλεγχο. Το ίδιο το ατύχημα μπήκε σε δεύτερη μοίρα.

Με τέτοια καθημερινή στέρηση και έναν απερίσκεπτο κρατικό τραμπουκισμό, αυτό που ένωνε τα ανομοιογενή στοιχεία της κοινότητας της Frontline ήταν ένα πύρινο μίσος για τους μπάτσους. Αυτό που παραξένεψε τους ντόπιους όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Bristol έναν χρόνο πριν, ήταν πώς και δε συνέβη κάτι τέτοιο εδώ νωρίτερα. Μια ακόμη έκπληξη ήταν εκείνο το αναρχικό γκράφιτι που έλεγε “Bristol yesterday, Brixton today” (Χθές το Bristol, σήμερα το Brixton), και χρειάστηκε τελικά έναν ολόκληρο χρόνο να πραγματοποιηθεί. Το καθεστώς το ήξερε αυτό επίσης: Μόνο μερικούς μήνες πριν, το τοπικό συμβούλιο του Lambeth δημοσίευσε μια αναφορά του που ασκούσε κριτική στους μπάτσους και προμήνυε μπελάδες.

Η διαρκής έντατική αστυνόμευση του Brixton και της Frontline ιδιαίτερα, αυξήθηκε τις εβδομάδες που οδήγησαν στις ταραχές. Στις 11 το πρωτί της Παρασκευής 3 Απρίλη, η περιοχή της Frontline γύρω από τις οδούς Dexter και Leeson Road αποκλείστηκε από τους μπάτσους, ενώ η είσοδος απαγορεύτηκς στους πάντες για πάνω από μια ώρα. Πάνω από 20 συλλήψεις έγιναν τότε. Έπειτα, την επόμενη εβδομάδα, η Operation Swamp 81 (επιχείρηση “Βάλτος” 81) συμπεριλάμβανε τον επί τόπου σωματικό έλεγχο (“stop and search”) άνω των 1000 ανθρώπων (κυρίως νεαρών μαύρων). Όλα αυτά ενέτειναν την απογοήτευση των ντόπιων κατοίκων.

Γύρω στις 2:30 το απόγευμα της Παρασκευής 10/4 μου την έπεσαν με μπουκάλια τρεις νεαροί μαύροι, γεγονός που με μπέρδεψε και με εκνεύρισε (ήταν η πρώτη φορά που με ενοχλούσε κανείς στην Frontline) για να μάθω τελικά μετά από λίγο ότι ήταν όλοι θύματα της επιχείρησης Swamp 81, λίγα λεπτά ίσως πριν συναντηθούμε. Γύρω στις 5 ένας νεαρός μαύρος τραυματισμένος από μαχαίρι σταματήθηκε από μπάτσους στη Frontline. Το τί ακολούθησε ποικίλοι ανάλογα με την πηγή που εξιστορεί κάθε φορά το περιστατικό.

Αυτό που ακολούθησε πάντως (και δεν είναι απαραίτητο να ψάχνουμε εδώ μια αιτιολόγηση για το τί ακολούθησε) είναι ότι οι μπάτσοι δέχτηκαν επίθεση από μια ομάδα ντόπιων, ο νεαρός τραυματίας απελευθερώθηκε και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Μια σύντομη μάχη με τους μπάτσους χρησιμοποιήθηκε ως πρόκληση κι έτσι την επόμενη μέρα, Σάββατο 11/4, ολόκληρη η Frontline ήταν υπό αστυνομική κατοχή. Συνήθως οι μπάτσοι απλώς περιπολούν την Frontline. Αλλά το Σάββατο πάρκαραν σε όλο το μήκος της, κάθε 50 γιάρδες, και κάθονταν στα βανάκια τους περιμένοντας να γίνει κάτι. Ήταν μια θερμή μέρα, κι έτσι η Frontline ήταν γεμάτη ανθρώπους που άραζαν εκεί με τις συνήθεις ασχολίες τους, αυτή τη φορά αντικρύζοντας τις κατοχικές δυνάμεις με μίσος.

Ολόκληρο το απόγευμα οι περισσότεροι άνθρωποι περίμεναν να γίνει κάποιου είδους φασαρία. Γύρω στις 5 το απόγευμα ένας μπάτσος με πολιτικά φιλοδωρήθηκε με ένα τούβλο στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να ψάξει μέσα στο αμάξι ενός μαύρου νέου. Ψηλότερα, στην Atlantic Road έγινε μια απόπειρα σύλληψης κι αυτό εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο το ήδη αγριεμένο πλήθος. Οι περισσότεροι είχαν μαζευτεί ήδη στην μιά άκρη της πλατείας και στην αρχή της Atlantic Road. Μερικά τούβλα έφυγαν προς τους μπάτσους που είχαν απομονωθεί στην μέση του πλήθους. Ένα παράθυρο έσπασε. Τσιτωμένα νεύρα. Ηλεκτρισμένα. Έπειτα μπάτσοι με πολιτικά εμφανίστηκαν μέσα από το πλήθος και ενώθηκαν με τους ένστολους.

Η γραμμή της μάχης είχε πλέον χαραχτεί ξεκάθαρα και η πρώτη επίθεση με τούβλα έγινε προς την μεριά των μπάτσων. Πέταξαν πίσω μερικά τούβλα και επιτέθηκαν. Στην αρχή υποχωρήσαμε λίγο, αλλά -συνειδητοποιώντας ότι είμαστε πολλοί, σταματήσαμε. Έπειτα, αυθόρμητα, ολόκληρη η ένταση του απογεύματος απελευθερώθηκε σαν μια άνοιξη, τους επιτεθήκαμε εμείς. Ό,τι ακολουθεί ίσως φανεί μπερδεμένο και ασυνάρτητο. Όμως είναι έτσι που βίωσα εγώ την ταραχή. Αναφέρω μόνο όσα είδα και άκουσα. Αρκετά περιστατικά λοιπόν λείπουν. Μια μαζική έκρηξη αδρεναλίνης. Πολεμικές κραυγές. Κραυγές ταξικούς πολέμου! Ένας πανικός να βρούμε τούβλα. Πρέπει να βρώ ένα τούβλο. Πού είναι τα τούβλα; Ένας σωρός από τούβλα. Οι μπάτσοι είναι μπερδεμένοι καθώς καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν πλέον τον έλεγχο της κατάστασης. Μαριονέτες που χάσαν τον ρόλο τους. Μας κοιτάνε, κοιτάνε ο ένας τον άλλον τους, κοιτάνε γύρω τους. Νά τοι. Τρέχουν. Μακριά. Κάτω στην Mayall Road, αφήνοντας πίσω τα οχήματά τους στα χέρια μας.

Μέσα σε ένα βλεφάρισμα του ταραχοποιού ματιού, τα οχήματά τους σπάζονται και αναποδογυρίζονται. Κάποιος προσφέρει γρήγορα μια φωτιά και πάφ! Φώκωσε το μπατσικό! Ιαχές άγριας χαράς. Γέλια, χοροί γιορτινοί. Βλέπω ένα σύντροφο και ακτινοβολούμε αλληλεγγύη ο ένας προς τον άλλον. Οι άγριες γιορτές μας διακόπτονται από μια επίθεση των μπάτσων (είχαν στο μεταξύ αναδιοργανωθεί με τον ερχομό ενισχύσεων). Το πλήθος χωρίζεται. Οι μπάτσοι είναι έξαλλοι. Κοπανάν με τα ρόπαλα τα πάντα. Τρέχω να βρω καταφύγιο σε έναν παράδρομο και βρίσκω έναν ακόμη σύντροφο. Καθώς δείχνουμε με το δάχτυλο σαν παιδάκια προς ένα σημείο που έβγαινε καπνός. Ένας λευκός είχε φάει ένα τούβλο στο κεφάλι, για ανεξήγητο λόγο. Νεαροί μαύροι τον υπερασπίστηκαν και τα μάτια όλων έψαχναν για τον ηλίθιο ρίπτη του τούβλου.

Ένας φίλος είχε μεταφορικό μέσο, κι όπως πηγαίνω να δω αν είναι διαθέσιμο ένας μαύρος που μου κρατούσε μνησικακία από παλιότερα με τραβάει, βλέπω το πάθος για εκδίκηση στο βλέμμα του. Πριν καλά καλά μπορέσει να βρει μια δικαιολογία για να μου ρίξει κανά τούβλο (ήταν άραγε το τούβλο που έφαγε ο άλλος πριν, για μένα;) του κάνω σαφές ότι χρειάζεται άμεσα βοήθεια. Βρήκαμε ένα φορτηγάκι. Οι φίλοι μου κάνουν ερωτήσεις. Συντονιζόμαστε στο ράδιο της αστυνομίας. Έχουνε ξεφύγει. Ακούγονται να σπάζονται τζαμαρίες στην Coldharbour Lane. Πίσω στους δρόμους. Στην Coldharbour Lane, ένα φορτηγό της SPG είναι αναποδογυρισμένο στο πλάι σαν καμιά ξεβρασμένη φάλαινα.

Ένα κατάστημα είχε τις βιτρίνες του κατεβασμένες και πεταμένες κούκλες στο πεζοδρόμιο. Περαστικοί κοιτούσαν. Σπασμένες βιτρίνες στην Electric Avenue. Ένα κοσμηματοπωλείο λεηλατήθηκε. Ακόμα ένα πιο πέρα. Μαύρα και λευκά παιδιά σπάζουν τα ρολά των μαγαζιών για να εισβάλουν μέσα. Προσέχοντας για μπάτσους στην Brixton Road, ανακοινώνω στους περαστικούς που βγήκαν για τα ψώνια τους, κοιτάζοντας τις βιτρίνες, ότι μοιράζουν δωρεάν κοσμήματα αν θέλουν. Με αγνοούν. Υπόψιν ότι τα κοσμηματοπωλεία είναι, κοίτα σύμπτωση, ακριβώς δίπλα σε ένα κέντρο καταναλωτών. Βραχιόλια, κολιέ, δαχτυλίδια και ρολόγια πετάγονται στα πεζοδρόμια. Κοσμήματα ρίχνονται στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Κάποιοι τσακώνονται για τις λεηλασίες. Καταθλιπτικό.

Προχωράω στη Brixton Road. Τα ρούχα του Burton’s έχουν ήδη γίνει, και μια κούκλα στη βιτρίνα έχει λαμπαδιάσει. Μαγική λάμψη. Καταφτάνουν οι μπάτσοι. Τραβούν τη κούκλα έξω στο πεζοδρόμιο. Ο σταθμός του μετρό κλείνει αλλά η Brixton Road είναι ακόμα ανοιχτή για τα αυτοκίνητα. Οι αυτοκινητιστές και οι οδηγοί των λεωφορείων κοιτάνε έξω συγχυσμένοι καθώς οι λεηλασίες εξαπλώνονται και στις δυο πλευρές του δρόμου. Ένας νεαρός μαύρος κοπανάει τις βιτρίνες σαν να σκότωνε μύγες. Κι άλλοι μπάτσοι. Αντικλεπτικοί συναγερμοί ουρλιάζουν μέσα στ’ αυτιά μας και μας ξεκουφαίνουν. Κι άλλοι, κι άλλοι μπάτσοι. Οι οδομαχίες μεταφέρονται από στενό σε στενό. Οι λεηλασίες το ίδιο. Έπειτα παρατήρησα ότι είχανε κόψει την κίνηση. Οι μπάτσοι είχαν αποκλείσει την κεντρική οδό από το μπατσάδικο προς το δημαρχείο. Λεηλασίες και βανδαλισμοί επεκτείνονταν σε όλο το μήκος της Brixton Road και της γύρω περιοχής, στην αγορά και στην Acre Lane. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου. Ένας άλλο σύντροφος. Δίνουμε τα χέρια και μουρμουρίζουμε Σπουδαία! Σπουδαία! του κάνω μια γρήγορη περίληψη. Λαοθάλασσα έξω από το Brixton Oval. Σπάζονται και λεηλατούνται τα Woolworths. Τηλεοράσεις, στερεοφονικά, τα πάντα. Μερικά σπάζονται επί τόπου. Που και πού περνάει κανένα μπατσικό γκαζόνοντας και σπάζεται αμέσως.

Αρκετοί από το πλήθος καταλαβαίνουν ότι οι μπάτσοι πρέπει να περάσουν από μας για να φτάσουν στο πεδίο της μάχης οπότε το πλήθος ανοίγει στα δύο και καταλαμβάνει τα πεζοδρόμια της Brixton Road με πέτρες και μπουκάλια στα χέρια. “Πάρτε κι αυτό ρε” Κράτς! “Πάρτε κι άλλο ένα” Κράτς! Μια παιδική χαρά για το προλεταριάτο. “Και το επόμενο παρακαλώ! Κράτς. Παντού κι ένας νικητής. Οι μπάτσοι συμμαζεύονται και έρχεται ένα κομβόι, σταματάει και αμολάνε τις ορδές των ενισχύσεων, με ρόπαλα να κοπανάνε τους πάντες και τα πάντα. Το πλήθος διαλύεται αλλά ακόμα μπορούμε να τους πάρουμε. Μια γρήγορη αντεπίθεση, και ξεφεύγουμε σε ένα στενάκι. Όλοι χαλαρώνουμε, αποφασίζουμε να μπούμε σε μια παμπ, για ένα ποτό. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι ένας μπάτσος έχει απαχθεί. Ο σύντροφός μου κι εγώ χαμογελάμε πίσω απ’ τα μουστάκια μας. Αποφασίζουμε να πάμε προς την Frontline.

Έχει πλέον νυχτώσει και κινούμαστε από στενάκια, αποφεύγοντας τα κορδόνια των μπάτσων. Πλησιάζουν την άκρη της Frontline στην Kellet Road για να αντικρύσουμε ένα απίστευτο θέαμα. Τρεις σειρές μπάτσων απλωμένοι στην Frontline με το πρόσωπο σε έναν ασταμάτητο καταιγισμό τούβλων που πέφτουν στις ασπίδες τους. Τότε, ξαφνικά μια μολότοφ (η πρώτη που είχα δει ποτέ) σηκώνεται και πέφτει και κραατς! προσγειώνεται σε μερικές ασπίδες τις οποίες ρίχνουν αμέσως κάτω. Ρίχνω μια ματιά προς την Mayall Road και αντικρύζω την παμπ Windsor Castle τυλιγμένη στις φλόγες.

Η Frontline είναι οχυρωμένη με οδοφράγματα από φλεγόμενα οχήματα. Είμαι ενθουσιασμένος και τσατισμένος μαζί. Ενθουσιασμένος που η Frontline είναι άβατο, και τσατισμένος που έμεινα από την έξω μεριά. Βλέπω γύρω μου. Εξαντλημένοι και τραυματισμένοι μπάτσοι κάθονται στο δρόμο κατάκοποι. Οι φωτιές, οι μπάτσοι, η ατμόσφαιρα. Ταξικός πόλεμος. “Θα φέρουν και το στρατό τώρα;” όπως στο Belfast.

Κάνουμε μια παράκαμψη προς την νότια μεριά της Frontline, η οποία είναι επίσης αποκλεισμένη. Βλέπουμε ένα μαγαζί να καίγεται. Το ταχυδρομείο έχει ισοπεδωθεί. Πίσω προς την περιοχή του δημαρχείου. Οι μπάτσοι πλέον επανέκτησαν στρατηγικές θέσεις: την μεγάλη διασταύρωση στο δημαρχείο, το μπατσάρικο κλπ. Οι λεηλασίες συνεχίζονται. Περισσότεροι φίλοι φτάνουν από αλλού. Μιλάμε. Επιστροφή στη Frontline. Όλες οι φωτιές έχουν πλέον σβήσει. Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Τα πράγματα πολύ πιο ήσυχα. Οι μπάτσοι σταδιακά επανακτούν τον έλεγχο. Πίσω στο μπατσάδικο. Οδοφράγματα από αστυνομικά βαν. Κατάσταση πολιορκίας. Οι μπάτσοι μας επιτίθενται και μας κυνηγάνε σε ένα δρομάκι. Ξυλοδαρμοί. Συλλήψεις. Χωριζόμαστε.

Τριγυρνώ πίσω στη Brixton Road επιθεωρώντας τις ζημιές. Μόνο λίγοι κάτοικοι έμειναν τώρα. Οι μπάτσοι πήραν τον έλεγχο. Αφήνω τους δρόμους. Μιλώ σε φίλους για ώρες, κι έπειτα πάλι πίσω στη Frontline για ένα ποτό να το γιορτάσουμε. Μια τελευταία ματιά στις στάχτες της Frontline και με το χάραμα πέφτω για ύπνο. Ονειρεύομαι μπάτσους, μπάτσους και ακόμα περισσότερους μπάτσους.

Μετά:

Κυριακή 12/4. Κούραση. Χανγκόβερ. Λύσσα στις εφημερίδες. Ο επίτροπος McNee και άλλοι έχουνε το θράσσος να κατηγορούν “προβοκάτορες από έξω από την κοινότητα” (οι μπάτσοι ήταν οι μόνοι τέτοιοι). Η Frontline είναι γεμάτη με κόσμο που συζητάει. Άπειροι μπάτσοι περιπολούν ετοιμοπόλεμοι. Πυροσβέστες επιθεωρούν τις ζημιές. Συζητάμε τα γεγονότα με φίλους. Νέα για τις συλλήψεις. Απόγευμα. Κι άλλοι μπελάδες, αν και πιο απλοί αυτοί, καθώς πάνω από 1000 νέοι μπάτσοι έρχονται στην περιοχή. Το Brixton αποκλείεται μέχρι το Kennington Oval. Φασίστες επιτίθενται στη Villa Road (γνωστή κατάληψη). Το μπατσάδικο ξανά σε έντονο κλοιό προστασίας. Οι μπάτσοι χρησιμοποιούν νυχτερινά ελικόπτερα Nightsun για πρώτη φορά. (Μπορούν να φωτίσουν μια περιοχή έκτασης ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου με υπέρυθρες ακτίνες). κι άλλοι μπάτσοι παντού. Κερδίζουνε το πάνω χέρι.

Μετά το σαββατοκύριακο επικρατησε σύγχυσυ και παράνοια. Οι κίτρινες φυλλάδες δεν έμειναν μόνο στους προβοκάτορες από έξω, αλλά εφηύραν μια “συνομωσία λευκών αναρχικών” πίσω από τα γεγονότα. Εισβολές σε σπίτια συντρόφων. (Ποιός θα είναι ο επόμενος;). Πού τους κρατάνε; Σε ποιό δικαστήριο θα τους πάνε; Οι πρώτες ποινές είναι βαριές. 200 λίρες. Μάχες για να βγουν με εγγύηση. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν φωτογραφίες όπου φαίνονται καθαρά πρόσωπα (ποιός θα είναι ο επόμενος;). Η Frontline είναι τώρα πιο ήσυχη απ’ ότι συνήθως. Μαζική αστυνομική παρουσία που δε γίνεται αντιληπτή άμεσα. Κλούβες στα γύρω στενάκια, σε μια απόσταση 2 μιλιών.

Νέα για την αντιμετώπιση των συλληφθέντων. Άσχημη. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. (Πώς μπόρεσε ο λαός της Β. Ιρλανδίας να επιβιώσει 10 χρόνια αυτό το πράγμα χωρίς να σπάσει;). Η μαύρη κοινότητα είναι χωρισμένη στα δύο. Η πορεία για την Κυριακή του πάσχα ακυρώνεται. Αλληλοκατηγορίες. Η Brixton Defence Committee και το Lambeth Law Centre οργανώνουν την αντιπληροφόρηση και δημοσιεύουν μια λίστα υποθέσεων ενάντια στην αστυνομία. Είναι ακόμα νωρίς.

Σαββατοκύριακο του πάσχα. Η Frontline πολύ πιο ήσυχη και το Brixton ακόμα κατεχόμενο. Όλες οι ποικιλίες των πολιτικών ομάδων προσπαθούν να αποικίσουν τις τοπικές κινήσεις. Η χειρότερη τέτοια απόπειρα που είδα ήταν της Militant που κυκλοφόρησε με επικεφαλίδα Brixton Blame the Tories (Brixton κατηγόρησε τους Torries-το κυβερνόν κόμμα). Δύσκολο να περιγράψεις την ατμόσφαιρα. Οι άνθρωποι πρέπει να ξανασκεφτούν, να βάλουν αυτά τα εξαιρετικά γεγονότα σε μια προοπτική. Είναι πλέον υψηλότερο το επίπεδο της σύγκρουσης. Όλα τα μαγαζιά στην αγορά και τη κεντρική λεωφόρο ξαναφτιάχνονται. Για πόσο ακόμα; Γίνονται συζητήσεις για περισσότερη “βοήθεια” στην κοινότητα. Σαν να ζητάς γάζες για λεπρούς. Η ταξική κοινωνία σαπίζει ολοένα και περισσότερο μέσα της. Πού θα ξεσπάσει η επόμενη έκρηξη; Ο αγώνας δεν τελείωσε.

Από την κολλεκτίβα: We Want to Riot, Not To Work, Riot Not To Work Collective, 1982

Categories
Uncategorized

Μπάχαλα του Notting Hill, 1957, 1976, 2008…

Για τα μπάχαλα στο Notting Hill 1958, 1976, 2008…


μικρή εισαγωγή: Μετά το ’50, πλήθος μεταναστών από τα νησιά της Καραϊβικής κατέφτασαν στη Βρετανία, πλημμυρίζοντας τους δρόμους γειτονιών του Λονδίνου (μετά από κάλεσμα της “μητέρας πατρίδας” που είχε στο μεταξύ ξεκληρίσει μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης της στον πόλεμο, πάνω από 100.000 εγκαταστάθηκαν εδώ μέχρι το 1961) και συχνά κεντρίζοντας τα ξενοφοβικά χαρακτηριστικά του ντόπιου στοιχείου. Δεν ήταν σπάνιες οι επιθέσεις σε μεμονωμένους μαύρους από φασιστικές ομάδες ή ακόμα και παρέες teddy-boys (κωλοπαιδαρίστικη υποκουλτούρα της εποχής και πιθανόν η πρώτη στιγμή που ένα νεολαιίστικο υποκείμενο εισβάλλει στο προσκήνιο συνειδητά ως όχημα της ανταλακτικής αξίας, ως καταναλωτές στυλ δηλαδή. Τα επόμενα χρόνια οι καυγάδες με τους punks θα μείνουν ιστορικοί, στα πλαίσια πάντα των υποκουλτούρων του δρόμου). Το καλοκαίρι του 1958 (στο μεταξύ η βιομηχανική ανάπτυξη του μεταπολέμου είχε ξεφουσκώσει ολότελα) οι επιθέσεις συμμοριών λευκών σε μαύρους θα ενταθούν με την ανοχή της αστυνομίας (σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φώς το 2002), οδηγώντας στο πολυήμερο ξέσπασμα της μαύρης νεολαίας του Notting Hill, που θα καταστείλει τελικά η Metropolitan Police με εκατοντάδες προσαγωγές και δεκάδες συλλήψεις. Προκειμένου να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, οργανώνεται έκτοτε το ετήσιο καρναβάλι του Notting Hill από την Claudia Jones (αναγνωρισμένη περσόνα του φεμινιστικού και του μαύρου κινήματος και στελεχάρα του κομμουνιστικού κόμματος, με λίγα λόγια επαναφομιώτρια πρώτου βεληνεκούς). Και πράγματι, με την “πρόσκληση” στην περιοχή του επίσημου κράτους (μέσω του καρναβαλιού και άλλων διορθωτικών μέτρων-7 χρόνια αργότερα θα ψηφιστεί η πρώτη Race Relations Act που ποινικοποιούσε τις ρατσιστικές επιθέσεις ως αντιστάθμισμα στον νόμο του ’62 για τον έλεγχο και περιορισμό των μεταναστών, με λίγα λόγια η σύγκρουση πλέον ρυθμίζεται σε κεντρικό επίπεδο, ενώ το ίδιο το Notting Hill θα μετατραπεί από γκέττο της εργατικής τάξης σε μια τρέντυ και “ασφαλή” γειτονιά) οι φασιστικές συμμορίες παραχωρούν τη θέση τους σ’ έναν επαγγελματία επιτέλους: Τα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν η Metropolitan Police αναλαμβάνει τον έλεγχο των δρόμων και μαζί την υποτίμηση και την τρομοκράτηση του αφρο-καραιβικού πληθυσμού. Το επόμενο ξέσπασμα δε θα αργήσει, και στα 1976 με την λήξη του καρναβαλιού ομάδες μαύρων νεολαίων επιτίθενται σε μπάτσους που είχαν μόλις συλλάβει βίαια έναν πορτοφολά. Οι οδομαχίες επεκτείνονται και οι μπάτσοι μετράνε πάνω από 100 τραυματίες. Στις συγκρούσεις συμμετέχουν και δυο μετέπειτα γνωστά μέλη των The Clash, οι Paul Simonon και Joe Strummer, ενώ το τραγούδι τους White Riot αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτά τα γεγονότα. Τα κείμενα που ακολουθούν δίνουν καλά το πνεύμα της εποχής. Ας σημειωθεί ότι στα 2008 ανάλογες ταραχές ξέσπασαν και πάλι μετά το καρναβάλι του Notting Hill, αν και αυτή τη φορά πιο περιορισμένες σε έκταση και σε συμμετοχή, οι μηχανισμοί της αφομοίωσης πλέον δουλεύουν ρολόι, κι έτσι “αυτές οι ταραχές ήταν απλά βίτσιο ορισμένων παιδιών, που προφανώς έχουν ανάλογη συμπεριφορά κάθε μέρα του χρόνου, όχι μόνο σήμερα, και δεν έχουν καμία σχέση με τις αντίστοιχες του ’70 που είχαν ένα ταξικό περιεχόμενο”-από συνέντευξη ενός παρευρισκομένου στην τηλεόραση, ή κι αντίστροφα (προσοχή στο ρόλο που παίζει η αντιπαραβολή με το παλιό, εξιλεωμένο πλέον γεγονός, στην απαξίωση του σημερινού).

Πηγές: en.wikipedia.org, www.geocities.com/londonriots, www.libcom.org

1958: Ένα μικρό χρονικό:

Οι επιθέσεις ξέσπασαν πρώτα στο Nottingham, όπου πάνω από 1.000 λευκοί προκάλεσαν βανδαλισμούς γύρω από την περιοχή της St Ann, εξοργισμένοι στη θέα ενός μαύρου άνδρα να έχει πιάσει κουβέντα με μια λευκή γυναίκα σε μια παμπ. Το επόμενο σαββατοκύριακο οι επιθέσεις μεταφέρονται προς το Notting Hill. Στις 30 Αυγούστου, η σουηδή Majbritt Morrison, δέχεται επίθεση από μια συμμορία λευκών νέων, επειδή ήταν παντρεμένη με έναν τζαμαϊκανό “Nigger lover! Kill her!” Ενώ την ίδια νύχτα πάνω από 400 άτομα συμμετείχαν σε ένα “nigger hunt” (κυνήγι αράπηδων) επιτιθέμενοι σε μαύρους στο δρόμο, ενώ έριχναν πέτρες και μολότοφ μέσα σε παράθυρα σπιτιών μαύρων, με τη διακριτική ανοχή της αστυνομίας. Οι μαύροι και ορισμένοι λευκοί αντιφασίστες για πρώτη φορά απαντούν ανοιχτά στις προκλήσεις. Οι μάχες κρατούν για πέντε μερόνυχτα.

Την επόμενη χρονιά ένας μαύρος ξυλουργός απ’ την Αντίγκουα, ο Kelso Cochrane, θα μαχαιρωθεί από μια συμμορία νεαρών λευκών στην Notting Hill Gate. Η αστυνομία κάνει λόγο για “απόπειρα κλοπής” ως το μόνο κίνητρο, αποφεύγοντας κάθε υπόνοια για ρατσιστικό κίνητρο. Πάνω από 1.200 μαύροι και λευκοί θα παραβρεθούν στην κηδεία του Cochrane.

Αναμνήσεις από τις μάχες με ρατσιστές και φασίστες, του Baker Baron
κατοίκου της περιοχής και πρώην στρατιωτικού της RAF (βασιλική στρατιωτική αεροπορία) για τέσσερα χρόνια (από τα 15 του). Στη συνέχεια ο Baker επέστρεψε στο Λονδίνο, έπιασε δουλειά στους σιδηροδρόμους και συμμετείχε ενεργά στο αντιφασιστικό κίνημα στις γειτονιές του δυτικού Λονδίνου.

“Ο Mosley προσπάθησε να υποδαυλίσει μια αντιπαράθεση μεταξύ λευκών και μαύρων μιας και ο σκοπός του ήταν να διώξει τους μαύρους από το βόρειο Kensington, να τους πετάξει έξω από τις ακτές της Αγγλίας. Δεν συμφωνούσα με κάτι τέτοιο, αν και είχα γυρίσει κι εγώ στην πατρίδα… Ο Mosley ξεκίνησε μια ολόκληρη εκστρατεία μίσους, οι υποστηρικτές του, οι Teddy Boys έτρεχαν πάνω-κάτω με αλυσίδες μοτοσυκλετών φωνάζοντας Keep Britain White-κρατήστε τη βρετανία λευκή. Τριγυρίζαν σε ομάδες ψάχνοντας για κάποιον έγχρωμο να δείρουν, να επιτεθούν, να εκφοβίσουν τους έγχρωμους άνδρες και γυναίκες, τριγύριζαν κλωτσώντας τους και δέρνοντάς τους.

Λοιπόν, οι μαύροι, ήταν τόσο τρομοκρατημένοι εκείνη την εποχή που δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους, δεν τολμούσαν να βγουν, δεν τολμούσαν να περπατήσουν στα δρομάκια της Portobello Road. Έτσι αποφασίσαμε να σχηματίσουμε μια αμυντική δύναμη για να πολεμήσουμε αυτή τη συμπεριφορά και το κάναμε. Οργανώσαμε μια ομάδα για να συνοδεύουμε σπίτι του κάθε έγχρωμο όπου κι αν έμενε στην περιοχή. Δεν ήταν ότι θα βγαίναμε από το σπίτι μας να πάμε να χτυπήσουμε κάποιον, αλλά, αν χτυπούσες το σπίτι μας θα σε βρίσκαμε, αυτός ήταν ο τύπος της ομάδας κρούσης μας. Μας πληροφορούσαν ότι ήταν να έρθει κανείς και πάντοτε φυλάγαμε τα αρχηγεία μας.

Όταν μας είπαν ότι έρχονται να μας χτυπήσουν εκείνη την νύχτα βγήκα στους δρόμους και είπα σε όλον τον κόσμο που έμενε στην περιοχή να φυλάγεται εκείνο το βράδυ. Είπα στις γυναίκες να κρατήσουν γλάστρες, κατσαρόλες με καυτό νερό να βράζει, να βρουν λίγη καυστική σόδα κι αν προσπαθούσε κανείς να παραβιάσει την πόρτα τους να του τα αδειάσουν στη μούρη. Όσο για τους άνδρες, ημασταν που λέτε οπλισμένοι. Στη διάρκεια της μέρας έβγαιναν κι έπαιρναν το γάλα τους, ότι μπορούσαν να βρουν, και τα υλικά για κοκτέιλ μολότοφ. Μην νομίζετε, είχαμε σιδερόβεργες, ματσέτες, είχαμε απ’ όλα τα όπλα, είχαμε όπλα, είχαμε πιστόλια.

Προετοιμαζόμασταν στα αρχηγεία για την επίθεση. Είχαμε δικούς μας ανθρώπους στην ταράτσα που τους περίμεναν, εγώ στεκόμουν στο δεύτερο όροφο με σβησμένα τα φώτα, σαν καρτέρι, όταν είδα ένα σωρό κόσμο από μακριά. Παρατηρούσα τη συμπεριφορά του όχλου πίσω από τις κουρτίνες, έλεγαν “Πάμε να κάψουμε τους αράπηδες, πάμε να τους λιντσάρουμε”. Τότε έδωσα εντολή να ανοίξουν οι πόρτες και να τους στείλουμε από κει που ήρθαν. Ήμουν πρώην στρατιωτικός, ήξερα από ανταρτοπόλεμο, ήξερα τα πάντα για το παιχνίδι τους και ήταν πολύ, πολύ αποτελεσματικό.

Είπα “Ρίχτε τους τις βόμβες”. Όταν είδαν τις μολότοφ να τους έρχονται πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να τρέχουν. Ήταν πολύ τρομακτικά εκείνη την νύχτα, ήμασταν αποφασισμένοι να πολεμήσουμε με όλα τα μέσα, όλα τα όπλα, οτιδήποτε μπορούσαμε να βρούμε για την ελευθερία μας. Δεν επρόκειτο να τους περιμένουμε σαν αρρωστιάρικα σκυλιά που αργοπεθαίνουν. Και τελικά δούλεψε, ρίξαμε στον Sir Oswald Μosley και στους teddy boys του ένα τέτοιο βρωμόξυλο που δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ στο Notting Hill. Ένα πράγμα ξέρω, το επόμενο μεσημέρι βγήκαμε στους δρόμους και περπατούσαμε ελεύθεροι γιατί ήξεραν ότι δε θα ανεχόμασταν τέτοιες συμπεριφορές ξανά.

1976: Σχετικό βίντεο:

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=YTSuCeKBnCc&hl=en_US&fs=1&]

Ένας απολογισμός των ταραχών

…στο δημοφιλές καρναβάλι του Δυτικού Λονδίνου που εκπυρσοκροτήθηκαν από την αστυνομική αυθαιρεσία και το κύμα συλλήψεων νεαρών μαύρων παρευρισκομένων. Αν τις δούμε συνολικά, μαζί με τις ταραχές στο Broadwater Farm και το Brixton στα 1981 σηματοδοτούν μια τομή στις μεθόδους αστυνόμευσης στην πρωτεύουσα.

Κάθε χρόνο, μετά τις διακοπές του Αυγούστου, η κοινότητα των δυτικών ινδιών στη Βρετανία οργανώνει ένα καραϊβικού στυλ καρναβάλι με πολύχρωμα άρματα, μουσική, χορό και δεκάδες παράλληλων εκδηλώσεων. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλη τη χώρα προσέρχονται για το γεγονός στο Βόριο Kensington.

Το 1976 ωστόσο, οι εκδηλώσεις διακόπηκαν την τελευταία μέρα. Νεαροί μαύροι που παρενοχλούνταν από αστυνομικούς η παρουσία των οποίων αριθμούσε 1.600 άτομα, υπερασπίστηκαν τους εαυτούς τους ενάντια στις προληπτικές συλλήψεις των μπάτσων. Γύρω στις 5 το απόγευμα ξέσπασαν συγκρούσεις, που απλώθηκαν σε ολόκληρο το Ladbroke Grove και κράτησαν μέχρι την νύχτα. Πάνω από 300 μπάτσοι τραυματίστηκαν, 35 οχήματα της αστυνομίας καταστράφηκαν, αρκετά μαγαζιά λεηλατήθηκαν και 60 άνθρωποι συνελήφθησαν.

Αυτή είναι μια προσπάθεια να δούμε πέρα από τα γεγονότα όπως παρουσιάστηκαν στα μίντια. Η τεράστια αστυνομική παρουσία “δικαιολογήθηκε” με σκιώδεις ισχυρισμούς για δραματική αύξηση του μικρο-εγκλήματος από νεαρούς μαύρους μέσα στο πλήθος. Όμως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί δικαιολογία για την μαζική αστυνομική παρουσία. Οι νεαροί μαύροι, άνθρωποι με καλή μνήμη, γνωρίζουν ότι η αστυνομία βρισκόταν εκεί με μόνο σκοπό την τρομοκράτησή τους. Η μαζικές συλλήψεις νεαρών μαύρων ήταν (και είναι ακόμη) τόσο κοινότυπες και η αστυνομία τόσο μισητή, που οι αστυνομικές δυνάμεις ολόκληρης της χώρας είχαν λιγότερους από 20αριά μαύρους αστυνομικούς. Περιπτώσεις μαζικών συλλήψεων μόνο στο Λονδίνο, οι 9 του Mangrove, 4 του Metro, 4 του Oval, 3 του Brockwell Park, 7 του Swan Disco, 12 του Cricklewood, 10 του Stockwell, περιπτώσεις που συμπεριλαμβάνουν σκευωρίες και αστυνομική κακοποίηση, είναι ακραίες περιπτώσεις της παρενόχλησης που υφίστανται οι νεαροί μαύροι. Μεμονωμένα περιστατικά, τυχαίες εξακριβώσεις στοιχείων και αστυνομικοί ξυλοδαρμοί πρέπει να ξεπερνούν τις δεκάδες χιλιάδες. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα του πόσοι αστυνομικοί θα έπρεπε να είναι εκεί, αυτό είναι ένα ερώτημα για τις λογομαχίες των φιλελεύθερων, το πραγματικό ερώτημα είναι: Τί δουλειά είχε η αστυνομία εκεί; Μόνο οι άνθρωποι που βρέθηκαν στο καρναβάλι μπορούν να το απαντήσουν αυτό. Οποιοσδήποτε συμμετείχε στην εκδήλωση θα πρεπε να προσβληθεί από τη θάλασσα αστυνομικών κρανών και στολών, όπως και να χει επρόκειτο για ένα καρναβάλι κι όχι μια πολιτική διαδήλωση.

Ας ρίξουμε μια ματιά τώρα στις οδομαχίες. Οι πραγματικές συγκρούσεις ήταν οι πιο δυναμικές και ανεξέλεγκτες οδομαχίες στη Βρετανία από τις ταραχές της Cable Street του 1936. Ποιός κέρδισε; Από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων φαίνεται σαν να πήραν οι μπάτσοι ένα καλό μάθημα. Οι μάχες που μαίνονταν εκείνη την ημέρα δεν έμοιαζαν με τις κλασσικές αντιπαραθέσεις αστυνομίας Vs αριστερών, αλλά μάλλων περισσότερο με τις οδομαχίες της Falls Road των αρχών του ’70. Οι μπάτσοι σωριάζονταν σαν κορίνες από καταιγισμούς τούβλων και μπουκαλιών (οι γειτονικές οικοδομές παρείχαν άπλετα πολεμοφόδια). Τα χτυπήματα με ρόπαλο δεν μπορούσαν να κάμψουν αποτελεσματικά τον ενθουσιασμό των ταραξιών καθώς έπαιρναν την εκδίκησή τους από την αστυνομία για χρόνια κακοποίησης. Παρά το ότι η απόπειρα να υψωθούν οδοφράγματα δεν τελεσφόρησε, το φλογερό μίσος και η κινητικότητα των ταραξιών μαζί με το συνεχή καταιγισμό πετρών κατάφερε την υποχώρηση της αστυνομίας. Οι αστυνομικοί δεν είχαν εξοπλισμό αστικών ταραχών, όπως ασπίδες, κι έπρεπε να πάρουν καπάκια από σκουπιδοτενεκέδες και πινακίδες του δρόμου για να προστατευτούν, ενώ προσπάθησαν ακόμα και να χτυπήσουν το πλήθος με τα οχήματά τους, πατώντας κόρνες, αλλά ήταν τόσο έντονος ο πετροπόλεμος που οι μπάτσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν αρκετά απ’ αυτά, τα οποία πυρπολήθηκαν και αρκετά έγιναν στάχτη. Το παιχνίδι ήταν στα χέρια της νεολαίας μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν οι ταραχοποιοί αποσύρθηκαν.

Την επόμενη μέρα, μαθεύτηκε ότι αρκετά μαγαζιά είχαν λεηλατηθεί, αλλά αυτό ήταν μια απλή παρενέργεια, στην οποία συμμετείχαν εξίσου λευκοί και μαύροι. Οι περισσότεροι από τον κόσμο που είχε βρεθεί εκεί προσπαθούσαν είτε να βρουν μια διέξοδο από το πεδίο των ταραχών είτε πολεμούσαν τους μπάτσους. Οι εγκαταστάσεις κάτω από το Portobello δεν λεηλατήθηκαν, αλλά σπάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε τον μεγάλο αριθμό αστυνομικών της μισητής Transport Police που τραυματίστηκαν και πυρπολήθηκαν τα οχήματά τους. (H Transport Police παραδοσιακά συμμετείχε σε ξυλοδαρμούς και σκευωρίες εις βάρος νεαρών μαύρων ιδιαίτερα στο νότιο Λονδίνο). Η Special Patrol Group φαίνεται να προκάλεσε τους περισσότερους τραυματισμούς, χτυπώντας τυχαία -κατά κύριο λόγο- μέσα στο πλήθος, βοηθώντας έτσι την εξάπλωση των ταραχών, αλλά η κανονική αστυνομία ήταν αποφασισμένη να πάρει την κατάσταση υπό τον έλεγχό της. Οι γέφυρες του Τάμεση αποκλείστηκαν από την αστυνομία και αμάξια με νεαρούς μαύρους μέσα δεν αφήνονταν να προσεγγίσουν. Ήταν όμως αργά, μιας και μαύροι από ολόκληρο το Λονδίνο, και ίσως ολόκληρη τη χώρα βρίσκονταν ήδη στο Notting Hill.

Οι ταραχές του Notting Hill ήταν μια συλλογική απάντηση της νεολαιίστικης μαύρης κοινότητας στα χρόνια αστυνομικής καταπίεσης. Δεν είχαν φυλετικό περιεχόμενο αλλά αντι-αστυνομικό, καθώς συμμετείχαν εκτός από τους (συχνά) άνεργους, ή από κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, νεαρούς μαύρους, οι άνθρωποι από τον πάτο του οικονομικού και κοινωνικού οικοδομήματος. Δυο βδομάδες αργότερα στο Birmingham 300 νεαροί από τις δυτικές ινδίες συγκεντρώθηκαν στο δημαρχείο μετά τη σύλληψη ενός νέου για την κλοπή ενός σταχτοδοχείου. Μερικές μέρες αργότερα 50 πιτσιρικάδες επιτεθηκαν με πέτρες εναντίον ενός αστυνομικού τμήματος μετά από μερικές συλλήψεις, ενώ δεν κατορθώθηκε να τους απωθήσουν παρά μόνο το επόμενο πρωί. Φαίνεται ότι ανάλογα περιστατικά θα γίνονται όλο και πιο συχνά, πιθανώς να διαχέονται και σε άλλα τμήματα του πληθυσμού που δυσανασχετούν. Το Notting Hill ήταν μόνο η αρχή.

Πηγή: εφημερίδα Anarchy του 1976

Categories
Uncategorized

Ταραχές του Oldham, 2001

Φλας μπακ (Ταραχές του Oldham, 2001)

“Η Βρετανία μπορεί να βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο εξάπλωσης των ταραχών αν συνεχίσει να διώκει την ισλαμική μαντίλα” (από σχετική συνέντευξη ενός υπεύθυνου δια-φυλετικών σχέσεων στην The sun)

“Κορυφαίος ειδικός για το Ισλάμ αποκαλύπτει ότι μουσουλμάνοι ιερείς στο Oldham προωθούν Ταλιμπάν και αντάρτες του Κασμίρ” (από άρθρο στην christianvoice.org)

“Δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί όλη αυτή η αγριότητα των ταραχοποιών” πρόσθεσε ο Eric Hewitt, αρχηγός της αστυνομίας του Oldham. “Γιατί οι νεαροί ασιάτες μας επιτέθηκαν με κοκτέιλ μολότοφ;”.
“Για όλα φταίνε εξωτερικοί προβοκάτορες. Μέλη του NF (Εθνικό Μέτωπο) και του BNP (το εθνικιστικό κόμμα) έρχονται στην πόλη για να αναμοχλεύσουν τα πάθη. Δε θα συνέβαινε τίποτε διαφορετικά” δηλώνουν οι δημοτικοί σύμβουλοι. “Το Oldham είναι μια ήσυχη πολυπολιτισμική κοινότητα”. Αρχίδια. Οι ταραχές ήταν αναμενόμενες από καιρό και η αγριότητά τους δε θα πρεπε να εκπλήσσει κανέναν. Το Oldham είναι μια βαθιά διασπασμένη πόλη όπου οι διαφορετικές εθνικές κοινότητες συνυπάρχουν αλλά δυσκολεύονται να βρουν οποιοδήποτε σημείο επαφής έξω απ’ τη δουλειά, το σχολείο, τα μέσα μεταφοράς ή τα φαστφουντάδικα. Το άμεσο αίτιο των ταραχών ήταν η εκδίκηση. Εκδίκηση για μια ρατσιστική αστυνομία που χτυπούσε τα παιδιά των ασιατών όταν την καλούσαν να τα προστατεύσει από επιθέσεις ρατσιστών. Εκδίκηση ενάντια σε μια αστυνομία που παρακολουθούσε επί δύο μέρες τους ίδιους ρατσιστές να χτυπούν ασιατόπαιδα και να επιτίθενται σε σπίτια και στους κατοίκους τους. Εκδίκηση ενάντια στην αστυνομία που ρουτινιάρικα σταματούσε νεαρούς ασιάτες και τους υπέβαλλε στην πιο ρατσιστική κακομεταχείριση.
Η ένταση αυξήθηκε με τις συνεχόμενες εισβολές στην πόλη φασιστών με σκοπό να προκαλέσουν μπελάδες. Η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια και η υστερία κατέβαλλε κάθε πλευρά της κοινότητας του Oldham. Υστερία που ενορχηστρώθηκε από τον τοπικό τύπο, με επαναλαμβανόμενες ιστορίες για την έλευση του NF. Οι άνθρωποι τρομοκρατούνταν να κατέβουν στο κέντρο της πόλης.
Η τοπική φυλλάδα, η Evening Chronicle είχε ήδη κλείσει αρκετά χρόνια αναφέροντας εκτενώς πώς τόσοι λευκοί είχαν πέσει θύματα ασιατών πορτοφολάδων ως ρατσιστικές επιθέσεις, παρά ως αντικοινωνικά προβλήματα. Μια τέτοια εξιστόρηση συμβάδιζε και με την εκδοχή της αστυνομίας που ισχυριζόταν ότι ένα 60% των ρατσιστικών επιθέσεων στο Oldham προέρχονται από ασιάτες, εις βάρος λευκών!
Το ρατσιστικό συμβούλιο στέγασης του Oldham διασφάλιζε πως οι τόποι κατοικίας θα έμεναν εθνοτικά “καθαροί”. Αυτή η πολιτική δημιουργούσε εκτεταμένες απομονωμένες ζώνες κατοικίας για την λευκή εργατική τάξη, μακριά από το κέντρο της πόλης, με λιγοστές υπηρεσίες. Μεγαλώνοντας ξεχωριστά, οι άνθρωποι έφταναν να μην έχουν τίποτα κοινό ο ένας με τον άλλον. Η ανεργία και οι μισθοί πείνας είναι κοινός τόπος στο Oldham. Πολύ χειρότερα στις περιοχές των ασιατών απ’ ότι στων λευκών, αλλά κατατρύχουν την πόλη διασχίζοντάς την, αναβλύζοντας μια αίσθηση θλίψης. Η μιζέρια αυτή οδηγεί την μια ομάδα ανθρώπων να ρίχνει το φταίξιμο στην άλλη για τα προβλήματά της, παρά να εντοπίσει τον κοινό εχθρό στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που τα γεννά. Οι άνθρωποι καθοδηγούνται σε μια ταύτιση με τη φυλή τους, παρά με την τάξη τους. (απόσπασμα από κείμενο της Anarchist Federation)

Το Oldham είναι μια περιοχή του Manchester με μεγάλο αριθμό μεταναστών (πρώτης και δεύτερης γενιάς), κυρίως από ασιατικές χώρες και την Αφρική. Οι μετανάστες κάτοικοι απολαμβάνουν την καθημερινή παρενόχληση της αστυνομίας καθώς και τις “διαμαρτυρίες” και προσβολές των εθνικιστών. Τα περισσότερα σχολεία είναι είτε 99% λευκών ή 99% ασιατών-αφρικανών, η ανεργεία σε άνοδο, φτώχεια, μια οικονομία που παρακμάζει με την πτώση της παραδοσιακής βιομηχανίας, θλιβερά κτίρια και δρόμοι του 1940, ενώ το τοπικό συμβούλιο (και μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής) απασχολεί κατά κύριο λόγο λευκούς, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον καχυποψίας και μιζέριας, δεν είναι περίεργη η ανάδυση διαφόρων μύθων, όπως “τα λεφτά των φόρων των λευκών -εργαζομένων- τα σκορπάει το κράτος στους -άνεργους/τεμπέληδες- ασιάτες, πχ για να τους χτίσει τζαμί”. (Σύμφωνα πάντως με τη σχετική αναφορά Ritchie που έγινε για λογαριασμό των αρχών μετά τις ταραχές, 53 εκ. λίρες δαπανήθηκαν στις συνοικείες που κατοικούσαν κατά κύριο λόγο λευκοί στα 1995/6, σε αντίθεση με 16 εκ. στις αντίστοιχες συνοικείες μεταναστών).

Αν και δεν είναι ξεκάθαρο πως ακριβώς ξεκίνησαν όλα, κάποια προσβολή σε έναν νεαρό ασιάτη από αστυνομικό ή εθνικιστή πιθανότατα, οι ταραχές επεκτάθηκαν σε όλο το Oldham και μέρος του γειτονικού Chadderton, με κορύφωση το Σάββατο 26 Μάη 2001 (πυρπόληση της -κατειλημένης εντωμεταξύ- παμπ λευκών Live and Let Live και αρκετών ΙΧ κι ενός αστυνομικού βαν, άλλα 32 περιπολικά σπάστηκαν αργότερα), και συνεχίστηκαν την Κυριακή 27, και τη Δευτέρα 28 (επίθεση στα γραφεία της Evening Chronicle), κυρίως γύρω από το Glodwick όπου εκατοντάδες ασιάτες (κυρίως από το Πακιστάν, Μπαγκλαντές κ.α.) με μολότοφ, τούβλα, μπουκάλια κλπ αντιμετώπισαν δεκάδες διμοιρίες καταστολής ταραχών, τραυματίζοντας τουλάχιστον 15 μπάτσους.
Η πρώτη αντίδραση των ΜΜΕ και του κράτους ήταν να αποδώσουν τις ταραχές σ’ έναν αδιανόητο φανατισμό των μεταναστών, να τις μετατρέψουν σε κάτι ξένο, αν όχι άμεσα εχθρικό προς την λευκή εργατική τάξη…

Categories
Uncategorized

Για τους 9 του MOVE

Για τους 9 του MOVE

Πηγή: http://www.spiritoffreedom.org.uk/
Περισσότερες πληροφορίες: http://www.onamove.com/

Για επικοινωνία με το MOVE:

MOVE
P.O. Box 19709
Philadelphia, PA 19143
610-499-0979.
onamovellja@aol.com
Η μπροσούρα “20 Years on the Move” [ PDF ] [ Text ]

Οι 9 του MOVE είναι 9 αθώοι άνδρες και γυναίκες, φυλακισμένοι από το 1979, μετά από μια μαζική επίθεση της αστυνομίας στα γραφεία του MOVE στο Powerton Village της Philadelphia (7 χρόνια πριν το κράτος αποφασίσει τελικά να τα βομβαρδίσει, δολοφονώντας επι τόπου 11 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 5 παιδιών)

Το πιστεύω του MOVE είναι η ζωή. Τα μέλη του MOVE ακολουθούν τις διδασκαλίες του John Africa. Τα μέλη του MOVE έχουν μια ακλόνητη πίστη στις ιδέες τους. Αυτή η δέσμευση τους ενώνει, τους δίνει δύναμη, τους κάνει μια οικογένεια, παρά τα χρόνια εξωτερικά προβλήματα.

Στις 8 Αυγούστου του 1978, έλαβε χώρα μια στρατιωτική επιχείρηση του Αστυνομικού Τμήματος της Philadelphia, υπό τη διεύθυνση του δημάρχου Frank Rizzo. Ήταν το αποκορύφωμα πολλών ετών αστυνομικής βίας ενάντια στο MOVE, ενώ η φήμη του Rizzo για το ρατσισμό του και την κατάχρηση εξουσίας εναντίον των πολιτών είναι μνημειώδης.

Στη διάρκεια της επίθεσης, χρησιμοποιήθηκε βαρύς εξοπλισμός προκειμένου να γκρεμιστούν τα οδοφράγματα γύρω από το σπίτι, και η αστυνομία εισέβαλε, ενώ μονάδες των SWAT είχαν αποκλείσει κάθε πιθανή έξοδο. Τα μέλη του MOVE υποχώρησαν προς το υπόγειο, το οποίο οι μπάτσοι πλημμύρισαν με αντλίες νερού. Καθώς η στάθμη του νερού ανέβαινε, τα μέλη του MOVE κρατούσαν τα παιδιά και τα σκυλιά του σπιτιού πάνω από το νερό.

Ξαφνικά η αστυνομία άνοιξε πυρ και γάζωσε με σφαίρες ολόκληρη την περιοχή. Ο αστυφύλακας James Ramp χτυπήθηκε από μια σφαίρα και πέθανε.

Οι ενήλικες του MOVE βγήκαν από το σπίτι κρατώντας τα παιδιά τους στα χέρια μέσα από σύννεφα δακρυγόνων και συνελήφθησαν αμέσως. Κανείς τους δεν πυροβόλησε και κανένας δεν είχε όπλα στην κατοχή του. Όλοι τους χτυπήθηκαν και βασανίστηκαν. Ακόμα και οι τηλεοπτικές κάμερες κατέγραψαν το βίαιο ξυλοδαρμό του Delbert Africa από τους αστυνομικούς. (Τρεις από τους τέσσερεις αστυνομικούς παραπέμφθηκαν σε δίκη και αθωώθηκαν παρά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία). Ο Δήμος ανέλαβε να γκρεμίσει και να εξαλείψει τα ερείπια του σπιτιού την ίδια μέρα, καταστρέφοντας κάθε αποδεικτικό στοιχείο.

Οι 9 του MOVE καταδικάστηκαν σε 30 – 100 χρόνια ο καθένας, κατηγορούμενοι για το φόνο του αστυφύλακα James Ramp. Οι αναφορές από την αυτοψία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η σφαίρα που χτύπησε τον Ramp κινήθηκε από πάνω προς τα κάτω. Τα μέλη του MOVE βρίσκονταν στο υπόγειο του σπιτιού, κάτω από το επίπεδο του δρόμου, κάτι που το κάνει βαλλιστικά αδύνατον να έχουν ρίξει τη σφαίρα αυτοί…

Στην πραγματικότητα, τα 9 μέλη του MOVE καταδικάστηκαν επειδή ήταν μέλη του MOVE. Οι κατηγορίες για φόνο ήταν στημένες. 12 ενήλικες συνελήφθησαν, μεταξύ τους 2 υποστηρικτές του MOVE και ένα μετανοημένο μέλος του MOVE που αφέθηκαν ελεύθεροι. Στην προδικαστική εξέταση, ο δικαστής είπε στην μία τους: “Δεν έχω κάποια απόδειξη ότι είσαι μέλος του MOVE” και την άφησε να φύγει. (Η Consuewella Dotson αρνήθηκε να αποκηρρύξει το MOVE, οπότε δικάστηκε ξεχωριστά και καταδικάστηκε σε 10 – 20 χρόνια. Βγήκε με αναστολή στα 1994 μετά από σταθερή δημόσια πίεση). Ο Merle Africa από τους 9 του MOVE πέθανε φυλακισμένος στις 13 Μαρτίου μετά από 20 χρόνια άδικης φυλάκισης.

Μετά τη δίκη, στα 1980, ο δικαστής Malmed είπε: “Τους δίκασα σαν μια οικογένεια, και τους καταδίκασα σαν μια οικογένεια”. Όταν εμφανίστηκε σε ένα ραδιοφωνικό σόου μια μέρα αργότερα, ένας ακροατής ρώτησε “Ποιός σκότωσε τον James Ramp;” στο οποίο ο Malmed απάντησε “Δεν έχω ιδέα”… Ο ακροατής αυτός ήταν ο Mumia Abu Jamal, ένας από τους ελάχιστους δημοσιογράφους που έκανε ακριβείς ανταποκρίσεις για την υπόθεση του MOVE. Ο Mumia πυροβολήθηκε και χτυπήθηκε από την αστυνομία και τελικά τον παγίδευσαν με κατηγορίες για το φόνο ενός αστυνομικού στις 9 Δεκέμβρη 1981. Από το 1983 βρίσκεται καταδικασμένος στη θανατική ποινή, δεν αποδέχεται τις κατηγορίες και μάχεται για τη ζωή του και την απελευθέρωση όλων των φυλακισμένων του MOVE.

Έχουν περάσει πια 20 χρόνια από την επίθεση της 8ης Αυγούστου του 1978. Τα μέλη του MOVE έχουν περάσει σχεδόν το μισό της ελάχιστης ποινής τους στη φυλακή. Παρά τα εμπόδια του διαχωρισμού από τις αδερφές, τους αδερφούς, τους/τις συζύγους τους και τα παιδιά τους, παραμένουν αδάμαστοι και πιστοί στις ιδέες τους, τη ζωή, και τη διδασκαλία του John Africa. Έχουν γίνει διάφορες κινήσεις για συλλογή αιτήσεων για την αποφυλάκισή τους, όμως θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη δημόσια πίεση για κάτι τέτοιο.

Μπορείτε να γράψετε στους φυλακισμένους του MOVE στις παρακάτω διευθύνσεις

Debbie Simms Africa (006307), Janet Holloway Africa (006308) and Janine Philips Africa (006309) all at: SCI Cambridge Springs, 451 Fullerton Ave, Cambridge Springs, PA 16403-1238, USA.

Michael Davis Africa (AM4973) and Charles Simms Africa (AM4975) both at SCI Grateford, PO Box 244, Grateford, PA 19426-0244, USA.

Edward Goodman Africa (AM4974), 301 Morea Rd, Frackville, PA 17932, USA.

William Philips Africa (AM4984) and Delbert Orr Africa (AM4985) both at SCI Dallas Drawer K, Dallas, PA 18612, USA.

Για τον Mumia Abu Jamal

Ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο απέσυρε τη θανατική ποινή από τον πρώην Μαύρο Πάνθηρα και δημοσιογράφο Mumia Abu-Jamal, ενώ η ποινή του θα επανεξεταστεί. Κατηγορείται εδώ και 20 χρόνια, σύμφωνα με το δικαστή Judge Yohn , για την εκτέλεση ενός λευκού μπάτσου της Philadelphia στα 1981, του Daniel Faulkner. Ωστόσο, σε μια 272σέλιδη αναφορά του Yohn, μια βδομάδα σχεδόν μετά τη συμπλήρωση 20 χρόνων από το περιστατικό, ζητούνταν ακόμη 180 μέρες προκειμένου να οριστεί η τελική ποινή, υπογραμμίζοντας διάφορα λάθη στην θανατική ποινή που αποδώθηκε στη δίκη του 1982. Η εισαγγελέας της Philadelphia, Abraham θα προωθούσε την αναφορά του Yohn στο 3 Εφετείο της Philadelphia. Ο Yohn κατέληγε στο ότι οι οδηγίες και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη του Mumia 19 χρόνια πριν ενδέχεται να έχουν μπερδέψει τους δικαστές και να συσκότισαν πιθανά ελαφρυντικά στοιχεία, στον υπολογισμό της ποινής.

Μπορείτε να γράψετε στον Mumia abu Jamal στη διεύθυνση:

Mumia Abu Jamal, (AM8335), SCI Greene, 175 Progress Drive, Waynesburg PA 15370, USA.

Για περισσότερες πληροφορίες: International Concerned Family and Friends of Mumia Abu-Jamal -PO Box 19709, Philadelphia, PA19143, USA or see www.mumia.org

Ο Mumia έχει γράψει δυο βιβλία στη φυλακή, το ‘Live from Death Row’ και το ‘Death Blossoms’, και τα δυο κυκλοφορούν από την AK Press.

*
Μπορείτε να γράψετε στο συμβούλιο εφετών, υποστηρίζοντας την αποφυλάκιση των μελών του MOVE, στους παρακάτω:

Chairman Catherine C Mcvey
Charles Fox
Michael Green
Jeffrey R. Imboden
Mathew T Mangino
Benjamen A. Martinez
Gerard N. Massoro
Judy Viglione
Lloyd A.White

at PENNSYLVANIA BOARD OF PROBATION AND PAROLE
1101 SOUTH FRONT STREET
SUITE 5100
HARRISBURG, PA 17104-2517
Τηλέφωνο: 001 -717-787-5699

*
FREE THE MOVE 9
FREE ALL POLITICAL PRISONERS
DOWN with the rotten cyst,m
ON THE MOVE

Categories
Translations

On Vaggelis Botzatzis’ case

On Vaggelis Botzatzis’ case

Vaggelis Botzatzis has been remanded into custody accused of setting fire to two company cars owned by a energy/power company. According to the communique claiming responsibility for a group called “Antiauthoritarian Conscience Brigade” the person or persons unknown who carried out the arson did so in protest at the destruction of the natural environment and in support of the workers who died at the power plant.

You can check out that communique at: http://directactiongr.blogspot.com/2007/10/arson-against-ppc-vehicles-thessaloniki.html

Vaggelis is also accused of setting fire to a bank and starting a fire inside a French car dealership in the days of the recent riots by young people. Vaggelis denies all the allegations against him and maintains his innocence. You can communicate with the detainee (in Greek, English or French) at:

Vaggelis Botzatzis
Komotini Juridical Prison (“Dikastikes Fylakes Komotinis”)
T.K. 69100
GREECE

Vaggelis is accused (under the “anti”terror law) with “Arson, repeated and in common, explosion, making and possessing explosive material, criminal organization, terrorist actions”, and three felonies, and is in pre-trial detention (up to 18 months, according to the Greek laws). Three more persons are still fugitives, under the same case.

Letter from Anarchist Vaggelis Botzatzis

From the judicial prison of Komotini (24/1/8)

I am already 2 months imprisoned in the galleys of democracy. In the prisons effigies of prison society. I am pre-trial imprisoned with a made-up bill of indictments which is based on the testimony of a security guard (who asserts that he saw my car license plates) and by black-mailing inhumanely my companion, the secret police after an hour-long detention and intimidation threatened her and forced her to sign a totally made-up deposition. This deposition after a few days was denounced and refuted by my companion on her own in front of the interrogator as a product of black-mail.

Imprisoned by the anti-terror law, a law that aims at de-sensing acts and practices of resistance of symbolic actions, so it can show them as a threat to society, hiding in the meantime the fact that the terrorists are those who put forward these laws. In these frames, warrants are issued for 3 other comrades who are wanted by the police now.

Nothing is new or unfamiliar for anyone that has open eyes and is not possessed by illusions. Judges, prosecutors and interrogators imprison people before trial for each case that reaches their hands and give life-long sentences in order to hide their involvement in para-judge groups, who use the 18 month long pre-trial imprisonment as a penalty for cases that they know will get acquitted in the auditorium, following orders of each of their masters. Police that humiliate human dignity in police stations, who shoot in cold blood unarmed immigrants at the borders, who shoot in the head to “save” insured money, who “suicide” prisoners, who spray with chemicals those who decide to go against the will of the rulers. Media and journalists, political party, ministry, MP, millionaire employees, show an objectiveness which is nothing but the interests of their bosses. Assignees who are not boggled to sell-out for money and job careers. And next to this hodge-podge of institutionalists, a diffused social informery. Truck drivers, shop-owners and guards, everyday informers, defenders of the “honest sweat” of the banks, security guards and uniformed men, everywhere supervision and social control. Across this silence and obedience that is forced by this whole meshwork of authority, there are those who stand with clear glance and with sure steps they walk on the roads of insurrection.

Whether from inside the galleys of society, whether inside the social galley, the struggle goes on…

FREEDOM to the anarchists Yannis Dimitrakis, Yiorgos Vousis-Vogiatzis, Marios Tsourapas, Hrisostomos Kontorevithakis, Nikos Kountardas

FREEDOM for the fighter Vaggelis Pallis

SOLIDARITY to the 3 wanted comrades

FREEDOM TO ALL PRISONERS

Vaggelis Botzatzis
Judicial prisons of Komotini

Letter from the 3 wanted (27/1/8)

-Early hours of Monday 26/11/07

Comrade V.Botzatzis is arrested by plain clothes police while he was at his friend’s house in Ano Poli, Thessaloniki, and his car is confiscated. He is taken to the main police station of Thessaloniki, where he is held for over 48 hours, in total isolation and without legal coverage.

The same day, Monday morning, and while the cops have already forced entry in Vangelis house and in his friend’s, she (companion of Vangelis) is arrested at her workplace.

In the afternoon and evening of the same day, 4 more arrests of comrades who are politically closely related with Vangelis. 2 of them as well while working and the 2 other ones from a cafe in the centre of Thessaloniki. Late at night the 4 are let free while there is a solidarity demo where we were more of 100 people outside of the police station where Vangelis and his friend are still held.

-Tuesday 27/11/07 after 35 hours of detention, Vangelis friend is free. The same afternoon, Ano Poli (the broader area around our places of residence) is surrounded by police forces. 2 riot police buses are lined up in the neighborhood limits and tens of undercover cops, motorbike police and cop cars are moving provocatively around in the area. At the same evening we are informed that the anti-terror unit is forcing entry in our houses (in one of the two houses without the presence of a lawyer or a resident while in the other one a comrade is arrested and let free after a few hours. This fact made it clear to us that the police is trying to set up a dirty game against us by inventing “guilty”.

-On Wednesday 28/11/07, an unsubstantial, invented deposition of Vangelis friend, a product of black-mail, of threats, of psychological violence and pressure, an unbelievable list of charges is made up for Vangelis and 3 arrest warrants are issued against us.

The charges we receive are 5 felonies and 3 delinquencies, specifically: Complete arson and in attempt in a group and continuously, complete explosion and in attempt in a group and continuously, construction and possession of explosive mechanism, distinguished occasion of private property damage, formation of a criminal group, terrorist actions in a group and continuously, illegal possession of weapons.

Vangelis denies the charges, he states that he is an anarchist and gets imprisoned at the judicial prisons of Komotini. Alike, the 3 of us don’t accept any of the charges.

The Media in an admirable collaboration with the agents of authority take action. Publicized on the newspapers Makedonia, Ethnos and on the channels Mega, ET3, Alter, Alpha are the pictures of the 3 of us. Only the word “wanted” was missing and a cash award that would be given to any possible informer.

Inside this entire atmosphere, from the beginning with having any doubts we chose to escape. A choice so conscious as also political. We are anarchists and as that we realize the world around us. For us the struggle for freedom is the only way. The labels of innocent-guilty, ethical-unethical, good-bad are not recognized by us and we don’t attempt to do it now. That’s why we choose to not be victims of authority, of the processes, of laws, of austerity or leniency.

We realize ourselves as political beings that belong in the anarchist-revolutionary movement. Our participation in this is a way to exist in the present without having to wait resignedly for an earthly paradise of social justice but by putting forward the everyday pursuit and the rupture between institutions and relationships for regaining human dignity.

We exist in a condition of today, without evangelizing a “better tomorrow”, we live and struggle for today, while putting perspectives for the future. We consider the triptych “yesterday-today-tomorrow” a beginning for fertile criticism. We learn from our mistakes and move away from them.

We realize our existence-realization as an enemy towards the existing. Actively we stand opposed to all those who reflect this compromised society, which we see as a whole and not only to its authoritative factors and institutions but to the whole of its besotted citizens. Those who with their “neutral” stance which is not neutral at all because silence is complicity, are trying to gain a sure place in this system, ruled by complexes of micro-authorities. Whether those who voluntarily play their roles of lawful citizens-conscious informers where the rules, the laws and order gain ethical power alike the obedience to death of modern social cemeteries.

It was, it is and it will always be our choice to stand across all this scum, and the reason is no other than that our life and our freedom, nobody else except us can determine.

We were, we are and we will always be attackers on this world that the only it has to put front is apathy, sureness and self-slavery.

Our realizations look like impetuous waters that try to take with them the orders of authority whichever form they have. The rocks of the legality limits, which artily tries to force the radical components of this society, would not block their road.

We didn’t compromise and we would never compromise with this old world. Because we never possessed a position in the authority corral. Because our dignity would never let us follow by our own will the tactic of being the sheep ready to be slaughtered. Because we know very well your “chaste” democracy, the democracy of totalitarianism, of control and security-insecurity. Because we are humans and we would never exchange our freedom at any cost.

See you at the theatrical show that you call court.

ON THE ROAD TOWARDS FREEDOM

NOTHING HAS FINISHED EVERYTHING CONTINUOUS

FREEDOM FOR COMRADE VANGELIS BOTZATZIS

Dimitra S., Kostas H., Ilias N.

Categories
Translations

The case of the 27 activists of Parnitha (Athens, 2007)

The case of the 27 activists of Parnitha (Athens, 2007)

Ok, This isn’t exactly news. It is a report on the case of the 27 activists prosecuted for an eco-action in Parnitha mountain, near Athens, back at 2007. They are all free without charges, though I thought since this contact wasn’t active at the time, there should be a report on that even now, for archive use.

***


Sunday, July 29 2007, one month after the destructive sprawl arson at Parnitha mountain, Athens, 27 activists got arrested near the mountain, accused for a symbolic attack with paintbombs against the “Mont Parnes” casino, earlier that day.
The casino is built within the natural forest of Parnitha, and remained untouched during the arsons that destroyed a large part of Greece’s forests and wildlife and costed more than 67 people their lives, since the local firemen were sent to protect the casino’s infrastructure and not the forest. The casino is even planning its expansion inside the damaged forest area, a part of wich (around 20.000 acres) was donated to the casino by the Greek government, right after the arsons, so as to “protect” it. The casino belongs by 51% to a Greek state’s agency, and by 49% to private companies, mainly “Regency Entertainment-BC Partners”.
Two days before that, an “Open Assembly from Strefis hill” organised a march in the forest and blockaded the casino’s teleferik, facing intense police pressure.
On the 29th, the police mobilised riot-policemen, police cars, helicopters and special police squads. This operation resulted in the arrest of 27 activists, who were beaten while hand-cuffed. Inside GADA (Athens police headquarters), they were tortured and deprived of any phone calls, even to their lawyers. After their strong dissent inside GADA, and the gathering of supporters outside the building, those injured heavily were sent to a hospital, and the police announced the accusations against the 27.
On Monday 30, the 27 activists appeared before a district attorney. The riot police, outside the jury, attacked supporters gathered but was repelled succesfully.
The activists, in a communique they circulated on August 5, signed “The deers of Parnitha” state they decided to act against the casino “recognising the fact that its presence is irrelative and totally competitive to the natural forest, and that it is needed to kick it out and prevent its expansion. That’s why this paint attack was a symbolic, fair and posetive action aiming to contribute in the awakeningof an equal social justice”. They also mention that “The day we climbed up the mountain was when a provocative declaration of a goofy celebrity of the ruling class named Aris Spiliotopoulos, parliament member of New Democracy, accusing the anarchists for the forest arsons” and that “as friends of the forest and the mountain of Parnitha we couldn’t limitate to the protests that took part in the city, we went up to the place of the crime, where the forest was burnt and the monstrous casino raised among thousands of burnt trees. Thus, the morning of Sunday, June 29 we realised an intervention outside Regency Casino at Parnitha, lifting a banner writing “Kick the casino out of Parnitha” and chanting slogans as “Our rage won’t be put out – kick the casino out”, “Either a casino or a forest, take your roulettes and go home”, while the security guards run away inside the casino from where they kept watching us, once they realised they ‘re not in danger. During the intervention, red paint (symbolizing the blood of innumerable animals lost during the last fire) was thrown at the entrance and the front walls of the casino, and slogans were spray painted on them, against the presence of the casino in the forest. Then, after our intervention and the symbolic attack against this church of gambling, and after we passed through the burnt zones, we continued our route through passages inside the forest zones and the streams of our beloved mountain, while above us two police helicopters were looking for us, and police units with buses, jeaps and motorbikes, riot policemen, crime units, special police forces, frontier patrols and undercover policemen where hunting us. We are also aware of the fact that the chief leaders of the Greek police went up the mountain and settled outside a refuge at “Bafi” where they headed the whole operation asking desperately for the arrest of all those that “dared to hit the casino”.
According to witnesses, local municipality officers but also a few residents helped the police spot them.
On Monday, January 7, around 30 persons occupied a radio station in Athens and transmitted messages of solidarity to the 27 arrestees. Meanwhile, many groups around Greece circulated posters and communiques in solidarity to the 27 activists.
On January 10, the 27 activists faced a jury in Athens, where more than a hundred supporters attended. All 27 were found not guilty for the accusations concerning throwing paint at the casino, while two of them were found guilty for “dissobedience” and set on parole because they denied to give their identity while they were under arrest. After the trial, while they were leaving the jury, the cops tried to stop the two claiming they had to pay around 70 euros for extra jury expenses, though supporters from the audience intervened so they managed to leave without paying anything.
The 27 are set free, without charges.

***

Also check out some photos of the marches at Parnitha:
at athens IMC
Of the paint attack against the casino:
at indy.gr
Of a march, at the site of the Open Assembly at Strefis hill:


Earth Liberation Prisoners Support! – Greece

Categories
Ναδίρ

Για την αθλιότητα της ψυχολογίας

Για την αθλιότητα της ψυχολογίας

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο φυλλάδιο «να πάρουμε πίσω τις χαμένες νύχτες μας από τα τόσα φώτα» τον Οκτώβρη του 2005 στη Σαλονίκη)

«αυτό που συνθλίβει τους ανθρώπους είναι η ντουλάπα»
(Β. Ροζάνοφ, ρώσος μηδενιστής, 1856-1919)
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΡΕΛΛΟΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ» (Αθήνα 1985, Χημείο)

Δεν τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με τις επιστήμες και την ταξικότητά τους. Η διάκριση υγιούς κι αρρώστου ατόμου [αταβισμός του δίπολου καλού (χρήσιμου)- κακού (βλαβερού)] είναι μια βολική δικαιολογία. Ολόκληρη η θάλασσα του θετικισμού δεν μπορεί να ξεπλύνει το αίμα των εγκλημάτων που έχουν γίνει εις βάρος των κοινωνικά αποκλεισμένων, στο όνομα πάντοτε της (σιχαμερής ιδεολογίας της) προόδου και του κοινού καλού. Δεν είναι τυχαίο που φορέας κάθε κακού θεωρείται το προλεταριάτο. Είναι αυτό άλλωστε, που γαμιέται στη δουλειά (αποκτώντας και κληρονομώντας τις ανάλογες ασθένειες, από θρομβώσεις μέχρι καρκίνους…), και που εκτονώνει την ένταση μιας ζωής μισθωτής σκλαβιάς, καταπίεσης και μιζέριας, με συχνά αυτοκαταστροφικούς τρόπους. Εδώ προκύπτει κι ο ρόλος της ιατρικής γενικότερα, στην ανακούφιση της ασθένειας ώστε το άτομο να καταστεί πάλι παραγωγικό- χρήσιμο για την κυρίαρχη τάξη. Με ελάχιστη απόκλιση, παρόμοιο ρόλο παίζουν όλες οι συναφείς επιστήμες. Η ξεφτίλα της ψυχολογίας, όμως, πάει πολύ παραπέρα. Περνά από τον Γκέμπελς, μαικήνα της «ψυχολογίας της μάζας» και ταυτόχρονα υπουργό του Χίτλερ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την πλύση εγκεφάλου, για να περάσει στο πλευρό της δημοκρατίας, με τον αγγλοσαξονικό μπεχαβιορισμό, για να φτάσει στον καπιταλισμό των ημερών μας, με το βιομηχανικό marketing και τα προτρεπτικά ερεθίσματα κατανάλωσης προϊόντων. Παράλληλα, υπηρέτησε αποτελεσματικά την κάθε εξουσία στην καταδυνάστευση των «εσωτερικών εχθρών» της. Από τα γερμανικά λευκά κελιά που εγκαινίασαν οι αγωνιστές της RAF, ως τα ψυχιατρεία- κολαστήρια, όπου «σωφρονίζονται» χιλιάδες προλετάριοι που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να προσαρμοστούν στην ορθολογικότητα του καπιταλισμού, την κατ εξοχήν παράνοια! Ο απεγκλωβισμός τους απ’ τα ψυχιατρικά κελιά δεν αρκεί. Το εξωτερικό περιβάλλον είναι το ίδιο εχθρικό. Η οδύνη της ταξινόμησης των ανθρώπων, της τοποθέτησής τους σε ασφυκτικούς κοινωνικούς ρόλους, όπως τα ράφια της ντουλάπας, παίρνει τέλος μόνο με το γκρέμισμα της ντουλάπας. Κι αυτό σημαίνει πως η ‘επανάσταση είναι θεραπευτική’…

Categories
Giorgio Agamben

Όχι στη Βιομετρία – Giorgio Agamben

Όχι στη Βιομετρία – Giorgio Agamben

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Galion στην Αγγλία ξεκινούσε τις έρευνές του πάνω στα αποτυπώματα και ο Bertillon στη Γαλλία ανακάλυπτε την δικαστική φωτογραφία για “ανθρωπομετρική ταυτοποίηση” (όρος της εποχής), διαδικασίες σαν αυτές προορίζονταν αποκλειστικά για τους κατά συρροήν εγκληματίες.

Σήμερα, αντικρύζουμε την αυγή μιας κοινωνίας η οποία προορίζει για όλους τους πολίτες της αυτά που ως τώρα προόριζε για τους παραβάτες. Σύμφωνα με ένα σχέδιο που έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται, η φυσική σχέση του Κράτους με αυτούς που ο Rousseau αποκαλούσε μέλη της επικράτειας, θα είναι βιομετρική, που πάει να πεί, γενική καχυποψία.

Υπο την πίεση της αύξουσας αποθράσσυνσης των μεταβιομηχανικών κοινωνιών, η έννοια του πολίτη προοδευτικά οδεύει από αυτή της απόλυτης πολιτικής συμμετοχής στην ολοένα και πιο έντονη συμπεριφορά σαν σε δυνάμει εγκλήματίες. Έτσι το πολιτικό σώμα μετατρέπεται σε εγκληματικό σώμα.

Οι κίνδυνοι μιας τέτοιας κατάστασης είναι φανεροί σε όλους, εκτός από όσους δεν θέλουν να δουν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε καλά-καλά αν οι φωτογραφίες που επέτρεπαν στους ναζιστές αστυνομικούς να εντοπίσουν και να χαρτογραφήσουν τους εβραίους στις κατεχόμενες χώρες, επισπεύδοντας έτσι τη μετανάστευσή τους, ήταν αρχικά επαγγελματικές κάρτες ή δελτία ταυτότητας. Τί θα συμβεί όταν μια εξουσιαστική δύναμη κάνει χρήση των βιομετρικών δεδομένων ενός ολόκληρου πληθυσμού;

Γίνεται όλο και πιο ανησυχητικό που οι ευρωπαϊκές χώρες, αφού επέβαλαν τη βιομετρική επιτήρηση στους μετανάστες, τώρα ετοιμάζονται να την επεκτείνουν σε όλους τους κατοίκους τους. Οι αιτιολογίες της ασφάλειας που δικαιολογούν μια τέτοια πρακτική δεν είναι καθόλου πειστικές, μιας και ακόμα κι αν μπορούν να αποτρέψουν κάποιον “σεσημασμένο” να εγκληματίσει ξανά, δεν μπορούν να σταματήσουν το πρώτο έγκλημα ή μια πράξη “τρομοκρατίας”. Από την άλλη, είναι απόλυτα αποτελεσματικές για τον μαζικό έλεγχο των ατόμων. Την ημέρα που η βιομετρική επιτήρηση θα γενικευθεί και η επιτήρηση από κάμερες θα εγκατασταθεί σε όλους τους δρόμους, κάθε κριτική και κάθε αξιοπρέπεια θα είναι αδύνατες.

Οι νέοι φοιτητές που στις 17 Νοέμβρη (2005) κατέστρεψαν τις βιομετρικές πύλες στο εστιατόριο της σχολής του Gir-sur-Yvette έδειξαν ότι νιάζονται περισσότερο για τις ατομικές μας ελευθερίες και την δημοκρατία από όσους αποφάσισαν ή αποδέχτηκαν την εγκατάσταση των πυλών αυτών αδιαμαρτύρητα.

Εκφράζω την αλληλεγγύη μου με αυτούς τους γάλλους σπουδαστές και δημόσια δηλώνω ότι θα αρνηθώ να υποβληθώ σε κάθε βιομετρική επιτήρηση και ότι είμαι πρόθυμος να αρνηθώ το διαβατήριό μου καθώς και κάθε δελτίο ταυτότητας.

Giorgio Agamben

Le Monde, 5 December 2005 (Μετάφραση από τα Γαλλικά στα Αγγλικά – ΝΟΤ ΒΟRED!)

Σ.τ.μ Το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 2005, 20 άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε κλόουν, έστησαν γρήγορα μια παράσταση στη τεχνόπολη του Saclay, στην οποία κατέστρεψαν 2 βιομετρικούς ελεγκτές. Η ζημιά ανέρχεται σε πάνω από 15.000 ευρώ. 3 άτομα προσάχθηκαν, ανακρίθηκαν και τελικά συνελήφθηκαν από την αστυνομία. Στις 17 Φλεβάρη 2006 καταδικάστηκαν σε τρεις μήνες φυλάκισης και 500 ευρώ…

Ο Giorgio Agamben είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βενετίας, στην Ιταλία και συγγραφέας. Αρνήθηκε τη θέση του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης προκειμένου να μην υποβληθεί σε βιομετρικό έλεγχο. Δήλωσε δημόσια την αλληλεγγύη του στους συλληφθέντες σε μια ανοιστή εκδήλωση υποστήριξής τους.

Categories
Uncategorized

Για την πόλη ως φυλακή

Οι τοίχοι της πόλης – C. G.

Μετάφραση από τα ιταλικά στα αγγλικά: Diavolo in Corpo #3
Μετάφραση στα ελληνικά: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)

Η φυλακή είναι μόνο επιφανειακά η εξαίρεση στον κανόνα: η τιμωρία του εγκλήματος που διαπράχτηκε ή της αθωότητας έγκειται πραγματικά στην ολότητα της κοινωνίας όπου ο καθένας τιμωρεί τον άλλον επειδή απλώς βρίσκεται εκεί και όπου ο καθένας που διαθέτει μια σκέψη αναρωτιέται αυτό το πράγμα κάθε μέρα: γιατί με έριξαν εδώ; Τι έχω κάνει; Και όπου η τρομακτική εμμονή της απόδρασης είναι ίδια μ αυτή των φυλακισμένων. Ίσως κι ακόμα πιο έντονη. Η εξέλιξη του σωφρονιστικού συστήματος με την κατασκευή τόσων πολλών νέων χώρων τιμωρίας έχει μια σημασία πέρα από αυτή του «πιο ανθρωπιστικού και σωφρονιστικού» που είναι η διαχείριση του πόνου. Η απόσταση, ο διαχωρισμός μεταξύ της πόλης και της φυλακής της, που ήταν πάντοτε μεγάλος- μειώνεται, καθώς οι κάτοικοι της πόλης ολοένα και μοιάζουν (μέσα από την εργασία, την οικογένεια, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα θέατρα, τα στάδια) με φυλακισμένους κάποιων φυλακών-προτύπων στους οποίους χαρίζονται περιστασιακά άδειες (σαββατοκύριακα, διακοπές, αργίες), με την υποχρέωση πάντοτε να επιστρέφουν σε συγκεκριμένη ημερομηνία, χωρίς περιθώρια λάθους. Ακόμα κι ο «προαυλισμός» αποτελεί έναν καθρέπτη της πόλης στη φυλακή και της φυλακή στην πόλη. Οι άνθρωποι περιορισμένοι στα πεζοδρόμιά τους, περικυκλωμένοι από πανύψηλους τοίχους, περπατούν θλιβερά και μονότονα μέσα κι έξω σε μαγαζιά, φορτωμένοι με άχρηστες αλλά υποχρεωτικές αγορές. Οι άνθρωποι παρακολουθούνται με κάμερες μέσα κι έξω από τα μαγαζιά αυτά, υποχρεώνονται να περάσουν από ανιχνευτές μετάλλων για να μπουν σε μια τράπεζα, είναι αναγκασμένοι να χτυπούν εισιτήρια για το μετρό ή το τρένο, με σφυρίγματα για κάθε λάθος ανάγνωση των προσωπικών μας στοιχείων στον κωδικό μιας κάρτας, επινόησης των γκούλαγκ. Νομίζεται ακόμα ότι είναι πολύ διαφορετικό απ’ ότι μια φυλακή;

Μπορώ να δω το προαύλιο του Newgate όπου οι κρατούμενοι με τις πιτζάμες τους περπατούν γύρω γύρω στη σειρά, στον περίφημο κύκλο επινόησης του Dore, σε κάθε φορά που περπατώ σ ένα ευωδιαστό πεζοδρόμιο, από αυτά τα οποία ο δήμαρχος ασχολήθηκε με το να τα γεμίσει ζαρντινιέρες σύμφωνα με το μοντέλο της «εδέμ», μέσα στην απέραντη αστική φυλακή που κυβερνά. Μήπως έχουμε βγει από το προαύλιο του Newgate; Το χουμε αφήσει πίσω μας, ή απλά αφήσαμε τις πιτζάμες στο καθαριστήριο;

Το μοντέλο της «εδέμ» έχει να κάνει με την δημιουργία πάρκων – τα οποία ακόμα κουβαλούν ετυμολογικά την ανάμνηση του παραδείσου (το πάρκο δεν είναι παρά μια σύντμηση του παραδείσου, στα περσικά πάρντες σημαίνει κήπος…) μέσα στην αποπνικτική αστική κόλαση. Αυτά τα πάρκα, αργότερα υποβαθμίστηκαν ονομαζόμενα ως «ζώνες πρασίνου». Όμως τι αλλάζουν αυτά τα περιορισμένα παρτέρια πράσινου; Το αστικό πράσινο δεν είναι δάσος, ελευθερία, καταφύγιο, ελεύθερο παιχνίδι του πνεύματος μεταξύ ζωών διαφορετικών από την ανθρώπινη. Δεν είναι παρά εικόνες του ανθρώπου και με έναν ολοένα και πιο βάναυσο τρόπο, ανθρώπινες εικόνες που σηματοδοτούν αυτό από το οποίο υποφέρουμε: τοίχοι, τοίχοι που μας περικυκλώνουν και μας περιορίζουν, φυλακές.

Η κατασκευή νέων φυλακών (λιγότερο σκοτεινών, και μερικές φορές λιγότερο αποπνικτικών) ξεκίνησε από το φασιστικό καθεστώς (πειραματικά, σε μικρές πόλεις) ούτως ώστε να μειωθεί η απόσταση μεταξύ πόλης και φυλακής, ώστε να σχηματιστεί μια ενιαία, συμπαγή, ολοκληρωτική φυλακή. Βλέπουμε τις φυλακές του Orvieto, χτισμένες στα 1936 τη χρονιά του μεγαλύτερου φασιστικού θριάμβου, δε διαφέρουν από το ιταλικό μπαρ, το πανεπιστήμιο της Ρώμης ή κάθε εστία νεότητας… Όμως η πρότυπη ολοκληρωτική πόλη, όπου το αστικό τοπίο ενοποιήθηκε ως αντίδοτο στην επέλαση της ελονοσίας, ήταν η Littoria (Latina) όπου η φυλακή, χτισμένη στα 1939, είναι ένα τυπικό κτίριο μιας ανώνυμης υπηρεσίας, ένα πραγματικό και υποδειγματικό δείγμα αρχιτεκτονικής των μελλοντικών προαστίων. Κι ένα σύγχρονο συγκρότημα διαμερισμάτων στα προάστια ανταποκρίνεται ευρύτατα στις συνθήκες των φυλακών. Από το ισόγειο μέχρι το ρετιρέ, παντού η ίδια μαγειρική: μακαρόνια-μπριζόλες-σαλάτα-επιδόρπιο, όπως ακριβώς και σε μια κανονική φυλακή.

Η διαφορά είναι ότι η οικογένεια στο διαμέρισμα δεν πετάει πολύ φαγητό, διατηρεί τα αποφάγια, μαγειρεύει με περισσότερη σύνεση. Στη φυλακή, όπως και στο στρατόπεδο ή στο νοσοκομείο, έχουμε εξαιρετικές σπατάλες φαγητών που μαγειρεύονται ωστόσο με έναν χυδαίο τρόπο. Κανείς δε θα έγλειφε εκείνα τα πιάτα, που τόσο συχνά επιστρέφονται γεμάτα.

Ανάμεσα στα επιτεύγματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών των αρχών του 20ου αιώνα, αυτό το στοιχειό υπάρχει ακόμα: αν και οι ειδικές συνθήκες των φυλακών μπορούν να αλλάξουν με κάθε πιθανό τρόπο, μέσα στην ασταμάτητη υποβάθμιση της κοινής ζωής και της γενικής κοινωνικότητας στο εξωτερικό, στην εγκατάλειψη της πόλης, τίποτα δεν μπορεί να γίνει για να εμποδιστεί αυτή η αναπόφευκτη μεταμόρφωση της ολότητας του αστικού περιβάλλοντος σε μια φυλακή που έχει γίνει ηλεκτρονική εδώ και καιρό, και στοιχειώνεται από όλα τα τυπικά φαινόμενα της φυλακής όπως οι βιασμοί, οι σεξουαλικές «χάρες», η ανταλλαγή υποχρεώσεων που καταλήγει να γίνεται ακόμα πιο σημαντική κι από την χρηματική ανταλλαγή. Σε κάθε σημείο της πόλης, σε κάθε ώρα της ημέρας, εκατομμύρια αστικών κρατουμένων παρακολουθούν το ίδιο πράγμα στις τηλεοράσεις τους όπως οι κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί σε μια ποινή κι αυτοί που κρατούνται προφυλακισμένοι περιμένοντας να δικαστούν. Οι δικαστές οι ίδιοι κάνουν το ίδιο, ζητωκραυγάζουν μαζί για το γκολ της μιας ή της άλλης ποδοσφαιρικής ομάδας.

Σήμερα κάθε αστικός χώρος παρακολουθείται, ελέγχεται, περιπολείται, φρουρείται, κινδυνεύει, απειλείται. Στο όνομα της ασφάλειας, έχει σταδιακά φτάσει στο σημείο της δημιουργίας μιας απόλυτης τεχνολογικής-στρατοκρατούμενης φυλακής. Μπορεί να πει κανείς, ότι αυτός ο μακρύς πόλεμος θα σταματήσει μόνο προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα είδος τερατώδους φυλακής ως μια ακραία μορφή «απαραίτητης» προστασίας. Κι όλο αυτό συμβαίνει κάτω από μια δημοκρατία που προσπαθεί να φανεί ανίσχυρη, κάτω από την εξισωτική ρητορική με την οποία παινεύεται, ώστε να αποτρέψει, μιας και αυτό θέλει και χρειάζεται προκειμένου να διατηρηθεί, κάθε πόλη των ονείρων της απ’ το να γίνει μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου η κυκλοφορία των υποκειμένων θα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την κυκλοφορία των κρατουμένων γύρω γύρω στο προαύλιο με τους ψηλούς τοίχους χωρίς παράθυρα και τα εξαντλημένα, μίζερα ρυθμικά βήματα.



Categories
Feral Faun

Βιοτεχνολογία και ψηφιοποίηση της ζωής

Βιοτεχνολογία και ψηφιοποίηση της ζωής

Πηγή: Wilful Disobedience #2

Για χρόνια υποστήριζα ότι η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη, ότι φέρει μέσα της την ιδεολογία των επικρατέστερων μορφών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης για λογαριασμό των οποίων δημιουργείται. Αν κάτι τέτοιο δεν ήταν προφανές σε προηγούμενα τεχνολογικά επιτεύγματα, η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας το κάνει σαφές.

Ακολουθώντας την μεθοδολογία της σύγχρονης επιστήμης, η οποία τείνει να κατατέμνει τα πάντα στα μικρότερα στοιχεία τους σε μια υποτιθέμενη προσπάθεια να τα «κατανοήσει», η βιοτεχνολογία υποσκάπτει την ανεξαρτησία του ατόμου και την δυνατότητα ελεύθερης αλληλεπίδρασης, ενδυναμώνοντας παράλληλα μια μηχανική θέαση της ζωής και μια εξάρτηση στους «ειδικούς» προκειμένου να συντηρηθεί αυτός ο μηχανισμός.

Από τις καταβολές της, η σύγχρονη επιστήμη είδε το σύμπαν σαν μια τεράστια μηχανή. Σε μια τέτοια μηχανιστική προοπτική, η μέθοδος για να κατανοήσεις σε έναν βαθμό τη λειτουργία των πραγμάτων είναι να τα σπάσεις σε μικρά κομματάκια και να τα μελετήσεις απομονωμένα. Έτσι, η επιστημονική μέθοδος δεν ήταν ποτέ απλώς μια εμπειρική μέθοδος-η μέθοδος της παρατήρησης. Η εμπειρική παρατήρηση έπρεπε να επιβεβαιωθεί στην απομόνωση του εργαστηρίου μέσα από ελεγχόμενους πειραματισμούς.

Η μηχανιστική θέαση του σύμπαντος συναντά τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης με μεγάλη επάρκεια. Καθώς προχωρά ο καπιταλισμός και μαζί του αναπτύσσονται τα τεχνολογικά μέσα με τα οποία ελέγχει τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και τις πρώτες ύλες, η επιστημονική κατανόηση της συμπαντικής μηχανής μεταλλάσσεται επίσης, παρέχοντας μια ιδεολογική δικαίωση για τις αναπτυσσόμενες μεθόδους εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Ενώ κάποιοι προσπάθησαν να πλασάρουν τις, ηλικίας σχεδόν εκατό ετών πια, «νέες» επιστημονικές προοπτικές της σχετικότητας και της κβαντικής φυσικής ως ένα τέλος στις μηχανιστικές προοπτικές κι ένα πέρασμα στον «μυστικισμό» της επιστήμης, θα ήταν πιο ακριβές να λέγαμε ότι η νευτώνεια μηχανική άνοιξε το δρόμο για την κυβερνητική μηχανική (cybernetic mechanicism), το σύμπαν μεταμορφώθηκε σε μια μαθηματική κατασκευή από bits πληροφοριών, από κβάντα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα υποατομικά σωματίδια είναι, στην πραγματικότητα, μόνο μαθηματικές εξισώσεις που φαίνεται να λύνουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και να σημαίνουν ένα σημείο στην οθόνη μιας μηχανής που δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό παρά την προβολή τέτοιων σημείων σε ένα γιγαντιαίο εργαστήριο. Εδώ η επιστήμη ολοκληρωτικά χάνει κάθε προσανατολισμό πάνω στην εξίσωση των υποτιθέμενων αποτελεσμάτων των «θεωρητικών πειραμάτων» (και πλέον αναπαραστάσεων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές) με τα υλικά πειράματα. Ο συνεκτικός κόσμος του οποίου έχουμε την εμπειρία δεν είναι τίποτα. Ο κόσμος των δεδομένων (data), των bits πληροφοριών, είναι τα πάντα, είναι η πραγματικότητα.

Η βιοτεχνολογία ταιριάζει τέλεια σε μια τέτοια κυβερνητική θέαση του σύμπαντος. Η επιστήμη της γενετικής έχει κάνει με τη ζωή αυτό που η ατομική και υποατομική φυσική έκανε με το σύμπαν – την έσπασε σε μικρά κομματάκια, σε bits ανταλλασσομένων πληροφοριών. Και όπως ακριβώς στην «νέα» φυσική, το υλικό σύμπαν όπως το εκλαμβάνουμε παύει να έχει σημασία, εκτός ως ένα όχημα για την αλληλεπίδραση των κβάντα, έτσι και για την προοπτική των γενετιστών, η ατομική ύπαρξη, το ον και οι σχέσεις του με το περιβάλλον δεν έχουν καμία σημασία γι αυτούς. Το πολύ που του αναγνωρίζουν είναι ως όχημα της γενετικής πληροφορίας, η οποία θα πρέπει να ιδωθεί ως η ουσία της ζωής, υποσκάπτοντας κάθε έννοια ατομικότητας, ζωτικότητας, ελευθερίας των σχέσεων και ολιστικής συνοχής.

Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει μια τέτοια προοπτική είναι να ψηφιοποιεί τη ζωή. Η ύπαρξή μας δεν νοείται πλέον σαν μια συνοχή του σώματος, του μυαλού, των παθών, των επιθυμιών, των δράσεων κι επιλογών μας, της θέλησης και των σχέσεων σε έναν μοναδικό χορό μέσα στον κόσμο, αλλά μάλλον σαν μια διαδοχή ανταλλαγής βιο-πληροφοριών που δύνανται να προσαρμοστούν μέσα από την χειραγώγηση των ειδικών.

Το κοινωνικό πλαίσιο για μια τέτοια προοπτική είχε αρχίσει να σχηματίζεται ήδη πριν την «ανακάλυψη» του DNA που επέφερε το ακριβές υλικό για τα bits πληροφορίας. Η καπιταλιστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μετέτρεψε τον πολίτη (ήδη κομμάτι του συμπλέγματος του έθνους-κράτους) σε παραγωγό-καταναλωτή, βασικά αναλώσιμο, που μπορεί να αντικατασταθεί με κάθε άλλον, μετασχηματίζοντας την κοσμοθεώρηση της κοινωνικής τάξης. Η συνοχή του υποκειμένου είχε ήδη υποβαθμιστεί, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνικής μηχανής. Είναι λοιπόν τότε, τόσο σπουδαίο το πέρασμα στον μετασχηματισμό του υποκειμένου σε κάτι που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα άθροισμα γενετικών πληροφοριών οι οποίες είναι ανταλλάξιμες με κάθε άλλο «ζωντανό» εργαλείο;

Οι πρώτοι σύγχρονοι επιστήμονες ήταν συνήθως πιστοί χριστιανοί. Έτσι, όταν φαντάζονταν την μηχανή του σύμπαντος, ήταν γι αυτούς μια μηχανή κατασκευασμένη απ’ τον θεό και μ έναν σκοπό που ξεπερνούσε τον εαυτό της. Έκτοτε, οι επιστήμονες έχουν αφήσει πίσω τους τη σύλληψη ενός ανώτερου σκοπού. Το κυβερνητικό σύμπαν δεν εξυπηρετεί άλλον σκοπό παρά τη διατήρηση του εαυτού του, ούτως ώστε να διατηρήσει τη ροή των bits πληροφοριών. Αυτό, σε ένα πρακτικό κοινωνικό επίπεδο σημαίνει ότι κάθε ον υπάρχει μόνο και μόνο για να διατηρεί την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Κάθε υποκείμενο είναι ένα εργαλείο για τον σκοπό αυτό, και τα εργαλεία αυτά μπορούν να προσαρμοστούν όταν είναι ανάγκη, ώστε να διατηρήσουν την ροή πληροφοριών – σαν να λέμε το κέρδος – που επιτρέπει στην κοινωνία να αναπαράγεται.

Ωστόσο, αν και υποβαθμισμένα, τα υποκείμενα συνεχίζουν να υφίστανται. Αυτοί που προωθούν την βιοτεχνολογία πιέζονται να μας πείσουν για τα οφέλη της. Αν η ιδέα της βιοτεχνολογίας ως ένα μέσο για την καταπολέμηση της πείνας στον κόσμο έχει χάσει κάθε πειστικότητα μπροστά στους τρόμους της τεχνολογίας-εξολοθρευτή και του πατενταρισμένου γενετικού υλικού, στον τομέα της ιατρικής, η βιοτεχνολογία έχει κατορθώσει να παρουσιάσει ένα πολύ πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Οι υποθετικές γενετικές καταβολές του καρκίνου, του αλκοολισμού, της σχιζοφρένειας, της εξάρτησης απ’ τα ναρκωτικά και ενός αύξοντος αριθμού άλλων ασθενειών, διαταραχών και συμπεριφορών είναι πλέον αποδεκτές ως κοινοτοπίες παρά τα γεγονός ότι δεν υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για κάτι τέτοιο, και βασίζεται κυρίως σε θεωρήματα. Ωστόσο η μιντιακή προπαγάνδα δουλεύει καλά, παράγοντας μια συγκατάβαση σε πολλούς να αποδεχτούν την «θετική» ιατρική χρήση της βιοτεχνολογίας, δηλαδή, τη συγκατάβασή τους να τους διαχειριστούν ως κυβερνητικές μηχανές που μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά μετά από μια εξωτερική χειραγώγηση κάποιων bits πληροφοριών.

Ο μελλούμενος τρόμος της βιοτεχνολογίας – η γενετική επιμόλυνση, η διάχυση γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών στο περιβάλλον, η απολυταρχική χρήση της κλωνοποίησης – τους κάνουν να ζητούν μόνο μια ρύθμιση αυτού του τεχνολογικού συστήματος, ώστε να αποτραπεί μια «κακή» χρήση του. Όμως αν είναι η βασική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από την τεχνολογία αυτή, αυτό που αμφισβητούμε, αν είναι η υποβάθμιση της υποκειμενικής ύπαρξης σε έναν προσαρμόσιμο μηχανισμό για τη ροή των πληροφοριών, τότε μια τέτοια ρύθμιση είναι άχρηστη. Αν πρέπει να διασώσουμε την αξιοπρέπεια του ατόμου, την ομορφιά της ζωής, το θαύμα του σύμπαντος, τότε πρέπει να δράσουμε για την καταστροφή της τεχνολογίας αυτής, και του κοινωνικού συστήματος που την παράγει. Και δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η βιοτεχνολογία είναι απλώς η τελευταία, πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της ίδιας υποβαθμιστικής ιδεολογίας που είναι έμφυτη στο βιομηχανικό τεχνολογικό σύστημα – και στην εξημέρωση την ίδια – από την αρχή του.

Για όσους από μας η ζωή δεν είναι απλώς επιβίωση, για όσους το θαύμα, η ομορφιά, το πάθος και η χαρά είναι η ουσία της ύπαρξης, για όσους η μοναδικότητα κάθε είδους είναι η βάση για έναν κόσμο ελευθερίας των σχέσεων, το καθήκον είναι τεράστιο: η καταστροφή της ψηφιοποιημένης ύπαρξης που μας έχει επιβληθεί και η δημιουργίας μιας νέας κάθε μέρα που περνά, ως μοναδικά και υπέροχα όντα σχετιζόμενα με όσους/ες και όσα αγαπάμε.

[Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Νοέμβρης 2007]

To κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Wilful Disobedience

Categories
Massimo Passamani

Εξέγερση και σώμα – Massimo Passamani

Εξέγερση και σώμα – Massimo Passamani

Ολόκληρη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού μπορεί να διαβαστεί σαν μια συστηματική απόπειρα να αποκλειστεί και να απομονωθεί το σώμα. Από τον Πλάτωνα κιόλας, κάτι τέτοιο έγινε από καιρό σε καιρό φανερό, ως τρέλα που πρέπει να ελεγχθεί, παρόρμηση που πρέπει να καταπιεστεί, εργατική δύναμη που πρέπει να διευθυνθεί, ασυνείδητο που πρέπει να ψυχαναλυθεί.

Η πλατωνική διάκριση μεταξύ σώματος και πνεύματος, μια διάκριση που τραβήχτηκε μέχρι την απόλυτη υπεροχή του τελευταίου («το σώμα είναι ο τάφος του πνεύματος»), συνοδεύει ακόμα και τις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις στη σκέψη.

Τώρα, αυτή η θέση υποστηρίζεται σε πολυάριθμα φιλοσοφικά κείμενα, σχεδόν σε όλα, εκτός από κείνα που είναι ξένα προς την επιλεκτική και μερική ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Μια ανάγνωση του Νίτσε και των συγγραφέων όπως η Hannah Arendt βρήκε τη δική της σχολαστική συστηματοποίηση (φαινομενολογική ψυχολογία, ιδέα της διαφοροποίησης κλπ). Ωστόσο, ή καλύτερα εξ αιτίας αυτού, δεν νομίζω ότι αυτό το πρόβλημα, οι συνέπειες του οποίου είναι πολλές και εντυπωσιακές, έχει διερευνηθεί εις βάθος.

Μια ριζική απελευθέρωση των υποκειμένων εμπεριέχει έναν εξίσου ριζικό μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε το σώμα, τις εκφράσεις και τις σχέσεις του.

Εξαιτίας μια πολεμικής χριστιανικής κληρονομιάς, οδηγούμαστε στην πεποίθηση ότι η κυριαρχία ελέγχει και εκμεταλλεύεται ένα μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς όμως να επηρεάζει την εσωτερική της φύση (και θα μπορούσαν κι εδώ να ειπωθούν πολλά για τη διάκριση μεταξύ μιας υποτιθέμενης εσωτερική κι εξωτερικής φύσης). Φυσικά, οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατική επιβολή μολύνουν και βλάπτουν τη ζωή, όμως εμείς θεωρούμε ότι η αντίληψη του εαυτού μας και του κόσμου έχει παραμείνει αναλλοίωτη. Έτσι, ακόμα κι όταν φανταζόμαστε μια ριζική ρήξη με το υπάρχον, είμαστε σίγουροι ότι είναι το σώμα μας όπως το αντιλαμβανόμαστε τώρα που θα δράσει κάπως έτσι.

Αντίθετα, νομίζω ότι το σώμα μας υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από έναν τρομαχτικό ακρωτηριασμό. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στις φανερές όψεις του ελέγχου και της αλλοτρίωσης που συνδέονται με την τεχνολογία. (ότι τα σώματα έχουν υποβιβαστεί σε ρεζερβουάρ οργάνων είναι κάτι το προφανές αν αναλογιστούμε το θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, η οποία περιγράφεται μέσα από έναν πονηρό ευφημισμό ως το «τελευταίο όριο της ιατρικής». Για μένα η πραγματικότητα μοιάζει πολύ χειρότερη από την φαρμακευτική κερδοσκοπία και τη δικτατορία της ιατρικής όπως μαρτυρά ένα διαχωρισμένο και ανίσχυρο σώμα). Η τροφή, ο αέρας, οι καθημερινές σχέσεις έχουν ατροφήσει τις αισθήσεις μας. Η αναισθησία της εργασίας, η βεβιασμένη κοινωνικότητα, η φριχτή υλικότητα του κουτσομπολιού, κυριαρχούν τόσο τη σκέψη όσο και το σώμα, μιας και δεν είναι εφικτή καμιά διάκριση ανάμεσά τους.

Η πειθήνια υποταγή στον νόμο, τα μονοπάτια που εγκλωβίζονται οι επιθυμίες μας, οι οποίες στην αιχμαλωσία μετατρέπονται σε θλιβερά φαντάσματα του εαυτού τους, αδυνατίζουν τον οργανισμό όπως ακριβώς η μόλυνση ή η βεβιασμένη χορήγηση φαρμάκων.

«Η ηθική είναι εξάντληση», είπε ο Νίτσε.

Για να ζήσει κανείς τη ζωή του, αυτή η υπερβολή που πρέπει να της αποδοθεί, εμπεριέχει έναν μετασχηματισμό των αισθήσεων όχι λιγότερο απ’ όσο των ιδεών ή των σχέσεων.

Έχω πρόσφατα αρχίσει να βλέπω τους ανθρώπους ως κάτι το όμορφο, ακόμα και σωματικά, κάτι που φαινόταν σχεδόν ασήμαντο λίγο καιρό πριν. Όταν προβάλεις τη ζωή σου και δοκιμάζεσαι σε μια πιθανή εξέγερση μαζί με κάποιον, βλέπεις στους συμπαίκτες σου πανέμορφα υποκείμενα, κι όχι τις σκυθρωπές φάτσες και τα σβησμένα κορμιά της συνήθειας και της υποταγής. Πιστεύω ότι γίνονται πραγματικά όμορφοι (κι όχι ότι απλά μου φαίνονται έτσι) τη στιγμή στην οποία βιώνουν τις επιθυμίες τους και πραγματώνουν τις ιδέες τους.

Η ηθική κατάληξη ενός που εγκαταλείπει το σύστημα της εξουσίας και του επιτίθεται είναι μια αντίληψη, μια στιγμή στην οποία δοκιμάζει κανείς την ομορφιά των συντρόφων του και την μιζέρια του καταναγκασμού και της υποταγής. «Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», μια φράση του Καμύ που ποτέ δεν έπαψε να με γοητεύει όπως μόνο ένας λόγος για να υπάρχεις θα μπορούσε.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα μπορεί να πραγματοποιήσει αυτή την τελική άποψη για τη ζωή που ανοίγεται στις επιθυμίες και στην αμοιβαιότητα, και μόνο μια προσπάθεια προς την ομορφιά και προς το άγνωστο μπορεί να απελευθερώσει τα αιχμαλωτισμένα σώματά μας.


Categories
Mike Davis

Συνέντευξη του Mike Davis στο Occupied London

Αντίσταση, Ανατροπή και Καταστροφή του Συμπλέγματος της Επιτήρησης και του Ελέγχου: μια συνέντευξη με τον Mike Davis

Ο Mike Davis είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Ιρβάιν, και συγγραφέας μεταξύ άλλων των: “City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles” (1990), “Dead Cities, And Other Tales” (2003) και πιο πρόσφατα, “Buda’s Wagon: A Brief History of the Car Bomb” (2007). Παρακάτω, ακολουθεί ένα απόσπασμα από συνέντευξή του στο περιοδικό Voices of Resistance from the Occupied London στις 23/2 στο Λονδίνο.

Ασχολείσαι συχνά με την εύρεση αναλογιών μεταξύ διάφορων τάσεων αστικού ελέγχου στον κόσμο. Θα μπορούσες να συγκρίνεις την κατάσταση στο Λος ’Αντζελες, την καταστολή και την επιτήρηση που διεξάγεται εκεί στην περίοδο που γράφεις το “City of Quartz” με την κατάσταση στο Λονδίνο σήμερα;

Δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το σύμπλεγμα της επιτήρησης που υφίσταται στο Λονδίνο. Ακόμα και οι κάμερες CCTV μόνο τώρα τελευταία τέθηκαν στο προσκήνιο στις ΗΠΑ. Η συνολική επιτήρηση των κεντρικών περιοχών αμερικανικών πόλεων είναι κάτι για το οποίο έχω γράψει στις αρχές του ’90 όμως μόνο όσον αφορά μικρές περιοχές, ελάχιστα στρέμματα στο κεντρικό Λος ’Αντζελες για παράδειγμα. Αν ο Giuliani (Σ.τ.μ. Rudolf Giuliani, συντηρητικός δήμαρχος της Νέας Υόρκης) γίνει πρόεδρος θα έρθουμε πιο κοντά στην ιδέα της συνολικής επιτήρησης και του ελέγχου στο κέντρο των πόλεων όμως το Λονδίνο είναι τουλάχιστον μια αν όχι δυο γενιές πιο μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, στις ΗΠΑ η υποδομή ήδη υπάρχει: οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας έχουν πλέον συστήματα επιτήρησης που καταγράφουν το μποτιλιάρισμα. Όμως θεωρώ ότι το Λονδίνο είναι πραγματικά σοκαριστικό με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, δεν είχα ιδέα, πριν έρθω εδώ, ότι τα υπόγεια περάσματα παρακολουθούνται και τα δεδομένα αποθηκεύονται. Στις ΗΠΑ τα πράγματα πήραν μια διαφορετική κατεύθυνση. Προφανώς, σε κάθε οικονομική συναλλαγή που έχεις, και ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, υπάρχει μεταφορά δεδομένων ή ακόμα και πώλησή τους για λόγους μάρκετινγκ. Πιστεύω ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα μπορεί να είναι το πιο προχωρημένο του κόσμου, με αυτήν την έννοια, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του μάρκετινγκ για να κατηγοριοποιήσει ανθρώπους και να τους περάσει πολιτικά μηνύματα. Επίσης, υπάρχει πολύ μεγαλύτερος προϋπολογισμός και περισσότερα ερευνητικά προγράμματα στις ΗΠΑ. Για να δώσω ένα παράδειγμα του πως λειτουργεί αυτό: Η κυβέρνηση Bush χρειάζεται προγράμματα υποδοχής μεταναστών ώστε να ικανοποιήσει την ανάγκη για εργατικά χέρια σε κρίσιμους τομείς όπως οι καλλιέργειες. Όμως, βρίσκεται εκτεθειμένη από μια εξέγερση της βάσης των ρεπουμπλικάνων ενάντια στους δημοκρατικούς. Ένα από τα πράγματα που ζητούν είναι η ανέγερση ενός τοίχους σε όλο το μήκος των μεξικανικών συνόρων και το Κογκρέσσο πράγματι εξουσιοδότησε την κατασκευή μέρους του, αν και άνθρωποι που εργάζονται στον έλεγχο των συνόρων και στην επιτήρηση το κοροϊδεύουν μιας και οι τοίχοι αυτοί θα είναι ολότελα αναποτελεσματικοί: Μεταλλικά αναχώματα ύψους 12 ποδιών (σ.τ.μ: 4 μέτρα) που θα μπορούσε να σκαρφαλώσει ο καθένας. Εργάζονται σε κάτι εξ ολοκλήρου διαφορετικό: ένα εικονικό σύνορο, περισσότερο σαν τον εικονικό έλεγχο που υφίσταται αυτή τη στιγμή στο Λονδίνο. Έπρεπε να ταΐσουν κουτόχορτο τους συντηρητικούς των προαστείων που ήθελαν κάτι σε φυσικό τοίχος α-λα Βερολίνο, να τους δίνει την αίσθηση ασφάλειας του ελέγχου των συνόρων. Ο πραγματικός έλεγχος πάνω στις κινήσεις των ανθρώπων δεν έχει τόση ανάγκη από τα τείχη αυτά όσο έχει την τεχνολογία. Αυτή είναι και η σφαίρα όπου πιστεύω ότι οι ΗΠΑ είναι πιο προχωρημένες προς την δημιουργία μιας κοινωνίας ολοκληρωτικού ελέγχου. Ο Perry, ο κυβερνήτης του Τέξας, εξουσιοδότησε την τοποθέτηση καμερών σε περιοχές των συνόρων όπου περνούν άνθρωποι συχνά και τις συνέδεσε στο διαδίκτυο. Έτσι δημιούργησε ψηφιακούς ρουφιάνους. Ο καθένας μπορεί να σπαταλήσει το χρόνο του χαζεύοντας στην έρημο, κι αν δει έναν μεξικάνο να έρχεται μπορεί να καλέσει κάποιο παράρτημα της τεξανής πολιτείας που θα ειδοποιήσει τους συνοριοφύλακες.

Έτσι το ίντερνετ μπορεί να απειλεί την ελευθερία χάρις στον τρόπο που μπορούμε όλοι να εποπτεύουμε, να καταπιέζουμε και να φυλακίζουμε ο ένας τον άλλον: είμαστε πλέον όλοι δεσμοφύλακες, επιτηρώντας ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Είναι μια αποκρουστική ιδέα και η ακρο-δεξιά την λατρεύει, να έχει κάποιο ρόλο να παίξει στην αστυνόμευση της μετανάστευσης και της κοινωνίας. Ο καθένας, υπό μια έννοια, αρέσκεται να φοράει ένα αστυνομικό σήμα.

Στο Λ.Α. έβαλαν πρόσφατα ψηφιακές εικόνες στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας ώστε να μεταδίδουν προειδοποιήσεις για την κίνηση, παρόλο που είμαστε ακόμη πολύ πίσω από την Ευρώπη στο ζήτημα αυτό. Τώρα τους χρησιμοποιούν για συναγερμούς για απαγωγές κλπ. Το πρόβλημα με το να τοποθετηθούν ένα σωρό από αυτές στις ΗΠΑ και ιδιαίτερα στα κέντρα των πόλεων, είναι ότι δε θα άντεχαν ούτε μια μέρα! Θα ήταν αναγκασμένοι κατά κάποιο τρόπο να εξοπλίσουν, να οχυρώσουν και να προστατεύσουν τις κάμερες επιτήρησης. Το επίπεδο βανδαλισμού στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων είναι πολύ προχωρημένο κι εκτενές… Κάποτε υπολόγισα την κάλυψη ανά τετραγωνικό μέτρο των γκράφφιτι στο Λ.Α. και πήρα συνεντεύξεις από ανθρώπους που καθάριζαν τα γκράφφιτι κλπ. Μπορούν να βάλουν κάμερες όμως θα σπαστούν και θα κατεβούν. Μπορεί να γίνεται με την μεσαία τάξη – ίσως περάσει στα κυριλέ προάστεια του Santon ή στις συνοικείες των λευκών του Johannesburg όμως αν αρχίσεις να βάζεις κάμερες στις γειτονιές των αμερικανικών γκέτο, θα πρέπει να βάλεις κι από έναν αστυνομικό να φυλάει την καθεμιά τους. Είναι μια από τις αντιφάσεις της κοινωνίας του ελέγχου. Οι κάμερες CCTV δεν είναι τόσο προχωρημένες στις ΗΠΑ όσο στην Ευρώπη. Οι άνθρωποι επαναπαύονται περισσότερο στην ιδιωτική αστυνομία στις ΗΠΑ.

Γιατί δεν υπάρχουν βανδαλισμοί ενάντια στις κάμερες στο Λονδίνο;

Αυτό θα ήταν κι ένα απ τα δικά μου ερωτήματα. Νομίζω ότι πρέπει να προπαγανδίσουμε και να αγωνιστούμε για την ιδέα μιας παγκόσμιας εξέγερσης ενάντια στη συνθήκη της επιτήρησης, ενάντια στην καταστρατήγηση των αστικών ελευθεριών. Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους και να βρούμε κάθε πιθανό τρόπο να αντισταθούμε, να ανατρέψουμε και να καταστρέψουμε το σύμπλεγμα της επιτήρησης και του ελέγχου. Σιγουρα, εκατομμύρια εφήβων το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Ο Kevin Lynch έγραψε ένα βιβλίο πάνω στον βανδαλισμό. Τον ενδιέφερε πολύ ο βανδαλισμός σαν μια αστική διαδικασία, οι βανδαλισμοί κάθε είδους. Τον μελέτησε στα ’70, σε έναν βαθμό ώστε να καταλάβει πως οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν και μερικώς επειδή τον ενδιέφερε η ίδια η λογική του. Θεώρησε πως οτιδήποτε ενέπλεκε τους ανθρώπους και το τεχνητό περιβάλλον, ακόμα και η καταστροφή του, ήταν κάτι το θεμιτό. Αν θες να δημιουργήσεις μια θεωρία συμμετοχικής αρχιτεκτονικής ή πολεοδομίας, ο βανδαλισμός φαίνεται να είναι η πιο συνηθισμένη και δημοφιλής μορφή συμμετοχής στο τεχνητό περιβάλλον, εξεγειρόμενος ενάντια στην απανθρωποποίησή του, με την συγκέντρωση της εργατικής τάξης στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων κλπ.

Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μια στρατηγική ώστε να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον: θα έπρεπε να βανδαλίζουμε και να ανατρέπουμε τη συνθήκη της επιτήρησης και την μεσαία τάξη που τη στηρίζει. Το να κατεβάζεις τις προειδοποιητικές πινακίδες “ένοπλης αυτοάμυνας” (σ.τ.μ. συνηθίζεται στην αμερικανική επαρχία, ιδιαίτερα στον νότο, μια εσκεμμένη παρεξήγηση της “νόμιμης αυτοάμυνας”, που εμφανίζεται σε πινακίδες στα χωράφια με επιγραφές όπως “Αν πατήσεις στην ιδιοκτησία μου, σε περιμένι μολύβι” κλπ) απ΄ τα χωράφια τρελαίνει τους ανθρώπους… Όχι ότι η ένοπλη αυτή αυτοάμυνα θα πραγματοποιηθεί σίγουρα, αλλά οι άνθρωποι νιώθουν εξαιρετικά εξασφαλισμένοι έχοντας την πινακίδα εκεί. Αν τους την αφαιρέσεις νιώθουν πως όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος θα κινητοποιηθούν εναντίον τους, και πιθανό να δολοφονηθούν την επόμενη μέρα. Έχω ξεκινήσει μια σειρά από βανδαλισμού μαύρων σκιάχτρων – που είναι ένα φαινόμενο αμερικάνικου σωβινισμού και ρατσισμού. Πρόκειται για φιγούρες μαύρων που τις βάζουν στα χωράφια, και είναι δημοφιλείς μεταξύ ανθρώπων που νοσταλγούν την παλιά φυλετική τάξη, όταν όλοι οι μαύροι ήταν υπηρέτες ή σκλάβοι. Όταν γύρισα στο Λ.Α. στα τέλη του ’80 ανακάλυψα ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια σε σπίτια στο Beverly Hills. Είναι κάτι στο οποίο μπορεί να εφαρμοστεί όλη η δημιουργική ενέργεια της νεολαίας: στο να βρεθούν τρόποι να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί η κοινωνία της επιτήρησης.

Στο κεντρικό σας ερώτημα δεν έχω καμία απάντηση. Έζησα στο Λονδίνο στα ’80, αρκετά δυστυχισμένος και φτωχός, όπως είχα κάποιες σπουδαίες στιγμές. Ήμουν στη Fleet Street στην μάχη του Fortress Murdoch, όπου οι εργάτες των τυπογραφείων μάχονταν τους μπάτσους κάθε νύχτα… Υπέροχα πράγματα. Απέραντη ενέργεια στην πόλη. Έτσι, δεν με έλκει να γυρίσω πίσω και να δω τους ανθρώπους πειθήνιους και καθυποταγμένους. Το Λονδίνο είναι ένα μέρος όπου καταφτάνουν τόσοι άνθρωποι… Μετανάστες έρχονται για δουλειά, φοιτητές για να σπουδάσουν, μια συνεχής ροή ανθρώπων προς τα μέσα και προς τα έξω. Αναρωτιόμασταν αν αυτό έχει να κάνει με την καθυπόταξή του – ή αν, από την άλλη, προσφέρει πιθανότητες αντίστασης… Θα ΄λεγα ναι, αν και οι μετανάστες σήμερα είναι τόσο ριζοσπαστικά εκτεθειμένοι στο Λονδίνο όσο είναι και στις ΗΠΑ. Σε μια ομιλία μου προχθές προσπάθησα να εξηγήσω ότι δύσκολα μπορούμε να βρούμε μια άλλη στιγμή στην αμερικάνικη ιστορία που οι μετανάστες (περιλαμβανομένων των νομιμοποιημένων) να ήταν τόσο εκτεθειμένοι. Η κυβέρνηση του Bush υιοθετεί τη θέση ότι ακόμα και οι νόμιμοι μετανάστες δεν περιλαμβάνονται στην αμερικανική χάρτα των δικαιωμάτων ή στο σύνταγμα. Δεν απολαμβάνουν την προστασία της πολιτείας, τις αγγλοσαξονικές ελευθερίες κλπ. Γιγαντιαίες διαδηλώσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών έλαβαν χώρα πέρισι στις ΗΠΑ εκφράζοντας την υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων, την αναγνώριση του δικαιώματος στην ύπαρξη. Από την άλλη μεριά, αυτή η λογική στο Λονδίνο είναι σαφής: περισσότερο απ όσο η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο είναι η απόλυτη παιδική χαρά των πλουσίων. Ρώσσοι δισεκατομμυριούχοι κατακλύζουν το Λονδίνο, κι όχι την Ν.Υ.. Γίνεται το παν για να διαβεβαιώσουν ότι είναι ένας απόλυτα ασφαλής τόπος για να αφήσεις τα λεφτά σου. Το Λονδίνο έπαιζε πάντοτε αυτόν τον ρόλο, σε ένα βαθμό μιας και θεωρούταν ότι η Νέα Υόρκη είναι ο απόλυτος τέτοιος προορισμός. Το Λονδίνο αμφισβητεί αυτή την πρωτιά με μεγάλη ένταση, και η ειρωνία πίσω από αυτό είναι ότι η ένταση αυτή είναι κατά ένα μέρος αποτέλεσμα της πολιτικής του Ken Livingstone.

Στη διάλεξή σου στο RIBA μίλησες για τις πόλεις, ως την μόνη ρεαλιστική λύση για το μέλλον, αναφορικά με το περιβάλλον. Θα μπορούσες να το εξηγήσεις λίγο;

Αναπόφευκτα, οδεύουμε προς έναν κόσμο όπου τουλάχιστον τα δυο τρίτα του πληθυσμού θα ζουν σε πόλεις. Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω τις ιδέες του Kropotkin για μια επιστροφή στην αλληλοβοήθεια και στην αποκέντρωση… Γι αυτό πιστεύω ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της σπουδαίας συζήτησης για τις εναλλακτικές πόλεις ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς ανάμεσα στα 1880 και στα 1930. Οι πόλεις είναι ο μόνος τρόπος να τετραγωνίσουμε τον κύκλο ανάμεσα στην απαίτηση της ανθρωπότητας για ισότητα και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο σε έναν βιώσιμο πλανήτη. Η εναλλακτική για την ολοένα και εντονότερη ιδιωτική ή ατομική κατανάλωση είναι η δημόσια πολυτέλεια της πόλης. Είμαι πολύ επιρρεασμένος από τις ιδέες των κονστρουκτιβιστών προερχόμενων από τη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα. Ήρθαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η Ρωσία δεν είχε τις δυνατότητες να χτίσει πολυτελείς κατοικίες για την εργατική τάξη, αλλά θα την παρηγορούσαν με τη τη δημιουργία των πιο υπέροχων, ουτοπικών δημοσίων χώρων. Κάθε εργοστάσιο θα είχε κι ένα μεγάλο αθλητικό κέντρο, έναν κινηματογράφη ή μια βιβλιοθήκη. Οι δημόσιοι χώροι δε θα κάλυπταν μόνο τις κοινές ανάγκες, αλλά θα παρήγαγαν και θα ικανοποιούσαν και νέες. Είναι διαφορετικό να είσαι μόνος σου στο σπίτι με μια απεριόριστη πορνογραφία στο ίντερνετ και αρκετά διαφορετικό να είσαι νέος, στην πλατεία ή στο δημόσιο χώρο μαζί με ανθρώπους της ηλικίας σου και όλες τις πιθανότητες που συνεπάγεται κάτι τετοιο…

Στην ουσία της, η πόλη είναι η οικονομία της κλίμακας: παράγει τις πιο ολοκληρωμένες σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Παράγει ένα δημόσιο ή κοινωνικό πλούτο που δεν αποτελεί απλά υποκατάστατο της ιδιωτικής κατανάλωσης ή του ιδιωτικού πλούτου, αλλά επίσης τη βάση για ανάγκες που δεν μπορούν να υπάρξουν ή να εκπληρωθούν στον καπιταλισμό. Αν οι άνθρωποι είχαν δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε ολόκληρη την πορνογραφία που μπορείς να καταναλώσεις σε μια ζωή και στο φλερτάρισμα με ανθρώπους σε μια τεράστια πισίνα, τι θα επέλεγαν; Αυτός είναι ο πλούτος της πόλης. Ο Patrick Geddes, ο μεγάλος στοχαστής της πολεοδομίας από το Εδιμβούργο και φίλος του Kropotkin, ήταν ο πρώτος που είδε ότι η ανάπτυξη της πόλης και η ευάλωτη κατάσταση στην ενδοχώρα της είναι αλληλένδετες, ότι η πολεοδομική πυκνότητα υποστήριζε την διατήρηση του ανοιχτού χώρου και εξυπηρετεί τη φύση. ‘Ηταν ο πρώτος που επεξεργάστηκε σοβαρά την πολιτική των υποδομών και της ανακύκλωσης, της μη-εξαγωγής των σκουπιδιών, της βιωσιμότητας… Που είδε ότι υπήρχε μια σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν αυτός που πήγε στην Ινδία με τον βρετανικό στρατό ερευνώντας τα συστήματα υγειινής στη χώρα. Οι ινδοί είχαν λύσει τα προβλήματά τους – ξέρουν τι να κάνουν με τα σκατά τους. Το πρόβλημα το έχουν αυτοί που θέλουν να τα ρίχνουν στο νερό! Ιδού η άμεση σύνδεση μεταξύ του Geddes και του Kropotkin και μια ολόκληρη, μερικώς χαμένη αναρχική παράδοση για την αυτο-οργάνωση του αστικού πεδίου, τις αυτοδιευθυνόμενες πόλεις και την περιβαλλοντική λειτουργία των πόλεων. Δεν υπάρχει άλλη πιθανή λύση: Η Γη δε θα σωθεί από συλλογές υπογραφών. Η οικοδόμηση πόλεων που είναι πραγματικές πολιτείες με τη βαθειά έννοια του όρου είναι η λύση. Η δημιουργία μιας ισοτιμίας της ευχαρίστησης και της δημόσιας πολυτέλειας είναι η λύση. Και η αναγνώριση ότι η κατανάλωση έχει μετατραπεί σε μια πανούκλα που δηλητηριάζει εμάς και τα παιδιά μας.

Το 1934 ήρθε στο τέλος της μια συζήτηση κι ένας ελεύθερος στοχασμός για μια εναλλακτική πολεοδομία σε όλο το φάσμα, από την εγκατάλειψη των πόλεων και την επιστροφή στην αλληλοβοήθεια και στην ήπαιθρο, μέχρι σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στη Σοβιετική Ένωση, τα οράματα των υπερ-πόλεων. Υπάρχει ένα φορτίου τεράστιου πλούτου στη δημιουργική ουτοπική σκέψη για την πολεοδομία που πρέπει να επανακτηθεί. Δεν είναι απλά το προϊόν στοχαστών και σχεδιαστών, σχεδίων και μελετών εργασίας των κυβερνήσεων, αλλά σύλληψης της ατομικής δραστηριότητας των παριών της πόλης και των φτωχών, του καθένα.

Μιλώντας για τους Προβος στο ’Αμστερνταμ, τους καταστασιακούς κλπ… Το πρόβλημα είναι συνήθως η χρήση του αστικού πεδίου από πρωτοπορειακές ομάδες, ανθρώπους που προσπαθούν να συντηρήσουν παραδοσιακές μποέμ καταστάσεις: πρόσφυγες, καταληψίες, καλλιτέχνες… Κάνοντας ασυνείδητα τη δουλειά της ανάπλασης και των επιχειρήσεων real estate. Στο Λος ’Αντζελες, παρά τους ωκεανούς χρημάτων που έχουν ριχτεί στο κέντρο (το Λ.Α. έχει ένα από τα πιο απάνθρωπα κέντρα του κόσμου), η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να το ενσωματώσει. Το σημείο καμπής ήταν όταν οι φοιτητές μου της αρχιτεκτονικής και μερικοί φτωχοί καλλιτέχνες πρόθυμοι να ζήσουν μαζί με άστεγους ανθρώπους ξεκίνησαν να ζουν σε διαμερίσματα εκεί. Τελικά κατάφεραν να δημιουργήσουν ευχάριστα μέρη. Το αποτέλεσμα: εστιατόρια και μπαρ άρχισαν να ανοίγουν, όπως στην κάτω ανατολική πλευρά της Ν.Υ. ή στο Σόχο του Λονδίνου. Οι τιμές τινάχθηκανστα ύψη, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι πετάχτηκαν έξω και γιάππηδες ήρθαν, μετατρέποντας την περιοχή σε στέκι πλουσίων. Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα μιας και όταν έχεις μια δημιουργική κοινότητα ή ένα δίκτυο νέων ανθρώπων που προσπαθούν να ζήσουν στην πόλη με έναν διαφορετικό τρόπο μπορούν παρά τη θέλησή τους να γίνουν υπηρέτες της ανάπλασης.

Η ρεφορμιστική πολιτική δεν έχει να πει τίποτα πάνω σ αυτό. Δεν υπάρχει καμιά ρεφορμιστική κυβέρνηση πουθενά στον κόσμο που να μπορεί να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα της πολεοδομικής ανισότητας, μιας και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τις αξίες των οικοπέδων, της γης κλπ. Μέχρι να μπορούμε να μιλήσουμε για τσάκισμα των εγκληματικών αξιών της γης ή για κοινωνικοποίηση της γης ή για συστήματα περιορισμένης ισότητας στη γη, δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πόλη, δεν μπορούμε να πετύχουμε καμία πραγματική ισότητα μέσα της.

Δημοσιεύτηκε στο www.occupiedlondon.org στις 20/3/2007

Μετάφραση και αναδημοσίευση στο www.geocities.com/anarcores στις 29/10/2007

…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας

Categories
Crimethinc

Για την εξημέρωση των ζώων και των ανθρώπων – Crimethinc

Για την εξημέρωση των ζώων και των ανθρώπων

Πηγή: Days of War, Nights of Love

Ίσως αναρωτιέστε καμιά φορά, αν παρασυρόμαστε με την κριτική της σύγχρονης ζωής, αν όλη η κουβέντα για το κακό σύστημα και την σάπια κοινωνία είναι αποκύημα μιας νεανικής τρέλας κι αφελούς επαναστατικότητας. Είναι φαίνεται δύσκολο να πεί κανείς, μέσα από την ματιά του ίδιου του ανθρώπινου είδους, με όλη την υποκρισία του, τα όσα επιλέγει να κρύβει και να προβάλλει, αν όντως έχει κάποιο νόημα όλο αυτό… Οπότε ποιος ξέρει, ίσως τα πράγματα να μην είναι και τόσο σκατά, σωστά; αν θέλετε πάντως πραγματικά μια άποψη για το αν ο θαυμαστός νέος κόσμος μας είναι στ αλήθεια τόσο άσχημος όσο υποστηρίζουν μερικοί άνθρωποι, δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στο πως επηρεάζει τα άλλα είδη που ζουν μέσα του: τα ζώα.

Για την μεσαία τάξη, τα ζώα που γνωρίζει καλά (εκτός απ’ αυτά που έχει δει σε ταινίες και διαφημίσεις δηλαδή) είναι μάλλον αυτά που βρίσκονται στο μεσαίο κομμάτι της μη-ανθρώπινης ιεραρχίας: τα κατοικίδια, τα ζώα των ζωολογικών κήπων και των τσίρκων, τις μασκότ αθλημάτων και τα άλογα παραστάσεων. Όπως ακριβώς η αστική τάξη, έτσι κι αυτά, φαίνεται να περνάν καλά: όλη μέρα καθισιό, φαγητό και ύπνος, παιχνίδι με τα αφεντικά τους – κι όμως δεν είναι αυτή η ζωή για την οποία προορίζονταν τα ζώα αυτά, στις τελευταίες χιλιάδες χρόνων εξέλιξης. Τα σκυλιά έχουν τέσσερα πόδια ώστε να τρέχουν σε λιβάδια και κοιλάδες και να κυνηγάνε θηράματα, όχι να παίζουν φρίσμπι μια ώρα την εβδομάδα. Οι παπαγάλοι έχουν φτερά ώστε να πετούν πάνω από ζούγκλες και άγρια τοπία, όχι για να κάθονται σε στενάχωρα κλουβιά, με τα φτερά κομμένα, δίχως κάτι να συντηρεί το πνεύμα τους εκτός από το τραγούδι και τον μιμητισμό ανούσιων αποσπασμάτων λιγότερο μουσικών γλωσσών. Οι γάτες έχουν νύχια ώστε να παλεύουν και να καταδιώκουν και να τα λειαίνουν όπου επιλέγουν, έχουν όρχεις και ωάρια ώστε να σημαδεύουν την περιοχή τους και να καυλώνουν και να κάνουν έρωτα και να μεγαλώνουν γατάκια. Το να τους τα κόβουμε όλα και να τις κρατάμε κλειδωμένες μέσα, τις κάνει βαριεστημένες, παθητικές, παχιές και δίχως όρεξη να κάνουν οτιδήποτε άλλο απ’ το να τρωνε τυποποιημένες τροφές από κονσέρβες που δεν κυνηγούν ποτέ. Τα εξημερωμένα ζώα προορίζονται για γελωτοποιοί και αυλικοί του σύγχρονου νοικοκύρη, να του παρέχουν διασκέδαση και ένα υποκατάστατο κοινότητας, και οι ζωές και τα σώματά τους προσαρμόζονται σύμφωνα μ αυτό. Ο ρόλος τους δεν είναι πλέον να είναι ζώα, με όλη την πολυπλοκότητα που περιλαμβάνει κάτι τέτοιο, αλλά να είναι απλώς παιχνίδια.

Μια γρήγορη ματιά στους ανθρώπους της μεσαίας τάξης είναι αποκαλύπτική ως προς την ομοιότητα της κατάστασης εδώ. Ζούμε επίσης αποξενωμένοι από τους ομοίους μας, μέσα σε μικρά κουτιά ελεγχόμενου κλίματος, μικρά ενυδρεία με διαμορφωμένο περιβάλλον, που λέγονται διαμερίσματα. Μας ταΐζουν επίσης μια τυποποιημένη, μαζικής παραγωγής τροφή που φαίνεται να προέρχεται από το πουθενά, ολότελα διαφορετική από την τροφή που έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Κι εμείς επίσης δεν έχουμε που να διοχετεύσουμε τις άγριες, αυθόρμητες ορμές μας, αποστειρωμένοι και ξεδοντιασμένοι από τις αναγκαιότητες της διαβίωσης σε περιοριστικές πόλεις και προάστεια κάτω από περιοριστικές νομικές και κοινωνικές και πολιτιστικές συμβάσεις. Κι εμείς δεν μπορούμε να περιπλανηθούμε μακριά απ’ τα σκυλόσπιτά μας, καθώς είμαστε με το λουρί της δουλειά από τις 9 ως τις 5, με το λουρί του διαμερίσματος, των φραχτών και των ιδιοκτησιών και των εθνικών συνόρων. Κι όπως ακριβώς τα κατοικίδιά μας, μαθαίνουμε κι εμείς να συμπεριφερόμαστε, να μας λείπει το σπίτι μας και το λουρί μας – να προσαρμοζόμαστε σ αυτόν τον εφιάλτη, να γινόμαστε απαθείς, παχύσαρκοι, βαριεστημένοι, χωρίς να τραγουδάμε κατ’ ανάγκη…

Πολύ λιγότερο ευνοημένοι από μας, τους ευνουχισμένους τροφίμους, ανθρώπους και ζώα, είναι τα ζώα που αποτελούν το “μη-ανθρώπινο προλεταριάτο”: Οι κότες που είναι παγιδευμένες να ζουν μέσα στα σκατά τους σε εργοστάσια αυγών με τα ράμφη τους βγαλμένα ώστε να μην τσιμπούν η μια την άλλη, τα κουνέλια με τα συστηματικά τυφλωμένα μάτια στα οποία δοκιμάζεται η ασφάλεια των σαμπουάν, τα μοσχάρια που περνούν ολόκληρη την αξιοθρήνητη ύπαρξή τους σε ξύλινα κουτιά. Οι ρόλοι των ζώων αυτών μπορούν να αντιστοιχιστούν σ αυτούς των βιομηχανικών εργατών, των προσωρινών λαντζέρηδων και γραμματέων, των σερβιτόρων του ελάχιστου μισθού και, με όποιον τρόπο και να το βλέπει κάθε μεμονωμένο αφεντικό, πάμε στοίχημα ότι η αγορά τους βλέπει με την ίδια λογιστική δυσφορία. Η ίδια κερδοσκοπική ασπλαχνία που επιτρέπει στην βιομηχανία κρέατος να θεωρεί το ετήσιο ολοκαύτωμα εκατομμυρίων ζώων πρέπον, είναι που βάζει τα δυνατά της ενάντια σε κάθε διεκδίκηση για καλύτερες συνθήκες εργασίας ή για υψηλότερους μισθούς. Κι όπως ακριβώς οι αγελάδες ή οι κότες ανατράφηκαν προσεκτικά, ακόμα και τροποποιήθηκαν γενετικά, σε βαθμό ώστε να είναι ανίκανες να επιβιώσουν έξω από τα κλουβιά τους, ο σύγχρονος εργάτης δεν έχει πια καμιά ιδέα του πως μπορεί να είναι η ζωή έξω από τον πλαστικό και τσιμεντένιο κόσμο της εργασίας, ή του πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του χωρίς το μαστίγιο στην πλάτη του. Πού θα πήγαινε, τέλος πάντων, αν δραπέτευε; Υπάρχουν ακόμα κατοικήσιμες χώρες που δεν έχουν κατακτηθεί, στις οποίες θα μπορούσε να διαφύγει; Και δε θα τις κατέστρεφε κι εκείνες επίσης, φέρνοντας μαζί του τις αξίες της εξημέρωσης με τις οποίες δηλητιριάστηκε από τ αφεντικά του; Στο τέλος, εκτός αν εμφορούταν από μια συνολική απόρριψη του βιομηχανικού καπιταλισμού, η απόδρασή του δε θα ήταν παρά ένα ακόμη κύμα στην παλίρροια τσιμέντου που πλακώνει τα πάντα στον πλανήτη.

Τελικά, υπάρχουν πάντα τα άγρια ζώα, που ακόμα επιβιώνουν σε περιβάλλοντα μολυσμένα με πετρελαιοκηλίδες, πεταμένα μπουκάλια αναψυκτικών, ρύπανση, για να μην μιλήσουμε για τους αυτοκινητοδρόμους και τους κυνηγούς. Καθώς η αστικοποίηση και η προαστειακή εξάπλωση προχωρούν ανελέητα προς τα μπρος, η καταστροφή των αποθεμάτων του φυσικού τους περιβάλλοντος, αυτά αναγκάζονται είτε να μάθουν να ζουν από τα σκουπίδια του ανθρώπου είτε να χαθούν. Τα περιστέρια χτίζουν φωλιές από γόπες τσιγάρων αντί για κλαράκια, τα ποντίκια προσαρμόζονται στη ζωή σε υπονόμους, οι κατσαρίδες ανθούν ως τα αρπακτικά της νέας εποχής. Αυτή η αστική άγρια πανίδα απασχολεί τον ίδιο κοινωνικό χώρο που απασχολούν και οι άστεγοι, αγωνιζόμενη για τα βασικά στη ζωή, αν και με καλύτερους όρους από τους ανθρώπινους ανταγωνιστές της. Η προαστειακή πανίδα – τα ρακούνς, πόσσουμς, σκίουροι που επιβιώνουν στις ξεχασμένες γωνιές των κατεχόμενων χώρων, ζουν από τα απομεινάρια της φύσης, και ίσως κι από όσα περισσεύουν από την μπουρζουαζία – μπορούν να συγκριθούν με τους καταληψίες, τους αγρότες βιολογικών καλλιεργειών, τους πανκς, τους μητροπολιτικούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της υπόγειας αντίστασης. Τα υπόλειπα είδη πραγματικά άγριων ζώων, όπως τα δελφίνια, τα καριμπού, οι πιγκουίνοι, είναι ανάλογα με τους απειροελάχιστους εναπομείναντες ιθαγενείς λαούς του κόσμου που δεν έχουν απωλέσει ακόμα την κουλτούρα τους και δεν έχουν τοποθετηθεί σε ζωολογικούς κήπους. Για όλους αυτούς, το μέλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο, καθώς ο σιδερένιος άνεμος της τυποποίησης πνέει πάνω απ τον πλανήτη.

Αυτό που θέλουμε να πούμε με όλα αυτά, δεν είναι ότι παραστρατήσαμε από κάποιο σπουδαίο σχέδιο της “Μητέρας Φύσης”, ούτε ότι το μέτρο της ευτυχίας και της υγείας μας θα έπρεπε να είναι η ομοιότητά μας με το “φυσικό”. Οποτεδήποτε τα ανθρώπινα όντα προσπαθούν να περιγράψουν τί είναι η “Φύση”, το μόνο που κάνουν είναι να προβάλουν πάνω της τους νόμους που διέπουν την κοινωνία μας, ή να της προσδίδουν όλα όσα θεωρούν ότι λείπουν από τον πολιτισμό τους. Και παραπέρα, η φύση η ίδια είναι κάτι που αλλάζει διαρκώς: τη συγκεκριμένη στιγμή, το φυσικό περιβάλλον ενός κουταβιού είναι στην πραγματικότητα το λουρί και το σκυλόσπιτο. Αν έχουμε καταστρέψει ολόκληρο τον φυσικό κόσμο με τον πολιτισμό μας, τότε σε τελική ανάλυση κι αυτό πρέπει να ήταν μέρος του “φυσικού” προορισμού μας (γιατί, τί υπάρχει στη Γη που δεν προέρχεται από τη φύση; Είναι μήπως η ανθρωπότητα ευλογημένη ή καταραμένη με …υπερφυσικές δυνάμεις;). Το ζήτημα δεν είναι πως να γυρίσουμε πίσω σε μια υποταγή στη Φύση, αλλά μάλλον πώς να ενωθούμε εκ νέου με τον κόσμο γύρω μας, με έναν τρόπο που να λειτουργεί. Μπορούμε να φτιάξουμε έναν κόσμο στον οποίο ζώα και άνθρωποι να ζουν σε αρμονία μεταξύ τους, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς διακρίσεις ανάμεσα στο φυσικό και στο πολιτισμένο, ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο; Μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα δάση του τσιμέντου προς τα καταπράσινα, δροσερά δάση που έχουμε, αταβιστικά, στη φαντασία μας;

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Οκτώβρης 2007

Categories
Crimethinc

Αποξένωση: χαρτογραφώντας την απελπισία- Crimethinc

Αποξένωση: χαρτογραφώντας την απελπισία

Πηγή: Days of War Nights of Love – CrimethInc

Στο σύγχρονο κόσμο, ο έλεγχος εξασκείται πάνω μας αυτόματα, από τους χώρους στους οποίους ζούμε και μετακινούμαστε. Περνάμε μέσα από συγκεκριμένα τελετουργικά στη ζωή μας – εργασία, “ελεύθερος χρόνος”. κατανάλωση, υποταγή – γιατί ο κόσμος που ζούμε είναι σχεδιασμένος για να χωράει αυτά και μόνο. Ξέρουμε όλοι ότι τα εμπορικά κέντρα είναι για να ψωνίζουμε, τα γραφεία για την εργασία, τα “καθιστικά” δωμάτια για να βλέπουμε τηλεόραση, και τα σχολεία για να υπακούμε στους καθηγητές. Όλοι οι χώροι που περνάμε έχουν μια προκαθορισμένη σημασία, και το μόνο που χρειάζεται για να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες κινήσεις είναι να κινούμαστε μέσα από τα ίδια μονοπάτια. Δύσκολα θα βρεί κανείς κάτι άλλο να κάνει στο Walmart από το να αγοράσει προϊόντα, και συνηθισμένος στο να κάνει αυτό, αδυνατεί να συλλάβει ότι μπορεί να κάνει οτιδήποτε άλλο, δε χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε ότι το να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκεί εκτός από ψώνια, είναι λίγο πολύ παράνομο, αν το καλοσκεφτούμε.

Μένουν ολοένα και λιγότεροι ελεύθεροι, “υποανάπτυκτοι” χώροι στον κόσμο όπου μπορούμε να αφήσουμε τα σώματα και τα μυαλά μας ελεύθερα. Σχεδόν κάθε μέρος όπου μπορούμε να πάμε ανήκει σε κάποιο πρόσωπο ή ομάδα που έχει ήδη καθορίσει μια λειτουργία για την οποία το προορίζει: ιδιωτική ιδιοκτησία, εμπορικά, αυτοκινητόδρομοι, αίθουσες διδασκαλίας, εθνικό πάρκο. Και οι προβλέψιμες διαδρομές μας μέσα στον κόσμο σπάνια μας οδηγούν προς τους ελεύθερους χώρους που απομένουν.

Αυτοί οι ελεύθεροι χώροι, όπου η σκέψη και η απόλαυση μπορούν να απελευθερωθούν με κάθε έννοια, αντικαθίστανται με επιμελώς ελεγχόμενα περιβάλλοντα όπως η Disneyland – χώροι όπου οι επιθυμίες μας προκατασκευάζονται και μας πουλιούνται πίσω με οικονομική και συναισθηματική δαπάνη δική μας. Το να σημασιοδοτούμε οι ίδιοι τον κόσμο και να ανοίγουμε τους δικούς μας δρόμους παιχνιδιού και δράσης μέσα του είναι θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης ζωής. Σήμερα, καθώς δε βρισκόμαστε ποτέ σε χώρους που να ενθαρρύνουν κάτι τέτοιο, δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που τόσο πολλοί ανάμεσά μας νιώθουν απόγνωση και έλλειψη. Αλλά μιας και ο κόσμος έχει τόσο λίγους ελεύθερους χώρους εναπομείναντες, και η κυκλοφορία της καθημερινής μας ζωής δεν μας πάει ποτέ εκεί, αναγκαζόμαστε να πηγαίνουμε σε μέρη σαν τη Disneyland αναζητώντας ένα καχέκτυπο ενός κάποιου παιχνιδιού κι ενθουσιασμού. Έτσι η πραγματική περιπέτεια για την οποία καρδιοχτυπούμε αντικαθίσταται μαζικά με μια ψευδή περιπέτεια, και η ανατριχίλα του δημιουργού από την ανία του θεατή.

Ο χρόνος μας καταλαμβάνεται και ρυθμίζεται με τον ίδιο τρόπο με τον χώρο: πράγματι, η κατάτμηση του χώρου μας είναι μια εκδήλωση αυτού που έχει ήδη συμβεί με τον χρόνο μας. Ολόκληρος ο κόσμος κινείται και ζει σύμφωνα με ένα τυποποιημένο χρονικό σύστημα, σχεδιασμένο ώστε να συγχρονίζει τις κινήσεις μας από την μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη. Μέσα σ αυτό το αχανές σύστημα, οι ζωές όλων μας κυριαρχούνται από τον εργασιακό χρόνο ή τις ώρες του σχολείου, καθώς και τις ώρες που λειτουργούν οι μαζικές συγκοινωνίες ή οι επιχειρήσεις κλπ. Αυτός ο προγραμματισμός των ζωών μας, που ξεκινά στην παιδική ηλικία, εξασκεί έναν υπόγειο αλλά διεισδυτικό έλεγχο πάνω μας: Ξεχνάμε εύκολα ότι ο χρόνος της ζωής μας είναι απόλυτα δικός μας για να τον ξοδέψουμε όπως επιθυμούμε, ενώ αναγκαζόμαστε να σκεφτούμε με όρους εργάσιμων ημερών, διαλειμμάτων, σαββατοκύριακου. Μια αληθινά αυθόρμητη ζωή είναι αδιανόητη για τους περισσότερους από μας: και ο λεγόμενος “ελεύθερος χρόνος” είναι συνήθως απλώς ο χρόνος που προγραμματίζεται για κάτι εκτός της εργασίας. Πόσο συχνά κάθεστε να δείτε τον ήλιο να ανατέλει; και πόσους περιπάτους το ηλιόλουστο δειλινό έχετε απολαύσει; Αν είχατε την απρόσμενη ευκαιρία να κάνετε ένα εκπληκτικό ταξίδι αυτή την εβδομάδα, θα το επιχειρούσατε;

Αυτά τα περιοριστικά περιβάλλοντα και προγράμματα μειώνουν δραστικά τις δυνατότητες της ζωής μας. Μας κρατούν επίσης απομονωμένους τον έναν από τον άλλον. Στις δουλειές μας, ξοδεύουμε πάρα πολύ χρόνο για να κάνουμε μια συγκεκριμένη εργασία με μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, σε ένα συγκεκριμένο μέρος (ή τουλάχιστον σε ένα μέρος, για τους εργάτες σε οικοδομές ή τους “προσωρινούς” εργαζόμενους). Αυτή η περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη εμπειρία μας δίνει μια πολύ περιορισμένη προοπτική του κόσμου, και μας εμποδίζει να γνωρίσουμε ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα. Τα σπίτια μας συνεχίζουν αυτήν την απομόνωση: σήμερα μένουμε κλειδωμένοι ο καθένας σε μικρά κουτιά, εν μέρει από φόβο γι αυτούς στους οποίους ο καπιταλισμός έχει φερθεί ακόμα χειρότερα απ’ ότι εμάς, και εν μέρει επειδή όντως πιστεύουμε την παρανοϊκή προπαγάνδα των εταιρειών που πουλάνε συστήματα ασφαλείας. Τα σημερινά προάστεια είναι νεκροταφεία της κοινότητας, οι άνθρωποι συσκευασμένοι σε ξεχωριστά κουτιά όπως ακριβώς τα προϊόντα των σούπερ μάρκετ που ασφαλίζονται για να διατηρούν τη “φρεσκάδα” τους. Με παχείς τοίχους ανάμεσα σε μας και τους γείτονές μας, με τους φίλους και τις οικογένειές μας διασκορπισμένους σε άλλες πόλεις και χώρες, είναι απίθανο να νιώσεις κάθε κοινότητα, πόσο μάλλον να μοιράζεσαι κοινοτικούς χώρους στους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούν να επωφελούνται ο καθένας από τη δημιουργικότητα όλων. Και τόσο τα σπίτια όσο και οι δουλειές μας μας κρατούν γαντζωμένους σε ένα μέρος, στάσιμους, ανίκανους να ταξιδέψουμε μακριά στον κόσμο εκτός από τη ρουτίνα των διακοπών.

Ακόμα και τα ταξίδια μας είναι περιορισμένα και περιοριστικά. Οι σύγχρονες μέθοδοι μεταφοράς – αμάξια, λεωφορεία, μετρό, τρένα, αεροπλάνα – μας κρατούν πάντα σε τυποποιημένες διαδρομές, βλέποντας από το παράθυρο τον έξω κόσμο να μας προσπερνά, σαν να ήταν κάποιο βαρετό τηλεοπτικό σόου. Ο καθένας μας ζει σε έναν δικό του προσωπικό κόσμο που συνίσταται κυρίως από γνωστούς προορισμούς (χώρος εργασίας, σούπερ μάρκετ, διαμέρισμα φίλων, κάποιο κλαμπ) με λίγους ενδιάμεσους σταθμούς (το κάθισμα του αυτοκινήτου, του μετρό, περπάτημα στις σκάλες) και ελάχιστες πιθανότητες να συναντήσει οτιδήποτε απρόσμενο ή να ανακαλύψει κάποιο καινούργιο μέρος. Μπορούμε να ταξιδέψουμε στους αυτοκινητοδρόμους δέκα χωρών και να μη δούμε τίποτα εκτός από άσφαλτο και βενζινάδικα, όσο μένουμε στο αμάξι μας. Κλεισμένοι μέσα στα οχήματά μας, αδυνατούμε να φανταστούμε κάθε ελεύθερο ταξίδι, αποκαλυπτικές περιπλανήσεις που θα μας έφερναν σε άμεση επαφή με νέους ανθρώπους και καταστάσεις κάθε φορά.

Αντιθέτως, παγιδευόμαστε στα μποτιλιαρίσματα, περικυκλωμένοι από εκατοντάδες άλλους ανθρώπους στην ίδια κατάσταση μ εμάς, αλλά χωρισμένοι από αυτούς με τα ατσάλινα κλουβιά των αμαξιών μας – έτσι ώστε μας φαίνονται σαν αντικείμενα περισσότερο παρά σαν συνάνθρωποι μας. Πιστεύουμε ότι με τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα βλέπουμε περισσότερο κόσμο, όμως στην πραγματικότητα βλέπουμε όλο και λιγότερο. Όσο αυξάνονται οι δυνατότητές τους, οι πόλεις εξαπλώνονται ολοένα και περισσότερο στο περιβάλλον. Οποτεδήποτε αυξάνονται οι αποστάσεις, εμφανίζεται η ανάγκη για περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα αυτοκίνητα απαιτούν περισσότερο χώρο, κι έτσι οι αποστάσεις αυξάνονται ξανά… και ξανά. Και με το βαθμό αυτό οι αυτοκινητόδρομοι και τα βενζινάδικα θα αντικαταστούν οτιδήποτε άξιζε να ταξιδέψεις εξ αρχής για να δεις. Οτιδήποτε δηλαδή δεν μετατράπηκε σε θεματικό πάρκο ή τουριστική ατραξιόν.

Μερικοί βλέπουν το ίντερνετ σαν το “τελευταίο σύνορο”, σαν ένα ελεύθερο, υποανάπτυκτο χώρο που προσφέρεται ακόμη για εξερεύνηση. Ο κυβερνοχώρος μπορεί ή και όχι, να προσφέρει ένα βαθμό ελευθερίας σε αυτούς που μπορούν να πληρώσουν τη χρήση και την εξερεύνησή του. Αλλά, οτιδήποτε κι αν προσφέρει, το κάνει υπό τον όρο να αφήσουμε το σώμα μας στην είσοδο προτού εισέλθουμε. Θυμήσου: είσαι ένα σώμα τουλάχιστον όσο είσαι κι ένα μυαλό. Είναι ελευθερία να κάθεσαι, στάσιμος, να χαζεύεις ένα παλλόμενο φως για ώρες, χωρίς να χρησιμοποιείς την αίσθηση της γεύσης, της αφής, της όσφρησης; Έχεις ξεχάσει την αίσθηση του υγρού γρασιδιού ή της ζεστής άμμου κάτω από τα πόδια σου, ή των ευκάλυπτων ή του καπνού στα ρουθούνια σου; Θυμάσαι την υφή της ντομάτας; την λάμψη του κεριού; την ανατριχίλα του τρεξίματος, της κολύμβησης, του αγγίγματος;

Σήμερα μπορούμε να στραφούμε στο ίντερνετ για λίγο ενθουσιασμό χωρίς να νιώσουμε προδωμένοι γιατί οι μοντέρνες ζωές μας είναι τόσο περιορισμένες και τόσο προβλέψιμες που έχουμε ξεχάσει πόσο ευχάριστες μπορούν να είναι η κίνηση και η δράση στον πραγματικό κόσμο. Γιατί να περιοριστούμε στην τόσο περιορισμένη ελευθερία που μπορεί να μας παρέχει ο κυβερνοχώρος, όταν υπάρχουν τόσο πολλά που μπορούμε να κάνουμε και να αισθανθούμε στον πραγματικό κόσμο; Θα πρεπε να τρέχουμε, να χορεύουμε, να κάνουμε κανώ, να ρουφάμε τη ζωή, να εξερευνούμε νέους κόσμους – τί είδους νέους κόσμους; Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τα σώματά μας, τις αισθήσεις μας, το χώρο γύρω μας, κι έπειτα μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον χώρο αυτό σ έναν νέο κόσμο στον οποίο μπορούμε να δώσουμε τη δική μας σημασία.

Για το σκοπό αυτό, πρέπει να ανακαλύψουμε νέα παιχνίδια – παιχνίδια που μπορούν να λάβουν χώρα στους κατεχόμενους χώρους του κόσμου αυτού, στα εμπορικά κέντρα και στα εστιατόρια και στις σχολικές αίθουσες, αυτό θα δημιουργήσει ρήγματα στην προκαθορισμένη σημασία τους έτσι ώστε να τους δώσουμε μια δική μας σημασία σε συμφωνία με τα όνειρα και τις επιθυμίες μας. Χρειαζόμαστε παιχνίδια που θα μας φέρουν κοντά, θα μας απεγκλωβίσουν από την απομόνωση και το διαχωρισμό των ιδιωτικών κατοικιών μας, και στους δημόσιους χώρους όπου μπορούμε να επωφεληθούμε από την παρέα και τη δημιουργικότητα όλων. Όπως οι φυσικές καταστροφές και οι τα μπλακ άουτ μπορούν να φέρουν κοντά τους ανθρώπους και να τους ενθουσιάζουν (όσο να ‘ναι, είναι κάτι μέσα σ έναν απεγνωσμένα προβλέψιμο κόσμο), τα παιχνίδια μας θα μας ενώσουν σε νέες και πιο ενθουσιώδεις καταστάσεις. Θα κάνουμε ποίηση στα εργοστάσια, συναυλίες στους δρόμους, πικνίκ στα σούπερ μάρκετ, πανηγύρια στους αυτοκινητοδρόμους…

Πρέπει να ανακαλύψουμε νέες σημασίες του χρόνου και νέους τρόπους ταξιδιού. Να δοκιμάσουμε να ζήσουμε χωρίς το ρολόι, χωρίς να συγχρονίζουμε τη ζωή μας με τον υπόλοιπο, απασχολημένο κόσμο. Προσπάθησε να κάνεις ένα μακρύ περίπατο ή μια βόλτα με το ποδήλατο, ώστε να συναντήσεις όλα όσα διασχίζεις από την καθημερινή αφετηρία ως τον προορισμό σου, από πρώτο χέρι, χωρίς την ενδιάμεση οθόνη. Προσπάθησε να εξερευνήσεις τη γειτονιά σου, κοιτάζοντας τις στέγες και τις γωνίες που δεν είχες παρατηρήσει πριν – θα εκπλαγείς από το πόση περιπέτεια κρυβόταν τόσο καιρό εκεί!


Σ.τ.μ: για περισσότερα για τους CrimethInc, υπάρχει η ιστοσελίδα τους: http://www.crimethinc.com

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Οκτώβρης 2007

Categories
Uncategorized

Blues για την Νέα Ορλεάνη

Blues για την Νέα Ορλεάνη

:::μερικές οδηγίες χρήσης σε περίπτωση τυφώνα:::

Θεσσαλονίκη, Οκτώβρης 2005

λίγες βδομάδες που μας χωρίζουν από το σάρωμα της Νέας Ορλεάνης από τον τυφώνα Κατρίνα, έχουν άκοπα σβήσει την επιπόλαια φλυαρία των ΜΜΕ και τα δάκρυα των παρατρεχάμενων ανθρωπιστών, που συνηθίζουν άλλωστε να μαζεύονται όπου μυριστούν αίμα, σαν βρυκόλακες-η ευαισθησία τους δεν είναι παρά προπαγάνδα της κυρίαρχης νεκροφιλίας… Η στιγμή μοιάζει κατάλληλη για την καταγραφή κάποιων σημειώσεων στο περιθώριο της ιστορίας του τέλους της Ν.Ορλεάνης. Ιστορία που δεν μπορεί παρά να είναι ανάγνωση του κοινωνικού-ταξικού πολέμου και των όψεων που πήρε: Συγκεκριμένα, της διάχυτης παραβατικότικας που πυροδότησε ο τυφώνας, της κρατικής αντίδρασης όπως εκφράστηκε στο σύμπλεγμα αστυνομίας-ΜΜΕ, και της σύγκρουσης και καταστολής των εξεγερμένων από τις «δυνάμεις της τάξης».

Η ΦΥΣΗ ΓΕΛΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Από την μεμψιμοιρία των ΜΜΕ με τις παρελάσεις ξεπεσμένων πρωθυπουργών, αριστερών και άλλων σοκαρισμένων stars, μέχρι την ανθρωπιστική βοήθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (αποτελεί μέλημα κάθε κράτους να προβάλλει τον εαυτό του ως μηχανισμό ειρηνιστικό-ανθρωπιστικό, ειδικά όταν παράλληλα στέλνει στρατεύματα στο Ιράκ και αλλού) και τις φανφάρες περί εθνικής τραγωδίας, το επίσημο θέαμα ύφαινε τον πέπλο του, μεταμορφώνοντας για τις ανάγκες του, την καταστροφή σε μια συμφορά ουδέτερη, α-ταξική. Λες κι οι αποκλεισμένοι προλετάριοι της Νέας Ορλεάνης πέθαναν αγκαλιασμένοι με τα αφεντικά τους που την είχαν κοπανήσει μέρες πριν, ή λες και δεν ήταν ακριβώς η πολιτική των αφεντικών τους: η άρνηση της μείωσης των εκπομπών καυσαερίου που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και ευθύνονται για ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι τυφώνες, με πιο πομπώδες δείγμα της αδιαλλαξίας τους την μη-υπογραφή του πρωτοκόλλου του Κυότο, μιας ούτως ή άλλως ανεδαφικής διακρατικής συμφωνίας-βιτρίνας. Την συνοχή αυτής της μέτρια στημένης φάρσας την διέρρηξαν οι προλετάριοι της Νέας Ορλεάνης, που αφέθηκαν εσκεμμένα πίσω για να πεθάνουν, όπως ακριβώς ανά τον κόσμο ρίχνονται στον θάνατο του πολέμου, ή στην καλύτερη περίπτωση, στη λιγότερο εκκωφαντική απονέκρωση της μισθωτής σκλαβιάς και των εργατικών ατυχημάτων, της πένθιμης μιζέριας των εμπορευμάτων και της βίας των αστυνομιών τους, αν όχι σε κάποια φυλακή ή τρελάδικο…

Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

30/31 Αυγούστου: ο τυφώνας «Κατρίνα» μετά από μια άγονη περιπλάνηση στον κόλπο του Μεξικού χτυπάει την Νέα Ορλεάνη. Τις προηγούμενες μέρες είχαν απομακρυνθεί πάνω από 1.000.000 άνθρωποι. Περίπου 300.000 έμειναν πίσω «λόγω ολιγωρίας των αρχών». Η μεταφορά τους άρχισε μετά το χτύπημα του τυφώνα. 1-7 Σεπτέμβρη: αφού έχουν απομακρυνθεί όσοι είχαν αρκετά λεφτά για να φύγουν, ξεσπούν λεηλασίες (looting) σε όλη την έκταση της βυθισμένης πόλης. ’μεση είναι η απάντηση της αστυνομίας και των παρακρατικών ομάδων που δολοφονούν στις 5 και 6 Σεπτέμβρη δεκάδες μαύρους νεολαίους που συμμετείχαν στις λεηλασίες. Οι κάτοικοι της πόλης οπλίζονται από σπασμένα οπλοπωλεία και αντιμετωπίζουν τα γουρούνια με πυροβολισμούς. Οι τοπικοί μπάτσοι ενισχύονται με 5.000 εθνοφρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, και εκατοντάδες πεζοναύτες που αποσύρθηκαν επειγόντως απ’ το Ιράκ (για όσους απορούσαν που θα βρουν δουλειά όταν επιστρέψουν σπίτι τους, τα γνωστά ψυχωτικά-σαδιστικά γουρούνια) προκειμένου να μπει ένα τέλος τις λεηλασίες, που από είδη πρώτης ανάγκης, συμπεριλαμβάνουν πλέον και στοκ πολυτελών καταστημάτων.

ΟΙ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Η αθλιότητα της τηλεοπτικής μετάδοσης των γεγονότων φτάνει το σημείο έκρηξης της, κάπου ανάμεσα στις προειδοποιήσεις της Καθλήν Μπλάνκο (κυβερνήτης της Λουζιάνα) να «σταματήσουν αυτοί οι εγκληματίες να αμαυρώνουν την εθνική θλίψη με τις κλοπές τους, γιατί οι πεζοναύτες που μόλις γύρισαν απ’ το Ιράκ έχουν γεμάτα τα Μ-16 τους και ξέρουν καλά πώς να πυροβολούν και να σκοτώνουν» τις προτροπές διάφορων αριστερών, να μην πυροβολήσουν οι μπάτσοι στο ψαχνό γιατί υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν εξέγερση και την «μεγάλη αλληλεγγύη» του Φιντέλ Κάστρο στον λαό των ΗΠΑ… Οι αρχές προσπαθούν να μαντρώσουν τους κατοίκους στο στάδιο Superdome και σε άλλους χώρους, και να τους μεταφέρουν με λεωφορεία σε κοντινές πόλεις. Σε έκτακτη συνεδρίαση, η αμερικανική Γερουσία αποφασίζει την χορήγηση 10,5 δις δολάρια για την «άμεση βοήθεια» στην περιοχή, ενώ ο Μπους προσπαθεί να αναδείξει την υπόθεση «διάσωσης» σε εθνικό ζήτημα προκειμένου να κερδίσει λίγη δημοσιότητα. Οι εξεγερμένοι πλέον, κάτοικοι αντιμετωπίζουν τα ελικόπτερα των «ομάδων διάσωσης», το Superdome και τις εγκαταστάσεις της αστυνομίας με σφαίρες, εκρήξεις και φωτιές, ενώ αυτό-οργανώνονται σε ένοπλες ομάδες προκειμένου να βρουν τρόφιμα και να προστατευτούν. Ωστόσο, εκτός από την επίσημη καταστολή, οι εξεγερμένοι έχουν να αντιμετωπίσουν έναν μαραθώνιο συκοφαντίας στον οποίο επιδόθηκε με τη συνήθη δουλικότητά της η νομοταγής αριστερά λόγω των λεηλασιών στις οποίες προέβησαν.

10 ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ

Γύρω στις 10 Σεπτέμβρη η κοινωνική έκρηξη που διαπέρασε την Ν.Ορλεάνη έχει ξεθυμάνει. Ο ρόλος των ΜΜΕ στην «αποκατάσταση της τάξης» ήταν καταλυτικός, με αποκορύφωμα το προπαγανδιστικό δίπολο του ηρωικού πεζοναύτη που σώζει τα αβοήθητα θύματα και του μαύρου ωφελιμιστή που βουτάει τηλεοράσεις. Οι εξεγερμένοι της Ν.Ορλεάνης δεν είχαν καμμιά υποστήριξη από τους καταπιεσμένους των ΗΠΑ που αφελώς ταυτίστηκαν με την εικόνα του φρουρού της τάξης. Επίσης, οι μορφές αυτό-οργάνωσης που ανέδειξαν, αν και αρχικά ανταγωνιστικές προς τις κρατικές δομές (οι κάτοικοι αδιαφορούσαν για την διανομή βοήθειας, απαλλοτριώνοντας τα αναγκαία από εγκαταλελειμμένα καταστήματα ενώ εξοπλίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους μπάτσους), υποχώρησαν μετά από μια πάνοπλη επιχείρηση συκοφαντίας που ενορχήστρωσε το κράτος και επιστρατεύτηκε όλο το φάσμα της πολιτικής, τον κατακερματισμό των ομάδων που δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους, την απομόνωση και την-όχι τόσο αναίμακτη-διάλυσή τους (οι μπάτσοι διέλυαν με πυρά κάθε συσπείρωση άνω των 4-5 ατόμων). Παράλληλα έδρασε και η μερική νομιμοποίηση των λεηλασιών σταδιακά, υπό τον έλεγχο της αστυνομίας. 1.500 νέοι μπάτσοι καθάρισαν τελικά το έδαφος για την εγκατάσταση των πολυεθνικών που θα ξαναχτίσουν την νεκρόπολη. Δεν είναι τυχαίο που οι αρχές σχεδιάζουν την ανοικοδόμηση της Ν.Ο. σαν ένα ακόμη Λας Βέγκας, κατ’ αναλογία των κέντρων κατανάλωσης διασκεδάσεων-εμπορευμάτων στα άδεια περίχωρα των δυτικών μητροπόλεων.

ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ

Όπως το Black Out της Νέας Υόρκης του 1977, και το πρόσφατο χτύπημα από τυφώνα της Νέας Ορλεάνης, δείχνουν πως μια έμπρακτη αμφισβήτηση της εξουσίας, εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο με την (προηγουμένως ”απίθανη”) κατάρρευση δομών του κρατικού μηχανισμού, ο παρασιτικός ρόλος του οποίου, πλέον εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Η έμπρακτη αυτή αμφισβήτηση αναδύεται μέσα από την αυτό-οργάνωση της συλλογικής άρνησης του παλιού κόσμου και των κανόνων του, που έχουν πια γίνει αβάσταχτοι, κι επισκιάζονται από τις ολοένα και πληθαίνουσες σταγόνες ζωής ενάντια στον νόμο, που αντανακλούν τον ίδιο ήλιο, της ελευθερίας (εξ ου και κύριο μέλημα των απανταχού υπαλλήλων της εξουσίας αποτελεί η συκοφαντία των παραβατικών συμπεριφορών, ώστε να μη γίνουν υποδειγματικές). Μόλις γίνει ευρέως συνειδητό το αναπόφευκτο της σύγκρουσης με το κράτος, κι αφού οι προβαλλόμενοι ρεφορμιστές ηγέτες παραδοθούν στη χλεύη, είναι αναγκαιότητα των εξεγερμένων να περάσουν στην αντεπίθεση. Χωρίς το σαμποτάζ των μονάδων (υλικής) παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των μονάδων παραγωγής ιδεολογίας (ΜΜΕ, κόμματα, συνδικάτα, κλπ), τον εκμηδενισμό της δύναμης της αστυνομίας, και την αμέριστη αλληλεγγύη ανάμεσα στους εξεγερμένους το όνειρο της αληθινά επικίνδυνης-επικίνδυνα αληθινής ζωής θα παραμένει όνειρο, αλυσοδεμένο στον γενικό εφιάλτη των καιρών. Ο παλιός κόσμος των εμπορευμάτων και των αστυνομιών τους, θα ανατέλλει μετά από κάθε σύντομο διάλειμμα.

(Το παραπάνω κείμενο kυκλοφόρησαν σε φωτοτυπίες οι «Εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής Λύσσας» στα τέλη του 2005 στη σαλονίκη, με την παρότρυνση κάθε αναπαραγωγής ή διάδοσης του κειμένου…)

1

Categories
Holger Meins

Ή ΓΟΥΡΟΥΝΙ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΣ – Holger Meins

Ή ΓΟΥΡΟΥΝΙ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Το απόσπασμα παρακάτω έχει παρθεί από το βιβλίο του Emile Marenssin «ΦΡΑΞΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ – η «συμμορία» Μπάαντερ-Μάινχοφ», έκδοση της Διεθνούς Βιβλιοθήκης σε μετάφραση Γιάννη Πικρού. Δεν έχει διατηρηθεί η ορθογραφία ούτε το πολυτονικό του πρωτότυπου, ενώ το εξωτικό «γκουερίλλα» αντικαταστάθηκε με το «αντάρτης».

Το μόνο που μετράει είναι ο αγώνας, τώρα, σήμερα, αύριο, χορτάτος ή όχι. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι τι βγάζεις εσύ απ’ αυτόν. Ένα βήμα μπροστά. Γίνεσαι καλύτερος. Μαθαίνεις από την πείρα. Αυτό πρέπει να βγάλει κανείς σαν συμπέρασμα. Μαθαίνεις από την πείρα. Αυτό πρέπει να βγάλει κανείς σαν συμπέρασμα. Όλα τα άλλα βρωμάνε. Ο αγώνας συνεχίζεται. Κάθε νέα δράση, κάθε αψιμαχία, φέρνει καινούρια άγνωστη πείρα, και αυτό αποτελεί ανάπτυξη του αγώνα. Μόνο έτσι εξελίσσεται.

Η αντικειμενική πλευρά της επανάστασης και της αντεπανάστασης: το αποφασιστικό είναι το ότι ξέρει κανείς να μαθαίνει.

Μέσω του αγώνα. Για τον αγώνα. Από τις νίκες, αλλά περισσότερο από τα λάθη, από τις αδυναμίες, από της ήττες. Αυτό είναι ένας νόμος του μαρξισμού.

Αγώνας, ήττα, πάλι αγώνας, ξανά ήττα και πάλι αγώνας κτλ. Ως την τελική νίκη, αυτή είναι η λογική του λαού. Λέει ο γέρος. Πάντως «ύλη». Ο άνθρωπος δεν είναι τιποτ’ άλλο από ύλη όπως τα πάντα. Ολόκληρος ο άνθρωπος. Σώμα και Συνείδηση είναι «υλιστική» ύλη και ό,τι ο άνθρωπος είναι, ό,τι αυτός είναι, ή ελευθερία του είναι ό,τι η συνείδηση της φύσης επιτάσσει – αυτός ο ίδιος και η εξωτερική του φύση και πάνω απ’ όλα: το Είναι του. Αυτό είναι μια πλευρά του Ένγκελς: κρυστάλλινη.

Ο αντάρτης υλοποιείται στον αγώνα, στην επαναστατική δράση και μάλιστα: χωρίς τέλος – δηλαδή: Αγώνας ως το θάνατο και φυσικά: συλλογικός.

Αυτό δεν είναι υπόθεση της ύλης αλλά της πολιτικής, της Πράξης. Το τι είσαι – τώρα – εναπόκειται πρωταρχικά σε σένα.

Η απεργία πείνας δεν θα τελειώσει ακόμα.

Και ο αγώνας δεν σταματά,

Αλλά.

Δώσε σημασία σ’ αυτό το σημείο:

Αν ξέρεις, ότι με κάθε γουρουνίσια νίκη η συγκεκριμένη όψη του θανάτου γίνεται πιο συγκεκριμένη, και εσύ δεν συμμετέχεις πλέον, δηλ. ασφαλίζεις τον εαυτό σου, δίνεις στα γουρούνια μια νίκη, δηλ. μας εγκαταλείπεις, είσαι τότε εσύ το γουρούνι, αυτό διαιρεί και απομονώνει, με σκοπό να επιζήσεις ο ίδιος, και μετά σκασμός, τίποτε για την Πράξη. «Ζήτω ο ΡΑΦ. Θάνατος στο γουρουνίσιο σύστημα». Μετά – όταν δηλαδή δεν συμμετέχεις πλέον μαζί μας στην πείνα – ή καλύτερα ειπωμένο (αν εσύ ξέρεις τι είναι Τιμή), τότε όπως είπα: Ζώ, Κάτω ο ΡΑΦ, Ζήτω το γουρουνίσιο σύστημα.

Ή γουρούνι ή άνθρωπος.

Ή θα ζήσεις με οποιοδήποτε τίμημα

Ή αγώνας ως το θάνατο

Ή πρόβλημα ή λύση.

Στη μέση δεν υπάρχει τίποτε.

Νίκη ή θάνατο λένε παντού και αυτή είναι η γλώσσα του αντάρτη, και εδώ ακόμα στην μικροσκοπική διάσταση: Με τη ζωή δηλ. τον αγώνα, ή νικούν ή πεθαίνουν αντί να χάσουν και να πεθάνουν.

Αρκετά λυπηρό, να μην μπορεί ακόμη κάτι να γράψεις. Δεν ξέρεις, φυσικά, πως είναι όταν ένας πεθαίνει ή όταν σκοτώνουν κάποιο. Από πού αυτό; Για μια στιγμή, κάποιο πρωινό, μου είναι η αλήθεια σκοτωμένη μέσα στο κεφάλι: Έτσι είναι λοιπόν (δεν το ήξερα κι εγώ ακόμη) και μετά (πριν από τον πυροβολισμό να σκοπεύει στα μάτια): Ε δεν βαριέσαι, αυτό ήταν. Σε κάθε περίπτωση στη σωστή πλευρά.

Θα έπρεπε κάτι να γνωρίζεις ακόμη. Μα δεν βαριέσαι! Πεθαίνει πάντως κάποιος. Το ζήτημα είναι πώς και πώς εσύ έζησες και η Πράξη είναι πολύ κρυστάλλινη:

Να αγωνίζεσαι εναντίον των γουρουνιών σαν άνθρωπος για την απελευθέρωση των ανθρώπων. Επαναστάτης στον αγώνα – πάνω απ’ όλα αγάπη για τη Ζωή – περιφρονώντας τον θάνατο. Αυτό μετράει για μέσα – Να υπηρετείς τον λαό – ΡΑΦ.

Το παραπάνω γράμμα γράφτηκε στις 31/10/74. Ο Χόλγκερ Μάινς πέθανε στις φυλακές στις 9/11/74 ύστερα από 57 ημέρες απεργίας πείνας, ζυγίζοντας λιγότερο από 42 κιλά (αν και είχε ύψος 1,80). Στις 11/11/74 το «Κίνημα 2 Ιουνίου» εκτελεί για αντίποινα τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Βερολίνου Γκούντερ Φον Ντρέκμαν.

***

ανακατασκευή της μικρού μήκους ταινίας του Μάινς από την Ναόμι Κλάιν:

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=iczvwyzM_EQ&fs=1&hl=el_GR]


Categories
Horst Fantazzini

Mια συνέντευξη του αναρχικού HORST FANTAZZINI

Mια συνέντευξη του αναρχικού HORST FANTAZZINI

Τη συνέντευξη πήρε ο δημοσιογράφος Ant. Giamreri στις φυλακές San Michele της Alessandria, στις 8 Μάη 1998

A.G. Μίλησέ μας για τον εαυτό σου…

H.F. Είμαι ο Horst Fantazzini και βρίσκομαι στη φυλακή εδώ και τριάντα περίπου χρόνια. Με συνέλαβαν στη Γαλλία το ’68, εκδόθηκα στην Ιταλία το ’72 και έκτοτε βρίσκομαι στη φυλακή, με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα που είχα αποδράσει. Τώρα, ο καθένας θα αναρωτιέται πόσους έχω σκοτώσει και τι είδους εγκλήματα έχω διαπράξει. Λοιπόν, δεν έχω σκοτώσει ποτέ κανέναν, η μεγαλύτερη ποινή μου είναι 12 χρόνια. Μόνο που επειδή αρνήθηκα μια σειρά από καταδίκες που μου φαίνονταν υπερβολικές -δεδομένου ότι είχα διαπράξει μια σειρά από ληστείες με ψεύτικο πιστόλι-, “άρπαξα” ως καταζητούμενος διάφορες καταδίκες, 5-6χρόνων φυλάκισης… Έπειτα με συνέλαβαν και προχώρησαν στην έκδοσή μου. Πέρασα κι άλλες δίκες και καταδικάστηκα σε ακόμα 5 χρόνια, 2 χρόνια, 3 χρόνια και ακολούθως 1 χρόνο. Με αυτή τη σειρά από καταδίκες συσσωρεύτηκαν 22 χρόνια ποινής. Εκείνη την εποχή, μιλάμε για το 1972-73, δεν υπήρχε ο λεγόμενος νόμος GOZZINI. Όποιος είχε ποινή 20 χρόνων έπρεπε να την εκτίσει ολόκληρη, εκτός και αν κατάφερνε προς το τέλος να αποφυλακιστεί υπό όρους ή με χάρη. Εγώ δεν αποδέχτηκα αυτό το δεδομένο, μου φαινόταν άδικο, γι’ αυτό άρχισα να σκέφτομαι την απόδραση. Την πρώτη απόπειρα απόδρασης, αρκετά σοβαρή σαν πράξη, την έκανα στο Fossano παίρνοντας κάποιους δεσμοφύλακες ως ομήρους και τραυματίζοντας άλλους τρεις από αυτούς, για να καταλήξω στο τέλος κι εγώ κόσκινο από τις σφαίρες. Από εκείνη την ώρα άρχισα να είμαι κι εγώ ένας ιδιαίτερα δύσκολος κρατούμενος· αυτό σημαίνει ότι σε κάθε φυλακή που πήγαινα μου συμπεριφέρονταν με ένα συγκεκριμένο τρόπο -εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε η σωφρονιστική μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε το ’75. ’ρχισα να γυρνάω την Ιταλία από φυλακή σε φυλακή και να προσπαθώ να αποδράσω. Τη δεύτερη απόπειρα την έκανα, πάντα ένοπλος, την επόμενη χρονιά στη Sulmona, έχοντας ξανά για όμηρους δύο δεσμοφύλακες. Δραπέτευσα μεν αλλά έσπασα το πόδι μου και με συνέλαβαν σε ένα κοντινό σπίτι. Ακολούθησαν νέες μεταγωγές και άρχισα να μαζεύω νέες καταδίκες: 12 χρόνια συν άλλα 8 για δευτερεύοντα αδικήματα, για το πιστόλι και όλα τα άλλα σε σχέση με το Fossano, 8 χρόνια για τα γεγονότα στη Sulmona. Έτσι άρχισα να ξεπερνώ τα μοιραία 30 χρόνια που είναι η ανώτατη ποινή στην Ιταλία για έναν κρατούμενο που δεν έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Η πρώτη συσσώρευση ποινής, 30 χρόνια, έγινε αυτεπάγγελτα και άρχισε να μετράει από το ’74, χρόνο διάπραξης του δεύτερου αδικήματος. Την επόμενη χρονιά, το 1976, δεν συνέβη κάτι το ιδιαίτερο· αντίθετα, το ’77 υπήρξε μια σειρά από μικροαδικήματα, μια εξύβριση δικαστών, μια συμπλοκή με φασίστες στη φυλακή της Voltera… Καταδικάστηκα σε 2 χρόνια για τη συμπλοκή και 18 μήνες για την εξύβριση, καθώς και σε άλλους 18-20 μήνες για μια άλλη εξύβριση. Έγινε νέα συσσώρευση της ποινής και τα 30 χρόνια άρχισαν να μετράνε αυτή τη φορά από το ’77, δηλαδή η ποινή μου έληγε το 2007. Κατόπιν, το 1977 τους ήρθε η ιδέα να φτιάξουν τις λεγόμενες ειδικές φυλακές (σ. υψίστης ασφαλείας), εγώ εγκαινίασα την Asinara· εκείνη την περίοδο -ήταν Μάης- οι ειδικές φυλακές δεν λειτουργούσαν ακόμα επισήμως, ωστόσο εγώ και μια ομάδα συντρόφων εγκαινιάσαμε την πτέρυγα ασφαλείας (Bunker) της Asinara· μετά από μερικές εβδομάδες ήρθαν και κάμποσοι Ταξιαρχίτες, μέλη των ΝΑΡ (σ. Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, με δράση κυρίως στο Νότο και ειδικά στη Νάπολη) και γέμισε τόσο η πτέρυγα ασφαλείας όσο και ένα άλλο ειδικό τμήμα, το Fornelli. Παρόλα αυτά, οι ειδικές φυλακές δεν υπήρχαν ακόμη. Επισήμως ξεκίνησαν να λειτουργούν δύο μήνες μετά, τον Ιούλιο, με μια επιχείρηση που διηύθυνε ο στρατηγός Dalla Chiesa, και όπου μέσα σε μια νύχτα 1.500 περίπου κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τις φυλακές που βρίσκονταν σε 10 ειδικές φυλακές -τότε ήταν 10 οι ειδικές φυλακές. Κι έτσι ξεκίνησε αυτή η ιστορία, ο αγώνας ενάντια στο άρθρο 90 -ένα νόμο που τώρα πια δεν ισχύει, μα που μπορεί να παρομοιαστεί με το σημερινό άρθρο 41 bis (σ. αντιτρομοκρατικός νόμος) για τους μαφιόζους και άλλους, μολονότι μου φαίνεται απ’ όσα διαβάζω στις εφημερίδες ότι το δικό τους 41 bis είναι ακόμα πιο βαρύ από το δικό μας άρθρο 90- το οποίο σήμαινε: επισκεπτήριο πίσω από διαχωριστικό τζάμι και χωρίς άμεση επαφή με τους γονείς και τα παιδιά, καθόλου δέματα απ’ έξω, πλην της μπουγάδας, μειωμένο χρόνο προαυλισμού και ένα σωρό άλλους περιορισμούς. Ωστόσο υπήρχε διαφορά από φυλακή σε φυλακή· σε κάποιες σαν την Asinara ή το Nuoro οι συνθήκες ήταν πιο σκληρές, σε άλλες ίσως πιο ελαστικές. Αρχίσαμε τους αγώνες μέσα στις φυλακές και η πρώτη και χειρότερη ήταν η Asinara, εκεί που βρισκόμουν κι εγώ. Ο πρώτος αγώνας ήταν πολύ ήπιος, μια στάση κρατουμένων στο προαύλιο, ενώ οι σύντροφοι που είχαν επισκεπτήριο έσπασαν τα τηλέφωνα ενδοεπικοινωνίας -το διαχωριστικό τζάμι ήταν άθραυστο. Ήρθαν καμιά εκατοστή δεσμοφύλακες με κράνη και ρόπαλα και μας επιτέθηκαν, μας χτύπησαν κι εγώ, ίσως επειδή δεν έφυγα αμέσως, δεν ξέρω, ίσως επειδή αντέδρασα, δέχτηκα ένα σωρό χτυπήματα, το πρόσωπό μου έγινε κατάμαυρο και το βράδυ στο κελί οι σύντροφοί μου πρόσεξαν ότι δεν αντιδρούσα φυσιολογικά, ότι ήμουν σαν χαμένος· και μετά λιποθύμησα. Μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο με ελικόπτερο. Εκεί ξύπνησα το επόμενο πρωί με ορούς. Μάλλον δεν ήθελαν να μαθευτεί στην κοινή γνώμη το τι είχε συμβεί, κι έτσι μόλις ήμουν σε θέση να απαντήσω σε ερωτήσεις με ξαναφόρτωσαν στο ελικόπτερο και με γύρισαν στην Αsinara, αυτή τη φορά στην πτέρυγα ασφαλείας -η εξέγερση είχε γίνει στο Fornelli. Ευτυχώς εκείνη την περίοδο στο Sassari και το Porto Torres υπήρχαν διάφορες συντρόφισσές μας, ανάμεσά τους και η τότε συντρόφισσά μου, η Patrizia, που κατάλαβαν ότι κάτι έγινε γιατί δεν τους επέτρεψαν να έρθουν στο επισκεπτήριο. Συνήθως τους το απαγόρευαν όταν υπήρχε θαλασσοταραχή, όμως τότε η θάλασσα ήταν ήρεμη κι έτσι κατάλαβαν ότι κάτι είχε συμβεί. Πήγα λοιπόν στον εισαγγελέα, εκείνος ήρθε να κάνει έλεγχο και τότε είδε πώς ήμουν, μαυρισμένος, πρησμένος, με το ένα μάτι κλειστό, γεμάτος μώλωπες, ενώ στην ίδια πάνω-κάτω κατάσταση ήταν καμιά πενηνταριά ακόμα κρατούμενοι. Εκείνες τις μέρες ξέσπασε θόρυβος στον Τύπο και για ένα διάστημα ο τρόπος μεταχείρισής μας άλλαξε ελαφρώς. Δέκα μέρες μετά, καταστρέψαμε, στην κυριολεξία, την πτέρυγα Fornelli και κανένας φύλακας δεν επενέβη, πιθανώς λόγω της πολεμικής που ξέσπασε στις εφημερίδες τις προηγούμενες ημέρες. Ξεκολλήσαμε τα παράθυρα και μ’ αυτά σπάσαμε τους τοίχους διαλύοντας την πτέρυγα. Μετά μας μετέφεραν σε άλλες ειδικές φυλακές, εμένα με πήγαν στο Trani.Εκεί, η ίδια ιστορία: βρισκόταν σε εξέλιξη ο αγώνας ενάντια στο άρθρο 90, αγώνας άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σκληρός· σπάζονταν τα φώτα, οι κλειδαριές, τέτοια πράγματα, ώσπου τα γεγονότα οδήγησαν στην περίφημη εξέγερση του Trani και την ένοπλη επέμβαση των ειδικών δυνάμεων (R.O.S.) με τα ελικόπτερα -κανείς δεν ξέρει πώς έγινε και δεν είχαμε νεκρούς. Οι ROS πυροβόλησαν εναντίον μας και εναντίον όλων, γιατί κρατούσαμε και καμιά εικοσαριά φρουρούς ως όμηρους σε διάφορα δωμάτια. Μόλις άρχισε η επέμβαση μας έριξαν από εκείνες τις βόμβες που κάνουν πολύ θόρυβο αλλά καθόλου ζημιά και ύστερα άρχισαν να πυροβολούν σαν τρελοί. Μερικοί φύλακες τραυματίστηκαν αλλά η όλη ιστορία λίγο-πολύ συγκαλύφθηκε. Από εκεί με μετέφεραν στο Palmi, όπου επίσης γίνονταν μια σειρά μικροί αγώνες. Στο μεταξύ δικάστηκα κι άλλες φορές και καταδικάστηκα για εξύβριση δικαστών και άλλα παρόμοια αδικήματα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκα στο Nuorο, ήταν τέλη του ’79, όπου κι εκεί είχε ξεκινήσει ένας ακόμη πολύ σκληρός αγώνας, αυτή τη φορά κατευθείαν με εκρηκτικά -την περίφημη εκρηκτική μόκα, δηλ. μπρίκια του καφέ γεμάτα εκρηκτικά και με πυροκροτητή- κι έτσι καταστρέψαμε ολοσχερώς μια πτέρυγα. Η ιστορία έπαιρνε αρκετά σοβαρές διαστάσεις, γιατί στις ειδικές πτέρυγες ήμασταν ανακατεμένοι οι σύντροφοι μαζί με άλλους κρατούμενους και έτσι υπήρχαν κάποια ξεκαθαρίσματα λογαριασμών καθώς επίσης και δύο νεκροί από μαχαιρώματα. Τις πρώτες μέρες κατηγορηθήκαμε όλοι για ανθρωποκτονία, μετά όμως οι αυτουργοί ανέλαβαν την ευθύνη κι έτσι εμείς, εξήντα περίπου σύντροφοι, κατηγορηθήκαμε μόνο για την εξέγερση και την κατοχή εκρηκτικών. Γι’ αυτή την υπόθεση έφαγα άλλα 9 χρόνια φυλακή. Είμαστε στο 1980, που σημαίνει πως τα προηγούμενα χρόνια της ποινής που είχα εκτίσει δεν μετρούσαν πια κι έτσι η ποινή μου θα έληγε το 2010. Μετά βρίσκομαι ξανά στο Palmi και φτάνουμε στο 1984, οπότε καταργείται το άρθρο 90, καταργείται το τζάμι στο επισκεπτήριο, μας επιτρέπουν να λαμβάνουμε δέματα, εξομοιώνονται οι συνθήκες σε όλες τις φυλακές, γεγονός που σημαίνει ότι εμείς των ειδικών φυλακών αποκτήσαμε ένα μικρό πλεονέκτημα, ενώ οι κρατούμενοι των κανονικών φυλακών ένα μειονέκτημα: εκείνη την εποχή οι κρατούμενοι μπορούσαν να γευματίζουν με τις οικογένειές τους, να περνάνε μαζί τους μια ολόκληρη ημέρα στην αίθουσα του επισκεπτηρίου, δεν υπήρχαν περιορισμοί στα επισκεπτήρια, η οικογένεια μπορούσε να μείνει ακόμα και δυο-τρεις μέρες. Με αυτή την εξομοίωση των κανονισμών που έγινε το 1984, τα επισκεπτήρια μειώθηκαν σε μια ώρα την εβδομάδα για όλους, ημών συμπεριλαμβανομένων· τα δέματα περιορίστηκαν στα τρία κιλά το πολύ, ενώ πριν δεν υπήρχε όριο για τους κοινούς κρατούμενους. Μετά κατάλαβαν ότι για τη μπουγάδα και το φαγητό τα τρία κιλά ήταν πάρα πολύ λίγα και αύξησαν το όριο στα πέντε. Αυτοί οι κανονισμοί ισχύουν μέχρι σήμερα: μια ώρα επισκεπτήριο την εβδομάδα, πέντε κιλά ειδών ρουχισμού και διατροφής κάθε βδομάδα ή τέλος πάντων τέσσερις φορές το μήνα το πολύ και πάει λέγοντας.Ύστερα από ένα χρόνο, και αφού η κατάσταση επανήλθε στην ηρεμία, μεταφέρθηκα στο Busto Arsizio όπου πέρασα έξι μήνες στην απομόνωση και υπό επιτήρηση στο αναρρωτήριο που ήταν στον πρώτο όροφο, και ύστερα μεταφέρθηκα στην κανονική πτέρυγα. Αυτά συνέβησαν το 1985. Το 1989 πήρα την πρώτη μου άδεια εξόδου. Είχα εκτίσει περίπου 21 χρόνια και η ποινή μου έληγε το 2010, δηλαδή σε άλλα 21 χρόνια. Πήρα την πρώτη μου άδεια, ξαναγύρισα, μετά δεύτερη, ξαναγύρισα και τα πράγματα είχαν αρχίσει να κυλούν ομαλά. Είχα κάνει αίτηση για εργασία σε καθεστώς ημιελευθερίας, όμως όταν ξαναβγήκα με άδεια βρήκα συντρόφους που ήμασταν μαζί στη φυλακή την εποχή των αγώνων. Τις ημέρες που ήμουν έξω εκείνοι είχαν καθεστώς ημιελευθερίας, δηλαδή την ημέρα δούλευαν και το βράδυ επέστρεφαν στη φυλακή, και αυτό μου έκανε πολύ θλιβερή εντύπωση. Σκέψου, εμείς που περάσαμε μια ζωή έγκλειστοι καταστρέφοντας φυλακές, τώρα να χτυπάμε το κουδούνι για να γυρίσουμε μέσα. Κάτι με έπιασε, μια κρίση προσωπικότητας, και αποφάσισα να μην ξαναεπιστρέψω· μου φαινόταν αντιφατικό και είπα στο εαυτό μου “ό,τι θέλει ας γίνει, εγώ μια φορά την επιλογή να γίνω δεσμοφύλακας του εαυτού μου δεν μπορώ να την κάνω”, κι έτσι δεν ξαναγύρισα στη φυλακή -αυτό έγινε το Δεκέμβρη του 1989. Έπαιξα λίγο με την περιπέτεια για ένα χρόνο και κάτι μέρες, οπότε με συνέλαβαν ξανά. Στο σπίτι μου βρήκαν ενδείξεις, αντικείμενα, όπλα, πλαστά έγγραφα και χρήματα, επιταγές που προέρχονταν από ληστεία. Μου έγινε πρόταση να συνεργαστώ, μου προσφέρθηκε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό και ατιμωρησία, τα συνηθισμένα που κάνουν πάντα· την προσφορά μου την έκανε ο Luigi Rossi που τότε ήταν διοικητής του Εγκληματολογικού στην αστυνομία του Βορρά. Πρέπει να πω ότι μου συμπεριφέρθηκε με πολύ σεβασμό, ήμασταν σε ένα γραφείο μόνοι, εκείνος κι εγώ, και μου είπε: “Γνωρίζω κύριε Φαντατζίνι ότι βρίσκεστε σε οικονομική δυσχέρεια, η φυλακή είναι σκληρή και δύσκολη, θα μπορούσατε όμως να μου δώσετε ένα χεράκι”. Εκείνη την εποχή, η αστυνομία διερευνούσε μια απαγωγή που είχε γίνει από κάποιους Σαρδηνούς στην ευρύτερη περιοχή όπου είχα καταφύγει όσο ήμουν δραπέτης. Ήταν μια περιοχή αραιοκατοικημένη και εκείνο το μήνα δεν είχε τουρισμό. Μετά συνέχισε: “Εσείς θα μου δώσετε κάποια πληροφορία και θα μου πείτε πού θέλετε να καταθέσουμε τα χρήματα που θα σας δώσουμε για το γιο σας, στην Ελβετία ή όπου εσείς θέλετε. Όσο για την υπόθεσή σας, έχετε ήδη κάτσει πολύ στη φυλακή, θα το τακτοποιήσουμε εμείς…” Και εγώ του απάντησα με αυτές ακριβώς τις λέξεις: “Μου έχετε στερήσει την ελευθερία, αλλά την αξιοπρέπειά μου δεν θα μου την πάρετε”. Και εκείνος είπε: “Αν το ξανασκεφτείτε θα με βρείτε εδώ”. Έτσι κατέληξα στη φυλακή και τα πρώτα αντίποινα για τούτη την αξιοπρεπή στάση μου ήταν ότι, αντί να γίνει μια ενιαία δίκη για όλα τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούμουν, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αδικήματα διαχωρίστηκαν και μου όρισαν 4 χωριστές δίκες, οι οποίες δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Έχουν περάσει 7 χρόνια και έχω καταδικαστεί σε πέντε χρόνια για τη ληστεία, πεντέμισι για τα όπλα και δυο για τα πλαστά έγγραφα -η δίκη για τα πλαστά χρήματα όλο αναβαλλόταν. Ωστόσο με αυτές τις πρώτες καταδίκες επήλθε η μοιραία συσσώρευση της τριακονταετίας με αφετηρία το νέο μου αδίκημα που έγινε το 1991 και επομένως η ποινή μου έφτανε μέχρι το 2021. Στο μεταξύ έγινε και η άλλη δίκη, εκείνη για τα πλαστά χρήματα, κι έτσι νομίζω ότι με όλες μαζί τις καταδίκες φτάνω περίπου ως το 2022. Τέθηκε σε εφαρμογή και το συνεχόμενο των αδικημάτων που είναι διαφορετικό από τη συσσώρευση -η συσσώρευση είναι το άθροισμα των ποινών από τα διάφορα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί κάποιος· ο κανόνας λέει ότι αν ξεπεράσεις τα τριάντα χρόνια η ποινή σου μειώνεται στα τριάντα. Για ορισμένους η τριακονταετία μετράει από την ημέρα της αρχικής σύλληψης, ενώ για άλλους από την ημέρα του τελευταίου διαπραχθέντος αδικήματος, αυτό επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Αυτό βέβαια έχει τη λογική του… αν μιλούσαμε για τριάντα πραγματικά χρόνια, όπως θα έπρεπε να είναι, θα ήταν πιθανό να το δει κάποιος ως έναν τρόπο ατιμωρησίας, θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει αφού η τριακονταετία θα έμενε η ίδια. Γι’ αυτό θεσπίστηκε αυτός ο κανόνας, ώστε να αποτραπεί η παραπέρα διάπραξη αδικημάτων. Όμως μπορεί να εφαρμοστεί και με διαφορετικό πνεύμα, για λόγους τιμωρίας, όπως συμβαίνει. Το ξέρω ότι μοιάζει περίεργη ιστορία, αλλά στις φυλακές υπάρχουν πολλοί σαν κι εμένα που πρέπει να εκτίσουν με τη συσσώρευση μια τριακονταετή ποινή, έχουν ήδη συμπληρώσει 25-28 χρόνια στη φυλακή και πρέπει να κάτσουν άλλα 15-20· όχι μόνο σύντροφοι με συμμετοχή σε αγώνες στη φυλακή που τους συσσώρευσαν μια σειρά καταδίκες για εξεγέρσεις, απόπειρες απόδρασης ή κάτι άλλο, αλλά και συνηθισμένος κόσμος που έχει συσσωρεύσει ποινές από πολλά μικρά αδικήματα, ίσως και εκτός φυλακής, κι ύστερα παρίσταται στη δίκη χωρίς δικηγόρο ή με δικηγόρο διορισμένο από την έδρα, ο οποίος επαφίεται στην επιείκεια του δικαστηρίου. Μετά δεν ακολουθεί έφεση ούτε πάει η υπόθεση στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο και έτσι κάποια στιγμή τελεσιδικούν οριστικά τα αδικήματα και συλλαμβάνεται ο κατηγορούμενος, ο οποίος στο μεταξύ έχει διαπράξει κι άλλα αδικήματα που συσσωρεύονται με τη σειρά τους και τελικά η ποινή ξεπερνά τα τριάντα χρόνια. (…) Θα αρκούσε ένας δικηγόρος να ζητήσει σε αυτές τις δίκες το συνεχόμενο των αδικημάτων, αλλά δικηγόρος δεν υπάρχει ή είναι διορισμένος από την έδρα ή έχει άγνοια. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πράγματι πολλές, γνωρίζουμε καμιά εικοσαριά παρόμοιες με τη δική μου. Μπορεί να έχω ρεκόρ τόσο στο χρόνο εγκλεισμού που έχω πίσω μου όσο και, κυρίως, σ’ αυτόν που μου απομένει, ρεκόρ που δεν θα ‘θελα να έχω, όμως δεν είμαι μοναδική περίπτωση. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα. Όταν φτιάχτηκε ο νέος κώδικας ποινικής δικονομίας, τον οποίο συνέταξε ένας αξιοπρεπέστατος άνθρωπος, ο δικηγόρος Giandomenico Pisapia που πέθανε πριν από ένα σχεδόν χρόνο, αυτό το ζήτημα του συνεχόμενου των αδικημάτων και της συσσώρευσης των ποινών ίσως δεν αντιμετωπίστηκε όπως θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Παρέμειναν έτσι οι παλιοί κανονισμοί που ανάγονται στον κώδικα Rocco της φασιστικής περιόδου. Αν δίνω σήμερα αυτή τη συνέντευξη, που νομίζω πως είναι κάτι σαν δώρο που μου δίνεται, το κάνω και για να αναδείξω αυτή την κατάσταση, όχι μόνο για μένα αλλά και για εκείνους που βρίσκονται στην ίδια μοίρα και για όσους άλλους πιθανώς βρεθούν στο μέλλον. Χρειάζεται να αναθεωρηθούν οι διατάξεις του συνεχόμενου των αδικημάτων και προπαντός της συσσώρευσης των ποινών. Επίσης, το ανώτατο όριο της ποινής, που είναι τριάντα χρόνια, είναι ήδη πολύ υψηλό. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κανείς δεν εκτίει ποινή τριάντα χρόνων. Εννοώ ότι στην Ευρώπη δεν συμπληρώνει κανείς τριακονταετία χωρίς να έχει προκαλέσει αιματοχυσία, χωρίς να έχει σκοτώσει άνθρωπο. Συνεπώς πιστεύω ότι αυτή η διάταξη και οι γενικότερες συνθήκες θα πρέπει να τεθούν υπό συζήτηση από τους αρμόδιους -τον υπουργό, τον υφυπουργό ή κάποιον δικηγόρο- ώστε να αναθεωρηθούν. (Με ειρωνικό τόνο…) Στην Αμερική ο θανατοποινίτης αποκαλείται Dead Man Walking, δεν ξέρω πώς αποκαλούνται οι άνθρωποι σαν εμάς, φαντάσματα που βαδίζουν; Δεν ξέρω, πάντως θεωρώ ότι πρόκειται για κατάσταση αφύσικη, παράλογη και πάνω απ’ όλα επαίσχυντη. Κι ελπίζω αυτή η συνέντευξη να μπορέσει να προκαλέσει μια αλλαγή. Τώρα γίνεται λόγος για την είσοδο στην Ευρώπη, ε, και λοιπόν; Θα πρέπει να μπούμε πολιτισμένα, εννοώ προσαρμοσμένοι στις ήδη υπάρχουσες διατάξεις της Ευρώπης. Ίσως μοιάζει παράξενο να κάνει τώρα μια τέτοια συζήτηση, ρεφορμιστική, κάποιος που 20 ή 30 χρόνια πριν μπορεί να μιλούσε για την καταστροφή αυτής της κοινωνίας. Όμως αντιλαμβάνομαι ότι το να μιλάς περί καταστροφής είναι εύκολο, το να την πράξεις είναι ίσως εφικτό, αλλά χρειάζεται επίσης και η ανοικοδόμηση και το πέρασμα από τις ιδεολογίες στα συγκεκριμένα γεγονότα. Μπορεί να είναι ρεφορμιστικό, όμως όταν υπάρχουν συνθήκες που μπορούν να μεταβληθούν για το καλό όλων, τότε ορίστε μια διαδρομή που θα μπορούσε καμιά φορά να ακολουθήσει κανείς. (Με διασκεδαστικό τόνο…) Ορισμένοι από τους φίλους μου θα τραβάνε τα μαλλιά τους και θα λένε “πάει, ξεμωράθηκε ο Χορστ”. Όχι! Δεν ξεμωράθηκα, αλλά είναι που αντιλαμβάνομαι ότι το να επιδιώκεις συνεχώς το ακατόρθωτο μπορεί για ορισμένους να σε κάνει ήρωα, ένα παράδειγμα προς μίμηση· όμως η ζωή, η πραγματική ζωή, συνίσταται και στη δυνατότητα να ζεις, να μεταβάλεις τα πράγματα μέσα στην αδυναμία τού να τα καταστρέψεις μονομιάς και να τα ξαναφτιάξεις από το μηδέν. Τώρα ξεφεύγω σε μια συζήτηση που δεν θα ήθελα να την ανοίξω, αλλά τέλος πάντων… μιλούσαμε για διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν και αφού πρέπει να τροποποιηθούν (γελάει), να, πρέπει να το πω! …Αυτές οι διατάξεις χρειάζονται τροποποίηση κι έτσι τούτη εδώ είναι μια συζήτηση ρεφορμιστική, όμως είναι μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει για όσους, σαν εμένα, βρίσκονται στη φυλακή και τα κλειδιά φαίνεται να έχουν χαθεί… Και τώρα νομίζω ότι αν μου κάνεις μια άλλη ερώτηση θα με βγάλεις από την αμηχανία μου.

A.G. Λοιπόν, θα ήθελα τώρα να μου διηγηθείς όσα θυμάσαι από την πρώτη σου ληστεία.

H.F. Ναι, τώρα περνάμε στο φολκλόρ! (Γελάει.) Καλά. Λοιπόν, για να μιλήσω για την πρώτη μου ληστεία χρειάζεται να πάω λίγο πιο πίσω στο χρόνο. Εγώ στη ζωή μου ως τότε είχα δουλέψει πρώτα σε εργοστάσιο, μετά ως υπάλληλος, μπάρμαν, πιτσαδόρος… Δεν κατάφερνα να μείνω αρκετά σε μια δουλειά γιατί δεν ήμουν πολύ υπάκουος σαν χαρακτήρας και μάλωνα συχνά με τους εργοδότες μου, άλλαζα δουλειές, όμως ως τότε πάντοτε δούλευα. Μια δεδομένη στιγμή σκέφτηκα ότι δεν ήταν δίκαιο κάποιοι να πρέπει διαρκώς και μόνο να δουλεύουν και κάποιοι άλλοι πάντα να πλουτίζουν. Είχα διαβάσει και μερικά βιβλία. Προέρχομαι από οικογένεια επαναστατών· ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους αντιφασίστες, έμεινε σχεδόν 22 χρόνια φυγόδικος στο εξωτερικό την περίοδο του φασισμού, επέστρεψε το ’45 για την Απελευθέρωση και μέσα στο σπίτι έπνεε ένας αέρας όχι παραίτησης, αλλά μια ατμόσφαιρα επαναστατική, παρόλο που εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν επαναστάσεις. Κι εγώ, πιθανώς, διερμήνευσα αυτή την πλευρά της οικογένειάς μου κατά έναν τρόπο ασύμβατο με τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Σίγουρα κάποια στιγμή επηρεάστηκα διαβάζοντας συγκεκριμένα βιβλία, όπως “Η συμμορία Bonnot” που με ενθουσίασε: η συμμορία Bonnot ήταν μια ομάδα αναρχικών συντρόφων που λήστευαν τράπεζες τόσο για τη χρηματοδότηση του κινήματος, όσο και για τη διαβίωσή τους. Ύστερα υπάρχει και μια φράση του Μπρεχτ που λέει ότι η ίδρυση μιας τράπεζας είναι πράξη πιο εγκληματική από τη διάρρηξή της. Αυτά τα πράγματα με επηρέασαν βαθιά, αλλά μπορεί και να τα χρησιμοποίησα ασυνείδητα σαν κοινωνικό άλλοθι για την απόφαση που ζυμωνόταν μέσα μου και που μια μέρα την πήρα, επειδή επιπλέον μου φαινόταν σαν κάτι αρκετά περιπετειώδες: η ΤΡΑΠΕΖΑ ήταν το σύμβολο της εξουσίας…Πώς λήστεψα την πρώτη μου τράπεζα; Εγώ δεν είχα ποτέ μου σχέσεις με τον υπόκοσμο -ούτε τότε είχα κι ούτε απέκτησα μετά- κι ενώ δεν είχα καθόλου εμπειρία σε αυτά τα πράγματα, ωστόσο έκλεψα το πρώτο μου αμάξι, εξέτασα την τράπεζα, που δεν ήταν τράπεζα αλλά ταχυδρομικό ταμιευτήριο, μελέτησα τους δρόμους, ώσπου αγόρασα ένα ψεύτικο πιστόλι που έμοιαζε αρκετά αληθινό και μια μέρα μπήκα σε εκείνη την τράπεζα, σ’ εκείνο το ταχυδρομικό ταμιευτήριο, το πρώτο και τελευταίο μου ταχυδρομικό ταμιευτήριο -από τότε και μετά λήστευα διαρκώς και μόνο τράπεζες. Μέσα βρίσκονταν τρεις υπάλληλοι, μια γυναίκα και δύο άντρες, και όταν μπήκα μέσα, σίγουρα, ακόμα κι αν δεν φαινόταν, ήμουν ταραγμένος και φοβισμένος. Επίσης είχε κόσμο και περίμενα να αδειάσει κάνοντας ότι συμπληρώνω κάποιο έντυπο. Όταν έμεινα μόνος, πήγα στο ταμείο κρατώντας μια τσάντα, έβγαλα έξω το πλαστικό πιστόλι, το έστρεψα προς τους ταμίες και τους είπα: “Δώστε μου όλα τα λεφτά που έχετε εδώ”. Εκείνοι τότε τρόμαξαν, έμειναν και λίγο σαν χαζοί γιατί δεν φαινόμουν και πολύ άγριος -τώρα έχω γεράσει αλλά τότε είχα φάτσα καλού παιδιού. Μετά κατάλαβαν ότι σοβαρολογούσα και τότε δεν ξεχώριζες ποιος ήταν πιο φοβισμένος, εγώ ή αυτοί. Πάντως τα λεφτά μου τα έδωσαν και μάλιστα η κοπέλα, η οποία μετά σχεδόν λιποθύμησε… Εγώ πήρα όλο το χρήμα, βγήκα έξω, μπήκα στο αμάξι, απομακρύνθηκα ένα-δυο χιλιόμετρα, έκρυψα το όχημα, μπήκα σε ένα πούλμαν και γύρισα στη Μπολόνια. Κι αυτή ήταν η πρώτη μου ληστεία… Αφού πήγε καλά αυτή η ληστεία, βρέθηκα με μερικά λεφτά παραπάνω από όσα είχα συνήθως όταν δούλευα. Εκείνη την περίοδο ήμουν παντρεμένος και είχα ήδη ένα γιο, η γυναίκα μου δούλευε και έτσι με αυτά τα επιπλέον χρήματα άρχισα να κάνω κάποιες αγορές: μια φτηνή σόμπα και ένα ψυγείο -είμαστε στις αρχές του ’60. Της γυναίκας μου της φάνηκε πολύ περίεργο γιατί συνήθως τα λεφτά δεν μας έφταναν να βγάλουμε το μήνα· έτσι επινόησα μια ιστορία: ότι μου συνέβη ένα ατύχημα και η ασφαλιστική εταιρεία μου κάλυψε τα έξοδα κι έτσι άρχισα να επιπλώνω κάπως το σπίτι… Μετά ήρθε δυστυχώς η πρώτη σύλληψη, μετά η απόδραση κι ύστερα η σύλληψη στη Γαλλία…

A.G. Ήξερες καθόλου γαλλικά για να κάνεις ληστεία;

H.F. Μια συγκεκριμένη στιγμή, μετά την πρώτη μου απόδραση το ’67, συνέχισα τις ληστείες τραπεζών στην Ιταλία… Θυμάμαι μια φορά που ήμουνα στο Bergamo για να ξαναληστέψω μια τράπεζα που είχα ήδη ληστέψει κι έψαχνα εκεί να βρω κανένα αμάξι, όταν κάποια στιγμή κοιτάω μια εφημερίδα τοίχου, κολλημένη σε όλους τους δρόμους, και βλέπω τη φωτογραφία μου. Λέω μέσα μου: “Διάολε, τι τρέχει;” Ήδη ανησυχούσα γιατί ο κόσμος μπορεί να με αναγνώριζε. Πάω σε ένα περίπτερο, αγοράζω την εφημερίδα και τη διαβάζω: μιλούσαν ακόμα για τη ληστεία που είχα κάνει εκεί 20 μέρες πριν. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να φύγω από το Bergamo και μετά έκανα τη ληστεία στη Brescia. Ωστόσο κατάλαβα ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω από την Ιταλία και τότε πήγα στο εξωτερικό, πρώτα στη Γερμανία όπου κι εκεί έκανα κάποια ληστεία κι ύστερα πήγαινα κάθε τόσο από τη Γερμανία στη Γαλλία, πάντα για ληστεία, όμως δεν ήξερα καλά γαλλικά. Θυμάμαι, όταν έκανα την πρώτη μου ληστεία στη Γαλλία είχα αποστηθίσει, όπως τα σχολιαρόπαιδα, κάποιες βασικές, χρήσιμες φράσεις, όπως “tout le monde a terre” (σ. όλοι κάτω), “tout l’ argent ici” (σ. όλα τα λεφτά εδώ), μη βαρέσεις συναγερμό, μην κουνηθείτε κλπ· τρεις-τέσσερις φράσεις που χρησιμοποιούνται στις ληστείες, αν και το πιο σημαντικό είναι οι χειρονομίες, η συμπεριφορά, δεν έχουν τόση σημασία τα λόγια, κι έτσι έγινε. Η δεύτερη ληστεία στη Γαλλία έγινε στο Saint Tropez και με συνέλαβαν.

A.G. Η ψυχική σου κατάσταση, τα όνειρά σου; Μετά από 30 χρόνια τι απομένει από την προσωπικότητα ενός ανθρώπου;

H.F. Απομένει ο άνθρωπος, αν αυτός καταφέρνει να στηριχτεί και να διασώσει ορισμένα πράγματα που τα έχει ήδη μέσα του.Εγώ πιστεύω ότι δεν έχω αλλάξει σχεδόν καθόλου σε αυτά τα 30 χρόνια. Βέβαια σωματικά έχω γεράσει, αλλά λίγο-πολύ οι επιθυμίες μου έμειναν ανεκπλήρωτες την ημέρα που με συνέλαβαν κι εγώ τις κράτησα ζωντανές, συνέχισα να τις κρατάω ζωντανές όλα αυτά τα χρόνια. Για παράδειγμα τα όνειρα είναι κάτι σημαντικό κι εγώ τα σκέφτομαι πολύ όταν μπορώ να τα θυμηθώ. Όλα αυτά τα 30 χρόνια ονειρεύομαι διαρκώς ότι βγαίνω από τη φυλακή. Φυσικά στα όνειρά μου η φυλακή είναι διαφορετική, δεν μοιάζει ποτέ με τούτες εδώ, είναι φυλακή παράξενη και μέσα είναι κανονικός κόσμος, οικογενειάρχες, τα επισκεπτήρια είναι διαφορετικά. Όμως στα όνειρά μου δραπετεύω πάντα από τη φυλακή, αλλά ό,τι κι αν κάνω, ακόμα κι αν πετάω, πάντα με κυνηγούν, ό,τι και να κάνω, να διασχίζω δάση, σοκάκια, παράδρομους, να τρέχω από ‘δω, να τρέχω από ‘κει, πάντα βρίσκονται στο κατόπι μου και ξυπνάω πάντα με μια αίσθηση ματαιότητας, αδυναμίας και κάθε βράδυ βλέπω πάντα τα ίδια όνειρα. Κάτι σημαντικό που διαπίστωσα τον τελευταίο καιρό που ήμουν έξω, δραπέτης, είναι ότι αυτά τα όνειρα είχαν εξαφανιστεί, δεν ονειρευόμουν πια να το σκάω από τη φυλακή. Αντιθέτως, μια νύχτα ονειρεύτηκα ότι με είχαν συλλάβει και όταν ξύπνησα ένιωσα μια από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου. Το να βρίσκομαι ακόμα στο κρεβάτι μου, με μια κοπέλα δίπλα μου, ήταν μια τρελή, μια τρομερή χαρά. Και τώρα έχω ξαναρχίσει να ονειρεύομαι ότι πηδάω τοίχους, όσο κι αν δεν είμαι πλέον σε θέση κι ούτε καν το σκέφτομαι να δραπετεύσω -είμαι 60 χρονών, καταντάει κάπως θλιβερό. Μα κάπου μέσα βαθιά στο μυαλό μου έχει παραμείνει αυτό το όνειρο που δεν λέει να σβήσει. Αυτό είναι ένα από τα επαναλαμβανόμενα όνειρά μου, το άλλο είναι το σεξ. Ονειρεύομαι πάρα πολύ συχνά ότι κάνω έρωτα και πάντα ξυπνάω πάνω στο καλύτερο.

A.G. Σωφρονίζεται ένας άνθρωπος σε 30 χρόνια;

H.F. Θέλεις να μιλήσουμε γι’ αυτό; Λένε πως η φυλακή, σύμφωνα με τα λόγια των δεσμοφυλάκων, είναι “επιτηρούμενος σωφρονισμός” ή “επιτήρηση και σωφρονισμός” ή κάτι τέτοιο. Και στην πραγματικότητα η φυλακή ορίζεται από αυτό, όλη η φιλοσοφία της φυλακής στους γραπτούς κανόνες, στους κανονισμούς, στους κώδικες, βασίζεται σε αυτό. Θέλετε να μάθετε αν, κατά τη γνώμη μου, η φυλακή μπορεί να σωφρονίσει; Εγώ στ’ αλήθεια, για να μιλήσουμε ειλικρινά, στη διάρκεια της ζωής μου στη φυλακή έχω γνωρίσει πολλά παιδιά και ανθρώπους όλων των ειδών, αλλά σωφρονισμένο, με την έννοια της επανένταξης στην κοινωνία, δεν έχω συναντήσει κανέναν. Αν κάποιος αφού βγει από τη φυλακή δεν διαπράττει πια τα ίδια αδικήματα όπως πριν, είναι γιατί φοβάται ότι έτσι θα ξαναμπεί μέσα και όχι επειδή πιστεύει πως δεν είναι σωστό. Εγώ πιστεύω ότι όταν κανείς διαπράττει ένα αδίκημα, ακόμα κι αν δεν το κάνει συνειδητά, αυτό είναι μια μορφή εξέγερσης απέναντι στη δικαιοσύνη, αυτό ακριβώς που βίωνα κι εγώ μικρός, όταν δούλευα για πέντε φράγκα που ποτέ δεν μου ‘φταναν για να βγάλω το μήνα. Αυτό ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους. ’λλοι είναι αδαείς, γιατί παρακινούμενοι από τα πρότυπα της κοινωνίας που ζούνε, γενικά, τη διαφήμιση, το ωραίο αμάξι, την όμορφη γυναίκα, το ακριβό άρωμα, το ωραίο ρούχο, καταλήγουν φουκαράδες, ανήμποροι να απολαύσουν κάτι απ’ όλα αυτά, και τότε ή προσαρμόζεσαι ή εξεγείρεσαι για να τα αποκτήσεις. Πάντως, πιστεύω πως πρόκειται για έναν λάθος τρόπο εξέγερσης, όμως οι περισσότεροι το κάνουν για να δείξουν ότι μπορούν κι εκείνοι να έχουν αυτά τα πράγματα που η κοινωνία τούς παρακινεί να αποκτήσουν. Και πολλοί είναι στη φυλακή γι’ αυτό, για να κυκλοφορούν με ρούχα φίρμας, να φοράνε τζην Valentino, για να έχουν γενικά τέτοιου είδους πράγματα… παιδιά, νεαροί κλπ. Αυτός όμως είναι ένας μερικός τρόπος για να εξηγήσουμε τη φυλακή, γιατί η πλειονότητα των κρατούμενων σήμερα… (σταματά…) Θέλω να πω για ένα πρόβλημα που όταν εγώ συνελήφθηκα για πρώτη φορά δεν υπήρχε. Θα κάνω μια σύντομη παρένθεση· στις πρώτες μου συλλήψεις, στη φυλακή υπήρχε κόσμος λίγο πολύ σαν κι εμένα, ληστές, κλέφτες, απατεώνες, υπήρχαν και τότε οι βιαστές αλλά ήταν παραμερισμένοι, όμως το πρόβλημα των ναρκωτικών δεν υπήρχε με τίποτα -μιλάω για το ’60 και τις αρχές του ’70. Μετά έζησα εκείνη τη μακρά παρένθεση των ειδικών φυλακών, από το ’77 ως το ’85, όπου ήμασταν όλοι σύντροφοι ή τέλος πάντων κρατούμενοι ενός συγκεκριμένου τύπου, κι εκεί επίσης το πρόβλημα των ναρκωτικών ήταν ανύπαρκτο, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Και ύστερα βρέθηκα στο Busto Arsizio κι εκεί άρχισα να βλέπω μια πραγματικότητα που δεν την γνώριζα, η φυλακή είχε αλλάξει τελείως: νεαροί ναρκομανείς που έκαναν χρήση μέσα στη φυλακή -γιατί ό,τι κι αν λέγεται, τα ναρκωτικά στη φυλακή μπαίνουν, δεν είμαι εγώ που θα πω το πώς και με ποιον τρόπο, όμως όλοι το ξέρουν… Θέλω να πω ότι τώρα στη φυλακή ζούνε δίπλα-δίπλα τα θύματα και οι δήμιοι, δηλαδή ο νεαρός ναρκομανής που κάνει καμιά κλοπή για να εξασφαλίσει τη δόση του και τρώει κανένα χρόνο φυλακή, και ο μεσαίος εκμεταλλευτής -γιατί οι μεγάλοι δεν μπαίνουν ποτέ στη φυλακή- το μεσαίο βαποράκι, εκείνος που έξω σου προμηθεύει τη δόση σου και που καμιά φορά κάνει και φυλακή… Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος βρίσκονται μαζί και μέσα στη φυλακή ανασυντίθενται οι ίδιες σχέσεις ισχύος που υπήρχαν και έξω. Το βαποράκι συνεχίζει να προμηθεύει και ο ναρκομανής να κάνει χρήση. Έλεγα λοιπόν ότι η φυλακή άλλαξε πολύ κι έτσι δεν ισχύει αυτό που έλεγα πριν, ότι υπάρχουν πολλοί που επιθυμούν έντονα μια καλύτερη ζωή. Τώρα υπάρχουν ένα σωρό φουκαράδες, πιτσιρίκια που για να πάρουν τη δόση τους κάνουν καμιά μπούκα, καμιά κλοπή κλπ. Δεν υπάρχει καμιά ακριβής στατιστική, αλλά νομίζω ότι το 60% των κρατούμενων στις φυλακές αποτελείται από ναρκομανείς και μικροβαποράκια.

A.G. Αισθάνεσαι ότι κατά κάποιο τρόπο έχεις καμφθεί;

H.F. Όχι, με τίποτα δεν αισθάνομαι ότι έχω καμφθεί. Πιστεύω όμως ότι ερμηνεύω την ύπαρξή μου ή τον εγκλεισμό μου με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι στο παρελθόν, λόγω ηλικίας ή κούρασης ή ορθολογισμού. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω ότι έχω καμφθεί. Τις αδικίες που έβλεπα στο παρελθόν τις βλέπω και σήμερα και όσο έχω φωνή θα τις καταγγέλλω. Δεν έχω καμφθεί, όχι, αλλά, πώς να το πω, έχω φθαρεί; Ναι, έχω φθαρεί.

A.G. Πώς ζει κανείς ξέροντας ότι θα βγει μετά από είκοσι και πλέον χρόνια;

H.F. Ζει πολύ άσχημα. Αλλά είναι από τις πρώτες μέρες του εγκλεισμού μου που τα πράγματα πηγαίνουν έτσι. Ζω, ή ζούσα στο παρελθόν, με τη σκέψη ότι κάτι θα αλλάξει, σκάβοντας τρύπες στους τοίχους -πόσες τρύπες άνοιξα πριν με τσακώσουν ύστερα… Σήμερα είναι κάπως εκτός μόδας η σκέψη να ανοίγεις τρύπες ή να καβαλάς τοίχους και καθένας σκέφτεται πως τα πράγματα θα αλλάξουν… Δεν μπορεί να ζήσει κανείς με τη σκέψη ότι θα βγει στ’ αλήθεια μετά από είκοσι χρόνια, είναι κάτι τόσο παράλογο, τόσο απάνθρωπο, που είναι πράγματι αδιανόητο.

A.G. Τι είναι αυτό που σου δίνει περισσότερη δύναμη, περισσότερη ελπίδα;

H.F. Αυτό που μου δίνει περισσότερη δύναμη κι ελπίδα είναι η σχέση μου με τον έξω κόσμο, με τη οικογένειά μου, το γιο μου, τα παιδιά μου, με τις συντρόφισσες που κατά καιρούς με ακολούθησαν σε αυτή τη μακρά ιστορία, τους συντρόφους, τους φίλους… Ο καθένας δημιουργεί έναν άλλο κόσμο από τη φυλακή. Γενικά, στην αλληλογραφία, στα επισκεπτήρια, συζητιόνται άλλα πράγματα. Εγώ στα γράμματά μου δεν μιλάω ποτέ για τη φυλακή, μιλάω για πράγματα ξένα, γι’ αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, ελπίδες, επιθυμίες, για τη στιγμή που επιτέλους θα πρωτοκάνουμε έρωτα και άλλα τέτοια πράγματα. Ωστόσο, αυτό που σου δίνει πραγματικά δύναμη, με την προϋπόθεση ότι έχεις από μόνος σου λίγη για να μπορείς να συμμετάσχεις σε αυτό τον αγώνα, είναι οι σχέσεις με τους άλλους, με κάποιον που σε αγαπά, που σε ενθαρρύνει, που σου στέκεται αλληλέγγυος. Εγώ συμμετέχω στο αναρχικό κίνημα, σε ένα κίνημα που από τον προηγούμενο αιώνα έδωσε αγώνες, που είχε τους δικούς του εξόριστους, τις δικές του ιστορίες, που κράτησε αυτή την παράδοση ισχυρής αλληλεγγύης μεταξύ συντρόφων, κι αυτό μου δίνει τη δύναμη να προχωρήσω μπροστά.

A.G. Για κάποιον που δεν έχει αυτή τη δύναμη, είναι σχετικά εύκολο να χάσει τα λογικά του;

H.F. Κοίτα, πολλοί πιστεύουν ότι κάποιος που είναι στη φυλακή για πολύ καιρό έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, ότι ζει σε ένα δικό του φανταστικό κόσμο, ότι, αν θέλετε, αυτό είναι μια μορφή τρέλας. Έτσι το σκέφτεται και η συντρόφισσά μου ακόμα καμιά φορά, με την έννοια ότι δεν αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα και τα προβλήματα που υπάρχουν έξω. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Θέλω να πω ότι εμείς ζούμε έχοντας επαφή με τη ζωή, όπως μας παρουσιάζεται: ας πάρουμε, για παράδειγμα, κάποιον που ζει σε ένα ορεινό χωριουδάκι κι όλη του τη ζωή την περνά εκεί. Δεν διαφέρει και πολύ από ένα φυλακισμένο, το παράθυρό του στον έξω κόσμο είναι η τηλεόραση, η εφημερίδα, οι ειδήσεις που φτάνουν απ’ έξω· έξω από τη φυλακή του που είναι αυτό το χαμένο μέσα στα βουνά χωριό, όπου πιθανώς κατοικούν άνθρωποι που δεν μετακινούνται από ‘κει για είκοσι χρόνια… Κι αυτό συμβαίνει και στις μεγάλες πόλεις, στις πολυκατοικίες-υπνωτήρια, όπου ο κόσμος πάει το πρωί για δουλειά, περνάει όλη του τη μέρα στα εργοστάσια και στα γραφεία, μετά φεύγει για το σπίτι, αράζει μπροστά στην τηλεόραση, διαβάζει την εφημερίδα, κάθεται με την οικογένεια… Θέλω να πω, την κανονική ζωή δεν τη ζει κανείς ποτέ πραγματικά, την ζει μέσα από την αντανάκλαση του τρόπου με τον οποίο του παρουσιάζεται. Και δεν διαφέρει πολύ το να βρίσκεσαι στη φυλακή διαβάζοντας εφημερίδα και βλέποντας τηλεόραση από το να βρίσκεσαι έξω βλέποντας τηλεόραση και διαβάζοντας εφημερίδα. (…) Έπειτα υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που ζουν αληθινά. Εγώ πιστεύω ότι σήμερα αυτοί που ζουν πραγματικά -και χαίρομαι πολύ που το λέω τώρα αυτό- είναι εκείνα τα παιδιά για τα οποία τον τελευταίο καιρό είναι πολύ της μόδας να γίνεται λόγος: οι squatters, οι καταληψίες στέγης, σωστά; Αυτά τα παιδιά, σήμερα, με την πτώση των τειχών, των ιδεολογιών, έχουν κάνει μια επιλογή ριζοσπαστική, είναι οι πιο συνεπείς απ’ όλους, αρνούνται αυτό τον κόσμο ολοκληρωτικά και αναζητούν, με τις δικές τους δυνάμεις, με τα δικά τους μέσα, όπως μπορούν, να δημιουργήσουν έναν κόσμο, μια ζωή ξεχωριστή, έξω, στο περιθώριο· δεν θεωρούν τον εαυτό τους περιθωριακό, τον θεωρούν ΕΚΤΟΣ, μακριά από αυτό τον τρόπο ζωής… Έτσι, εγώ πιστεύω ότι αυτοί που πραγματικά ζουν είναι τούτοι εδώ, επειδή ζουν μια ζωή δική τους και όχι εκείνη που τους πλασάρουν άλλοι από την τηλεόραση ή το εμπόριο. Ζούνε μια ζωή πραγματικά δική τους, καλή ή κακή, αφού τους αρέσει είναι μια ωραία ζωή και είναι δική τους. Όμως οι άλλοι, οι ενσωματωμένοι… άλλοι ζούνε καλά και άλλοι άσχημα, όμως ζούνε πάντα ακολουθώντας κάποια μοντέλα ήπιας επιβολής. Σίγουρα διαφέρει αυτός που πάει στα Κανάρια νησιά ή όπου αλλού θέλει από τον εργάτη που τα Κανάρια δεν μπορεί ούτε να τα διανοηθεί και πάει στο Ρίμινι, όμως αυτό είναι μόνο μιας διαφορετικής κλίμακας ευημερία, δεν είναι πραγματική ζωή, είναι μια ζωή που για να τη ζήσουμε προσαρμοζόμαστε σε μοντέλα… Αυτά τα παιδιά, οι squatters, που εγώ αγαπάω πάρα πολύ -κι αν ήταν δυνατόν θα ήθελα να χαιρετήσω τον EDO (σ. τον σύντροφο Edoardo Massari “Baleno”*)- είναι σήμερα οι πιο συνεπείς και πιστεύω ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να το ισχυριστεί αυτό. (Απευθυνόμενος στο δημοσιογράφο: Εσάς σας βλέπω αμήχανο…) Κανείς από εμάς δεν ζει τη δική του ζωή, ζει εκείνη που του επιτρέπουν να ζει, αποδεχόμενος συγκεκριμένους κανόνες· και όποιος εξεγείρεται ενάντια σε αυτούς τους κανόνες… όποιος κάνει μια ληστεία πάει φυλακή, όποιος υποστηρίζει συγκεκριμένα πράγματα απολύεται, (με πολύ ειρωνικό τόνο) όποιος δεν υπακούει τον προϊστάμενο απολύεται και πάει λέγοντας. Αυτές είναι λοιπόν οι εκατοντάδες φυλακές της καθημερινότητάς μας και τούτα τα παιδιά είναι οι αληθινοί δραπέτες, ζουν στ’ αλήθεια τη δική τους ζωή.

A.G. Έχεις να δώσεις κάποιο μήνυμα προς τα έξω;

H.F. Κοίτα, εγώ γράφω, δεν είναι ότι υπάρχει λογοκρισία, τουλάχιστον όχι ορατή… από εδώ δεν μπορώ να βγάλω έξω κάποια εικόνα, κάτι που δεν επιτρέπεται…

A.G. (Ακούγονται θόρυβοι που καλύπτουν τη φωνή)… οι συναισθηματικές σας σχέσεις;

H.F. Όπως είπα πριν, το πιο σημαντικό, αυτό που βοηθάει κάποιον σαν κι εμένα να αντέχει αυτού του είδους τη ζωή -δηλαδή την ανυπαρξία ζωής-, αυτό που με βοηθάει στην επιθυμία μου να καταφέρω να ζήσω μια μέρα, είναι η σχέση μου με τους ανθρώπους έξω -καμιά φορά και με συγκρατούμενους, ακόμα και στη φυλακή μπορούν να δημιουργηθούν καλές σχέσεις με συντρόφους ή με κάποιο άτομο καθαρό. Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα είναι οι σχέσεις με τους φίλους, τους συντρόφους, μα προπαντός είναι οι έρωτες που, παρά τούτα τα εμπόδια, αυτούς τους τοίχους, ετούτη την άρνηση της ζωής, καταφέρνουμε παρόλα αυτά να βιώνουμε. Εγώ, μέσα στην κακοτυχία, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, με την έννοια ότι σ’ όλη αυτή τη μακρότατη περίοδο είχα πάντα έναν άνθρωπο που μοιραζόμασταν τον έρωτα, συντρόφισσες που για χάρη της δικής μου ελευθερίας υπέστησαν ως και ξυλοδαρμούς. Και θα ‘θελα από εδώ να χαιρετήσω μία τους, λέω το όνομα, Βαλέρια, η οποία για τη βοήθεια που μου πρόσφερε σε μια απόδρασή μου καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκιση… Εγώ την αγάπησα πολύ και ακόμα την αγαπώ, είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, θα ‘θελα να τη χαιρετήσω και να της πω ότι της είμαι ακόμα ευγνώμων και νιώθω ότι της είμαι ακόμα υπόχρεος όπως τότε… Έπειτα είναι κι άλλες συντρόφισσες. Αυτή την περίοδο, (φανερά συγκινημένος) είμαι ερωτευμένος με μια μάγισσα, την Πραλίνα, που μια φορά το μήνα παίρνει το σακίδιο στην πλάτη και έρχεται μέχρι εδώ για ένα τετράωρο επισκεπτήριο, για ν’ ανταλλάξουμε κανένα χάδι, κανένα φιλί, καμιά υπόσχεση, την επιθυμία να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τούτη την ιστορία μας έξω, σύντομα… Και αυτά λοιπόν είναι τα πράγματα που κρατάνε ζωντανό έναν άνθρωπο, η θέλησή του να ζήσει κάποια μέρα… Τα γράμματα, τα γράμματα των φίλων, των συντρόφων, αλλά κυρίως τα ερωτικά γράμματα, τα ραβασάκια και οι μικρές φιλοφρονήσεις, τα αποξηραμένα άνθη μέσα σε ένα φάκελο, τα σχεδιάκια και τόσα άλλα τέτοια πράγματα· και η Πραλίνα -και όλες βέβαια οι συντρόφισσες που με έχουν βοηθήσει σε αυτή την κατάσταση, αλλά προπαντός η Πραλίνα σήμερα- είναι μια τρομερή βοήθεια για μένα. Πιθανώς, αν δεν είχα την Πραλίνα, ή αν δεν είχα κάποιον στο παρελθόν, τότε ναι, θα είχα χάσει τα λογικά μου, γιατί για να ζήσεις δεν φτάνει μόνο η επιθυμία της ζωής, μιας ελεύθερης ζωής έξω, δεν φτάνει μόνο ο εγωισμός της απόκτησης πραγμάτων, χρειάζεται και να ζεις τη ζωή σου με έναν άνθρωπο που τα βρίσκετε μαζί και αγαπιέστε. Και η σκέψη, η επιθυμία, ο σχεδιασμός αυτού του μέλλοντος, είναι που μου δίνουν τη δύναμη να προχωρήσω μπροστά…

Μετάφραση: Θ.Δ. Επιμέλεια: Κ.Σ.

(Βρέθηκε στο διαδίκτυο και αναπαράχθηκε εδώ…)

1

Categories
Uncategorized

Αλληλεγγύη στον Antonio Ferreira de Jesus

Αλληλεγγύη στον Antonio Ferreira de Jesus

Πηγή: http://www.325collective.com/prisons_antonio-dec07.html

Ο φίλος μας, 67 ετών (2007), γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια, δυσαρεστημένος από την περιβάλλουσα κοινωνική πραγματικότητα, έκανε πράξη την διαμαρτυρία του για πρώτη φορά καταλήγοντας στη φυλακή στα 17 του χρόνια. Έκτοτε, φυλακίστηκε παράτυπα πέντε ακόμα φορές, από το φασιστικό καθεστώς της Πορτογαλίας (μέχρι το 1974) και από το σημερινό δημοκρατικό κράτος. Χρησιμοποίησε αυτόν τον καιρό που βρισκόταν στη φυλακή μελετώντας, αυτο-μορφωνόμενος, συνειδητοποιούμενος. Ο Αντόνιο είναι ένας αυτοδίδακτος αναρχικός.

Στις πράξεις για τις οποίες έχει κατηγορηθεί και καταδικαστεί συγκαταλέγονται απαλλοτριώσεις από την κυρίαρχη τάξη, και διάρρηξη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης “Prison Escola de Leiria”, μετά την οποία του στερήθηκε η ίδια η ζωή του. Καταδικάστηκε για το φόνο σε αυτοάμυνα ενός φρουρού εργοστασίου, και για εμπρησμό του ίδιου εργοστασίου. Η τελευταία καταδίκη του, εντελώς αναπόδεικτη και αντιφατική σε σχέση με τις προηγούμενες διαδικασίες, είχε να κάνει με την απαγωγή ενός εμπόρου ηρωίνης, ο οποίος καταζητούνταν κι από τις αρχές, και για συμμετοχή σε ληστείες.

Από το 2005 υπέστη δυο μεταγωγές. Την πρώτη φορά για τη συμμετοχή του στην εξέγερση των κρατουμένων ενάντια σε μια “μεταρρύθμιση” των φυλακών, η οποία υποβάθμιζε επιπλέον τη θέση των κρατουμένων. Προκειμένου να κατασταλλεί η εξέγερση, ένας αριθμός κρατουμένων μεταφέρθηκαν σε διαφορετικές φυλακές. Ο Αντόνιο μεταφέρθηκε στο Βορρά της Πορτογαλίας, όσο γινόταν πιο μακριά από ανθρώπους που τον υποστήριζαν: σχεδόν όλοι τους ζούσαν στον Νότο. Έπειτα ήρθε μια νέα οδηγία και μεταφέρθηκε στη φυλακή “Pinheiro da Cruz”. Οι λόγοι δεν είναι σαφείς. Εντωμεταξύ έκανε την πρώτη του αίτηση αποφυλάκισης, αν και μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο εδώ και δυο χρόνια.

Είναι πάντα πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας δικηγόρος γι αυτόν, αλλά τότε μπόρεσε να βρει έναν. Σύντομα όμως, με την μεταφορά του στην “Pinhero da Cruz”, η αίτησή του απορρίφθηκε.

Σύντομα ο Αντόνιο ζήτησε να πάρει μια άδεια από τη φυλακή (μέχρι 8 μέρες σύμφωνα με τους νόμους) κάτι που του αρνήθηκαν επίσης. Δε γνωρίζουμε πως οι δικαστές και οι ανθρωποφύλακες αιτιολόγησαν την άρνησή τους, πάντως γνωρίζουμε ότι δεν είναι σύνηθες κάτι τέτοιο. Αρκετοί κρατούμενοι, που στάλθηκαν στην “Pinhero da Cruz” μετά από αυτόν, πήραν προσωρινές άδειες.

Έκτοτε, του έχουν αρνηθεί άλλες δυο αιτήσεις για άδειες, ενώ περιμένει μια ακόμα αίτηση αποφυλάκισης, η οποία θα έπρεπε να έχει ανταποκριθεί στις 24 Ιούλη 2007, αν οι δικαστές καθυστερούν.

Μέχρι τώρα, το μόνο μήνυμα που έχει λάβει ο Αντόνιο από τους δικαστές είναι ότι θα έχει εκτίσει το μισό της ποινής του τον Μάιο του 2008! σύμφωνα με τον δικηγόρο του, ένας τέτοιος υπολογισμός του χρόνου είναι παράνομος, το μισό της ποινής του θα έπρεπε να υπολογίζεται με τον αριθμό των ημερών από την αρχή ως το τέλος της κάθειρξής του (μάλλον λογικό, δεν νομίζεται;). Αν αυτή η δήλωση του δικαστηρίου είναι ορθή, η κάθειρξη του Αντόνιο θα είναι 28 έτη, ενώ το μέγιστο στην Πορτογαλία είναι τα 25.

Δεδομένου του σωφρονιστικού συστήματος, ο Αντόνιο εκτίει ισόβια ποινή, δηλαδή 25 χρόνια κάθειρξης που είναι το μέγιστο. Αν συγκρίνουμε την υπόθεση του Αντόνιο με άλλους κρατουμένους, ο Αντόνιο θα έπρεπε να είχε ήδη αποφυλακιστεί.

Η δίωξη του Αντόνιο έχει σαφή προσωπικά και πολιτικά κίνητρα. Ενώ δεν υφίσταται νομικά κάποιος λόγος για να μην του δίνονται άδειες ή να απορρίπτονται οι εφέσεις του, κάτι τέτοιο γίνεται από το σύστημα.

Ο ίδιος, ποτέ δεν εγκαταλείπει τον αγώνα για τα δίκια και τη συνείδησή του, δεν αφήνει να του κλείνουν το στόμα, και είναι πάντοτε ενεργός στην αντίσταση ενάντια στη συνθήκη της φυλακής, ο Αντόνιο βρίσκεται στο στόχαστρο των μηχανισμών της “δικαιοσύνης”. Για το λόγο αυτό έχει περάσει πάνω από 43 χρόνια στη φυλακή, και θεωρείται από το σωφρονιστικό σύστημα ως ένας από τους πιο επικίνδυνους κρατουμένους στην Πορτογαλία.

Έχει αποκαλύψει παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τη διαφθορά των ανθρωποφυλάκων, έχει καταθέσει σε δικαστήρια εναντίον σωφρονιστικών υπαλλήλων που κατηγορούνταν για τη δολοφονία ενός συγκρατουμένου του. Η παραμονή του στη φυλακή σημαίνει έναν συνεχή κίνδυνο για τη ζωή του, ήδη για πολύ καιρό απειλείται ότι θα δολοφονηθεί και υφίσταται φριχτά βασανιστήρια.

Έχοντας υπόψη όλα τούτα, και καθώς είμαστε ενάντια σε κάθε φυλακή, μια συλλογικότητα για την υποστήριξη του Αντόνιο οργανώνει μια διεθνή καμπάνια για την απελευθέρωση του Αντόνιο. Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να διαδόσουμε πληροφορίες για την υπόθεσή του. Ας τις διαδόσουμε όσο πιο εκτεταμένα μπορούμε. Κάθε μετάφραση αυτού του κειμένου κι άλλων κειμένων για τον Αντόνιο είναι ευπρόσδεκτη.

Επικοινωνήστε μαζί μας για κάθε νέα πληροφορία ή πρόταση και για ανταλλαγή ιδεών: antonioferreira(at)no-log.org.

Αν θέλετε να γράψετε ή να στείλετε υλικό (βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, τρόφιμα, ρούχα ή οτιδήποτε που θα ήταν χρήσιμο) ή αν θέλετε να επισκεπτείτε τον ίδιο, αυτή είναι η διεύθυνσή του:

Antonio Ferreira de Jesus
E P Pinheiro da Cruz
7570 Grandola
PORTUGAL

Για επικοινωνία με τη συλλογικότητα υποστήριξης, κείμενα, πληροφορίες κλπ: http://libertemferreira.no.sapo.pt/ // <img src=”http://visit.geocities.yahoo.com/visit.gif?us1250949350″ mce_src=”http://visit.geocities.yahoo.com/visit.gif?us1250949350″ alt=”setstats” border=”0″ width=”1″ height=”1″> 1