Categories
LibCom

Μπαγκλαντές: Η επιστροφή των κολασμένων, Μάιος 2012

Μπαγκλαντές: Η επιστροφή των κολασμένων

Μέρες οργής για τους εργάτες της υφαντουργίας

[youtube http://www.youtube.com/watch?v=rlGJjvVb1GU]

Μετά από μια μακρά περίοδο σχετικής ησυχίας, οι εργάτες περνούν και πάλι στη δράση στη βιομηχανία ενδυμάτων του Μπαγκλαντές.

Από την ανάπτυξη της νέας Βιομηχανικής Αστυνομικής Δύναμης (IPF) το 2010, οι αγώνες περιορίστηκαν αρκετά εξ αιτίας των καινοτόμων τακτικών της Βιομηχανικής Αστυνομίας. Όμως τα πρόσφατα γεγονότα στο βιομηχανικό προάστιο Ashulia της πρωτεύουσας Ντάκα, δείχνουν ότι η οργή, η αλληλεγγύη και η θέληση για αγώνα αλλά και το ίδιο το αριθμητικό πλήθος των εργατών δεν μπορεί να συγκρατείται για πάντα.

Την Πάμπτη 12 Μαΐου 2012, στην Ashulia, ένα βιομηχανικό προάστιο της Ντάκα, στη διάρκεια της απογευματινής βάρδιας, ο Σαλμάν, ένας αποθηκάριος των εργοστασίων Hameem Group, επιπλήτεται από έναν διευθυντή επειδή μίλησε στο κινητό του εν ώρα εργασίας. Η λογομαχία κλιμακώνεται σε φυσική αντιπαράθεση των δύο ενώ το τί συνέβη στη συνέχεια είναι ασαφές. Σύμφωνα με την αστυνομία ο διευθυντής έδειρε τον Σαλμάν και τον παρέδωσε στους μπάτσους, αυτή η εκδοχή αναπαρήχθηκε σα δεδομένο απ’ τα ΜΜΕ, ενώ η αστυνομία της Ashulia επιβεβαίωσε ότι τον έβαλε στα κρατητήρια το Σάββατο. Όμως μια διαφορετική, ακόμα χειρότερη εκδοχή των γεγονότων θα κυκλοφορήσει μεταξύ των εργατών…

Πρωί του Σαββάτου, 14 Μαΐου στο εργοστάσιο της Hameem Group: Οι εργάτες φτάνουν στο εργοστάσιο για να πιάσουν δουλειά. Βλέποντας ότι ο Σαλμάν απουσιάζει ακόμα και έχοντας ακούσει για το περιστατικό της Πέμπτης, υποκύπτουν σε μια φήμη που είχε στο μεταξύ κυκλοφορήσει, ότι ο Σαλμάν βασανίστηκε μέχρι θανάτου απ’ τους διευθυντές που ξεφορτώθηκαν το πτώμα του κάπου. Οι εργάτες συγκεντρώνονται στο εργοστάσιο, ζητώντας να μάθουν τί συνέβη στον Σαλμάν, ενώ φτάνουν δυνάμεις της Βιομηχανικής Αστυνομίας προκειμένου να διαλύσουν τους εργάτες. Οι εργάτες αντιστέκονται στους μπάτσους και ξεκινούν άγριες συμπλοκές. Μια αποθήκη πυρπολείται και μηχανήματα πλεξίματος βανδαλίζονται. Ως τις 10πμ οι ταραχές έχουν μεταφερθεί στην εθνική οδό Ντάκα-Tangail, όπου οι αστυνομικοί επιτίθενται στους εργάτες με γκλομπ κι αυτοί απαντούν με ρίψεις τούβλων, και στήνοντας οδοφράγματα από πυρπολημένα ελαστικά, κόβοντας την κυκλοφορία.

Οι εργάτες του Hameem Group καλούν τους εργάτες γειτονικών εργοστασίων να τους στηρίξουν, και σύντομα χιλιάδες εργατών βρίσκονται αντιμέτωποι με την αστυνομία. Οι μπάτσοι απαντούν με πλαστικές σφαίρες και δακρυγόνα. Μέσα σ’ αυτό το χάος, κι ενώ η αστυνομία κυνηγά μια ομάδα εργατών με χτυπήματα, ένα διερχόμενο λεωφορείο χτυπά θανατηφόρα μια 30χρονη εργάτρια υφαντουργό, την Ναχάρ.

Οι εργάτες τότε αρχίζουν να επιτίθενται σε όλα τα εργοστάσια που βρίσκονταν γύρω απ’ τον δρόμο, καταστρέφοντας 50 απ’ αυτά. Επίσης, πάνω από 50 οχήματα, 12 εκ των οποίων του ομίλου Hameem, έχουν καταστραφεί. Φοβούμενοι μια μετάδοση των ταραχών, 300 τοπικά εργοστάσια σταματούν την παραγωγή και στέλνουν τους εργάτες σπίτι τους, χάνοντας εκατομμύρια σε παραγωγικές απώλειες, και αυξάνοντας την μάζα των εργατών που βρίσκονταν στους δρόμους.

Μια ομάδα εργατών καταφέρνει να αρπάξει το αυτόματο όπλο ενός μπάτσου, ενώ άλλες επιτέθηκαν σε αρκετά τηλεοπτικά συνεργεία, σπάζοντας τις κάμερες των δημοσιογράφων, ίσως εν μέρει ως απάντηση στην πρόσφατη χρήση τηλεοπτικού υλικού για την αναγνώριση ταραχοποιών. Οι συγκρούσεις συνεχίζονται μέχρι τις 13:30, ενώ έκτοτε η περιοχή κατακλύζεται από μπάτσους, την Μεραρχία Άμεσης Δράσης και παραστρατιωτικούς.

Εκτός απ’ τους 2 νεκρούς εργάτες, πάνω από 100 άνθρωποι τραυματίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων 12 περίπου μπάτσων και 6 δημοσιογράφων. Η Διεύθυνση της Hameem Group εκτιμά τις ζημιές στο εργοστάσιο και τα μηχανήματα σε πάνω από 1 εκ. δολλάρια

Πρωί της Κυριακής, 15 Μαΐου: Οι εργάτες πιάνουν δουλειά κανονικά στο εργοστάσιο της Hameem Group, όμως και πάλι όταν δε βλέπουν κάποιο σημάδι ζωής απ’ τον Σαλμάν, σταματούν τις εργασίες τους και βγαίνουν έξω απ’ το εργοστάσιο. Συγκεντρώνονται στην εθνική οδό στις 9πμ, και φέρνουν γρήγορα κόσμο απ’ τα γειτονικά εργοστάσια. Πάνω από 50.000 εργάτες βρίσκονται στο οδόστρωμα. Ξεκινούν ταραχές, οι εργάτες καίνε λάστιχα και ξύλα, στήνοντας οδοφράγματα και μπλοκάρουν την κίνηση. Ακόμα 100 άνθρωποι τραυματίστηκαν και την Κυριακή, μεταξύ των οποίων εργάτες, δημοσιογράφοι, περαστικοί και δυο μπάτσοι. Πάνω από 100 δακρυγόνα και 1.000 πλαστικές σφαίρες ρίχτηκαν εναντίον των εργατών. Εκατοντάδες εργοστάσια έμειναν κλειστά καθ’ όλην την ημέρα.

Σε μια προσπάθεια να αποκλιμακώσει την κατάσταση, η διεύθυνση της Hameem και η αστυνομία αποφασίζουν να εμφανίσουν έναν “Σαλμάν” πίσω στο εργοστάσιο. Όμως οι εργαζόμενοι δεν πείθονται ότι αυτός ο “Σαλμάν”, είναι “ο δικός μας Σαλμάν”, και η αναταραχή επεκτείνεται και στο απόγευμα.

Τελικά, η διεύθυνση της Hameem καταφέρνει να συγκαλέσει μια συνάντηση με τους εργάτες, όπου εξασφαλίζεται μια επιστροφή στην εργασία. Έξι συλληφθέντες εργάτες απελευθερώνονται απ’ την αστυνομία, και ο πραγματικός Σαλμάν εμφανίζεται προς ικανοποίηση των εργατών. Το αυτόματο που άρπαξαν οι εργάτες την προηγούμενη μέρα εμφανίζεται επίσης, κάτω από έναν σωρό από ξύλα.

Δευτέρα πρωί, Narayanganj, 15 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Ντάκα: Οι εργάτες διαμαρτύρονται για την παράνομη απόλυση πολλών συναδέλφων τους και καλούν σε στάση εργασίας στα εργοστάσια υφαντουργίας Sinha. Εκατοντάδες εργάτες στήνουν οδοφράγματα στην τοπική εθνική οδό, και μάχονται με τους μπάτσους επί δύο ώρες. Πολλά ακόμη εργοστάσια της περιοχής υφίστανται βανδαλισμούς.

Τρίτη πρωί, Narayanganj: Οι κλωστοϋφαντουργοί της Sinha κλειδώνονται μέσα στο εργοστάσιο σε μια “απεργία απ’ αόριστον”. Αν και τέτοιες κινήσεις είναι παράνομες, αποτελούν συχνό φαινόμενο. Στις 9πμ, καθώς εκατοντάδες εργατών διαδηλώνουν και έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομία για πάνω από μια ώρα, βανδαλίζονται πολλά οχήματα και πυρπολείται ένα λεωφορείο.

Ενώ προσπαθεί να γλυτώσει απ’ τους αστυνομικούς που την κυνηγούν, ακόμα μια εργάτρια, η 22χρονη Σόνια, σκοτώνεται όταν τη χτυπά ένα λεωφορείο. 30 ακόμη άτομα τραυματίζονται, μεταξύ των οποίων 10 μπάτσοι.

Η 18μηνη “ανακωχή” κατά την οποία και οι δυο πλευρές προσαρμόστηκαν στις τακτικές της νέας Βιομηχανικής Αστυνομίας θεωρείται πλέον λήξασα. Οι τακτικές της Βιομηχανικής Αστυνομίας μπορεί πλέον ακόμα και να τους γυρίσουν μπούμερανγκ, πυροδοτώντας μια πιθανή κλιμάκωση των ταραχών. Καθώς οι εργάτες αρχίζουν να εκτιμούν ότι το επίπεδο της οργάνωσής τους, του συντονισμού, των τακτικών και του πλήθους που περιλαμβάνουν, πρέπει να αναπτυχθεί για να αντιπαρατεθεί ικανοποιητικά στην αυξανόμενη οργάνωση των μπάτσων.

Πηγή: http://libcom.org/

Σημειώσεις:

Πολύ υλικό για την ταξική πάλη στο Μπαγκλαντές μπορεί να βρεθεί στο αρχείο του Libcom, ενώ στην καταστροφή των εργοστασίων ως περιεχόμενο των εργατικών διεκδικητικών αγώνων στο Μπαγκλαντές αναφέρεται και ο Br. Astarian εδώ.

Η νέα Βιομηχανική Αστυνομική Δύναμη ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2010, κατόπιν αιτήματος των βιομηχάνων της κλωστοϋφαντουργίας (80% επί του συνόλου των εξαγωγών του Μπαγκλαντές), όπου απ’ το 2006 πιο εκτεταμένα, μαστίζονται από ταραχές, κυρίως γύρω από ένα πολυετές αίτημα των εργατών για αύξηση του μισθού στα 40 περίπου ευρώ απ’ τα 20 που είναι σήμερα. Τί φτάνουν αυτά τα χρήματα για έναν εργάτη στο Μπαγκλαντές; στην πραγματικότητα ίσα-ίσα για τη διατροφή του, δυο πιάτα ρύζι την ημέρα με ένα μικρό κομμάτι τηγανισμένου κοτόπουλου ή λαχανικού από πάνω για γεύση…

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις βιομηχανίες βρίσκονται σε Ειδικές Οικονομικές Ζώνες στις οποίες το κράτος παρέχει στους επιχειρηματικούς ομίλους κίνητρα με κύριο τέτοιο το πιο κακοπληρωμένο εργατικό δυναμικό του πλανήτη, που προσλαμβάνεται και απολύεται σε μηδαμινούς χρόνους, ώστε η παραγωγή να συμβαδίζει με τις ταχύτατες εναλλαγές της ζήτησης στη δυτική βιομηχανία της μόδας, για την οποία προορίζονται τα προϊόντα. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο κρατιέται πειθαρχημένο αυτό το εργατικό δυναμικό (συνολικά πάνω από 3,5 εκ. εργάτες απασχολούνται στην κλωστοϋφαντουργία) είναι η ωμή βία.

Η νέα Βιομηχανική Αστυνομία δεν μπορεί λοιπόν παρά να εκσυγχρονίζει την κατασταλτική βία, περιλαμβάνοντας τακτικές καθημερινής επιτήρησης των εργατών σε άμεση συνεργασία με τις διευθύνσεις των εργοστασίων, απομόνωσης των πιο μαχητικών στοιχείων, τσακίσματος και καθήλωσης των υπόλοιπων σε ταπεινωτικές διαπραγματεύσεις από θέση ήττας. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της νέας Βιομηχανικής Αστυνομίας, οι ταραχές στην κλωστοϋφαντουργία περιορίστηκαν σύμφωνα με τις αρχές κατά 60%, ενώ το μεγαλύτερο επίτευγμα των μπάτσων ήταν να σπάσει η φυσική αλληλεγγύη των εργατών διαφορετικών εργοστασίων μεταξύ τους, καθώς οι εργάτες λόγω και των ίδιων των όρων της εργασίας τους, αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους πρώτα ως τέτοιο, κι έπειτα ως υπάλληλο της μιας ή της άλλης εταιρίας. Αυτό έγινε εφικτό μόνο με την τρομοκράτηση των εργατών οποτεδήποτε καλούσαν σε αλληλεγγύη εργάτες γειτονικών εργοστασίων, και τη χρήση καθημερινής βίας. Με τον τρόπο αυτόν, εξασφαλίστηκε μια ανάπτυξη κατά 15% των κερδών της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας. Οι αμοιβές των εργατών ασφαλώς παρέμειναν σταθερές, πολύ κάτω απ’ τον καλπάζοντα, διψήφιο πληθωρισμό.

Φυσικά, το Μπαγκλαντές είναι μια εξαγωγική, δυναμική οικονομία με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης 6-7% τα τελευταία χρόνια, και επίσημη ανεργία μόλις 5% (καί ανάπτυξη, καί δουλειές δηλαδή). Ενεργειακά είναι αυτάρκης σε φυσικό αέριο λόγω εκμετάλλευσης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων, ενώ το χρέος του δε ξεπερνάει το 37% του ΑΕΠ. Κάτι άλλο;

Categories
LibCom

Μικρή αναφορά στην Παρισινή Κομμούνα, 1871 – LibCom

Μια σύντομη ιστορία της πρώτης σοσιαλιστικής εξέγερσης της εργατικής τάξης. Οι εργάτες του Παρισιού, ενωμένοι με λιποτάκτες της Εθνικής Φρουράς, κατέλαβαν την πόλη και άρχισαν να αναδιοργανώνουν την κοινωνία βάσει των δικών τους συμφερόντων μέσα από εργατικά συμβούλια. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αντέξουν την καταστολή καθώς ισχυρότερα στρατεύματα κατέκτησαν εκ νέου την πόλη σφαγιάζοντας 30.000 εργάτες σε μια αιμοσταγή εκδίκηση.

Η Κομμούνα του Παρισιού, αναφέρεται συχνά ως το πρώτο παράδειγμα που η εργατική τάξη παίρνει την εξουσία στα χέρια της. Για τον λόγο αυτή αποτελεί ήδη ένα αξιοσημείωτο γεγονός, ακόμα κι αν αγνοείται συχνά στην επίσημη γαλλική ιστορία. Στις 18 Μάη του 1871, μετά την ήττα της Γαλλίας από την Πρωσσία, στον Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο, η Γαλλική κυβέρνηση στέλνει στρατεύματα στο Παρίσι ώστε να διασφαλίσουν τα κανόνια της Παρισινής Εθνικής Φρουράς, πριν τα πάρει στα χέρια του ο λαός της πόλης. Προς δυσαρέσκεια της γαλλικής κυβέρνησης, ο λαός είχε ήδη στα χέρια του τα κανόνια και δεν φαινόταν πρόθυμος να τα εγκαταλείψει εύκολα. Οι στρατιώτες τότε αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στον λαό, αντίθετα τα έστρεψαν προς τους αξιωματικούς τους.

Εκλογές προκηρύχθηκαν και οι κάτοικοι του Παρισιού εξέλεξαν ένα συμβούλιο αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από Ιακωβίνους και Δημοκράτες (αν και μεταξύ τους ήταν ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές επίσης). Το συμβούλιο ανακήρυξε το Παρίσι ανεξάρτητη Κομμούνα και πρότεινε ότι η Γαλλία θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια συνομοσπονδία κομμουνών. Εντός της Κομμούνας, όλα τα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου ήταν άμεσα ανακλητά, ενώ πληρώνονταν με έναν μέσο μισθό και είχαν ίσα προνόμια με κάθε άλλο μέλος της κομμούνας.

Οι αναρχικοί της εποχής εκείνης, συνεπάρθηκαν με τις εξελίξεις αυτές. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των παριζιάνων είχαν οργανώσει τις ζωές τους χωρίς καμιά υποστήριξη από το κράτος και παρότρειναν τον υπόλοιπο κόσμο να κάνει το ίδιο ήταν συγκλονιστικό. Η Κομμούνα του Παρισιού στάθηκε ένα υπόδειγμα μιας εφικτής νέας κοινωνίας, οργανωμένης από τα κάτω. Οι μεταρρυθμίσεις που έβαλε μπρος η Κομμούνα, για παράδειγμα η μετατροπή των χώρων εργασίας σε κοπερατίβες, έθεσε τις αναρχικές θεωρίες στην πράξη. Μέχρι το τέλος του Μάη, 43 εργαστήρια είχαν μετατραπεί σε κοπερατίβες και το μουσείο του Λούβρου μετατράπηκε σε εργοστάσιο πολεμοφοδίων που διευθυνόταν από το συμβούλιο των εργατών του.

Το συνδικάτο των μηχανικών και η ένωση των μεταλλεργατών δήλωναν “η οικονομική χειραφέτησή μας… μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα απ’ το σχηματισμό εργατικών ενώσεων, που από μόνες τους μπορούν να μεταμορφώσουν τη θέση μας, από κυνηγούς του μισθού σε συνεργαζόμενους συναδέλφους”.  Επίσης συμβούλευαν την Επιτροπή της Κομμούνας για τις Εργατικές Οργανώσεις να υποστηρίξει τους ακόλουθους στόχους: “Την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο… Την οργάνωση της εργασίας σε ενώσεις αμοιβαιότητας και μη-διαχωρισμένου κεφαλαίου”. Έτσι, ήλπιζαν πως μέσα στην Κομμούνα η ισότητα δε θα ταν μια λέξη κενή νοήματος. Με τα λόγια του πιο γνωστού αναρχικού της εποχής, του Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν “μια σαφέστατα διαρθρωμένη άρνηση του κράτους”.

Ωστόσο, άλλοι αναρχικοί διαφωνούν για το κατά πόσο η Κομμούνα έφτασε τόσο μακριά. Οι κάτοικοί της, δεν έσπασαν ποτέ τα δεσμά τους με την ιδέα της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Όπως έλεγε ένας άλλος γνωστός αναρχικός, ο Πέτρ Κροπότκιν “αν δεν ήταν απαραίτητη μια κεντρική κυβέρνηση για την ομοσπονδία των κομμουνών… τότε και μια κεντρική δημοτική κυβέρνηση φαίνεται εξίσου άχρηστη… η ίδια ομοσπονδιακή αρχή θα μπορούσε να λειτουργήσει και μέσα στην Κομμούνα”.

Καθώς η Κομμούνα διατήρησε ορισμένες από τις παλιές ιδέες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, παρεμπόδιζαν τους ανθρώπους στο εσωτερικό της από το να δράσουν αυτόνομα, αντί να εμποστεύονται τους κυβερνήτες ότι θα βολέψουν κάπως τα πράγματα για όλους. […] Το συμβούλιο απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο από αυτούς που το εξέλεξαν. Όσο περισσότερο διαχωριζόταν, τόσο πιο εξουσιαστικό γινόταν. Έπειτα, το συμβούλιο οργάνωσε μια “Επιτροπή Λαϊκής Ασφάλειας” ώστε “να υπερασπιστεί [μέσω του τρόμου] την “επανάσταση”. Αυτή η επιτροπή συνάντησε την αντίθεση της αναρχικής μειοψηφίας του συμβουλίου και αγνοήθηκε από το λαό του Παρισιού που, καθόλου περίεργο, ήταν περισσότερο απασχολημένος με το πώς θα υπερασπιστεί την πόλη από μια εισβολή του γαλλικού στρατού. Τελικά αποδείχθηκε ότι καμιά μορφή κυβέρνησης, μικρής ή μεγάλης, δεν μπορεί να είναι επαναστατική, κατά το παλιό επαναστατικό κλισέ.

Στις 21 Μάη, τα κυβερνητικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη και ήρθαν αντιμέτωπα με επτά ημέρες σκληρών οδομαχιών. Το τελευταίο οχυρό των Κομμουνάρων, ήταν τα κοιμητήρια της Μοντμάρτης, και μετά την ήττα τους, στρατιωτικοί και οπλισμένοι παλιοί καπιταλιστές λεηλάτησαν την πόλη, πυροβολόντας κατά βούληση εναντίον των κατοίκων. 30.000 Κομμουνάροι σκοτώθηκαν στις μάχες, αρκετοί ακόμα και μετά την παράδοση, ενώ τα σώματά τους πετάχτηκαν σε μαζικούς τάφους.

Ωστόσο, η κληρονομιά της Κομμούνας παραμένει ζωντανεί στους αγώνες, ενώ η ιαχή Vive la Commune! γέμισε με σπρέυ τους τοίχους του Παρισιού, στην εξέγερση του 1968, και όχι για τελευταία φορά…

Πηγή: η διαδικτυακή κοινότητα LibCom [www.libcom.org]