Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir

Για το ζήτημα της οργάνωσης – Insurrection

Πηγή: περιοδικό «Insurrection»

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Πέρα από την οργάνωση της σύνθεσης

Αντί για μια αναρχική οργάνωση σύνθεσης αυτό που προτείνουμε είναι μια άτυπη αναρχική οργάνωση βασισμένη στον αγώνα και στην ανάλυση που προκύπτει από αυτόν.

Οι αναρχικοί κάθε τάσης αρνούνται το μοντέλο της ιεραρχικής και εξουσιαστικής οργάνωσης. Αρνούνται τα κόμματα, τις κάθετες δομές που επιβάλλουν γραμμές από τα πάνω κλπ με έναν λιγότερο ή περισσότερο προφανή τρόπο. Θέτοντας την απελευθερωτική επανάσταση σαν την μόνη λύση των κοινωνικών προβλημάτων, οι αναρχικοί θεωρούν ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον μετασχηματισμό προσδιορίζουν και τους σκοπούς που θα επιτευχθούν. Και οι εξουσιαστικές οργανώσεις δεν αποτελούν φυσικά μέσο για την απελευθέρωση.

Ταυτόχρονα δεν αρκεί να συμφωνεί κανείς στα παραπάνω μόνο στα λόγια. Είναι επίσης αναγκαίο να το θέσει σε πρακτική εφαρμογή. Κατά τη γνώμη μας μια αναρχική δομή όπως οι σταθερές οργανώσεις της σύνθεσης παρουσιάζουν ουκ ολίγους κινδύνους. Όταν αυτού του είδους οι οργανώσεις αναπτύχθηκαν σε πλήρη δύναμη όπως στην Ισπανία το 1936, φάνηκε καθαρά η ομοιότητά τους με τα κόμματα. Η σύνθεση μετατράπηκε σε έλεγχο. Οπωσδήποτε σε ήσυχες περιόδους κάτι τέτοιο είναι ελάχιστα ορατό, έτσι αυτά που λέμε τώρα ίσως ακούγονται κάπως βλάσφημα.

Αυτού του είδους οι οργανώσεις βασίζονται σε ομάδες ή άτομα που βρίσκονται σε λίγο-πολύ συνεχή επαφή μεταξύ τους, και οι μεγάλες τους στιγμές είναι τα περιοδικά συνέδριά τους. Σ αυτά τα συνέδρια συζητείται η βασική ανάλυση, χαράσσεται ένα πρόγραμμα και μοιράζονται τα καθήκοντα καλύπτοντας ολόκληρη τη γκάμα της κοινωνικής παρέμβασης. Είναι μια οργάνωση σύνθεσης γιατί αυτό-ορίζεται συνδετικός κρίκος κάθε αγώνα που διεξάγεται στην ταξική σύγκρουση. Διάφορες ομάδες παρεμβαίνουν στους αγώνες, συνεισφέρουν σε αυτούς, χωρίς όμως να παρεκκλίνουν από την θεωρητική και πρακτική γραμμή που αποφάσισε η οργάνωση στην ολότητά της, στο συνέδριο.

Τώρα, κατά την άποψή μας, μια οργάνωση δομημένη με αυτόν τον τρόπο, διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του επιπέδου του αγώνα, καθώς ο κύριος σκοπός της, διεξάγοντας την αγώνα αυτόν είναι να τον εγκολπώσει στο συνθετικό σχεδιασμό της, κι όχι να τον ωθήσει προς μια εξεγερτική πραγμάτωση. Ένας από τους βασικούς στόχους της είναι η αριθμητική αύξηση σε μέλη. Κατά συνέπεια τείνει να κρατάει τους αγώνες στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή κινδυνολογώντας, φρενάροντας έτσι κάθε κίνηση προς τα μπρος ή κάθε επιλογή που κρίνεται αρκετά εκτεθειμένη ή παρακινδυνευμένη.

Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι ομάδες που ανήκουν σε οργανώσεις σύνθεσης δρουν αυτόματα με αυτόν τον τρόπο: συχνά σύντροφοι είναι αρκετά αυτόνομοι ώστε να επιλέξουν τις πιο αποτελεσματικές προτάσεις και στόχους σε μια δεδομένη κατάσταση. Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός των οργανώσεων σύνθεσης που όμως οδηγεί σε αποφάσεις προβληματικές για την κατάσταση, μιας και ο κύριος στόχος της οργάνωσης είναι να αυξηθεί σε ένα όσο το δυνατόν πιο διευρυμένο μέτωπο αγώνα. Τείνει να αποφεύγει να πάρει μια καθαρή τοποθέτηση σε κάποια ζητήματα, αλλά βρίσκει έναν τρόπο, ένα πολιτικάντικο μονοπάτι να γίνει αποδεκτή από τους πολλούς και να δυσαρεστήσει όσο το δυνατόν λιγότερους.

Οι αντιδράσεις που δεχόμαστε όταν κάνουμε κάποια ανάλογη κριτική συχνά υπαγορεύεται από ένα είδος φόβου και προκατάληψης. Ο κύριος φόβος είναι αυτός του αγνώστου που μας σπρώχνει προς τυπικά οργανωτικά σχήματα. Αυτό μας εξασφαλίζει από την αναζήτηση και το ρίσκο του να βρεθούμε μπλεγμένοι σε άγνωστες καταστάσεις. Αυτό γίνεται φανερό όταν βλέπουμε την τεράστια ανάγκη ορισμένων συντρόφων για μια τυπική οργάνωση που επιτάσσει η ανάγκη μιας προκαθορισμένης σταθερότητας, συνέπειας και εργασίας βάσει ενός προγράμματος που η οργάνωση αυτή θα υποδεικνύει. Στην πραγματικότητα αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν μάλλον την ανάγκη μας για σταθερότητα παρά την επαναστατική αναγκαιότητα.

Από την άλλη, πιστεύουμε ότι η άτυπη οργάνωση μπορεί να παρέχει έγκυρες αφετηρίες για το ξεπέρασμα αυτής της αβεβαιότητας. Αυτή η διαφορετική οργανωτική μορφή μας φαίνεται ικανή να αναπτύξει – αντίθετα με την τυπική οργάνωση σύνθεσης – πιο συνεκτικές και δημιουργικές σχέσεις, καθώς αυτές βασίζονται στην εγγύτητα και την προσωπική γνώση του άλλου. Επιπλέον, η στιγμή που αγγίζει τις πραγματικές δυνατότητές της είναι όταν συμμετέχει σε συνεκτικές καταστάσεις πάλης, κι όχι όταν φιλολογεί για θεωρητικές ή πρακτικές πλατφόρμες, οργανωτικούς κανόνες και γραμμές.

Μια άτυπη οργάνωση δεν χτίζεται πάνω σε ένα καθορισμένο πρόγραμμα ενός συνεδρίου. Το σχέδιο της πραγματοποιείται από τους ίδιους του συντρόφους που δρουν μέσα στα πεδία του αγώνα και στην ίδια την ανάπτυξη του αγώνα. Η οργάνωση αυτή δεν αναγνωρίζει προνομιακά θεωρητικά ή πρακτικά μέσα, ούτε έχει προβλήματα σύνθεσης. Το βασικό της σχέδιο είναι αυτή της παρέμβασης σε έναν αγώνα με έναν εξεγερτικό σκοπό. Όσο και να αυξάνονται τα όρια των συντρόφων που συμμετέχουν σε μια άτυπη οργάνωση, κι όποιες συνέπειες και να έχει αυτό, η μέθοδος εξακολουθεί να μας φαίνεται έγκυρη και θεωρούμε μια πρακτική και θεωρητική επεξεργασία της να αξίζει τον κόπο!

Πέρα από τον εργατισμό – πέρα από τον συνδικαλισμό

Η χρεοκοπία του συνδικαλισμού συνεπάγεται και το τέλος του εργατισμού. Για μας αποτελεί επίσης και το τέλμα της ποσοτικής αυταπάτης που τρέφει τα κόμματα και τις τυπικές οργανώσεις της σύνθεσης. Η ανταρσία του μέλλοντος θα πρέπει να αναζητήσει νέα μονοπάτια. Ο συνδικαλισμός είναι σε παρακμή. Ευτυχώς ή δυστυχώς μαζί του χάνεται μια ολόκληρη εποχή, ένα μοντέλο αγώνα και μια ουτοπία που μεταφραζόταν σε βελτιωμένη και διορθωμένη αναπαραγωγή του παλιού κόσμου. Βαδίζουμε προς νέους και ριζικούς μετασχηματισμούς, στις παραγωγικές δομές, στην κοινωνική οργάνωση- Μέθοδοι αγώνα, προοπτικές ακόμα και βραχυπρόθεσμα σχέδια μετασχηματίζονται επίσης.

Σε μια ολοένα επεκτεινόμενη βιομηχανική κοινωνία ο συνδικαλισμός αναδιατάσσεται από εργαλείο πίεσης σε εργαλείο υποστήριξης της παραγωγικής δομής, στην ουσία της. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός έχει επίσης δείξει τα όριά του: ωθώντας τους πιο μαχητικούς εργάτες προς τα μπρος, ενώ ταυτόχρονα τους τραβούσε προς τα πίσω, ανίκανος να αντιμετωπίσει την μελλοντική κοινωνία ή τις δημιουργικές ανάγκες της επανάστασης. Τα πάντα παρέμειναν εγκλωβισμένα στην εργοστασιακή δομή. Ο εργατισμός δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τον εξουσιαστικό κομμουνισμό. Η εμμονή σε πρωτοποριακά πεδία της ταξικής σύγκρουσης παραμένει σήμερα μια από τις καλύτερα ριζωμένες συνήθειες που δυσκολευόμαστε να ξεκόψουμε.

Τέλος του συνδικαλισμού, λοιπόν. Κάτι που λέγαμε εδώ και 15 χρόνια. Από την μία αυτό προκάλεσε πικρόχολα σχόλια και κατάπληξη, ιδιαίτερα όταν περιλάβαμε τον αναρχοσυνδικαλισμό στην κριτική μας. Σήμερα κάτι τέτοιο γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό. Βασικά, ποιος δεν ασκεί κριτική στα συνδικάτα σήμερα; Κανείς ή σχεδόν κανείς. Όμως η σύνδεση εδώ παραβλέπεται. Η κριτική μας στο συνδικαλισμό είναι επίσης κριτική στην «ποσοτική» λογική που εσωκλείει όλα τα εμβρυακά χαρακτηριστικά του κόμματος. Είναι επίσης μια κριτικής στις τυπικές οργανώσεις σύνθεσης. Είναι επίσης μια κριτική της ταξικής κουλτούρας δανεισμένη από τον αστισμό και φιλτραρισμένη από τα πρότυπα της λεγόμενης προλεταριακής ηθικής. Όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν. Αν αρκετοί σύντροφοι συμφωνούν μ εμάς σήμερα στην παραδοσιακή κριτική του συνδικαλισμού, αυτοί που έχουν μια άποψη για όλες τις συνέπειες που εγείρει είναι λιγοστοί.

Μπορούμε να παρέμβουμε στον κόσμο της παραγωγής χρησιμοποιώντας μέσα που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί η ποσοτική λογική. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν πίσω τους συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που εργάζονται στην υπόθεση της επαναστατικής σύνθεσης. Αυτό μας οδηγεί σε διαφορετικές μεθόδους παρέμβασης, αυτή της δημιουργίας εργοστασιακών πυρήνων ή περιφερειακών πυρήνων που θα περιορίζονται στη διασύνδεση με μια συγκεκριμένη αναρχική δομή, και βασίζονται εξ ολοκλήρου στην εγγύτητα. Είναι από τη σχέση ανάμεσα στους πυρήνες βάσης και συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που προκύπτει ένα νέο μοντέλο επαναστατικής πάλης, για να προσβάλει τις δομές του κεφαλαίου και του κράτους μέσα από εξεγερτικές μεθόδους.

Αυτό επιτρέπει μια καλύτερη ανάλυση των βαθύτερων μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα στις παραγωγικές δομές. Το εργοστάσιο τείνει να εξαφανιστεί, νέα παραγωγικά μοντέλα παίρνουν τη θέση του, βασιζόμενα κυρίως στην αυτοματοποίηση. Οι εργάτες του χθες θα μετατραπούν μερικά σε μια υποστηρικτική δύναμη ή απλά σε μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση ημι-εξασφάλισης και μακροπρόθεσμα επιβίωσης. Νέες μορφές εργασίας εμφανίζονται στον ορίζοντα. Ήδη οι παραδοσιακοί εργάτες δεν υπάρχουν πια. Μαζί τους και ο συνδικαλισμός. Ή τουλάχιστον δεν υπάρχει στην μορφή που υπήρχε μέχρι σήμερα. Έχει γίνει απλά μια ακόμα επιχείρηση.

Ένα φάσμα διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων, όλες τους υπό τον μανδύα της συμμετοχικής, του πλουραλισμού, της δημοκρατίας κλπ επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνία τσακίζοντας τις δυνάμεις της ανατροπής. Οι πιο οξείες στιγμές του επαναστατικού σχεδίου θα συκοφαντηθούν, θα ποινικοποιηθούν. Αλλά ο αγώνας θα βρει νέους δρόμους, θα διαχυθεί σε χιλιάδες υπόγεια ρεύματα που θα ζωογονήσουν άπειρες εκρήξεις οργής και καταστροφής ντυμένες με νέους και ακατανόητους συμβολισμούς.

Ως αναρχικοί πρέπει να προσέχουμε, κουβαλάμε ένα βαρύ φορτίο από παλιά, να μη μείνουμε μακριά από ένα φαινόμενο που δε θα μπορούμε να αντιληφθούμε και του οποίου η βία μπορεί να μας τρομάξει. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε την ανάλυσή μας πλήρως.

Η άτυπη οργάνωση

Η άτυπη αναρχική οργάνωση δεν έχει σε τίποτα να κάνει με προγράμματα, πλατφόρμες ή σημαίες αλλά βασίζεται σε μια κοινή εγγύτητα μεταξύ συντρόφων που στοχεύουν στην παρέμβαση στους κοινωνικούς αγώνες βάσει ενός εξεγερτικού σχεδιασμού. Υπό αυτή την έννοια εμφανίζεται στα πεδία του κοινωνικού πολέμου και ως τέτοια τον επηρεάζει.

Αναρχικές ομάδες και άτομα βρίσκονται διάσπαρτα στο χάρτη, συχνά με ελάχιστη ή καθόλου επαφή μεταξύ τους, και λιγοστές ιδέες στις μεθόδους και τις πιθανότητες μιας παρέμβασης στην κοινωνική πραγματικότητα. Υπάρχει μια σαφής παρουσία σε ορισμένους τομείς, ιδιαίτερα μιας συνδικαλιστικής φύσης. Σε άλλους υπάρχει δράση όπως ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Το ευρύτερο πεδίο παρέμβασης είναι αυτό της αντιπληροφόρησης και της προπαγάνδας.

Ένα αναρχικό κίνημα που είναι πραγματικά ενεργό και επιθετικό χρειάζεται δυο κύριους παράγοντες: εύχρηστα και εναλλασσόμενα εργαλεία και έναν στόχο με σαφή προοπτική. Πιστεύουμε ότι οι άτυπες οργανώσεις και οι εξέγερση είναι μια συνεκτική πιθανότητα που παρουσιάζεται τη δεδομένη στιγμή.

Έχει ήδη ειπωθεί ότι η οργάνωση της σύνθεσης βασισμένη σε συνέδρια και πολιτικά προγράμματα, είναι μια δομή που λόγω των εσωτερικών χαρακτηριστικών της και των μηχανισμών που την υποστηρίζουν δεν μπορεί να αποτελεί ένα οικειοποιήσιμο εργαλείο για τους συντρόφους που επιθυμούν να δράσουν σε μια εξεγερτική τροχιά. Τα πολιτικά προγράμματα και οι πλατφόρμες είναι οργανωτικά μοντέλα τα οποία, από μια εξεγερτική σκοπιά, έχουν δώσει ότι καλύτερο είχαν, χωρίς να είναι αρκετό.

Κάτι που είναι σημαντικό στην άτυπη αναρχική οργάνωση είναι η ουσιαστική γνώση μεταξύ των μελών. Αυτό και η εγγύτητα μεταξύ των συντρόφων είναι που αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της οργανωτικής μορφής της.

Έχουμε όλοι φτάσει σε κάποιες αναρχικές θέσεις με τον καιρό, με ώριμες απόψεις σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα. Έχουμε επίσης κάποιες ιδέες σχετικά με το πώς να παρέμβουμε στην κοινωνική πραγματικότητα και τις σχετικές στρατηγικές επιλογές που μένει να κάνουμε. Λοιπόν, ας βουτήξουμε στα προβλήματα αυτά, να βεβαιωθούμε κατά πόσο συμφωνούμε σε ορισμένα σημεία, να βρούμε τι σκεφτόμαστε. Φυσικά, δεν είναι εύκολο. Ωστόσο δεν είναι ποτέ άχρηστο να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον. Χωρίς αυτό, καμιά άτυπη δομή ή σχέση δεν είναι δυνατή.

Αυτή η πρόταση δε σημαίνει ότι οφείλει ο καθένας να συμφωνεί με το κάθε ζήτημα που τίθεται. Η εγγύτητα δεν έχει να κάνει με κάποιο πανομοιότυπο μοντέλο προς αποδοχή. Η γνώση των άλλου είναι μια αέναη διαδικασή που φτάνει σε μεγαλύτερα ή μικρότερα βάθη σύμφωνα με τις συνθήκες και τους σκοπούς του καθένα.

Το βασικό σχέδιο μιας άτυπης αναρχικής οργάνωσης έχει, κατά τη γνώμη μας, ως αντικείμενο την παρέμβαση σε αγώνες βάσει μιας εξεγερτικής λογικής. Η οργάνωση αυτή δεν πριμοδοτεί έναν τομέα εις βάρος ενός άλλου, δεν έχει μια ορισμένη κεντρικότητα. Επιλέγει ένα αντικείμενο που τη δεδομένη στιγμή παρουσιάζει ένα γόνιμο πεδίο ταξικής σύγκρουσης και καλλιεργεί την προοπτική της εξέγερσης. Η συζήτηση σε αυτό το σημείο είναι ανοιχτή. Η κριτική ότι η εξέγερση δεν είναι μια έγκυρη πρόταση για το σήμερα, μερικές φορές τείνει να μπερδεύει την εξέγερση με αυτό που παλιά ήταν γνωστό ως «προπαγάνδα με τη δράση». Αντίθετα, θεωρούμε ότι το εξεγερτικό σχέδιο αποκτά τη δυνατότητα να χτυπήσει την εξουσία σε κάθε εκδήλωσή της μέσα από την όξυνση της αναρχικής άτυπης οργάνωσης, πάντοτε όμως εξασφαλίζοντας μαζική συμμετοχή, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα και την εγκυρότητα τέτοιων δράσεων.

Με αυτήν την έννοια είναι δυνατό να είσαι παρών στον ταξικό πόλεμο και να αυξήσεις τον πήχη της σύγκρουσης.

Βλέπουμε λοιπόν τις άτυπες οργανώσεις σαν έναν αριθμό συντρόφων που συνδέονται με μια κοινή εγγύτητα. Όσο αυξάνονται τα προβλήματα που οι σύντροφοι αυτοί αντιμετωπίζουν από κοινού, τόσο θα εντείνεται η κοινότητά τους. Ακολούθως η πραγματική οργάνωση, η ικανότητά τους να δρουν από κοινού π.χ. να γνωρίζουν πώς θα βρίσκονται, πώς θα μελετούν και θα αναλύουν τα προβλήματα, θα αναλαμβάνουν δράση κλπ. όλα έχουν να κάνουν με την εγγύτητα που έχουν αναπτύξει και τίποτα κοινό με τα προγράμματα, τις πλατφόρμες, τις σημαίες ενός λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένου κόμματος. Η άτυπη οργάνωση είναι λοιπόν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή που αναπτύσσεται σε μια κοινή εγγύτητα.

Δίχως αμφιβολία, κάτι τέτοιο θα αποφέρει μια αριθμητική αύξηση της οργάνωσης, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι ο κύριος σκοπός της δράσης. Καθώς μια τέτοια οργάνωση αναπτύσσεται θα οικειοποιηθεί κοινά μέσα παρέμβασης. Πρώτα πρώτα ένα εργαλείο ανοιχτής συζήτησης απαραίτητο για την ανάλυσή της, όπως μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό, ικανό να παρέχει πληροφορίες πάνω σε μια ευρύτερη κλίμακα ζητημάτων και θα γίνει σημείο αναφοράς για μια ολοένα επιβεβαιούμενη εγγύτητα ή διασπορά απόψεων μεταξύ των ομάδων και των ατόμων.

Ακόμα, αυτές οι συγκεκριμένες ομάδες μπορούν επίσης να σχηματίσουν δομές βάσης περιλαμβάνοντας τους εκμεταλλευμένους σε συγκεκριμένα πεδία αγώνα, όχι σαν στοιχείο ανάπτυξης του εκάστοτε κινήματος. Με αυτήν την οπτική γίνεται περιττό να οικοδομηθεί μια σταθερή δομή προκειμένου να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα ζητήματα.

Οι δομές βάσεις έχουν έναν και μόνο σκοπό. Όταν ο σκοπός επιτυγχάνεται, ή όταν η απόπειρα αποτυγχάνει, η δομή είτε διευρύνεται σε μια κατάσταση γενικευμένης εξέγερσης είτε αποσύρεται, ανάλογα με την υπόθεση.

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι παρόλο που ο συνδετικός ιστός της άτυπης οργάνωσης είναι η εγγύτητα των συντρόφων, η κινητήριος δύναμή της είναι πάντοτε η δράση. Αν περιορίζεται μονάχα στο πρώτο, κάθε σχέση θα παρακμάσει σε έναν ελιτίστικο βυζαντινισμό, όπου το μόνο που θα απασχολεί τον καθένα θα είναι να κρύψει την αδράνειά του.

Τα προβλήματα που άγγιξε το άρθρο αυτό αξιώνουν μια μεγαλύτερη ανάλυση και καλούμε όλους τους συντρόφους να συμμετάσχουν στη συζήτηση πάνω σε αυτά.

Αυτόνομοι πυρήνες βάσης

Ως πιο μαζικές δομές, οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης, είναι τα στοιχεία που συνδέουν τις αναρχικές άτυπες οργανώσεις με τους κοινωνικούς αγώνες. Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης δεν είναι κάποια πρωτόγνωρη μορφή αγώνα. Προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση γίνονται στην Ιταλία την τελευταία δεκαετία. Η πιο σημαντική ήταν αυτή του Αυτόνομου Κινήματος των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο, και οι αυτό-οργανωμένοι αγώνες ενάντια στην βάση πυραύλων Cruise στο Comiso.

Πιστεύουμε δίχως αμφιβολία ότι ο επαναστατικός αγώνας είναι μια υπόθεση των μαζών. Κατά συνέπεια βλέπουμε την ανάγκη να οικοδομηθούν δομές ικανές να συνδέσουν όσο περισσότερες ομάδες εκμεταλλευομένων γίνεται. Πάντα βλέπαμε με κριτικό μάτι τη συνδικαλιστική προοπτική τόσο εξ αιτίας της περιορισμένης και περιοριστικής λειτουργίας της, όσο και χάρη στην τραγική ιστορική διαδρομή της που κανένα συνθετικό «αναρχο-» δεν μπορεί να ξεπλύνει. Έτσι φτάσαμε στην υπόθεση της οικοδόμησης αυτόνομων πυρήνων βάσης που θα απορρίπτουν τα χαρακτηριστικά των μικρο-συνδικαλιστικών δομών, έχοντας διαφορετικούς στόχους και οργανωτικές σχέσεις.

Μέσα από τις δομές αυτές γίνεται μια προσπάθεια να συνδεθεί το συγκεκριμένο αναρχικό κίνημα με τους κοινωνικούς αγώνες. Ένα σοβαρό εμπόδιο στάθηκε το ζήτημα της εχεμύθειας και της ασυνεννοησίας μεταξύ συντρόφων, στο δρόμο προς μια οργανωτική μέθοδο. Είναι στις στιγμές της δράσης που έρχονται στην επιφάνεια οι διαφορές μεταξύ συντρόφων που όλοι συμφωνούν σε ζητήματα αναρχικής προπαγάνδας, αντικρατικού αγώνα, αυτοοργάνωσης και άμεσης δράσης. Όμως, καθώς βαδίζουμε προς μια οργανωτική φάση, πρέπει να αναπτύσσουμε ένα σχέδιο συμβατό με το επίπεδο της ταξικής σύγκρουσης του παρόντος.

Πιστεύουμε ότι εξαιτίας των βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών είναι αδιανόητο για μια συγκεκριμένη δομή να προσπαθήσει να συμπυκνώσει κάθε οικονομικό και κοινωνικό αγώνα εντός της. Σε κάθε περίπτωση, για ποιο λόγο θα έπρεπε οι εκμεταλλευόμενοι να εισχωρήσουν και να γίνουν μέλη μιας συγκεκριμένης αναρχικής οργάνωσης, προκειμένου να διεξάγουν τους δικούς τους αγώνες; Μια ριζοσπαστική αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας � της εκμετάλλευσης – μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που παρεμβαίνουμε βάσει ενός εξεγερτικού σχεδίου. Οι αγώνες του αύριου μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα μόνο αν υπάρχει μια σαφής και αποτελεσματική σχέση μεταξύ των άτυπων αναρχικών οργανώσεων και των μαζικών δομών των αυτόνομων πυρήνων βάσης.

Ο πρωταρχικός στόχος του πυρήνα δεν είναι η κατάργηση του Κράτους ή του Κεφαλαίου, τα οποία μένουν στην πραγματικότητα αλώβητα όσο παραμένουν αφηρημένες έννοιες. Το αντικείμενο του πυρήνα είναι ο αγώνας και η επίθεση στο συγκεκριμένο Κράτος και το συγκεκριμένο Κεφάλαιο στις μικρότερες και πιο ευάλωτες δομές τους, σύμφωνα με έναν εξεγερτικό σχεδιασμό.

Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης είναι μαζικές δομές που συγκροτούν το πεδίο συνάντησης της άτυπης αναρχικής οργάνωσης και των κοινωνικών αγώνων. Η οργάνωση των ίδιων των πυρήνων διέπεται από τα εξής χαρακτηριστικά: * Αυτονομία από κάθε πολιτικό, συνδικαλιστικό ή κομματικό φορέα. * Διαρκής σύγκρουση – μια συνεχής και αποτελεσματική αντιπαράθεση με προκαθορισμένους στόχους, κι όχι σποραδικές περιστασιακές παρεμβάσεις. * Επίθεση: – η άρνηση του συμβιβασμού, της μετριοπάθειας ή του βολέματος που υποσκάπτουν την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.

Όσον αφορά τους σκοπούς, αυτοί προαποφασίζονται και πραγματοποιούνται μέσα από επιθέσεις στις καταπιεστικές, στρατιωτικές και παραγωγικές δομές κλπ. Η σημασία της διαρκούς σύγκρουσης και της επίθεσης είναι θεμελιώδεις. Οι επιθέσεις αυτές οργανώνονται από τους πυρήνες σε συνεργασία με συγκεκριμένες αναρχικές δομές που παρέχουν πρακτική και θεωρητική υποστήριξη, αναπτύσσοντας την έρευνα για τα απαιτούμενα μέσα για κάθε δράση, καταδεικνύοντας τις δομές και τα πρόσωπα που ευθύνονται για την καταπίεση, και παρέχοντας ένα μίνιμουμ αυτοπροστασίας απέναντι σε απόπειρες πολιτικής ή ιδεολογικής επαναφομοίωσης από την εξουσία είτε απέναντι στην ωμή καταστολή.

Με μια πρώτη ματιά, η σχέση ανάμεσα στην άτυπη αναρχική οργάνωση και στους αυτόνομους πυρήνες βάσης ίσως μοιάζει αντιφατική. Η οργάνωση θέτει σε κίνηση ένα εξεγερτικό σχέδιο, ενώ οι πυρήνες βάσης μοιάζουν να κινούνται σε μια τελείως διαφορετική διάσταση, ενός μερικού αγώνα. Όμως ο αγώνας παραμένει τέτοιος μόνο στο ξεκίνημά του. Αν η ανάλυση στην οποία βασίζεται το σχέδιο ταυτιστεί με τα συμφέροντα των εκμεταλλευομένων στην κατάσταση την οποία υφίστανται, τότε μια εξεγερτική διέξοδος του αγώνα εμφανίζεται σαν πιθανότητα. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κάτι δεδομένο. Ούτε και μπορεί να το εγγυηθεί κανείς.

Η μέθοδος αυτή έχει κατηγορηθεί ως ατελής και ότι δεν υπολογίζει το γεγονός ότι μια επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων δομών του καπιταλισμού πάντοτε καταλήγει στην ένταση της καταστολής. Οι σύντροφοι μπορούν να λάβουν υπόψη τους αυτές τις κατηγορίες μόνοι τους. Όσον αφορά εμάς, πιστεύουμε ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να προβλέψεις το αποτέλεσμα ενός αγώνα στο ξεκίνημά του. Ακόμα κι ένας περιορισμένος αγώνα μπορεί να επιφέρει τις πιο απρόβλεπτες συνέπειες. Και σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα από τις διάχυτες εξεγέρσεις – περιορισμένες και μερικές – στην επανάσταση δεν μπορεί να είναι κάτι το εγγυημένο, από καμία διαδικασία. Προχωράμε κριτικά και με σφάλματα, και προτρέπουμε όποιον έχει κάποια καλύτερη μέθοδο να την δοκιμάσει!

Οι ομάδες συγγενείας

Αντίθετα με όσα νομίζουν πολλοί, οι ομάδες συγγενείας μεταξύ συντρόφων δεν εξαρτώνται από τη συμπάθεια ή το συναισθηματισμό. Η εγγύτητα σημαίνει την καλή γνώση του άλλου, να ξέρεις τι σκέφτεται πάνω στα κοινωνικά ζητήματα, και πως νομίζει ότι μπορεί να παρέμβει στη ταξική σύγκρουση. Το βάθεμα αυτής της γνώσης μεταξύ των συντρόφων είναι ένα ζήτημα που συχνά τίθεται σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να ευνοηθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί σε όλη την ιστορία τους, είχε να κάνει με την μορφή της οργάνωσης του αγώνα. Στην μια άκρη του φάσματος βρίσκουμε τους ατομικιστές που αρνούνται κάθε είδους σταθερής σχέσης, στην άλλη αυτούς που υποστηρίζουν μια μόνιμη οργάνωση, που δρα βάσει ενός προγράμματος βασισμένου στη στιγμή της ίδρυσής της. Και οι δύο αυτές μορφές έχουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται μιας κριτικής από εξεγερσιακή σκοπιά.

Πράγματι, όταν οι ατομικιστές χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται συχνά πολύ μπροστά από τα πιο μαχητικά ταξικά στοιχεία της εποχής, και οι δράσεις τους δε γίνονται κατανοητές. Αντιθέτως, οι υποστηρικτές της σταθερής οργάνωσης συχνά περιμένουν μέχρι να εμφανιστεί ένας σεβαστός αριθμός εκμεταλλευομένων που θα καθορίσει το πώς και πότε θα χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι δράσεις των πρώτων βρίσκονται πολύ μπροστά από το επίπεδο του αγώνα, των δεύτερων πολύ πίσω. Ένας από τους λόγους αυτής της ανικανότητας είναι κατά την άποψή μας η έλλειψη προοπτικής. Σαφώς, κανείς δεν έχει μια τέλεια συνταγή χωρίς μειονεκτήματα, μπορούμε ωστόσο να καταδείξουμε τα όρια που διαβλέπουμε σε κάθε είδους οργάνωση, και να ανιχνεύσουμε πιθανές εναλλακτικές. Μία από αυτές είναι γνωστή σαν “ομάδες συγγενείας”.

Ο όρος αυτός επιζητά μια εξήγηση. Η «συγγένεια» που αναφέρει συχνά γίνεται αντιληπτή κάπως συναισθηματικά. Παρόλο που δεν είναι απόλυτα διαχωρισμένο, ο όρος δε θα πρέπει να λαμβάνεται ως συνώνυμο. Μπορεί να βρισκόμαστε κοντά με συντρόφους που δεν μας είναι συμπαθείς, κι αντίστροφα. Βασικά, η «συγγένεια» με τους συντρόφους σημαίνει την καλή τους γνώση, το βάθεμα της αντίληψης του ενός για τον άλλο. Όσο αυτή η γνώση αυξάνεται, η συνεργασία μπορεί να αυξηθεί στο βαθμό του να γίνεται εφικτό να δρούμε μαζί, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μειωθεί με την έννοια ότι κάτι τέτοιο να είναι δύσκολο για πρακτικούς λόγους.

Η γνώση του άλλου είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί να διακοπεί σε κάθε επίπεδο ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους που θέλει ο καθένας να φτάσει. Έτσι ο καθένας μπορεί να έχει μια εγγύτητα στο να κάνει κάποια πράγματα μαζί με κάποιον άλλον, και όσον αφορά κάποια άλλα, όχι. Είναι προφανές ότι όταν μιλάμε για γνώση του άλλου, δεν εννοούμε να αναλύουμε τα προσωπικά μας προβλήματα, αν και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σημαντικό όταν αυτά παρεμβάλλονται στο ζήτημα της εγγύτητας του ενός με τον άλλον. Με αυτήν την έννοια, η γνώση του άλλου δε συνεπάγεται αυτόματα και την στενή σχέση με αυτόν. Αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε πως ο σύντροφός μας σκέφτεται σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ταξική σύγκρουση, πως μπορεί να παρέμβει, ποιες μεθόδους θεωρεί ότι σηκώνει η εκάστοτε περίσταση κλπ.

Το πρώτο βήμα σ αυτήν τη διαδικασία είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο να υπάρχει μια δηλωμένη άποψη, όπως κάποιο κείμενο, ώστε τα διάφορα προβλήματα να αντιμετωπιστούν καίρια.

Μόλις έχουν ξεκαθαριστεί τα βασικά, οι ομάδες συγγενείας είναι πρακτικά σχηματισμένες. Το βάθεμα της γνώσης μεταξύ των συντρόφων συνεχίζεται σε σύνδεση με τη δράση τους σαν ομάδα και την κοινή τους αντιμετώπιση της πραγματικότητας σαν σύνολο. Όσο αυτή η πρόοδος λαμβάνει χώρα, η γνώση τους συχνά διευρύνεται και ισχυροποιεί τους δεσμούς μεταξύ τους. Αυτό ωστόσο είναι μια συνέπεια της εγγύτητας, όχι ο πρωταρχικός στόχος.

Συμβαίνει συχνά τα πράγματα να γίνονται αντίστροφα, να ξεκινά κάποιου είδους δράση και στην πορεία να πραγματοποιούνται οι αναγκαίες διευκρινήσεις, χωρίς να φτάσει στο επίπεδο της εγγύτητας που είναι αναγκαία προκειμένου να γίνει κάτι από κοινού. Τα πράγματα τότε αφήνονται στην τύχη, μιας και κάποιου είδους παραδοχές γίνονται από την ομάδα ήδη από το σχηματισμό της. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να σταθεί: η ομάδα είτε παλινδρομεί μιας και δεν υπάρχει κάποιος σαφής δρόμος να πάρει, είτε ακολουθεί τις τάσεις του συντρόφου ή των συντρόφων με τις πιο αποσαφηνισμένες ιδέες σχετικά με το τι θέλουν, ενώ οι υπόλοιποι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να παρασύρονται, συχνά με ελάχιστο ενθουσιασμό ή πραγματική δέσμευση.

Η ομάδα συγγενείας από την άλλη, βρίσκει τις δυνατότητές της και κατευθύνεται εξαρχής στη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των μελών της αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατόμων που εργάζονται μαζί σε ένα σχέδιο που αναπτύσσουν από κοινού όσο συμπορεύονται. Από το να αποτελέσει μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος και της γκάμας των δραστηριοτήτων που παρουσιάζει αυτό – προπαγάνδα, άμεση δράση, ίσως κάποια παραγωγή εντύπων, συμμετοχή σε μια άτυπη οργάνωση κλπ – μπορεί επίσης να σχηματίσει έναν «πυρήνα βάσης» ή κάποια άλλη μαζική δομή κι έτσι να παρέμβει πιο αποτελεσματικά στην ταξική σύγκρουση.

Τεύχη του Insurrection στα αγγλικά: 325

1

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *